Φίλιππος Γαλιάσος
Έβαλα ένα ποτό, πήρα τον υπολογιστή και βγήκα στο μπαλκόνι. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Βολεύτηκα σε μια καρέκλα, την οποία είχα καρφώσει, βιδώσει, κολλήσει πολλές φορές στον παρελθόν. Με είχε ρίξει κάτω τουλάχιστον πέντε φορές η ριμάδα αλλά δεν έλεγα να την σουτάρω κάπου, σε ένα μέρος που θα ήταν παράδεισος ή κόλαση για τις καρέκλες που άφηναν πλήρεις ημερών τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ακούμπησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και τον άνοιξα, ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου και χάζεψα την κίνηση στο δρόμο για όση ώρα θα έπαιρνε να φορτώσει. Η κίνηση ήταν ένα μάτσο χάλια. Εκεί πέρα υπήρχαν οδηγοί που προσπαθούσαν να φτάσουν κάπου ή να φύγουν από κάπου. Αρκετοί από αυτούς πατούσαν την κόρνα, της έδιναν να καταλάβει για τα καλά. Οι κόρνες τον αυτοκινήτων έδειχνε πως δεν χαλούσαν ποτέ, σε αντίθεση με την καρέκλα μου που εδώ και χρόνια την είχα με μηχανική υποστήριξη.
Κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου. Με κοίταξε και εκείνη, ήταν έτοιμη. Άνοιξα ένα αρχείο κειμένου και πληκτρολόγησα την ημερομηνία. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το ποτό μου. Ένοιωσα πως αυτή η νύχτα ήταν δική μου. Παντοτινά. Γνώριζα βέβαια πως καμιά νύχτα δε μπορούσε να γίνει ολότελα ούτε δική μου, ούτε κανενός. Οι νύχτες ερχόντουσαν και φεύγαν, γι’ αυτό και δεν ανήκαν ολότελα σε κανέναν. Οι νύχτες έμοιαζε να γνωρίζουν τα πράγματα και φρόντιζαν να ρυθμίζουν κατάλληλα τις ισορροπίες. Ρούφηξα μια μικρή γουλιά, τέντωσα τα δάκτυλα μου και τα τοποθέτησα πάνω στο πληκτρολόγιο για να ξεκινήσω μια ιστορία.
Έγραψα την πρώτη παράγραφο δίχως να έχω ιδέα που πρέπει να το πάω. Έτσι ήταν καλύτερα πάντα. Ήταν όμως εκείνη ακριβώς η στιγμή που ένας γείτονας βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να μιλάει στο κινητό του για τη δουλειά. Μετά πάλι άρχισα να μυρίζω κάτι. Ένας άλλος γείτονας είχε μόλις ανάψει κάρβουνα στο κάτω μπαλκόνι. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είχαν ποτέ τέτοιου είδους εμπόδια. Γαμώτο! Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν χρειαζόντουσαν τις κατάλληλες συνθήκες. Το γνώριζα. Αν υπήρχε κάτι να γραφτεί τότε αυτό γραφόταν. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Άναψα ένα τσιγάρο, διώχνοντας ταυτόχρονα ένα κουνούπι που είχε προσγειωθεί στο κούτελο μου. Η απότομη κίνηση που έκανα, είχε ως αποτέλεσμα να τρίξει η καρέκλα. Δε θα την άφηνα την κακούργα να πεθάνει. Βολευόμουν μια χαρά πάνω της. Ξανά και ξανά. Δε θα την άφηνα έτσι, έπρεπε όμως να είμαι κάπως προσεκτικός γιατί πλέον δεν μου ήταν και πολύ εύκολες οι πτώσεις, ακόμα και από μόλις πενήντα εκατοστά.
Το φως στη βεράντα ήταν ανοιχτό. Σηκώθηκα και το έκλεισα. Ξανακάθισα. Αποτελείωσα το ποτό μου κοιτάζοντας από την σκοτεινή μου βεράντα τα κόκκινα φώτα τον αυτοκινήτων να αναβοσβήνουν στα φανάρια. Οι κόρνες ανακατεύονταν με την κάπνα και τις επαγγελματικές βλέψεις του τύπου που πλέον σχεδόν ξεφώνιζε μέσα στη μικρή τρυπούλα του μικροφώνου του κινητού του τηλεφώνου. Η νύχτα έστεκε εκεί. Προφανώς μας παρατηρούσε και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να ξημερώσει, να φύγει, να πάει άλλου. Δεν έφευγε όμως. Έστεκε εκεί, σαν όλους μας. Ο καθένας μας είχε μια διαφορετική ιστορία κατά νου και αυτό που μας έδενε ήταν πως στην ουσία κανένας μας δεν ήξερε τη συνέχεια της. Ακόμα και οι οδηγοί που παρότι γνώριζαν με ακρίβεια το σημείο του προορισμού τους, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί από εκεί και πέρα.
Σηκώθηκα, η καρέκλα έτριξε, ο γείτονας του κάτω ορόφου έριξε τις μπριζόλες στην ψησταριά. Θα έβαζα άλλο ένα ποτό. Θα έβγαινα ξανά έξω. Θα κοιτούσα τη νύχτα να μετρά αντίστροφα, τη νύχτα να λιγοστεύει την κίνηση στους δρόμους, τα κόκκινα φώτα στα πισινά των οχημάτων να αραιώνουν τις αποστάσεις τους, την κάπνα να εξαγνίζει την πείνα και το χόρτασμα να κλείνει τα παντζούρια. Θα άκουγα τον γείτονα να μένει από μπαταρία, να σιχτιρίζει και να κλείνει την μπαλκονόπορτα. Θα καθόμουν ξανά, ελπίζοντας να με άντεχε ξανά η καρέκλα. Θα κοιτούσα τον υπολογιστή και εκείνη τη μία και μοναδική παράγραφο να στέκει σε φόντο λευκό. Τόσο λευκό που δε γινόταν να μη κυριαρχήσει σε εκείνες τις λίγες λέξεις.
Τοποθέτησα τον κέρσορα στην αρχή της παραγράφου και πίεσα το DEL εως ότου μείνει ολόλευκη η οθόνη. Τώρα έμοιαζε σα να είχα φάει την ψημένη μου μπριζόλα, σα να είχα κανονίσει τις εκκρεμότητες της αυριανής ημέρας στη δουλειά, σα να είχα φτάσει στον προορισμό μου και είχα μόλις σβήσει τον κινητήρα. Τώρα όλα έμοιαζαν να βολεύονται στη σωστή τους θέση. Κατέβασα την οθόνη του υπολογιστή, κερδίζοντας λίγα τετραγωνικά εκατοστά θέας στη νύχτα.
Τώρα ήταν η σωστή στιγμή. Τώρα που όλα σώπαιναν, δεν μπορούσα να νιώσω λιγότερο τυχερός που σώπασα και εγώ. Που καμιά μούσα δεν ήρθε. Που τίποτε έμοιαζε να μη κλωτσάει την μπάλα προς το μέλλον.
Η νύχτα έστεκε εκεί και ήταν τόσο παράδοξα γλυκό να την παρατηρώ να πλαταίνει που για μια στιγμή ένοιωσα τόσο λαμπρά ωραία, σχεδόν όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Η καρέκλα έτριξε και πάλι.
Κατέβασα το χέρι μου και χάιδεψα το φθαρμένο της σκαρί. Καλά κρατούσαμε και οι δυο. Ο ένας στήριζε τον άλλο.
Πηγή: philipposgaliasos.blogspot
Φίλιππος Γαλιάσος: Σχετικά με τον συντάκτη
Έβαλα ένα ποτό, πήρα τον υπολογιστή και βγήκα στο μπαλκόνι. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Βολεύτηκα σε μια καρέκλα, την οποία είχα καρφώσει, βιδώσει, κολλήσει πολλές φορές στον παρελθόν. Με είχε ρίξει κάτω τουλάχιστον πέντε φορές η ριμάδα αλλά δεν έλεγα να την σουτάρω κάπου, σε ένα μέρος που θα ήταν παράδεισος ή κόλαση για τις καρέκλες που άφηναν πλήρεις ημερών τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ακούμπησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και τον άνοιξα, ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου και χάζεψα την κίνηση στο δρόμο για όση ώρα θα έπαιρνε να φορτώσει. Η κίνηση ήταν ένα μάτσο χάλια. Εκεί πέρα υπήρχαν οδηγοί που προσπαθούσαν να φτάσουν κάπου ή να φύγουν από κάπου. Αρκετοί από αυτούς πατούσαν την κόρνα, της έδιναν να καταλάβει για τα καλά. Οι κόρνες τον αυτοκινήτων έδειχνε πως δεν χαλούσαν ποτέ, σε αντίθεση με την καρέκλα μου που εδώ και χρόνια την είχα με μηχανική υποστήριξη.
Κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου. Με κοίταξε και εκείνη, ήταν έτοιμη. Άνοιξα ένα αρχείο κειμένου και πληκτρολόγησα την ημερομηνία. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το ποτό μου. Ένοιωσα πως αυτή η νύχτα ήταν δική μου. Παντοτινά. Γνώριζα βέβαια πως καμιά νύχτα δε μπορούσε να γίνει ολότελα ούτε δική μου, ούτε κανενός. Οι νύχτες ερχόντουσαν και φεύγαν, γι’ αυτό και δεν ανήκαν ολότελα σε κανέναν. Οι νύχτες έμοιαζε να γνωρίζουν τα πράγματα και φρόντιζαν να ρυθμίζουν κατάλληλα τις ισορροπίες. Ρούφηξα μια μικρή γουλιά, τέντωσα τα δάκτυλα μου και τα τοποθέτησα πάνω στο πληκτρολόγιο για να ξεκινήσω μια ιστορία.
Έγραψα την πρώτη παράγραφο δίχως να έχω ιδέα που πρέπει να το πάω. Έτσι ήταν καλύτερα πάντα. Ήταν όμως εκείνη ακριβώς η στιγμή που ένας γείτονας βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να μιλάει στο κινητό του για τη δουλειά. Μετά πάλι άρχισα να μυρίζω κάτι. Ένας άλλος γείτονας είχε μόλις ανάψει κάρβουνα στο κάτω μπαλκόνι. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είχαν ποτέ τέτοιου είδους εμπόδια. Γαμώτο! Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν χρειαζόντουσαν τις κατάλληλες συνθήκες. Το γνώριζα. Αν υπήρχε κάτι να γραφτεί τότε αυτό γραφόταν. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Άναψα ένα τσιγάρο, διώχνοντας ταυτόχρονα ένα κουνούπι που είχε προσγειωθεί στο κούτελο μου. Η απότομη κίνηση που έκανα, είχε ως αποτέλεσμα να τρίξει η καρέκλα. Δε θα την άφηνα την κακούργα να πεθάνει. Βολευόμουν μια χαρά πάνω της. Ξανά και ξανά. Δε θα την άφηνα έτσι, έπρεπε όμως να είμαι κάπως προσεκτικός γιατί πλέον δεν μου ήταν και πολύ εύκολες οι πτώσεις, ακόμα και από μόλις πενήντα εκατοστά.
Το φως στη βεράντα ήταν ανοιχτό. Σηκώθηκα και το έκλεισα. Ξανακάθισα. Αποτελείωσα το ποτό μου κοιτάζοντας από την σκοτεινή μου βεράντα τα κόκκινα φώτα τον αυτοκινήτων να αναβοσβήνουν στα φανάρια. Οι κόρνες ανακατεύονταν με την κάπνα και τις επαγγελματικές βλέψεις του τύπου που πλέον σχεδόν ξεφώνιζε μέσα στη μικρή τρυπούλα του μικροφώνου του κινητού του τηλεφώνου. Η νύχτα έστεκε εκεί. Προφανώς μας παρατηρούσε και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να ξημερώσει, να φύγει, να πάει άλλου. Δεν έφευγε όμως. Έστεκε εκεί, σαν όλους μας. Ο καθένας μας είχε μια διαφορετική ιστορία κατά νου και αυτό που μας έδενε ήταν πως στην ουσία κανένας μας δεν ήξερε τη συνέχεια της. Ακόμα και οι οδηγοί που παρότι γνώριζαν με ακρίβεια το σημείο του προορισμού τους, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί από εκεί και πέρα.
Σηκώθηκα, η καρέκλα έτριξε, ο γείτονας του κάτω ορόφου έριξε τις μπριζόλες στην ψησταριά. Θα έβαζα άλλο ένα ποτό. Θα έβγαινα ξανά έξω. Θα κοιτούσα τη νύχτα να μετρά αντίστροφα, τη νύχτα να λιγοστεύει την κίνηση στους δρόμους, τα κόκκινα φώτα στα πισινά των οχημάτων να αραιώνουν τις αποστάσεις τους, την κάπνα να εξαγνίζει την πείνα και το χόρτασμα να κλείνει τα παντζούρια. Θα άκουγα τον γείτονα να μένει από μπαταρία, να σιχτιρίζει και να κλείνει την μπαλκονόπορτα. Θα καθόμουν ξανά, ελπίζοντας να με άντεχε ξανά η καρέκλα. Θα κοιτούσα τον υπολογιστή και εκείνη τη μία και μοναδική παράγραφο να στέκει σε φόντο λευκό. Τόσο λευκό που δε γινόταν να μη κυριαρχήσει σε εκείνες τις λίγες λέξεις.
Τοποθέτησα τον κέρσορα στην αρχή της παραγράφου και πίεσα το DEL εως ότου μείνει ολόλευκη η οθόνη. Τώρα έμοιαζε σα να είχα φάει την ψημένη μου μπριζόλα, σα να είχα κανονίσει τις εκκρεμότητες της αυριανής ημέρας στη δουλειά, σα να είχα φτάσει στον προορισμό μου και είχα μόλις σβήσει τον κινητήρα. Τώρα όλα έμοιαζαν να βολεύονται στη σωστή τους θέση. Κατέβασα την οθόνη του υπολογιστή, κερδίζοντας λίγα τετραγωνικά εκατοστά θέας στη νύχτα.
Τώρα ήταν η σωστή στιγμή. Τώρα που όλα σώπαιναν, δεν μπορούσα να νιώσω λιγότερο τυχερός που σώπασα και εγώ. Που καμιά μούσα δεν ήρθε. Που τίποτε έμοιαζε να μη κλωτσάει την μπάλα προς το μέλλον.
Η νύχτα έστεκε εκεί και ήταν τόσο παράδοξα γλυκό να την παρατηρώ να πλαταίνει που για μια στιγμή ένοιωσα τόσο λαμπρά ωραία, σχεδόν όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Η καρέκλα έτριξε και πάλι.
Κατέβασα το χέρι μου και χάιδεψα το φθαρμένο της σκαρί. Καλά κρατούσαμε και οι δυο. Ο ένας στήριζε τον άλλο.
Πηγή: philipposgaliasos.blogspot
Φίλιππος Γαλιάσος: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου