Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Βγάζοντας τα ροζ γυαλιά…

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη



Μία μοναχική κυρία με χάρες κρυφές και φανερές. Διαβάζει τα βιβλία, που έγραψε πριν αιώνες και κάνει μοναχικούς περιπάτους πλάι στο ποτάμι.

Συνακόλουθα ανέκαθεν ο εραστής ασελγεί στο φιλήδονο κορμί της, και λέω ασελγεί διότι ξεκίνησε να την φλερτάρει ερωτικά-να της μιλά όμορφα-να τη χαϊδεύει προκαταρκτικά-να ακούει μουσική μαζί της-να θαυμάζει τις ζωγραφιές της.

«Είναι η αθωότητά της, που την ενοχοποιούσε. Κι αυτά που της χρωστούσε!»

Το παιχνίδι ωστόσο κατέληξε σε φιάσκο σεξουαλικό με τις πενήντα αποχρώσεις της διαφθοράς να εξαντλούν όλο τον σαδισμό πάνω στην ευαισθησία της κι αφού τρύγησαν όλα τα οφέλη απ’ το χυμώδες σώμα της, έπρεπε να βρουν τρόπο να την ξεφορτωθούν και για να το καταφέρουν άρχισαν να προσβάλλουν βάναυσα τον συναισθηματισμό της, ώστε στην έκφραση των παραπόνων της να την αποχαιρετήσουν «θιγμένοι».

Ο «χωρισμός» θα έπρεπε να φαίνεται σαν δική της απόφαση, κάτι που εξυπηρετούσε τον εραστή και τις πενήντα αποχρώσεις της διαφθοράς. Η Γυναίκα φορούσε ένα ζευγάρι ροζ γυαλιά, τα οποία εξωράιζαν την κατάσταση κι έτσι κάθε φορά που ο εραστής την κακομεταχειριζόταν εκείνη δεν τον κακολόγιζε αλλά προσπαθούσε ν’ ανιχνεύσει τα προβλήματά του και να τον βοηθήσει. Οι συνευρέσεις είχαν καταντήσει σκέτη ακολασία κατ’ εξακολούθηση εις βάρος της αλλά τα ροζ γυαλιά μετέτρεπαν την εκτόνωση πάνω στο σώμα της σε κυριάρχηση για το «Καλό» της.

«Την ενοχοποιούσαν κάτι χαμόγελα που έσβησε. Κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλούσε. Σχεδόν ηλιοβασίλεμα! Και μασούσε. Πως είχε τον εραστή!»

Το καζάνι ξεχείλισε και το αίσθημα της αδικίας φούντωνε μέσα της. Η αδιαφορία διάβρωνε τόσο τον εσώτερο κόσμο της, που είχε αρχίσει να σιχαίνεται τους πάντες. Δεν έκλαιγε. Όχι από καρτερία αλλά από απογοήτευση, η οποία ήταν τόσο μεγάλη πλέον που κάθε που την ακουμπούσε ο εραστής πήγαινε κι έτριβε με το σφουγγάρι το δέρμα της μέχρι να στάξει αίμα πηχτό απ’ τις πληγές. Το σώμα της ρακένδυτο και ισχνό, της είχαν υφαρπάξει όλα τα υπάρχοντα.

Έβγαλε τα ροζ γυαλιά εκστομίζοντας «Σ’ αγαπώ!» κατά παντός υπευθύνου. Δεν ζητιάνευε χρήματα. Της ανήκαν. Δεν εκλιπαρούσε για χαμόγελα. Το τοπίο ήταν άγονο χωρίς το ροζ, σαν η λάβα από ηφαίστειο να είχε ισοπεδώσει τα πάντα. Δεν υπήρχαν γωνιές να καθρεφτίσει τα άδεια της χέρια. Δεν υπήρχε γεωγραφία να παγιδεύσει την πορεία της. Δεν υπήρχε πολυθρόνα να κυλιστεί ξεδιάντροπα η λήθη. Όλα τα όνειρα καραβοτσακισμένα σε βράχια. Και τα σύννεφα όλα ορθογώνια, χωρίς καμπύλες άτσαλες. Πόση μιζέρια κι υποκρισία σ’ ένα άθλιο να στοχεύουν τέρμα. Δεν υπήρχε χώμα να σκαλίσει τον Ουρανό.

Ύστερα πήρε μία κιμωλία και χάραξε ένα νοερό τετράγωνο απομόνωσης. Και μπήκε μέσα και κάθισε ΜΟΝΗ της, για να μην ακούει τις φωνασκίες των πενήντα αποχρώσεων της διαφθοράς, που συνέχιζαν να ζητούν τα επιδόματα-τα δάνεια-τις ονομασίες, που συνέχιζαν να την αποφεύγουν.

Ο εραστής της ζήτησε «συγγνώμη»-της καταλόγισε κακία κι εγωισμό!-την πρόσταξε «να μην το παίρνει προσωπικά», διανύουμε άλλωστε εποχή Δικαιωμάτων και συνήθως αυτός που δεν συμπεριφέρεται σύμφωνα με την αίσθηση του Δικαίου, βρίσκει για επικάλυμμα των ανέντιμων κι ανήθικων πράξεών του μία διάταξη, ώστε να διεκδικήσει μονομερώς βέβαια την κατανόηση!

Όλα αυτά δεν ήταν τωρινά. Είχαν μιαν αρχέγονη θλιβερότητα. Κι αυτή το ‘ξερε, κι ας φορούσε τα ροζ γυαλιά.

Έβγαλε όλα τα κουρέλια απ’ το σώμα της και ξάπλωσε στο χορτάρι. Να τρέξουν οι πρωτάρηδες κι αμύητοι με τους λαϊκισμούς τους, ν’ αλώσουν κι αυτοί πάνω στις πληγές. Να κάνουν οι αρχάριοι γιουρούσι, που σαν τους έκανες φιλοφρονήσεις, νόμιζαν πως πιάναν τον Πάπα απ’ τα @ρχίδι@. Όταν η τελευταία σου μέρα στέκει παγωμένη στο κρύο, οι λέξεις όλες ίδιες είναι.

«Μια άνεργη είμαι, μωρέ! Που στην ευχή είσαστε; Πού ρε;»



Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου