Στέλιος Ελληνιάδης
Κυκλοφόρησαν τρία βιβλία που ρίχνουν φως στο υπόβαθρο των κοινωνικών διεργασιών στη ρώσικη επικράτεια: «Η ιστορία του Πουγκατσόφ» (1773-1775) του Αλέξανδρου Πούσκιν και η «Νήσος Σαχαλίνη» (1890) του συγγραφέα Άντον Τσέχοφ σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη από τις εκδόσεις Λέμβος και «Η άγνωστη επανάσταση» (1917-1921) του Βόλιν σε μετάφραση του Φώτη Τερζάκη και του Γιώργου Σ. Τερζάκη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν. Συγγενή τουλάχιστον ως προς την βιαιότητα με την οποία εκδηλώνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις. Αγριότητα με την οποία ασκεί και επιβάλλει συστηματικά η άρχουσα τάξη τη βούληση και την κυριαρχία της στην υποβαθμισμένη και περιθωριακή πλειονότητα των μη προνομιούχων υπηκόων της αχανούς πολυεθνικής, πολυφυλετικής και πολυθρησκευτικής αυτοκρατορίας, αλλά και αγριότητα με την οποία ενίοτε αντιδρούν οι καταπιεσμένοι αγροτικοί πληθυσμοί. Βία βαθιά ριζωμένη στις κοινωνικές σχέσεις, στην κουλτούρα και την ψυχολογία, σε όλο το «οικοσύστημα».
Αυτός ο κόσμος στον οποίο μας εισάγουν οι συγγραφείς είναι μακρινός και άγνωστος. Στο σύνολό του, ο πληθυσμός αυτής της επικράτειας -στην περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης- αποτελείται από αρκετές εκατοντάδες εθνότητες και φυλές διασκορπισμένες σε μία περιοχή περίπου 170 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα! Το 1989, 22 απ’ αυτές τις εθνότητες είχαν πληθυσμό από ένα εκατομμύριο και πάνω. Οι Ρώσοι αποτελούσαν το 50% των περίπου 300 εκατομμυρίων κατοίκων της ΕΣΣΔ, οι Ουκρανοί το 15% και το υπόλοιπο 35%, δηλαδή περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι, ήταν Ουζμπέκοι, Καζάκοι, Αζέροι, Τάταροι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Μολδαβοί και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων Εβραίοι και Έλληνες. Σε βασικές γραμμές, περίπου αυτή ήταν αναλογικά η εθνοφυλετική σύνθεση που είχε ο πληθυσμός από τον καιρό της ακμής της ρώσικης αυτοκρατορίας. Ένας πληθυσμός ο οποίος μέχρι την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος και την εδραίωση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν στη συντριπτική του πλειονότητα απερίγραπτα φτωχός και υπόδουλος στην ολιγάριθμη τάξη των «ευγενών».
Αυτή την περιοχή, την αυτοκρατορία, την ομοσπονδιακή ένωση, την κοινοπολιτεία, τη δημοκρατία, σε όποια μορφή ανά τους αιώνες, είναι πολύ δύσκολο να τη γνωρίσεις στην ολότητά της λόγω του μεγέθους, των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, της ιστορίας και των διαφορετικών πολιτισμών. Προσωπικά, μετά από πενήντα ταξίδια, κάθε φορά, ανάλογα με τον συγκεκριμένο προορισμό μου, αισθάνομαι ότι πηγαίνω στη Μόσχα, την Οδησσό, το Λβιβ, τη Μαριούπολη, την Τιφλίδα, το Κίεβο, τη Σταυρούπολη, την Κριμαία ή το Περμ στα Ουράλια και όχι σε κάποια χώρα γιατί σε κάθε τόπο, παρ’ όλες τις ομοιότητες, οι τοπικές διαφορές είναι πολύ μεγάλες και εμφανείς.
Είναι δε πολύ αξιοπρόσεκτο πώς όλη αυτή η ποικιλία και πολυπλοκότητα διατηρεί μία συνοχή, μία σύνθεση, η οποία, όμως, μπορεί εύκολα να παρασύρει τον ερευνητή σε γενικεύσεις που δεν ισχύουν πάντα και σε κάθε περίπτωση. Για να κατανοήσει κανείς κάθε συμβάν και κάθε φαινόμενο, πρέπει αφενός να γνωρίζει το ψηφιδωτό στο σύνολό του με τις εσωτερικές αλληλεπιδράσεις των ψηφίδων του, αλλά και τα στοιχεία κάθε ψηφίδας ξεχωριστά με τις δικές της εσωτερικές δυναμικές. Δυστυχώς, η ευκολία των γενικεύσεων οδηγεί κατά κανόνα σε λάθος αντιλήψεις και συμπεράσματα όχι μόνο για όσα συνέβησαν, αλλά και για την επίδρασή τους σ’ αυτά που ακολούθησαν.
Για την εμβάθυνση, δεν αρκεί η γνώση της ιστορίας που στηρίζεται στην επιστημονική καταγραφή και ερμηνεία των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών γεγονότων. Για να είναι η «εικόνα» πληρέστερη, με τα χρώματα, τους ήχους και τις μυρωδιές της, είναι αναγκαία η συμβολή της λογοτεχνίας. Στην περίπτωση της Ρωσίας, είμαστε τυχεροί που έχουμε τη διεισδυτική ματιά των μεγάλων λογοτεχνών. Διαβάζοντάς τους, καταλαβαίνει κανείς πολύ καλύτερα την ιστορία.
Αν ο Ντοστογιέφσκι αναλύει την «κοινωνική ψυχή» της Ρωσίας και ο Τολστόι με τον Γκόγκολ «κινηματογραφούν» την ιστορία, ο Πούσκιν και ο Τσέχοφ γράφουν, πέρα από τα λογοτεχνικά τους αριστουργήματα, τα πρώτα «ντοκιμαντέρ» με τα οποία αντιλαμβάνεσαι μία πραγματικότητα ασύλληπτη από οποιαδήποτε άλλη περιγραφή της. Την πραγματικότητα που αν δεν τη γνωρίζεις, είναι μάλλον αδύνατο να κατανοήσεις όλα τα φαινόμενα της ιστορίας, τα πριν και τα μετά.
Διαβάζοντας τα βιβλία, «βλέπεις» συγκλονιστικές «εικόνες» εξαιρετικά αποκαλυπτικές για τις συνθήκες διαβίωσης και τα ήθη των κατοίκων της αχανούς αυτοκρατορίας, για τις ανθρώπινες αξίες και το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον. «Βλέπεις», επίσης, τη μορφή και το χαρακτήρα της εξουσίας, τον αυταρχισμό, την καταπίεση και την εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων, τον τρόπο διαχείρισης, επίλυσης των διαφορών και αντιθέσεων και τη βιαιότητα της καταστολής των κοινωνικών αντιδράσεων και της όποιας παραβατικής συμπεριφοράς.
Όσα σχετικά και να έχεις διαβάσει, ξαφνιάζεσαι από τη βία και την αγριότητα με την οποία το καθεστώς ελέγχει τους υπηκόους του, αλλά ξαφνιάζεσαι και από την αποφασιστικότητα, την αφοβισιά και τη βία με την οποία οι υπήκοοι εξεγείρονται εναντίον των καταπιεστών τους.
«Όλες οι περιοχές της δυτικής πλευράς του Βόλγα επαναστάτησαν και τάχθηκαν με τον ψευτοτσάρο. Οι δουλοπάροικοι αγρότες εξεγέρθηκαν, οι ετερόδοξοι και οι πρόσφατα βιαίως εκχριστιανισμένοι άρχισαν να σκοτώνουν Ρώσους ιερείς, Οι βοεβόδες δραπέτευσαν από την πόλη και οι ευγενείς από τα περίχωρα. Ο όχλος, όμως, τους άρπαζε και τους οδηγούσε στον Πουγκατσόφ που, εντωμεταξύ, ανακοίνωσε στο λαό την ελευθερία, την εξόντωση των ευγενών, τη διαγραφή των φόρων και τη δωρεά διανομή αλατιού από τα κρατικά αποθέματα.»
Η εξέγερση του Πουγκατσόφ (1773-1775) συμβαίνει μετά τη λήξη του πανευρωπαϊκού «επταετούς πολέμου» (1756-1763), σχεδόν ταυτόχρονα με την Αμερικάνικη Επανάσταση (1775-1783) και λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (1789-1799). Εκ πρώτης όψεως, η εξέγερση του Πουγκατσόφ δεν φαίνεται να είναι της ίδιας εμβέλειας, αλλά κι αυτό εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπεις και το αξιολογείς. Ποια σημασία έχει για τον κάθε λαό η κάθε εξέγερση και αναμέτρηση. Και ποιες είναι οι επιρροές και οι επιπτώσεις της στο μέλλον. Εάν θεωρήσουμε ότι η αγροτική εξέγερση του Πουγκατσόφ ανήκει σε μία σειρά εξεγέρσεων, κινητοποιήσεων και συνειδητοποίησης των λαών της Ρωσίας, τότε, σαν μέρος αυτής της διαδικασίας, γιατί η ιστορία είναι ένα συνεχές, η εξέγερση του Πουγκατσόφ καταλήγει στη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Με δεδομένο ότι καμία επανάσταση δεν μπορεί να νικήσει εάν δεν έχουν προηγηθεί ενέργειες που την προετοιμάζουν πνευματικά και υλικά. Πιο κοντά στην επανάσταση του 1917 είναι η επανάσταση του 1905, αλλά η διαδικασία για την αλλαγή των κοινωνιών που φτάνει κάποια στιγμή σε κορύφωση είναι πολύ μεγαλύτερη ακόμα και από τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου. Έτσι, την εξέγερση του Πουγκατσόφ μπορεί κανείς να τη δει σαν μέρος αυτής της συνέχειας, στη διαδικασία αυτής της εξέλιξης που οδηγεί τελικά στο να περάσει μία κοινωνία, μέσα από σαράντα κύματα, από μία ιστορική φάση σε μία άλλη.
Ο Πούσκιν, ένθερμος υποστηρικτής της Ελληνικής Επανάστασης, δεν βάζει ζητήματα λαϊκής εξουσίας και δημοκρατίας. Αυτό θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τον ίδιο. Μέσα από τις περιγραφές του, όμως, διαφαίνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εξέγερσης. Εξάλλου, στην εποχή της επανάστασης του Πουγκατσόφ δεν υπάρχει δημοκρατία σε κανένα μέρος του κόσμου. Δεν υπάρχουν καν τα κράτη όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Υπάρχουνε μόνο αυτοκρατορίες, βασίλεια και πριγκιπάτα που είναι πολύ αυταρχικά και δεν διαφέρουν από το τσαρικό καθεστώς. Οι διανοούμενοι της εποχής το μόνο υπόδειγμα δημοκρατίας που έχουν είναι της αθηναϊκής δημοκρατίας. Μετά την αμερικάνικη και τη γαλλική επανάσταση αναπτύσσονται τα ψήγματα δημοκρατίας. Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση αφήνει το στίγμα της και καίγεται. Ακολουθεί η μονοκρατορία του Ναπολέοντα και η παλινόρθωση της βασιλείας. Το δε αμερικάνικο καθεστώς είναι δημοκρατία των ελίτ. Μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του ανδρικού πληθυσμού έχει δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Οι μαύροι, οι ιθαγενείς, οι «Ινδιάνοι», οι ισπανόφωνοι, οι γυναίκες, οι μη πλούσιοι, οι σκλάβοι, οι Εβραίοι και οι πιστοί διαφόρων δογμάτων είναι εκτός. Ο «δήμος» είναι πάρα πολύ μικρός σε μία πολύ μεγάλη χώρα. Για παράδειγμα, στην εποχή που ζει ο Πούσκιν, στις ΗΠΑ, στις εκλογές του 1820, ψήφισαν για την εκλογή του προέδρου 108.359 άτομα, σε μία χώρα με πληθυσμό 10 εκατομμυρίων ανθρώπων. Υπήρχε μόνον ένας υποψήφιος, ο James Monroe, ο οποίος με 87.343 ψήφους ανακηρύχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ!
«Η κατάσταση του Καζάν ήταν φρικτή. Από τα 2867 σπίτια τα 2050 ήταν καμένα. Είκοσι πέντε εκκλησίες και τρία μοναστήρια ήταν και αυτά καμένα. Το εμπορικό κέντρο, τα υπόλοιπα σπίτια, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια ήταν λεηλατημένα.»
«Στις 27 Ιουλίου ο Πουγκατσόφ μπήκε στο Σαράνσκ. Δεν βρήκε μόνο το λαό, αλλά και κλήρο και εμπόρους. Κρέμασε τριακόσιους ευγενείς, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, ενώ οι αγρότες και οι δουλοπάροικοι συνέρρεαν σ’ αυτόν κατά πλήθη…»
Οι Κοζάκοι και οι άλλοι εξεγερμένοι που ακολουθούν τον Πουγκατσόφ ζουν σε συνθήκες απερίγραπτης αθλιότητας. Είναι δούλοι της αυλής, της αριστοκρατίας, των «ευγενών», των αξιωματούχων της γραφειοκρατίας και του στρατού, των δεσποτάδων, των καλογέρων και των γαιοκτημόνων. Δεν έχουν ούτε γη ούτε δικαιώματα. Στρατεύονται κατά τη βούληση της εξουσίας για απεριόριστο χρόνο.
Η εξέγερση έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πρωτογονισμού. Αλλά ξεγυμνώνει το καθεστώς και φωτίζει τη δυστυχία και, ιστορικά, είναι προάγγελος των επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν.
Η εξέγερση του Πουγκατσόφ απλώνεται στις αχανείς στέπες από το Βόλγογκραντ στο νότο και το Όρενμπουργκ μέχρι το Τιουμέν και το Περμ στα Ουράλια, χοντρικά ανάμεσα στους μεγάλους ποταμούς Βόλγα που εκβάλει στη Μαύρη Θάλασσα και Γιαΐκ που εκβάλει στην Κασπία. Ένας περιπλανώμενος Κοζάκος με το όνομα Εμελιάν Πουγκατσόφ αυτοαποκαλείται Τσάρος Γ΄ και ηγείται μιας θυελλώδους εξέγερσης που καταστέλλεται μόνο ύστερα από πολύ μεγάλη κινητοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Είναι πολύ εντυπωσιακή αφενός η μαχητικότητα και αφετέρου η μαζικότητα των εξεγερμένων. Αλλά και η σκληρότητα αμφότερων των αντιμαχόμενων. Γεγονός που δείχνει τις τεράστιες εντάσεις που απορρέουν από τις απύθμενες ανισότητες που χωρίζουν τους πάνω από τους κάτω και τις απερίγραπτες συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Η συντριπτική πλειονότητα των υπηκόων της αυτοκρατορίας είναι δουλοπάροικοι. Είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τους προύχοντες και όλοι μαζί κάτω από την ελέω θεού εξουσία του τσάρου ή, στην προκειμένη περίπτωση, της τσαρίνας Αικατερίνης Β΄.
Η εξέγερση είναι «τυφλή» και μάλλον καταδικασμένη να αποτύχει εκ προοιμίου, αλλά αυτό δεν αποτρέπει τους αγρότες από το να ξεσηκωθούν και να πέσουν στη φωτιά, από προσμονή κάτι καλύτερου, από απελπισία ή από εκδίκηση.
Ο Πούσκιν τους περιγράφει ως άξεστους, ληστές και συρφετό, αλλά ταυτόχρονα εκθέτει όλη τη δυστυχία τους. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να δει το κείμενο μέσα από το πρίσμα της συγκεκριμένης εποχής. Η τσαρίνα, για να διαγραφεί από τη μνήμη του λαού αυτή η επικίνδυνη επανάσταση, άλλαξε και το όνομα του ποταμού Γιαΐκ στις όχθες του οποίου έγιναν οι μεγαλύτερες σφαγές και διέταξε εφεξής οι Κοζάκοι του Γιαΐκ να αποκαλούνται Κοζάκοι του Ουράλη.
«Ο αμαξάς έχει συνηθίσει στην αδιαπέραστη λάσπη, στα νερά και την παγωμένη βροχή. Του στοιχίζει ακριβά η ζωή!», γράφει. Και παντού και σε όλα, η δικαιοσύνη είναι απούσα. «Ο άνθρωπος δεν είναι άλογο», λέει ο αμαξάς, «πρέπει να σκέφτεται. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Ο πλούσιος, ο δυνατός, μπορεί ένα νοικοκύρη αύριο να τον στείλει να σαπίσει στη φυλακή και τα παιδιά του να γυρίζουν στους δρόμους. Και δεν υπάρχει κανένας νόμος για να τον προστατέψει… Μόνο τα πιστοποιητικά γράφουν ότι είμαστε άνθρωποι…»
Εκατό χρόνια αργότερα, από το 1775 στο 1890, δεν είχαν αλλάξει πολλά στην κοινωνική και πολιτειακή διάρθρωση. Θεσμικά η δουλοπαροικία είχε καταργηθεί από το 1861, αλλά οι σχέσεις των προυχόντων και των αξιωματούχων με τους αγρότες είχαν παραμείνει άνισες και εξουσιαστικές. Εξαθλιωμένοι λαοί, εξουσία μέσα στη χλιδή. Φτώχεια, αναλφαβητισμός, υποτέλεια… Ο Τσέχοφ, γιατρός και διάσημος συγγραφέας, αποφασίζει να διασχίσει τη Σιβηρία για να φτάσει στο νησί Σαχαλίνη, στην άκρη του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου ζουν (τρόπος του λέγειν) στα κάτεργα χιλιάδες εξόριστοι κάτω από συνθήκες που παραπέμπουν κατ’ ευθείαν στην Κόλαση. Αλλά και κατά τη διάρκεια του τρίμηνου ταξιδιού, περιγράφει τη ζωή των λαών στη Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα, λίγα μόλις χρόνια πριν από την επανάσταση του 1905.
Στο μακρύ και δύσβατο δρόμο, συναντάει φονιάδες, αλλά και εξόριστους χαμάληδες, που «τους έστειλαν με συλλογική απόφαση της κοινότητάς τους επειδή ζούσαν ακόλαστα». Περιγράφει χαρακτηριστικά στοιχεία της ζωής στη Σιβηρία. Την ανεξέλεγκτη φύση, τη δύσκολη ζωή, τις σκληρές ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, τα πρωτόγονα ένστικτα, τα τραχιά ήθη, τη μοιρολατρία, τα προτερήματα και τις κακουχίες των φτωχών, των εξόριστων και των λησμονημένων ανθρώπων.
Το ταξίδι στη Σιβηρία και η απογραφή του Τσέχοφ στη Νήσο Σαχαλίνη αποτελεί μια συγκλονιστική αποκάλυψη και μια πλήρως τεκμηριωμένη καταγγελία για τις πιο σκοτεινές πτυχές του πολιτισμού, για τη βαρβαρότητα πίσω από τη βιτρίνα του πλούτου και της εξουσίας.
«Γρήγοροι σαν τον άνεμο, ατρόμητοι, ανελέητοι απέναντι στους εχθρούς τους, έπεφταν σαν κεραυνός σε κάποιο υποστατικό, σφαγίαζαν όλους τους ορκισμένους εχθρούς των χωρικών κι εξαφανίζονταν τόσο αστραπιαία όσο ήρθαν.»
Στην Ουκρανία, και μάλιστα στα εδάφη όπου βρίσκονται τα ελληνικά χωριά, εκδηλώθηκε το κίνημα του Μαχνό. Ένα κίνημα αγροτικό που διεκδίκησε μία θέση μέσα στο χάος που επικράτησε μετά την κατάρρευση της ρώσικης αυτοκρατορίας το 1917. Ένα κίνημα που αποτελούσε νοητή συνέχεια των κινημάτων που αυθόρμητα και σποραδικά ξεσπούσαν μέσα στους αιώνες που είχαν προηγηθεί. Οι δυνατότητες φαίνονταν να είναι μεγαλύτερες, αλλά και οι απαιτήσεις για τη διαχείριση της νέας κατάστασης πολύ σοβαρότερες. Οι Μαχνοβίτες πολέμησαν γενναία εναντίον των «Λευκών» που απειλούσαν την επανάσταση και αγωνίζονταν για την παλινόρθωση του τσαρισμού, αλλά διεκδικώντας, όπως συνέβαινε παραδοσιακά με τα αγροτικά κινήματα, την αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση, έρχονταν σε σύγκρουση με την κεντρική αντίληψη των Μπολσεβίκων για απελευθέρωση όλων των λαών της αυτοκρατορίας με τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους ικανού να αντιπαρατεθεί σε όλους τους εχθρούς της επανάστασης, τους ιμπεριαλιστές που εισβάλανε από όλα τα σημεία του ορίζοντα και τους εσωτερικούς αντιδραστικούς που προσπαθούσαν, εκφράζοντας την αριστοκρατία, τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς, τους τσιφλικάδες, την εκκλησία και τον ξένο παράγοντα, να κατανικήσουν τους επαναστάτες και να αναστηλώσουν το θρόνο.
Τελικά, οι θέσεις των Μπολσεβίκων με βάση στην εργατική τάξη της Ρωσίας, με ηγετική ομάδα ικανών διανοουμένων, με καλύτερη οργάνωση και καθολικότερο πλάνο δράσης, αποδείχτηκαν πιο διεισδυτικές και ανθεκτικές από τις θέσεις των Μαχνοβιτών που είχαν βάση στον αγροτικό κόσμο, κυρίως τοπική εμβέλεια και εξαρτιόνταν πολύ από τον αυθορμητισμό των μαζών.
Η σύγκρουση ανάμεσα στους Μαχνοβίτες και τους Μπολσεβίκους παρ’ όλη την οξύτητα και την τραγική της κατάληξη, ανήκει στην κατηγορία των αντιθέσεων μέσα στους κόλπους του λαού που δεν μπόρεσαν να επιλύσουν συνθετικά οι επαναστατικές δυνάμεις της εποχής.
Ο συγγραφέας Βόλιν (Βσεβολόντ Μιχαήλοβιτς Άιχενμπαουμ, 1882-1945) ήταν μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας της Ουκρανίας και συμμετείχε στο κίνημα του Μαχνό.
«Ο Πουγκατσόφ και ο Περφίλιεφ καταδικάστηκαν σε διαμελισμό, ο Τσίκα σε αποκεφαλισμό, ο Τσιγκάεφ, ο Παντούρωφ και ο Τορνόφ σε απαγχονισμό και άλλοι δεκαοκτώ άνδρες καταδικάστηκαν σε ποινή μαστίγωσης και εξορία με καταναγκαστικά έργα.
Εάν τα δει κανείς όλα αυτά σαν τμήματα μιας διαδικασίας που συνεχώς εξελίσσεται, θα βοηθηθεί για να ερμηνεύσει κι αυτά που έγιναν στη Σοβιετική Ένωση. Γιατί κάθε τι παλιό εμπεριέχει κάτι από το καινούργιο και κάθε τι νέο εμπεριέχει κάτι από το παλιό. Εάν οι επαναστάτες αφήσουν το παλιό να διαφθείρει το καινούργιο, θα αποτύχουν. Αναμφίβολα, μεταξύ άλλων παραγόντων, ο καθυστερημένος χαρακτήρας της Ρωσίας, που επισημαίνεται σε πολλά άρθρα και αναλύσεις από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αλλά και οι βαθιές ρίζες των αντιθέσεων και η ενσωματωμένη στην κοινωνία άγρια βία, αποτέλεσαν δισεπίλυτους γρίφους και κόμπους στην γεμάτη εμπόδια πορεία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Αυτή η βαθιά καθυστέρηση στη ρώσικη επικράτεια, οικονομική, μορφωτική, κοινωνική κ.λπ., και η εγγενής βία δίνουν μερικά εργαλεία για να κατανοήσουμε την τραχιά πορεία για το σοσιαλισμό. Έχει μεγάλη σημασία να υπολογιστεί το βάρος που είχαν αυτοί ο παράγοντες στο να μην ολοκληρωθεί και να στρεβλωθεί αυτή η προσπάθεια.
Έτσι κι αλλιώς, το να περάσει μια κοινωνία με τις δικές της δυνάμεις από το ένα σύστημα στο άλλο αποτελεί ένα εγχείρημα κοσμογονικό. Δυστυχώς, στις μέρες μας, οι ήττες και οι απογοητεύσεις στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων δημιούργησαν ένα μεγάλο κενό στην υπεράσπιση των σοσιαλιστικών ιδεών και κατέστησαν κυρίαρχες τις αντιδραστικές ερμηνείες των κοινωνικών εξεγέρσεων και των λαϊκών αγώνων για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση. Για να επανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, κόντρα στην προπαγάνδα που συστηματικά δυσφημεί τις σημαντικές αλλά ανολοκλήρωτες προσπάθειες των λαών για ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη, χρειάζεται να αντιτάξουμε την αλήθεια που προκύπτει μέσα από την απαλλαγμένη από προλήψεις, δογματισμούς, στρεβλώσεις και ιδιοτέλειες έρευνα και κατανόηση των φαινομένων. Εάν δεν απαλλαγούμε από το πνευματικό κομφούζιο που είναι παράγωγο και υποστύλωμα της παρακμής, θα συνεχίσουμε να τσαλαβουτάμε στα απόνερα των ιδεών και των οραμάτων μας υιοθετώντας εύκολα τις «αλήθειες» που παράγουν οι βιομηχανίες παραποίησης του συστήματος.
Πηγή: e-dromos.gr
Στέλιος Ελληνιάδης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Κυκλοφόρησαν τρία βιβλία που ρίχνουν φως στο υπόβαθρο των κοινωνικών διεργασιών στη ρώσικη επικράτεια: «Η ιστορία του Πουγκατσόφ» (1773-1775) του Αλέξανδρου Πούσκιν και η «Νήσος Σαχαλίνη» (1890) του συγγραφέα Άντον Τσέχοφ σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη από τις εκδόσεις Λέμβος και «Η άγνωστη επανάσταση» (1917-1921) του Βόλιν σε μετάφραση του Φώτη Τερζάκη και του Γιώργου Σ. Τερζάκη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν. Συγγενή τουλάχιστον ως προς την βιαιότητα με την οποία εκδηλώνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις. Αγριότητα με την οποία ασκεί και επιβάλλει συστηματικά η άρχουσα τάξη τη βούληση και την κυριαρχία της στην υποβαθμισμένη και περιθωριακή πλειονότητα των μη προνομιούχων υπηκόων της αχανούς πολυεθνικής, πολυφυλετικής και πολυθρησκευτικής αυτοκρατορίας, αλλά και αγριότητα με την οποία ενίοτε αντιδρούν οι καταπιεσμένοι αγροτικοί πληθυσμοί. Βία βαθιά ριζωμένη στις κοινωνικές σχέσεις, στην κουλτούρα και την ψυχολογία, σε όλο το «οικοσύστημα».
Αυτός ο κόσμος στον οποίο μας εισάγουν οι συγγραφείς είναι μακρινός και άγνωστος. Στο σύνολό του, ο πληθυσμός αυτής της επικράτειας -στην περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης- αποτελείται από αρκετές εκατοντάδες εθνότητες και φυλές διασκορπισμένες σε μία περιοχή περίπου 170 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα! Το 1989, 22 απ’ αυτές τις εθνότητες είχαν πληθυσμό από ένα εκατομμύριο και πάνω. Οι Ρώσοι αποτελούσαν το 50% των περίπου 300 εκατομμυρίων κατοίκων της ΕΣΣΔ, οι Ουκρανοί το 15% και το υπόλοιπο 35%, δηλαδή περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι, ήταν Ουζμπέκοι, Καζάκοι, Αζέροι, Τάταροι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Μολδαβοί και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων Εβραίοι και Έλληνες. Σε βασικές γραμμές, περίπου αυτή ήταν αναλογικά η εθνοφυλετική σύνθεση που είχε ο πληθυσμός από τον καιρό της ακμής της ρώσικης αυτοκρατορίας. Ένας πληθυσμός ο οποίος μέχρι την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος και την εδραίωση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν στη συντριπτική του πλειονότητα απερίγραπτα φτωχός και υπόδουλος στην ολιγάριθμη τάξη των «ευγενών».
Αυτή την περιοχή, την αυτοκρατορία, την ομοσπονδιακή ένωση, την κοινοπολιτεία, τη δημοκρατία, σε όποια μορφή ανά τους αιώνες, είναι πολύ δύσκολο να τη γνωρίσεις στην ολότητά της λόγω του μεγέθους, των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, της ιστορίας και των διαφορετικών πολιτισμών. Προσωπικά, μετά από πενήντα ταξίδια, κάθε φορά, ανάλογα με τον συγκεκριμένο προορισμό μου, αισθάνομαι ότι πηγαίνω στη Μόσχα, την Οδησσό, το Λβιβ, τη Μαριούπολη, την Τιφλίδα, το Κίεβο, τη Σταυρούπολη, την Κριμαία ή το Περμ στα Ουράλια και όχι σε κάποια χώρα γιατί σε κάθε τόπο, παρ’ όλες τις ομοιότητες, οι τοπικές διαφορές είναι πολύ μεγάλες και εμφανείς.
Είναι δε πολύ αξιοπρόσεκτο πώς όλη αυτή η ποικιλία και πολυπλοκότητα διατηρεί μία συνοχή, μία σύνθεση, η οποία, όμως, μπορεί εύκολα να παρασύρει τον ερευνητή σε γενικεύσεις που δεν ισχύουν πάντα και σε κάθε περίπτωση. Για να κατανοήσει κανείς κάθε συμβάν και κάθε φαινόμενο, πρέπει αφενός να γνωρίζει το ψηφιδωτό στο σύνολό του με τις εσωτερικές αλληλεπιδράσεις των ψηφίδων του, αλλά και τα στοιχεία κάθε ψηφίδας ξεχωριστά με τις δικές της εσωτερικές δυναμικές. Δυστυχώς, η ευκολία των γενικεύσεων οδηγεί κατά κανόνα σε λάθος αντιλήψεις και συμπεράσματα όχι μόνο για όσα συνέβησαν, αλλά και για την επίδρασή τους σ’ αυτά που ακολούθησαν.
Βία και τόλμη
Για την εμβάθυνση, δεν αρκεί η γνώση της ιστορίας που στηρίζεται στην επιστημονική καταγραφή και ερμηνεία των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών γεγονότων. Για να είναι η «εικόνα» πληρέστερη, με τα χρώματα, τους ήχους και τις μυρωδιές της, είναι αναγκαία η συμβολή της λογοτεχνίας. Στην περίπτωση της Ρωσίας, είμαστε τυχεροί που έχουμε τη διεισδυτική ματιά των μεγάλων λογοτεχνών. Διαβάζοντάς τους, καταλαβαίνει κανείς πολύ καλύτερα την ιστορία.
Αν ο Ντοστογιέφσκι αναλύει την «κοινωνική ψυχή» της Ρωσίας και ο Τολστόι με τον Γκόγκολ «κινηματογραφούν» την ιστορία, ο Πούσκιν και ο Τσέχοφ γράφουν, πέρα από τα λογοτεχνικά τους αριστουργήματα, τα πρώτα «ντοκιμαντέρ» με τα οποία αντιλαμβάνεσαι μία πραγματικότητα ασύλληπτη από οποιαδήποτε άλλη περιγραφή της. Την πραγματικότητα που αν δεν τη γνωρίζεις, είναι μάλλον αδύνατο να κατανοήσεις όλα τα φαινόμενα της ιστορίας, τα πριν και τα μετά.
Διαβάζοντας τα βιβλία, «βλέπεις» συγκλονιστικές «εικόνες» εξαιρετικά αποκαλυπτικές για τις συνθήκες διαβίωσης και τα ήθη των κατοίκων της αχανούς αυτοκρατορίας, για τις ανθρώπινες αξίες και το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον. «Βλέπεις», επίσης, τη μορφή και το χαρακτήρα της εξουσίας, τον αυταρχισμό, την καταπίεση και την εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων, τον τρόπο διαχείρισης, επίλυσης των διαφορών και αντιθέσεων και τη βιαιότητα της καταστολής των κοινωνικών αντιδράσεων και της όποιας παραβατικής συμπεριφοράς.
Όσα σχετικά και να έχεις διαβάσει, ξαφνιάζεσαι από τη βία και την αγριότητα με την οποία το καθεστώς ελέγχει τους υπηκόους του, αλλά ξαφνιάζεσαι και από την αποφασιστικότητα, την αφοβισιά και τη βία με την οποία οι υπήκοοι εξεγείρονται εναντίον των καταπιεστών τους.
Η εξέγερση των απόκληρων
«Όλες οι περιοχές της δυτικής πλευράς του Βόλγα επαναστάτησαν και τάχθηκαν με τον ψευτοτσάρο. Οι δουλοπάροικοι αγρότες εξεγέρθηκαν, οι ετερόδοξοι και οι πρόσφατα βιαίως εκχριστιανισμένοι άρχισαν να σκοτώνουν Ρώσους ιερείς, Οι βοεβόδες δραπέτευσαν από την πόλη και οι ευγενείς από τα περίχωρα. Ο όχλος, όμως, τους άρπαζε και τους οδηγούσε στον Πουγκατσόφ που, εντωμεταξύ, ανακοίνωσε στο λαό την ελευθερία, την εξόντωση των ευγενών, τη διαγραφή των φόρων και τη δωρεά διανομή αλατιού από τα κρατικά αποθέματα.»
Η εξέγερση του Πουγκατσόφ (1773-1775) συμβαίνει μετά τη λήξη του πανευρωπαϊκού «επταετούς πολέμου» (1756-1763), σχεδόν ταυτόχρονα με την Αμερικάνικη Επανάσταση (1775-1783) και λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (1789-1799). Εκ πρώτης όψεως, η εξέγερση του Πουγκατσόφ δεν φαίνεται να είναι της ίδιας εμβέλειας, αλλά κι αυτό εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπεις και το αξιολογείς. Ποια σημασία έχει για τον κάθε λαό η κάθε εξέγερση και αναμέτρηση. Και ποιες είναι οι επιρροές και οι επιπτώσεις της στο μέλλον. Εάν θεωρήσουμε ότι η αγροτική εξέγερση του Πουγκατσόφ ανήκει σε μία σειρά εξεγέρσεων, κινητοποιήσεων και συνειδητοποίησης των λαών της Ρωσίας, τότε, σαν μέρος αυτής της διαδικασίας, γιατί η ιστορία είναι ένα συνεχές, η εξέγερση του Πουγκατσόφ καταλήγει στη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Με δεδομένο ότι καμία επανάσταση δεν μπορεί να νικήσει εάν δεν έχουν προηγηθεί ενέργειες που την προετοιμάζουν πνευματικά και υλικά. Πιο κοντά στην επανάσταση του 1917 είναι η επανάσταση του 1905, αλλά η διαδικασία για την αλλαγή των κοινωνιών που φτάνει κάποια στιγμή σε κορύφωση είναι πολύ μεγαλύτερη ακόμα και από τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου. Έτσι, την εξέγερση του Πουγκατσόφ μπορεί κανείς να τη δει σαν μέρος αυτής της συνέχειας, στη διαδικασία αυτής της εξέλιξης που οδηγεί τελικά στο να περάσει μία κοινωνία, μέσα από σαράντα κύματα, από μία ιστορική φάση σε μία άλλη.
Ο Πούσκιν, ένθερμος υποστηρικτής της Ελληνικής Επανάστασης, δεν βάζει ζητήματα λαϊκής εξουσίας και δημοκρατίας. Αυτό θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τον ίδιο. Μέσα από τις περιγραφές του, όμως, διαφαίνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εξέγερσης. Εξάλλου, στην εποχή της επανάστασης του Πουγκατσόφ δεν υπάρχει δημοκρατία σε κανένα μέρος του κόσμου. Δεν υπάρχουν καν τα κράτη όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Υπάρχουνε μόνο αυτοκρατορίες, βασίλεια και πριγκιπάτα που είναι πολύ αυταρχικά και δεν διαφέρουν από το τσαρικό καθεστώς. Οι διανοούμενοι της εποχής το μόνο υπόδειγμα δημοκρατίας που έχουν είναι της αθηναϊκής δημοκρατίας. Μετά την αμερικάνικη και τη γαλλική επανάσταση αναπτύσσονται τα ψήγματα δημοκρατίας. Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση αφήνει το στίγμα της και καίγεται. Ακολουθεί η μονοκρατορία του Ναπολέοντα και η παλινόρθωση της βασιλείας. Το δε αμερικάνικο καθεστώς είναι δημοκρατία των ελίτ. Μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του ανδρικού πληθυσμού έχει δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Οι μαύροι, οι ιθαγενείς, οι «Ινδιάνοι», οι ισπανόφωνοι, οι γυναίκες, οι μη πλούσιοι, οι σκλάβοι, οι Εβραίοι και οι πιστοί διαφόρων δογμάτων είναι εκτός. Ο «δήμος» είναι πάρα πολύ μικρός σε μία πολύ μεγάλη χώρα. Για παράδειγμα, στην εποχή που ζει ο Πούσκιν, στις ΗΠΑ, στις εκλογές του 1820, ψήφισαν για την εκλογή του προέδρου 108.359 άτομα, σε μία χώρα με πληθυσμό 10 εκατομμυρίων ανθρώπων. Υπήρχε μόνον ένας υποψήφιος, ο James Monroe, ο οποίος με 87.343 ψήφους ανακηρύχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ!
Φτώχεια και καθυστέρηση
«Η κατάσταση του Καζάν ήταν φρικτή. Από τα 2867 σπίτια τα 2050 ήταν καμένα. Είκοσι πέντε εκκλησίες και τρία μοναστήρια ήταν και αυτά καμένα. Το εμπορικό κέντρο, τα υπόλοιπα σπίτια, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια ήταν λεηλατημένα.»
«Στις 27 Ιουλίου ο Πουγκατσόφ μπήκε στο Σαράνσκ. Δεν βρήκε μόνο το λαό, αλλά και κλήρο και εμπόρους. Κρέμασε τριακόσιους ευγενείς, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, ενώ οι αγρότες και οι δουλοπάροικοι συνέρρεαν σ’ αυτόν κατά πλήθη…»
Οι Κοζάκοι και οι άλλοι εξεγερμένοι που ακολουθούν τον Πουγκατσόφ ζουν σε συνθήκες απερίγραπτης αθλιότητας. Είναι δούλοι της αυλής, της αριστοκρατίας, των «ευγενών», των αξιωματούχων της γραφειοκρατίας και του στρατού, των δεσποτάδων, των καλογέρων και των γαιοκτημόνων. Δεν έχουν ούτε γη ούτε δικαιώματα. Στρατεύονται κατά τη βούληση της εξουσίας για απεριόριστο χρόνο.
Η εξέγερση έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πρωτογονισμού. Αλλά ξεγυμνώνει το καθεστώς και φωτίζει τη δυστυχία και, ιστορικά, είναι προάγγελος των επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν.
Η εξέγερση του Πουγκατσόφ απλώνεται στις αχανείς στέπες από το Βόλγογκραντ στο νότο και το Όρενμπουργκ μέχρι το Τιουμέν και το Περμ στα Ουράλια, χοντρικά ανάμεσα στους μεγάλους ποταμούς Βόλγα που εκβάλει στη Μαύρη Θάλασσα και Γιαΐκ που εκβάλει στην Κασπία. Ένας περιπλανώμενος Κοζάκος με το όνομα Εμελιάν Πουγκατσόφ αυτοαποκαλείται Τσάρος Γ΄ και ηγείται μιας θυελλώδους εξέγερσης που καταστέλλεται μόνο ύστερα από πολύ μεγάλη κινητοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Είναι πολύ εντυπωσιακή αφενός η μαχητικότητα και αφετέρου η μαζικότητα των εξεγερμένων. Αλλά και η σκληρότητα αμφότερων των αντιμαχόμενων. Γεγονός που δείχνει τις τεράστιες εντάσεις που απορρέουν από τις απύθμενες ανισότητες που χωρίζουν τους πάνω από τους κάτω και τις απερίγραπτες συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Η συντριπτική πλειονότητα των υπηκόων της αυτοκρατορίας είναι δουλοπάροικοι. Είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τους προύχοντες και όλοι μαζί κάτω από την ελέω θεού εξουσία του τσάρου ή, στην προκειμένη περίπτωση, της τσαρίνας Αικατερίνης Β΄.
Η εξέγερση είναι «τυφλή» και μάλλον καταδικασμένη να αποτύχει εκ προοιμίου, αλλά αυτό δεν αποτρέπει τους αγρότες από το να ξεσηκωθούν και να πέσουν στη φωτιά, από προσμονή κάτι καλύτερου, από απελπισία ή από εκδίκηση.
Ο Πούσκιν τους περιγράφει ως άξεστους, ληστές και συρφετό, αλλά ταυτόχρονα εκθέτει όλη τη δυστυχία τους. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να δει το κείμενο μέσα από το πρίσμα της συγκεκριμένης εποχής. Η τσαρίνα, για να διαγραφεί από τη μνήμη του λαού αυτή η επικίνδυνη επανάσταση, άλλαξε και το όνομα του ποταμού Γιαΐκ στις όχθες του οποίου έγιναν οι μεγαλύτερες σφαγές και διέταξε εφεξής οι Κοζάκοι του Γιαΐκ να αποκαλούνται Κοζάκοι του Ουράλη.
Δεν είμαστε άνθρωποι
«Ο αμαξάς έχει συνηθίσει στην αδιαπέραστη λάσπη, στα νερά και την παγωμένη βροχή. Του στοιχίζει ακριβά η ζωή!», γράφει. Και παντού και σε όλα, η δικαιοσύνη είναι απούσα. «Ο άνθρωπος δεν είναι άλογο», λέει ο αμαξάς, «πρέπει να σκέφτεται. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Ο πλούσιος, ο δυνατός, μπορεί ένα νοικοκύρη αύριο να τον στείλει να σαπίσει στη φυλακή και τα παιδιά του να γυρίζουν στους δρόμους. Και δεν υπάρχει κανένας νόμος για να τον προστατέψει… Μόνο τα πιστοποιητικά γράφουν ότι είμαστε άνθρωποι…»
Εκατό χρόνια αργότερα, από το 1775 στο 1890, δεν είχαν αλλάξει πολλά στην κοινωνική και πολιτειακή διάρθρωση. Θεσμικά η δουλοπαροικία είχε καταργηθεί από το 1861, αλλά οι σχέσεις των προυχόντων και των αξιωματούχων με τους αγρότες είχαν παραμείνει άνισες και εξουσιαστικές. Εξαθλιωμένοι λαοί, εξουσία μέσα στη χλιδή. Φτώχεια, αναλφαβητισμός, υποτέλεια… Ο Τσέχοφ, γιατρός και διάσημος συγγραφέας, αποφασίζει να διασχίσει τη Σιβηρία για να φτάσει στο νησί Σαχαλίνη, στην άκρη του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου ζουν (τρόπος του λέγειν) στα κάτεργα χιλιάδες εξόριστοι κάτω από συνθήκες που παραπέμπουν κατ’ ευθείαν στην Κόλαση. Αλλά και κατά τη διάρκεια του τρίμηνου ταξιδιού, περιγράφει τη ζωή των λαών στη Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα, λίγα μόλις χρόνια πριν από την επανάσταση του 1905.
Στο μακρύ και δύσβατο δρόμο, συναντάει φονιάδες, αλλά και εξόριστους χαμάληδες, που «τους έστειλαν με συλλογική απόφαση της κοινότητάς τους επειδή ζούσαν ακόλαστα». Περιγράφει χαρακτηριστικά στοιχεία της ζωής στη Σιβηρία. Την ανεξέλεγκτη φύση, τη δύσκολη ζωή, τις σκληρές ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, τα πρωτόγονα ένστικτα, τα τραχιά ήθη, τη μοιρολατρία, τα προτερήματα και τις κακουχίες των φτωχών, των εξόριστων και των λησμονημένων ανθρώπων.
Το ταξίδι στη Σιβηρία και η απογραφή του Τσέχοφ στη Νήσο Σαχαλίνη αποτελεί μια συγκλονιστική αποκάλυψη και μια πλήρως τεκμηριωμένη καταγγελία για τις πιο σκοτεινές πτυχές του πολιτισμού, για τη βαρβαρότητα πίσω από τη βιτρίνα του πλούτου και της εξουσίας.
Μαχνοβίτες και Μπολσεβίκοι
«Γρήγοροι σαν τον άνεμο, ατρόμητοι, ανελέητοι απέναντι στους εχθρούς τους, έπεφταν σαν κεραυνός σε κάποιο υποστατικό, σφαγίαζαν όλους τους ορκισμένους εχθρούς των χωρικών κι εξαφανίζονταν τόσο αστραπιαία όσο ήρθαν.»
Στην Ουκρανία, και μάλιστα στα εδάφη όπου βρίσκονται τα ελληνικά χωριά, εκδηλώθηκε το κίνημα του Μαχνό. Ένα κίνημα αγροτικό που διεκδίκησε μία θέση μέσα στο χάος που επικράτησε μετά την κατάρρευση της ρώσικης αυτοκρατορίας το 1917. Ένα κίνημα που αποτελούσε νοητή συνέχεια των κινημάτων που αυθόρμητα και σποραδικά ξεσπούσαν μέσα στους αιώνες που είχαν προηγηθεί. Οι δυνατότητες φαίνονταν να είναι μεγαλύτερες, αλλά και οι απαιτήσεις για τη διαχείριση της νέας κατάστασης πολύ σοβαρότερες. Οι Μαχνοβίτες πολέμησαν γενναία εναντίον των «Λευκών» που απειλούσαν την επανάσταση και αγωνίζονταν για την παλινόρθωση του τσαρισμού, αλλά διεκδικώντας, όπως συνέβαινε παραδοσιακά με τα αγροτικά κινήματα, την αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση, έρχονταν σε σύγκρουση με την κεντρική αντίληψη των Μπολσεβίκων για απελευθέρωση όλων των λαών της αυτοκρατορίας με τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους ικανού να αντιπαρατεθεί σε όλους τους εχθρούς της επανάστασης, τους ιμπεριαλιστές που εισβάλανε από όλα τα σημεία του ορίζοντα και τους εσωτερικούς αντιδραστικούς που προσπαθούσαν, εκφράζοντας την αριστοκρατία, τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς, τους τσιφλικάδες, την εκκλησία και τον ξένο παράγοντα, να κατανικήσουν τους επαναστάτες και να αναστηλώσουν το θρόνο.
Τελικά, οι θέσεις των Μπολσεβίκων με βάση στην εργατική τάξη της Ρωσίας, με ηγετική ομάδα ικανών διανοουμένων, με καλύτερη οργάνωση και καθολικότερο πλάνο δράσης, αποδείχτηκαν πιο διεισδυτικές και ανθεκτικές από τις θέσεις των Μαχνοβιτών που είχαν βάση στον αγροτικό κόσμο, κυρίως τοπική εμβέλεια και εξαρτιόνταν πολύ από τον αυθορμητισμό των μαζών.
Η σύγκρουση ανάμεσα στους Μαχνοβίτες και τους Μπολσεβίκους παρ’ όλη την οξύτητα και την τραγική της κατάληξη, ανήκει στην κατηγορία των αντιθέσεων μέσα στους κόλπους του λαού που δεν μπόρεσαν να επιλύσουν συνθετικά οι επαναστατικές δυνάμεις της εποχής.
Ο συγγραφέας Βόλιν (Βσεβολόντ Μιχαήλοβιτς Άιχενμπαουμ, 1882-1945) ήταν μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας της Ουκρανίας και συμμετείχε στο κίνημα του Μαχνό.
Εμμονή στην αλήθεια
«Ο Πουγκατσόφ και ο Περφίλιεφ καταδικάστηκαν σε διαμελισμό, ο Τσίκα σε αποκεφαλισμό, ο Τσιγκάεφ, ο Παντούρωφ και ο Τορνόφ σε απαγχονισμό και άλλοι δεκαοκτώ άνδρες καταδικάστηκαν σε ποινή μαστίγωσης και εξορία με καταναγκαστικά έργα.
Εάν τα δει κανείς όλα αυτά σαν τμήματα μιας διαδικασίας που συνεχώς εξελίσσεται, θα βοηθηθεί για να ερμηνεύσει κι αυτά που έγιναν στη Σοβιετική Ένωση. Γιατί κάθε τι παλιό εμπεριέχει κάτι από το καινούργιο και κάθε τι νέο εμπεριέχει κάτι από το παλιό. Εάν οι επαναστάτες αφήσουν το παλιό να διαφθείρει το καινούργιο, θα αποτύχουν. Αναμφίβολα, μεταξύ άλλων παραγόντων, ο καθυστερημένος χαρακτήρας της Ρωσίας, που επισημαίνεται σε πολλά άρθρα και αναλύσεις από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αλλά και οι βαθιές ρίζες των αντιθέσεων και η ενσωματωμένη στην κοινωνία άγρια βία, αποτέλεσαν δισεπίλυτους γρίφους και κόμπους στην γεμάτη εμπόδια πορεία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Αυτή η βαθιά καθυστέρηση στη ρώσικη επικράτεια, οικονομική, μορφωτική, κοινωνική κ.λπ., και η εγγενής βία δίνουν μερικά εργαλεία για να κατανοήσουμε την τραχιά πορεία για το σοσιαλισμό. Έχει μεγάλη σημασία να υπολογιστεί το βάρος που είχαν αυτοί ο παράγοντες στο να μην ολοκληρωθεί και να στρεβλωθεί αυτή η προσπάθεια.
Έτσι κι αλλιώς, το να περάσει μια κοινωνία με τις δικές της δυνάμεις από το ένα σύστημα στο άλλο αποτελεί ένα εγχείρημα κοσμογονικό. Δυστυχώς, στις μέρες μας, οι ήττες και οι απογοητεύσεις στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων δημιούργησαν ένα μεγάλο κενό στην υπεράσπιση των σοσιαλιστικών ιδεών και κατέστησαν κυρίαρχες τις αντιδραστικές ερμηνείες των κοινωνικών εξεγέρσεων και των λαϊκών αγώνων για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση. Για να επανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, κόντρα στην προπαγάνδα που συστηματικά δυσφημεί τις σημαντικές αλλά ανολοκλήρωτες προσπάθειες των λαών για ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη, χρειάζεται να αντιτάξουμε την αλήθεια που προκύπτει μέσα από την απαλλαγμένη από προλήψεις, δογματισμούς, στρεβλώσεις και ιδιοτέλειες έρευνα και κατανόηση των φαινομένων. Εάν δεν απαλλαγούμε από το πνευματικό κομφούζιο που είναι παράγωγο και υποστύλωμα της παρακμής, θα συνεχίσουμε να τσαλαβουτάμε στα απόνερα των ιδεών και των οραμάτων μας υιοθετώντας εύκολα τις «αλήθειες» που παράγουν οι βιομηχανίες παραποίησης του συστήματος.
Πηγή: e-dromos.gr
Στέλιος Ελληνιάδης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου