Αρχοντία Κάτσουρα
«Τα λόγια είναι γεγονότα, κάνουν πράγματα, αλλάζουν πράγματα. Μεταμορφώνουν τόσο τον ομιλητή όσο και τον δέκτη. Τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται με ενέργεια και την ενισχύουν. Τροφοδοτούν την κατανόηση και το συναίσθημα αμφίδρομα».
Τα λόγια από το δοκίμιο της Ούρσουλα Λε Γκεν* τής είχαν γίνει έμμονη ιδέα. Μέρες τώρα τα άκουγε σαν φωνή μέσα στο κεφάλι της. Παραδεχόταν την αλήθεια τους. Πίστευε στις λέξεις, στη δύναμη που έχουν να γεννήσουν συναισθήματα, θετικά και αρνητικά, και να δρομολογήσουν γεγονότα: να μεταμορφώσουν τα πράγματα, τον κόσμο ολόκληρο.
Μια κουβέντα, μια τόση δα λεξούλα, μπορούσε να κάνει έναν πονεμένο να ανακουφιστεί, έναν απελπισμένο να ελπίσει, έναν ευτυχισμένο να αμφιβάλει, έναν χαρούμενο να κλάψει. Μπορούσε να γίνει χαστούκι και να ξυπνήσει μια συνείδηση ή δηλητήριο και να διαβρώσει ένα ήρεμο πνεύμα. Να κάνει μια παρέα να γελάσει μέχρι δακρύων ή να ξυπνήσει μια μνήμη τόσο ισχυρή ώστε ένας άνθρωπος να χάσει τον ύπνο του.
Ποτέ δεν πίστευε ότι τα λόγια φεύγουν, γίνονται αέρας και πετάνε. Ακόμη και ένα αστείο μπορούσε να αφήσει το σημάδι του. Γι’ αυτό, πάντα, πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε. Είχε ανατραφεί να προσέχει. Λάθη έκανε, αλλά διαρκώς πρόσεχε. Και όσο μεγάλωνε, πρόσεχε πιο πολύ.
Αναρωτιόταν αν μπορούσε να αλλάξει. Δεν ήξερε. Ηξερε ότι έπρεπε να προσέχει, κυρίως τα λόγια. Γιατί είναι γεγονότα, κάνουν πράγματα, αλλάζουν πράγματα.
Κι εκείνη είχε αγαπήσει τα λόγια, τα έπιανε στην άκρη του μολυβιού, στην άκρη των δαχτύλων της, στα πλήκτρα του υπολογιστή. Τα έβαζε στη σειρά, ακολουθούσε ή χαλούσε τη γραμματική και το συντακτικό, ερμήνευε τις παροιμίες, βυθιζόταν στη σοφία των λαϊκών τραγουδιών και στη γνώση των λόγιων κειμένων. Μάθαινε πράγματα και πορευόταν αναζητώντας τις αλήθειες του κόσμου.
Μετά παρηγοριόταν βάζοντάς τα στο χαρτί, σχηματίζοντας δικές της ιστορίες, διοχετεύοντας εκεί, στις λέξεις και τα λόγια, τον ατμό που δημιουργούσε η σύβραση των συναισθημάτων με τις χαρές, τις λύπες, τα προβλήματα και τις λύσεις τους. Παραμυθάκια, εκτόνωση για κείνη που τα σκάρωνε, ίσως συντροφιά για τους άλλους που τα διάβαζαν.
Αλλά ήρθε μια μέρα που κανένα παραμύθι δεν την παρηγορούσε, καμιά λέξη δεν της έφτανε για να κοιμηθεί, να τη νανουρίσει. Εμεινε ξάγρυπνη τέσσερις νύχτες στη σειρά. Ανοιγε σημειωματάρια –αυτά που εξακολουθούσε να γεμίζει με λέξεις-, ξεσκόνιζε τις υπογραμμισμένες φράσεις στα βιβλία, τα μηνύματα στον υπολογιστή. Δεν έβρισκε τίποτα.
Το πέμπτο βράδυ, εξαντλημένη πια, περπατώντας στον δρόμο, περνώντας μέσα από το πλήθος, μια μυρωδιά την έκανε να σταθεί. Μια μυρωδιά που ήξερε καλά. Πάγωσε –εξωτερικά, γιατί στα απύθμενα βάθη της φλόγες ξεπηδούσαν και έκαιγαν τα πάντα.
Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν τη βοηθούσαν τα μέλη της. Εκλεισε τα μάτια, κοίταξε την εσωτερική πυρά. Λέξεις κατακόκκινες ήταν οι σπίθες, κουβέντες πυρρές, πράγματα που ήθελαν να γίνουν, πράγματα που ήθελαν να αλλάξουν, πράγματα που είχε εμποδίσει.
Γιατί; Γιατί σε όλη τη ζωή της πρόσεχε. Τι έλεγε, τι έκανε, τι έγραφε. Και όλες αυτές οι λέξεις, που ήθελαν να γίνουν πράγματα, να αλλάξουν πράγματα, τώρα επαναστατούσαν. Με αφορμή μια μυρωδιά, αγαπημένη μυρωδιά, από μέρες άλλες, μέρες που θυμόταν ευτυχισμένες. Κι ας είχαν γίνει αέρας σαν λόγια που πετάνε.
Ανοιξε τα μάτια και έψαξε τον φορέα του αρώματος –δεν μπορούσε να τον βρει, δεν ήταν εκεί. Δεν χρειαζόταν, το ήξερε. Τον κουβαλούσε πάνω της, κι ας είχε πολεμήσει πολύ να ξεχάσει, ας έδινε ακόμη την ίδια μάχη. Για μία φορά έκανε κάτι χωρίς να προσέξει, είχε αφεθεί. Αλλά τα λόγια, τα λόγια τους, είχαν επικαθήσει εκεί βαθιά και είχαν αλλάξει πράγματα.
Και τώρα αναζητούσαν φωνή για να τα διηγηθεί. Και δεν ησύχαζαν.
* «Το να μιλάς σημαίνει να ακούς» (Telling Is Listening) στη συλλογή δοκιμίων «The Wave in the Mind: Talks and Essays on the Writer, the Reader, and the Imagination».
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
«Τα λόγια είναι γεγονότα, κάνουν πράγματα, αλλάζουν πράγματα. Μεταμορφώνουν τόσο τον ομιλητή όσο και τον δέκτη. Τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται με ενέργεια και την ενισχύουν. Τροφοδοτούν την κατανόηση και το συναίσθημα αμφίδρομα».
Τα λόγια από το δοκίμιο της Ούρσουλα Λε Γκεν* τής είχαν γίνει έμμονη ιδέα. Μέρες τώρα τα άκουγε σαν φωνή μέσα στο κεφάλι της. Παραδεχόταν την αλήθεια τους. Πίστευε στις λέξεις, στη δύναμη που έχουν να γεννήσουν συναισθήματα, θετικά και αρνητικά, και να δρομολογήσουν γεγονότα: να μεταμορφώσουν τα πράγματα, τον κόσμο ολόκληρο.
Μια κουβέντα, μια τόση δα λεξούλα, μπορούσε να κάνει έναν πονεμένο να ανακουφιστεί, έναν απελπισμένο να ελπίσει, έναν ευτυχισμένο να αμφιβάλει, έναν χαρούμενο να κλάψει. Μπορούσε να γίνει χαστούκι και να ξυπνήσει μια συνείδηση ή δηλητήριο και να διαβρώσει ένα ήρεμο πνεύμα. Να κάνει μια παρέα να γελάσει μέχρι δακρύων ή να ξυπνήσει μια μνήμη τόσο ισχυρή ώστε ένας άνθρωπος να χάσει τον ύπνο του.
Ποτέ δεν πίστευε ότι τα λόγια φεύγουν, γίνονται αέρας και πετάνε. Ακόμη και ένα αστείο μπορούσε να αφήσει το σημάδι του. Γι’ αυτό, πάντα, πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε. Είχε ανατραφεί να προσέχει. Λάθη έκανε, αλλά διαρκώς πρόσεχε. Και όσο μεγάλωνε, πρόσεχε πιο πολύ.
Αναρωτιόταν αν μπορούσε να αλλάξει. Δεν ήξερε. Ηξερε ότι έπρεπε να προσέχει, κυρίως τα λόγια. Γιατί είναι γεγονότα, κάνουν πράγματα, αλλάζουν πράγματα.
Κι εκείνη είχε αγαπήσει τα λόγια, τα έπιανε στην άκρη του μολυβιού, στην άκρη των δαχτύλων της, στα πλήκτρα του υπολογιστή. Τα έβαζε στη σειρά, ακολουθούσε ή χαλούσε τη γραμματική και το συντακτικό, ερμήνευε τις παροιμίες, βυθιζόταν στη σοφία των λαϊκών τραγουδιών και στη γνώση των λόγιων κειμένων. Μάθαινε πράγματα και πορευόταν αναζητώντας τις αλήθειες του κόσμου.
Μετά παρηγοριόταν βάζοντάς τα στο χαρτί, σχηματίζοντας δικές της ιστορίες, διοχετεύοντας εκεί, στις λέξεις και τα λόγια, τον ατμό που δημιουργούσε η σύβραση των συναισθημάτων με τις χαρές, τις λύπες, τα προβλήματα και τις λύσεις τους. Παραμυθάκια, εκτόνωση για κείνη που τα σκάρωνε, ίσως συντροφιά για τους άλλους που τα διάβαζαν.
Αλλά ήρθε μια μέρα που κανένα παραμύθι δεν την παρηγορούσε, καμιά λέξη δεν της έφτανε για να κοιμηθεί, να τη νανουρίσει. Εμεινε ξάγρυπνη τέσσερις νύχτες στη σειρά. Ανοιγε σημειωματάρια –αυτά που εξακολουθούσε να γεμίζει με λέξεις-, ξεσκόνιζε τις υπογραμμισμένες φράσεις στα βιβλία, τα μηνύματα στον υπολογιστή. Δεν έβρισκε τίποτα.
Το πέμπτο βράδυ, εξαντλημένη πια, περπατώντας στον δρόμο, περνώντας μέσα από το πλήθος, μια μυρωδιά την έκανε να σταθεί. Μια μυρωδιά που ήξερε καλά. Πάγωσε –εξωτερικά, γιατί στα απύθμενα βάθη της φλόγες ξεπηδούσαν και έκαιγαν τα πάντα.
Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν τη βοηθούσαν τα μέλη της. Εκλεισε τα μάτια, κοίταξε την εσωτερική πυρά. Λέξεις κατακόκκινες ήταν οι σπίθες, κουβέντες πυρρές, πράγματα που ήθελαν να γίνουν, πράγματα που ήθελαν να αλλάξουν, πράγματα που είχε εμποδίσει.
Γιατί; Γιατί σε όλη τη ζωή της πρόσεχε. Τι έλεγε, τι έκανε, τι έγραφε. Και όλες αυτές οι λέξεις, που ήθελαν να γίνουν πράγματα, να αλλάξουν πράγματα, τώρα επαναστατούσαν. Με αφορμή μια μυρωδιά, αγαπημένη μυρωδιά, από μέρες άλλες, μέρες που θυμόταν ευτυχισμένες. Κι ας είχαν γίνει αέρας σαν λόγια που πετάνε.
Ανοιξε τα μάτια και έψαξε τον φορέα του αρώματος –δεν μπορούσε να τον βρει, δεν ήταν εκεί. Δεν χρειαζόταν, το ήξερε. Τον κουβαλούσε πάνω της, κι ας είχε πολεμήσει πολύ να ξεχάσει, ας έδινε ακόμη την ίδια μάχη. Για μία φορά έκανε κάτι χωρίς να προσέξει, είχε αφεθεί. Αλλά τα λόγια, τα λόγια τους, είχαν επικαθήσει εκεί βαθιά και είχαν αλλάξει πράγματα.
Και τώρα αναζητούσαν φωνή για να τα διηγηθεί. Και δεν ησύχαζαν.
* «Το να μιλάς σημαίνει να ακούς» (Telling Is Listening) στη συλλογή δοκιμίων «The Wave in the Mind: Talks and Essays on the Writer, the Reader, and the Imagination».
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου