Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Όταν κατακαθίσει η μαύρη σκόνη, όταν συντελεστεί αυτό που λένε πένθος, όταν δηλαδή η οδύνη αφήσει τη σκέψη να αναπνεύσει, τότε έρχεται η ώρα των γιατί και των διότι, η ώρα των ευθυνών.
Μάντρα και Μάτι. Ίδια τραγωδία. Ίδιος θάνατος, ίδια οδύνη, ίδια φρίκη. Κι ο συνειρμός: Οι «μάντρες» στο Μάτι και η «τυφλότητα» στη Μάντρα! Οι παθογένειες που αλληλοσυμπληρώνονται για να δημιουργήσουν την τραγωδία. Δύο περιοχές που γνώρισαν σε κοντινό χρόνο την φυσική και ανθρωπιστική καταστροφή, αλλά που τα κοινά τους τελειώνουν εδώ. Γιατί άλλο Μάντρα, άλλο Μάτι. Γιατί το κτίσμα στο μπαζωμένο ρέμα εκεί είναι ανάγκη, ενώ το αυθαίρετο εδώ είναι το «επιπλέον», η ψυχαγωγία, το εξοχικό.
Βέβαια, ο λαϊκισμός εξισώνει, δεν «βλέπει» την κοινωνική ανισότητα και βασιζόμενος στο συναίσθημα κολακεύει ακόμα και τις αντικοινωνικές συμπεριφορές του πλήθους. Ακόμα και όταν οι συμπεριφορές αυτές επιφέρουν τα τραγικά τους αποτελέσματα. Και τότε δεν ξέρεις ποιος φταίει και ποιος όχι, καθώς το κακό πλήττει τους πάντες αδιακρίτως και ο θάνατος εξισώνει πλούσιους και φτωχούς, δυνατούς και αδύνατους. Τότε η παραγωγή της κοινωνικής ανισότητας που μπορεί να σημαίνει απέραντη δυστυχία κρύβεται μέσα στο ζόφο και τον ίδιο πόνο, τότε ο εν ζωή θύτης και το θύμα ταυτίζονται στην ίδια κοινή μοίρα, στην ίδια έσχατη ματαίωση.
Όμως, όταν ξεθαμπώσουν τα μάτια μας από τα δάκρυα, θα δούμε και θα θυμηθούμε. Θα θυμηθούμε τη διαχρονικότητα της ελληνικής παθογένειας. Από το 1896 ο Χαρίλαος Τρικούπης στην πολιτική του διαθήκη έγραφε «Είναι απολύτως πλέον αδύνατον να διοικηθώμεν υπό το κράτος του ρουσφετιού». Θα διαπιστώσουμε ότι στις αρχές του 21ου αιώνα η Ελλάδα όχι μόνο εξακολουθεί να διοικείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αλλά το πελατειακό σύστημα και η διαφθορά νομιμοποιήθηκαν μέσω της «κοινωνίας του ρίσκου», δηλαδή από το νεοφιλελευθερισμό που παραδόξως δεν εισήχθη στην Ελλάδα από τη ΝΔ (που είναι ο αυθεντικός εκφραστής του) αλλά από τους «σοσιαλιστές-εκσυγχρονιστές» του Σημίτη. Όλα τότε –και η διαφθορά- νομιμοποιήθηκαν μέσω του απόλυτου σχετικισμού της μετανεωτερικότητας. Υπ’ αυτή την οπτική το ηθικό –με την εργαλειακή του διάσταση- ταυτίστηκε με το νόμιμο. Έτσι η ηθική έπαψε να θέτει «ένα ως εδώ», ένα μέτρο στην υπερβολή και στην ασίγαστη απληστία για την μεγιστοποίηση με κάθε τρόπο του οφέλους. Πρώτοι δε οι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ απονομιμοποίησαν την πολιτική λειτουργία της ηθικής, αποδίδοντάς της το στίγμα του παρωχημένου και του συντηρητισμού.
Γι’ αυτό σήμερα πρέπει να ξαναεφεύρουμε μια πολιτική ηθική που θα ενεργοποιεί την ανάγκη του δημοκρατικού διαλόγου και θα ανασυστήνει το δημόσιο χώρο. Αλλά για ποιον δημόσιο χώρο μιλάμε;
Συνήθως «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι».
Οι εξουσιαστές –η κυβέρνηση αλλά και γενικότερα το πολιτικό σύστημα-, όσοι δηλαδή ασκούν εξουσία (το είδαμε με τον πλέον εμφατικό τρόπο στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου) από τη στιγμή της απόκτησής της, υφίστανται μία σοβαρή διαταραχή της κριτικής τους ικανότητας(αυτή αποκαλείται μάλλον αδόκιμα «αλαζονεία»), η οποία τους οδηγεί σε μια σοβαρή ανακολουθία: να είναι πολύ πιο αυστηροί όταν κρίνουν τους άλλους και πολύ πιο ελαστικοί όταν αξιολογούν τις δικές τους πράξεις και συμπεριφορές. Θα έλεγε κανείς ότι ο Άλλος δεν υπάρχει, ειμή μόνο ως εχθρός. Γι' αυτό ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο η κολακεία των συμπεριφορών του πλήθους, αλλά και η άρνησή του, η πλήρης απαξίωσή του. Γι' αυτό μετά την κολακεία ακολουθεί ο αυταρχισμός ως αντίδραση της εξουσίας.
Πως απαντάμε σ' αυτή την κατάσταση; Με τον σεβασμό στον Άλλο λέει ο Αλαίν Μπαντιού. Η εμπειρία να αγαπιέται κανείς είναι η συνθήκη συμμετοχής του στη συλλογική δημόσια ζωή. Γιατί η συνύπαρξη έχει ανάγκη τον Άλλο. Χρειάζεται, συνεπώς, τη συναίνεση, η οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη που δείχνουμε στον άλλο. Πρόκειται με άλλα λόγια για το Σεβασμό χωρίς τον οποίο οδηγούμαστε στην γενικευμένη απόρριψη ή στην λακανική «πατρική απάτη». Ο Σεβασμός είναι το θεμέλιο της εμπιστοσύνης χωρίς την οποία ο κόσμος εγκαταλείπεται σε μια γενικευμένη υποψία και σ΄ένα αίσθημα διάχυτης απειλής και καταδίωξης. Η συναίνεση με βάση τον Σεβασμό του Άλλου είναι απαραίτητος όρος όταν το υποκείμενο που έχει την εξουσία και ο εξουσιαζόμενος επικοινωνούν σε κοινωνικές δομές που δεν εμπεριέχουν την εξαπάτηση ή την ανάγκη υποτέλειας. Σήμερα αυτή η επικοινωνία «σπάει» γιατί δεν υπάρχει ο σεβασμός του άλλου. Αλλά κι όταν υπάρχει είναι τόσο διάχυτο το αίσθημα της εξαπάτησης, που κάθε απόπειρα προσέγγισης απορρίπτεται ως ψεύδος.
Και τότε τι κάνουμε; Ο Αλαίν Μπαντιού προτείνει να μην φτάνουν στην εξουσία εκείνοι που είναι ερωτευμένοι μαζί της (Διάλεξη με θέμα «Η πρόσληψη του Πλάτωνα στη σύγχρονη φιλοσοφία», στο Γαλλικό Ινστιτούτο) «Η αληθινή ζωή δεν είναι απούσα, όπως το ήθελε ο Ρεμπό. Η αληθινή ζωή δεν είναι ποτέ απολύτως απούσα. Αρκεί να μη φτάσουν στην εξουσία εκείνοι που είναι ερωτευμένοι μαζί της κι εμείς να μη σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Η ζωή εξαρτάται από εμάς».
Πηγή: artinews.gr
Γιώργος X. Παπασωτηρίου: Σχετικά με τον συντάκτη
Όταν κατακαθίσει η μαύρη σκόνη, όταν συντελεστεί αυτό που λένε πένθος, όταν δηλαδή η οδύνη αφήσει τη σκέψη να αναπνεύσει, τότε έρχεται η ώρα των γιατί και των διότι, η ώρα των ευθυνών.
Μάντρα και Μάτι. Ίδια τραγωδία. Ίδιος θάνατος, ίδια οδύνη, ίδια φρίκη. Κι ο συνειρμός: Οι «μάντρες» στο Μάτι και η «τυφλότητα» στη Μάντρα! Οι παθογένειες που αλληλοσυμπληρώνονται για να δημιουργήσουν την τραγωδία. Δύο περιοχές που γνώρισαν σε κοντινό χρόνο την φυσική και ανθρωπιστική καταστροφή, αλλά που τα κοινά τους τελειώνουν εδώ. Γιατί άλλο Μάντρα, άλλο Μάτι. Γιατί το κτίσμα στο μπαζωμένο ρέμα εκεί είναι ανάγκη, ενώ το αυθαίρετο εδώ είναι το «επιπλέον», η ψυχαγωγία, το εξοχικό.
Βέβαια, ο λαϊκισμός εξισώνει, δεν «βλέπει» την κοινωνική ανισότητα και βασιζόμενος στο συναίσθημα κολακεύει ακόμα και τις αντικοινωνικές συμπεριφορές του πλήθους. Ακόμα και όταν οι συμπεριφορές αυτές επιφέρουν τα τραγικά τους αποτελέσματα. Και τότε δεν ξέρεις ποιος φταίει και ποιος όχι, καθώς το κακό πλήττει τους πάντες αδιακρίτως και ο θάνατος εξισώνει πλούσιους και φτωχούς, δυνατούς και αδύνατους. Τότε η παραγωγή της κοινωνικής ανισότητας που μπορεί να σημαίνει απέραντη δυστυχία κρύβεται μέσα στο ζόφο και τον ίδιο πόνο, τότε ο εν ζωή θύτης και το θύμα ταυτίζονται στην ίδια κοινή μοίρα, στην ίδια έσχατη ματαίωση.
Όμως, όταν ξεθαμπώσουν τα μάτια μας από τα δάκρυα, θα δούμε και θα θυμηθούμε. Θα θυμηθούμε τη διαχρονικότητα της ελληνικής παθογένειας. Από το 1896 ο Χαρίλαος Τρικούπης στην πολιτική του διαθήκη έγραφε «Είναι απολύτως πλέον αδύνατον να διοικηθώμεν υπό το κράτος του ρουσφετιού». Θα διαπιστώσουμε ότι στις αρχές του 21ου αιώνα η Ελλάδα όχι μόνο εξακολουθεί να διοικείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αλλά το πελατειακό σύστημα και η διαφθορά νομιμοποιήθηκαν μέσω της «κοινωνίας του ρίσκου», δηλαδή από το νεοφιλελευθερισμό που παραδόξως δεν εισήχθη στην Ελλάδα από τη ΝΔ (που είναι ο αυθεντικός εκφραστής του) αλλά από τους «σοσιαλιστές-εκσυγχρονιστές» του Σημίτη. Όλα τότε –και η διαφθορά- νομιμοποιήθηκαν μέσω του απόλυτου σχετικισμού της μετανεωτερικότητας. Υπ’ αυτή την οπτική το ηθικό –με την εργαλειακή του διάσταση- ταυτίστηκε με το νόμιμο. Έτσι η ηθική έπαψε να θέτει «ένα ως εδώ», ένα μέτρο στην υπερβολή και στην ασίγαστη απληστία για την μεγιστοποίηση με κάθε τρόπο του οφέλους. Πρώτοι δε οι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ απονομιμοποίησαν την πολιτική λειτουργία της ηθικής, αποδίδοντάς της το στίγμα του παρωχημένου και του συντηρητισμού.
Γι’ αυτό σήμερα πρέπει να ξαναεφεύρουμε μια πολιτική ηθική που θα ενεργοποιεί την ανάγκη του δημοκρατικού διαλόγου και θα ανασυστήνει το δημόσιο χώρο. Αλλά για ποιον δημόσιο χώρο μιλάμε;
Συνήθως «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι».
Οι εξουσιαστές –η κυβέρνηση αλλά και γενικότερα το πολιτικό σύστημα-, όσοι δηλαδή ασκούν εξουσία (το είδαμε με τον πλέον εμφατικό τρόπο στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου) από τη στιγμή της απόκτησής της, υφίστανται μία σοβαρή διαταραχή της κριτικής τους ικανότητας(αυτή αποκαλείται μάλλον αδόκιμα «αλαζονεία»), η οποία τους οδηγεί σε μια σοβαρή ανακολουθία: να είναι πολύ πιο αυστηροί όταν κρίνουν τους άλλους και πολύ πιο ελαστικοί όταν αξιολογούν τις δικές τους πράξεις και συμπεριφορές. Θα έλεγε κανείς ότι ο Άλλος δεν υπάρχει, ειμή μόνο ως εχθρός. Γι' αυτό ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο η κολακεία των συμπεριφορών του πλήθους, αλλά και η άρνησή του, η πλήρης απαξίωσή του. Γι' αυτό μετά την κολακεία ακολουθεί ο αυταρχισμός ως αντίδραση της εξουσίας.
Πως απαντάμε σ' αυτή την κατάσταση; Με τον σεβασμό στον Άλλο λέει ο Αλαίν Μπαντιού. Η εμπειρία να αγαπιέται κανείς είναι η συνθήκη συμμετοχής του στη συλλογική δημόσια ζωή. Γιατί η συνύπαρξη έχει ανάγκη τον Άλλο. Χρειάζεται, συνεπώς, τη συναίνεση, η οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη που δείχνουμε στον άλλο. Πρόκειται με άλλα λόγια για το Σεβασμό χωρίς τον οποίο οδηγούμαστε στην γενικευμένη απόρριψη ή στην λακανική «πατρική απάτη». Ο Σεβασμός είναι το θεμέλιο της εμπιστοσύνης χωρίς την οποία ο κόσμος εγκαταλείπεται σε μια γενικευμένη υποψία και σ΄ένα αίσθημα διάχυτης απειλής και καταδίωξης. Η συναίνεση με βάση τον Σεβασμό του Άλλου είναι απαραίτητος όρος όταν το υποκείμενο που έχει την εξουσία και ο εξουσιαζόμενος επικοινωνούν σε κοινωνικές δομές που δεν εμπεριέχουν την εξαπάτηση ή την ανάγκη υποτέλειας. Σήμερα αυτή η επικοινωνία «σπάει» γιατί δεν υπάρχει ο σεβασμός του άλλου. Αλλά κι όταν υπάρχει είναι τόσο διάχυτο το αίσθημα της εξαπάτησης, που κάθε απόπειρα προσέγγισης απορρίπτεται ως ψεύδος.
Και τότε τι κάνουμε; Ο Αλαίν Μπαντιού προτείνει να μην φτάνουν στην εξουσία εκείνοι που είναι ερωτευμένοι μαζί της (Διάλεξη με θέμα «Η πρόσληψη του Πλάτωνα στη σύγχρονη φιλοσοφία», στο Γαλλικό Ινστιτούτο) «Η αληθινή ζωή δεν είναι απούσα, όπως το ήθελε ο Ρεμπό. Η αληθινή ζωή δεν είναι ποτέ απολύτως απούσα. Αρκεί να μη φτάσουν στην εξουσία εκείνοι που είναι ερωτευμένοι μαζί της κι εμείς να μη σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Η ζωή εξαρτάται από εμάς».
Πηγή: artinews.gr
Γιώργος X. Παπασωτηρίου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου