Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Κρύο τριγύρω πολύ…

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη


Κρυώνω

Και δεν έχω φυλάξει μήτε μία θάλασσα…


Βαριέμαι αφόρητα ν’ ακούω τις φωνασκίες των Θνητών.

Για εκπνοές ή εισπνοές ονείρων.

Για κατηγοριοποιήσεις και στρατόπεδα που χρωματίζουν χαμόγελα.

Για τα λάφυρα απ’ τις επιλογές που περισσεύουν.

Για σειρήνες που προπαγανδίζουν σε ομάδες «αλλαγές».

Για τα μνημόσυνα του Χρόνου και τους επαίνους της Στιγμής.

Για καθαρόαιμους που σε ζυγίζουν πριν σ’ αποδεχτούν.

Για τη Φαντασία π’ αναιρεί όσα υπόσχεται.

Για τον Έρωτα που γνωρίζουν πόσο διαρκεί.

Κι επομένως προεξοφλούν το τέλος του στη λαιμητόμο.

Αφού στα Μπλε νερά του βάθος απύθμενο.

Κι όλοι το αποφεύγουν.

Με κουράζουν οι Επαναλήψεις.

Κάθε Εποχή πάλευε για την αύρα του «Άλλου».

Κι αυτός ο «Άλλος» κάποια στιγμή γινόταν Ίδιος…


Ό,τι θεσμοποιείται στον Κόσμο γίνεται αόρατο.

Κι ό,τι αλήθειες αποπειράται να υφάνει εγκαταλείπεται.

Ό,τι φοβίζει υπονοείται στην ομίχλη.

Κι ό,τι ανθίζει στην προσωπική του ανεπάρκεια εγκλωβίζεται.

Όλες οι αποστάσεις μακρινές πάνω στα δεκανίκια τους.

Πουλούν της Ηθικής την αυτοβελτίωση.

Να προστατέψουν τις κρίσιμες υποδομές απ’ τους «Τρομοκράτες».

Η επιτυχία μιας Κοινωνίας επικυρώνεται απ’ τη σαγήνη στα συναφή ακροατήρια.

Η κάθε εγκυρότητα μιαν εκστρατεία, στην ίδια φωλιά να στραγγίζει.

Με κουράζουν οι Επαναλήψεις.

Κάθε Εποχή πάλευε για την ταύτισή της με το «Λάθος».

Κι αυτό το «Λάθος» κάποια στιγμή γινόταν Σωστό…


Κρυώνω

Και δεν έχω φυλάξει μήτε μία θάλασσα…


Έγραψα για Πολέμους κι από Πολιτική γνωρίζω.

Με κούρασε η ολιγωρία των Πληβείων.

Δεν ήταν Δυνατοί.

Οι Άλλοι τους νόμιζαν.

Μη ρωτάς γιατί άφησα τα παπούτσια πάνω στο χαλί.

Επειδή νομίζουν πως κάποιος θα ΄ρθει τους στοχασμούς τους να διεκδικήσει.

Μη ρωτάς γιατί και το φόρεμα πεταμένο στον προθάλαμο

Επειδή το άλλο που ζητούσε, όλους τους έντιμους θα εξόργιζε.

Κι όσα δεν μπόρεσα να προσφέρω.

Ήταν το «Πάντα» με τα τρύπια παπούτσια και το σχισμένο του φόρεμα.

Μια καταχνιά απλώς ξεχασμένη σαν αυτόνομο κίνημα ουσιαστικά αόρατο.

Ίσως κάπου να ‘χα αργοπορήσει.

Όλα τ’ αστέρια καίγονται σε μια δική τους τιμιότητα χωρίς τις κραυγές τους ν’ ακούν, μήτε τις μελωδίες τους τις ρημαγμένες.

Στην άκρια με τα τσουβαλιασμένα κουφάρια, στων δρόμων την ανημπόρια.

Στον εαυτό τους μόνο Μοναξιά να υπόσχονται, σαν ασχημόπαπα που παρέμειναν κακόμορφα.


Λουζόμουν πάντα στης Ποίησης το φως. Και γινόμουν άχρονη!

Έτρεχες πάντα ανάμεσα στις φωτιές. Και γινόσουν άχρονος!

Από αντίδραση δήλωνα επιθυμίες.

Κι αλήθεια δεν επιθυμούσα το ελάχιστο. Μόνο την Επανάσταση να τρέξουμε στο χορτάρι.

Οι προδοσίες και τα χρέη ανάμεσα στις σχέσεις.

Σχέσεις μισές γεμάτες αποφυγή, σαν κλίμα δηλητηριασμένο μιας ανωνυμίας.

Δεν ξέρω γιατί ήρθες σ’ εμένα.

Πάντα σ’ εκνεύριζα όταν αποκαλούσα τους ανθρώπους Θνητούς.

Τα χέρια σου ήταν σκληρά απ’ τα πτώματα.

Φοβόσουν! Να το παραδεχτείς…

Ίσως κάπου να ‘χα αργοπορήσει.

Δεν υπήρχε Βορράς, μήτε Νότος!

Δεν υπήρχε Ανατολή, μήτε Δύση!


Κρυώνω

Και δεν έχω φυλάξει μήτε μία θάλασσα…


Με κουράζει και μόνο η σκέψη μιας συναυλίας.

Δεν θέλω να βλέπω, μήτε ν’ ακούω.

Με κουράζει κι η Τέχνη του δρόμου ή των σαλονιών.

Να ξιφουλκεί η Μία την Άλλη για τον ίδιο μαστροπό.

Κι οι στίχοι μου αδέσποτοι να πλημμυρίζουν απ’ οργή αποκαθήλωσης και του Μηδενισμού τη λάβα. Για όλα.

Δεν ξέρω γιατί ήρθες σ’ εμένα.

Εγώ βυθιζόμουν στης ανυπαρξίας τους κύκλους.

Είχες να τελειώσεις μιαν αποστολή σημαντική. Έπρεπε να σε σκεπάσω. Κρύωνες. Έπρεπε να σου ζυμώσω μία πίτα να φας.

Κι αλήθεια την έφτιαξα την πίτα.

Κι ήταν βέβαιο πως ύστερα θα έφευγες, και θα έφευγες στα κρυφά.

Έπρεπε να είσαι νικητής και να πεις την τελευταία λέξη. Επειδή ήξερες πόσο διαρκούσε. Και το προεξοφλούσες χωρίς να δίνεις ευκαιρίες.

Θα έπαιζα τον ρόλο μου μέχρι τέλους. Είχα μάθει καλά όλες τις κινήσεις.

Όχι δεν ήμουν καλή!

Ήταν που τα μάτια μου πύρινες φλόγες να σ’ εκλιπαρούν για ένα σκίτσο στον καμβά με μπογιές.

Ήταν π’ έπλεκα στίχους όλη τη νύχτα καθώς βασάνιζα το κορμί σου.


Κανενός δεν προπορεύομαι, μήτε σκυτάλη καταδέχομαι από άλλους.

Μα έτρεμες τους στίχους και τις ζωγραφιές μου.

Κι αγριευόσουν, όταν οδηγούσα, δίπλα μου να ‘σαι.

Φοβόσουν! Να το παραδεχτείς…

Θα πατώ το γκάζι στο τέρμα, στις άλλες να σε βρίσκω διαστάσεις.

Στους τοίχους τα δαχτυλίδια μου ζωγραφισμένα.

Να μου τα φέρεις. Τα θέλω.

Στις άλλες να ψάχνεις διαστάσεις.

Κι όλες οι έχθρες μια λατρεία με φόβους ανάμικτη.

Σε χρέωσα πολλά. Ένοχος για τόσες καταστροφές τριγύρω…


Κρυώνω

Και δεν έχω φυλάξει ούτε μια Θάλασσα…


Δεν θυμάμαι-Να μην με θυμάσαι!

Πάντα την κεφαλή θα στρίβω στο δρόμο και θα σε προσπερνώ.

ΜΟΝΗ μ’ αρέσει να σμιλεύω τις γωνίες μου.

ΜΟΝΑΧΗ να γλύφω όλες τις φλόγες.

Θα παίρνω τα πινέλα μου και θα κείτομαι στο Ποτάμι.

Του γήρατος η σωφροσύνη να θέλει συντροφιά με λουρί.

Κι η αφροσύνη της Νιότης να γίνεται συντροφιά με λουρί.

Πως να παρουσιάσεις την Ποίηση σε κοινό ετερόκλητο.

Φατρίες που κακομεταχειρίζονται ό,τι έχει την ατυχία να συλληφθεί.

Εχθροί και φίλοι χωρίς φόρεμα.

Μαύρο και άσπρο δίχως παπούτσια.

Βρήκα όλα τα θύματα στην πορεία. Κι όλοι οι θύτες με βρήκαν.

Ο ποδηλάτης πλάι στο μάτι με τις φυλακές του όλες απτές.

Κι ό,τι αποσυναρμολογείται να κρυώνει…


Να Με μάθεις-Να Σε μάθω!

Φοβόσουν! Να το παραδεχτείς…

Επειδή σαν θα μάθαινε ο ένας τον άλλον,

Θα γνώριζε έκτοτε και τον εαυτό του…

Δεν θυμάμαι-Να μην ΜΕ θυμάσαι!

Όπου ακουμπούσες πλήγιαζε.

Όπου φιλούσες έλιωνε.

Όπου ψιθύριζες πετούσε.

Και δεν μ’ ένοιαζε παρά μόνον ο Στίχος.


Και Φοβόμουν!

Το παραδέχομαι…



Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου