Αρχοντία Κάτσουρα
Στεκόταν μπροστά στον πάγκο του συνοικιακού μανάβικου. Ενός μαγαζιού που είχε ανοίξει λίγο καιρό, στο παλιό καφεκοπτείο. Ο γιος του ιδιοκτήτη είπε να εκμεταλλευτεί την περιουσία του που δεν νοικιαζόταν και να ανοίξει εκεί ένα μαγαζί. Αγώνας κόντρα στην ανεργία και μια ανάσα για τη γειτονιά που όταν σε κάποιον έλειπε μια πιπεριά, δυο πατάτες, δεν χρειαζόταν να πάει μακριά.
Εκείνη, ντυμένη στα μαύρα, βαριά στις κινήσεις της, από τα χρόνια τα κάπως περασμένα, από τη ζωή που δεν της στάθηκε και τόσο καλή -αν και της χάρισε χαρές: παιδιά, εγγόνια-, από την κούραση, γιατί ακόμη και τώρα έπρεπε να συντρέξει τα παιδιά της που είχαν ανάγκη, να κρατήσει τα εγγόνια μετά το σχολείο, να μαγειρέψει. «Ντροπή να έρθουν τα παιδιά και να μην υπάρχει ένα πιάτο φαΐ».
Εβαζε τις ντομάτες στη χάρτινη σακούλα πιάνοντάς τες προσεκτικά, χωρίς να τις ζουλάει, για να μη χάσουν τη σφριγηλότητά τους. Διάλεξε μερικά αγγουράκια, λίγα μήλα. Και μερικές φράουλες. Για την εγγονή τη φοιτήτρια, που τις αγαπούσε πολύ.
Μια κοπέλα την πλησίασε και τη χάιδεψε στην πλάτη καθώς πλήρωνε στο ταμείο.
«Καλημέρα, θεία», της είπε και την αγκάλιασε. «Συλλυπητήρια», της ψιθύρισε στο αφτί.
Η γυναίκα άφησε χωρίς αιδώ ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της. «Ευχαριστώ», απάντησε επίσης ψιθυριστά.
Η κοπέλα τη βοήθησε να πάρει τα ψώνια της ώς την άλλη γωνία που ήταν το σπίτι της. Τελευταία είχε παρατηρήσει ότι τα βήματά της ήταν πιο αργά ακόμη και όταν πεταγόταν μέχρι τον φούρνο. Την αποχαιρέτησε με ένα φιλί. Υστερα έφυγε για τη δουλειά.
Στον δρόμο σκεφτόταν την ηλικιωμένη πια γυναίκα. Πρώτη ξαδέλφη της μάνας της, ζούσαν τέσσερις πόρτες μακριά, κάποτε τα οικόπεδα των σπιτιών τους ήταν το ένα και ενιαίο των Μικρασιατών προπαππούδων της.
Η γυναίκα μόλις είχε χάσει ένα από τα αδέλφια της, από καρδιά. Η κοπέλα αναλογιζόταν τον πόνο που είχε νιώσει σωρευτικά όλα τα προηγούμενα χρόνια η θεία.
Πάντα την είχε στο μυαλό της να φοράει μαύρα. Οσο το σκεφτόταν τόσο ανακαλούσε εικόνες της με μαύρα ρούχα. Ιδια κι απαράλλαχτη σε όλη τη ζωή της. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν το χρώμα των μαλλιών της - από σκούρο καστανό τής ήταν πια λευκό-ασημί.
Τα μάτια της, αν και γεμάτα ρυτίδες, ήταν ακόμα όμορφα και μεγάλα – σαν να μην έκλαψαν ποτέ. Καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά, χείλη άλλοτε καλογραμμένα, φτιαγμένα για να χαμογελούν. Η καρδιά της το ήξερε. Κι όμως ποτέ δεν είχε παραπονεθεί. Πορευόταν αξιοπρεπής.
Κι ας την είχαν παντρέψει μικρή με έναν άντρα που δεν ήξερε σχεδόν. Κι ας έκανε έξι παιδιά, το πιο μικρό στα 45 της, μια εποχή που η μεγάλη κόρη της είχε γίνει ήδη 20 χρονώ, και στην αρχή της εγκυμοσύνης της ντρεπόταν να το πει. Κι ας είδε μέρες φτωχές και μέρες καλές. Κι ας έχασε πολλούς ανθρώπους από γύρω της – και τους τίμησε όλους φορώντας τα πένθιμα μαύρα.
Αγωνιούσε καθημερινά για όσους έμειναν πίσω και σιγά σιγά λιγόστευαν. Μαχόταν για τα παιδιά και τα εγγόνια, που θα έδινε τα πάντα για να είναι καλά, για να μη δουν και να μη ζήσουν όσα εκείνη έζησε.
Αλλά έτσι ήταν. Ανήκε σε κείνη τη γενιά των γυναικών που έμαθαν να ασκούνται στην υπομονή – ίσως γι’ αυτό άντεξαν τόσα και τόσα και συνεχίζουν να αγωνίζονται. Κι ας ξέχασαν πώς είναι να είσαι νέα, να φοράς ρούχα χρωματιστά, να είσαι χαρούμενη και να μη φοβάσαι για το δείξεις.
Και η κοπέλα δεν ήξερε αν τη θαυμάζει, όπως και όλες εκείνες τις γυναίκες που γνώρισε και της έμοιαζαν, ή αν τη λυπόταν. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι συνέχιζε να αγωνίζεται. Οτι δεν έβαλε το κεφάλι κάτω – ακόμη και αν μέσα της συχνά ένιωθε να λυγίζει.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Στεκόταν μπροστά στον πάγκο του συνοικιακού μανάβικου. Ενός μαγαζιού που είχε ανοίξει λίγο καιρό, στο παλιό καφεκοπτείο. Ο γιος του ιδιοκτήτη είπε να εκμεταλλευτεί την περιουσία του που δεν νοικιαζόταν και να ανοίξει εκεί ένα μαγαζί. Αγώνας κόντρα στην ανεργία και μια ανάσα για τη γειτονιά που όταν σε κάποιον έλειπε μια πιπεριά, δυο πατάτες, δεν χρειαζόταν να πάει μακριά.
Εκείνη, ντυμένη στα μαύρα, βαριά στις κινήσεις της, από τα χρόνια τα κάπως περασμένα, από τη ζωή που δεν της στάθηκε και τόσο καλή -αν και της χάρισε χαρές: παιδιά, εγγόνια-, από την κούραση, γιατί ακόμη και τώρα έπρεπε να συντρέξει τα παιδιά της που είχαν ανάγκη, να κρατήσει τα εγγόνια μετά το σχολείο, να μαγειρέψει. «Ντροπή να έρθουν τα παιδιά και να μην υπάρχει ένα πιάτο φαΐ».
Εβαζε τις ντομάτες στη χάρτινη σακούλα πιάνοντάς τες προσεκτικά, χωρίς να τις ζουλάει, για να μη χάσουν τη σφριγηλότητά τους. Διάλεξε μερικά αγγουράκια, λίγα μήλα. Και μερικές φράουλες. Για την εγγονή τη φοιτήτρια, που τις αγαπούσε πολύ.
Μια κοπέλα την πλησίασε και τη χάιδεψε στην πλάτη καθώς πλήρωνε στο ταμείο.
«Καλημέρα, θεία», της είπε και την αγκάλιασε. «Συλλυπητήρια», της ψιθύρισε στο αφτί.
Η γυναίκα άφησε χωρίς αιδώ ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της. «Ευχαριστώ», απάντησε επίσης ψιθυριστά.
Η κοπέλα τη βοήθησε να πάρει τα ψώνια της ώς την άλλη γωνία που ήταν το σπίτι της. Τελευταία είχε παρατηρήσει ότι τα βήματά της ήταν πιο αργά ακόμη και όταν πεταγόταν μέχρι τον φούρνο. Την αποχαιρέτησε με ένα φιλί. Υστερα έφυγε για τη δουλειά.
Στον δρόμο σκεφτόταν την ηλικιωμένη πια γυναίκα. Πρώτη ξαδέλφη της μάνας της, ζούσαν τέσσερις πόρτες μακριά, κάποτε τα οικόπεδα των σπιτιών τους ήταν το ένα και ενιαίο των Μικρασιατών προπαππούδων της.
Η γυναίκα μόλις είχε χάσει ένα από τα αδέλφια της, από καρδιά. Η κοπέλα αναλογιζόταν τον πόνο που είχε νιώσει σωρευτικά όλα τα προηγούμενα χρόνια η θεία.
Πάντα την είχε στο μυαλό της να φοράει μαύρα. Οσο το σκεφτόταν τόσο ανακαλούσε εικόνες της με μαύρα ρούχα. Ιδια κι απαράλλαχτη σε όλη τη ζωή της. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν το χρώμα των μαλλιών της - από σκούρο καστανό τής ήταν πια λευκό-ασημί.
Τα μάτια της, αν και γεμάτα ρυτίδες, ήταν ακόμα όμορφα και μεγάλα – σαν να μην έκλαψαν ποτέ. Καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά, χείλη άλλοτε καλογραμμένα, φτιαγμένα για να χαμογελούν. Η καρδιά της το ήξερε. Κι όμως ποτέ δεν είχε παραπονεθεί. Πορευόταν αξιοπρεπής.
Κι ας την είχαν παντρέψει μικρή με έναν άντρα που δεν ήξερε σχεδόν. Κι ας έκανε έξι παιδιά, το πιο μικρό στα 45 της, μια εποχή που η μεγάλη κόρη της είχε γίνει ήδη 20 χρονώ, και στην αρχή της εγκυμοσύνης της ντρεπόταν να το πει. Κι ας είδε μέρες φτωχές και μέρες καλές. Κι ας έχασε πολλούς ανθρώπους από γύρω της – και τους τίμησε όλους φορώντας τα πένθιμα μαύρα.
Αγωνιούσε καθημερινά για όσους έμειναν πίσω και σιγά σιγά λιγόστευαν. Μαχόταν για τα παιδιά και τα εγγόνια, που θα έδινε τα πάντα για να είναι καλά, για να μη δουν και να μη ζήσουν όσα εκείνη έζησε.
Αλλά έτσι ήταν. Ανήκε σε κείνη τη γενιά των γυναικών που έμαθαν να ασκούνται στην υπομονή – ίσως γι’ αυτό άντεξαν τόσα και τόσα και συνεχίζουν να αγωνίζονται. Κι ας ξέχασαν πώς είναι να είσαι νέα, να φοράς ρούχα χρωματιστά, να είσαι χαρούμενη και να μη φοβάσαι για το δείξεις.
Και η κοπέλα δεν ήξερε αν τη θαυμάζει, όπως και όλες εκείνες τις γυναίκες που γνώρισε και της έμοιαζαν, ή αν τη λυπόταν. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι συνέχιζε να αγωνίζεται. Οτι δεν έβαλε το κεφάλι κάτω – ακόμη και αν μέσα της συχνά ένιωθε να λυγίζει.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου