Κυριακή Μπεϊόγλου
Είναι έτοιμη να περάσει το κατώφλι της μπαλκονόπορτας. Την κοιτώ και ιδρώνω. Δεν είναι μια κατσαριδούλα, είναι ένα σκληροτράχηλο πλάσμα των υπονόμων, ο Κινγκ Κονγκ του είδους της, ο τεράστιος Χουλκ όταν πρασινίζει. Και έχει και φτερά.
Μη, της φωνάζω, και η σαγιονάρα είναι έτοιμη να εκτοξευτεί με τέτοια δύναμη που είναι σίγουρο πως θα παρασύρει στην πτήση της ό,τι βρεθεί μπροστά, θα φύγει έξω από το μπαλκόνι· πιθανότατα θα τη χάσω για πάντα.
Σηκώνει προς το μέρος μου τις αηδιαστικές κεραίες της, σαν να μου λέει «δεν σε φοβάμαι». Παίρνει θέση μάχης πίσω από τη γλάστρα με την τριανταφυλλιά.
Την πλησιάζω γενναία, ανοίγει τα φτερά της, οπισθοχωρώ. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Γιατί πού να ξέρει το θεριό πως αποκλείεται να το πατήσω, καθώς εκείνο το «κκκρρρατςς» του πατήματος είναι για μένα ακόμα πιο φοβερό κι από τον ίδιο τον φόνο; Δεν κουνιέται, δεν κουνιέμαι.
Ωστόσο είμαι πρόθυμη αν κάνει το απονενοημένο και μπει μέσα να κρατήσω τις Θερμοπύλες. «Πώς ανέβηκες πέντε ορόφους; Αποκλείεται να πέταξες από το πεζοδρόμιο ώς το ρετιρέ. Το πιθανότερο επισκέφθηκες κάθε όροφο, μπαλκόνι μπαλκόνι. Αρα, δεν έχουμε να κάνουμε με ό,τι κι ό,τι, αλλά με μια Ζήνα πολεμίστρια».
Μπαίνει στο σπίτι το μεγάλο μου παιδί. Εκτιμά την κατάσταση -είμαι σίγουρη ότι αργότερα θα τη διηγηθεί στους φίλους του- και σκάει στα γέλια. Πλησιάζει γενναία την κατσαρίδα, αυτή καταλαβαίνει ότι δεν την παίρνει εδώ και τρέχει στα κάγκελα.
Πριν φύγει θαρρώ πως γύρισε τις κεραίες της προς το μέρος μου, σαν να μου 'λεγε: εμείς οι δυο θα τα ξαναπούμε.
Ανοίγει τα φτερά της και πετά άγνωστο για πού, ηρωίδα μιας καλοκαιρινής νύχτας.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Είναι έτοιμη να περάσει το κατώφλι της μπαλκονόπορτας. Την κοιτώ και ιδρώνω. Δεν είναι μια κατσαριδούλα, είναι ένα σκληροτράχηλο πλάσμα των υπονόμων, ο Κινγκ Κονγκ του είδους της, ο τεράστιος Χουλκ όταν πρασινίζει. Και έχει και φτερά.
Μη, της φωνάζω, και η σαγιονάρα είναι έτοιμη να εκτοξευτεί με τέτοια δύναμη που είναι σίγουρο πως θα παρασύρει στην πτήση της ό,τι βρεθεί μπροστά, θα φύγει έξω από το μπαλκόνι· πιθανότατα θα τη χάσω για πάντα.
Σηκώνει προς το μέρος μου τις αηδιαστικές κεραίες της, σαν να μου λέει «δεν σε φοβάμαι». Παίρνει θέση μάχης πίσω από τη γλάστρα με την τριανταφυλλιά.
Την πλησιάζω γενναία, ανοίγει τα φτερά της, οπισθοχωρώ. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Γιατί πού να ξέρει το θεριό πως αποκλείεται να το πατήσω, καθώς εκείνο το «κκκρρρατςς» του πατήματος είναι για μένα ακόμα πιο φοβερό κι από τον ίδιο τον φόνο; Δεν κουνιέται, δεν κουνιέμαι.
Ωστόσο είμαι πρόθυμη αν κάνει το απονενοημένο και μπει μέσα να κρατήσω τις Θερμοπύλες. «Πώς ανέβηκες πέντε ορόφους; Αποκλείεται να πέταξες από το πεζοδρόμιο ώς το ρετιρέ. Το πιθανότερο επισκέφθηκες κάθε όροφο, μπαλκόνι μπαλκόνι. Αρα, δεν έχουμε να κάνουμε με ό,τι κι ό,τι, αλλά με μια Ζήνα πολεμίστρια».
Μπαίνει στο σπίτι το μεγάλο μου παιδί. Εκτιμά την κατάσταση -είμαι σίγουρη ότι αργότερα θα τη διηγηθεί στους φίλους του- και σκάει στα γέλια. Πλησιάζει γενναία την κατσαρίδα, αυτή καταλαβαίνει ότι δεν την παίρνει εδώ και τρέχει στα κάγκελα.
Πριν φύγει θαρρώ πως γύρισε τις κεραίες της προς το μέρος μου, σαν να μου 'λεγε: εμείς οι δυο θα τα ξαναπούμε.
Ανοίγει τα φτερά της και πετά άγνωστο για πού, ηρωίδα μιας καλοκαιρινής νύχτας.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου