Κόσμος
«Η ανισότητα ορίζει τον κόσμο μας» γράφει ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Λούκας. Όμως, πώς προέκυψε αυτή η γεωγραφικού χαρακτήρα κατανομή του πλούτου;
Το ενδιαφέρον είναι ότι η «μεγάλη απόκλιση» θεωρείται -κρίνοντας με το μέτρο της Ιστορίας- σχετικά πρόσφατη: Μόλις 500 ετών.
Πριν από 500 χρόνια η Δύση δεν ήταν πλουσιότερη από την Ανατολή, ενώ 1.000 χρόνια πριν, ο μουσουλμανικός κόσμος ήταν πιο ανεπτυγμένος από τη χριστιανική Ευρώπη και δη σε όλους τους βασικούς τομείς, από τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, μέχρι τη μηχανική, την τεχνολογία, τις αγροτικές καλλιέργειες και την ιατρική. Η Γερμανίδα μοναχή, δραματουργός και ποιήτρια του 10ού αιώνα, Ροσβίτα χαρακτήριζε την αραβική Κόρδοβα (η ισπανική πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το 756 και καθ' όλη τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα μ.Χ., επί κυριαρχίας των Μαυριτανών) ως «το στολίδι του κόσμου».
Ωστόσο, μέχρι το 1600 ο ισλαμικός κόσμος είχε μείνει πίσω από τη δυτική Ευρώπη και τους αιώνες που ακολούθησαν η Μέση Ανατολή ταλαιπωρήθηκε από αργούς ρυθμούς ανάπτυξης, φτώχεια και δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα. Η βορειο-δυτική Ευρώπη αντιθέτως, συγκέντρωσε τον πλούτο, έγινε το κέντρο της εκβιομηχάνισης και επί της ουσίας, της παγκοσμιοποίησης.
Με αφορμή το βιβλίο «Rulers, Religion and Riches: Why the West Got Rich and the Middle East Did Not» (εκδόσεις Cambridge University Press) του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας, Jared Rubin, ο Guardian επιχειρεί να προσεγγίσει το θέμα παραθέτοντας την άποψη του συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία μία από τις βασικές αιτίες της «μεγάλης απόκλισης» έχει τις ρίζες της στον τρόπο με τον οποίον λειτούργησαν κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία σε Δύση και Ανατολή.
Ο Rubin δεν ασχολείται στο ελάχιστο με την αντίληψη που θέλει τη μουσουλμανική πίστη οπισθοδρομική. Άλλωστε, οι επιτυχίες του μουσουλμανικού κόσμου μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα αποδεικνύουν ότι η διδασκαλία του Ισλάμ ουδόλως εναντιώνεται στην πρόοδο. Και για του λόγου του αληθές επικαλείται τα χαντίθ –την ισλαμική παράδοση που αφορά τα λόγια και τις πράξεις του Μωάμεθ- σύμφωνα με τα οποία «η ανωτερότητα του μορφωμένου ανθρώπου έναντι του ευσεβούς μοιάζει με της σελήνης σε σχέση με όλα τα άλλα αστέρια».
Ο Rubin υποστηρίζει ότι για τη μεγάλη απόκλιση στις οικονομικές τύχες Δύσης και Μέσης Ανατολής ευθύνεται ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίον αλληλεπίδρασαν κοσμική και θρησκευτική εξουσία.
Το κίνητρο των ηγεμόνων -στη συντριπτική πλειοψηφία- δεν είναι βεβαίως, ούτε η ιδεολογία, ούτε η διάθεση να κάνουν καλό, αλλά η διατήρηση και ενίσχυση της παραμονής τους στην εξουσία, που σημαίνει ότι πρώτιστη μέριμνα είναι η επιβολή της, κυρίως δε, με την επίφαση της νομιμότητας. Στον Μεσαίωνα, τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες αναζητούσαν μέρος της νομιμοποίησης τους στη θρησκευτική εξουσία. Όλα αυτά μέχρι τη Μεταρρύθμιση. Γιατί, σύμφωνα με τον Rubin, οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες με τη Μεταρρύθμιση απομακρύνθηκαν από τη θρησκεία (κύρια πηγή μέχρι τότε, πολιτικής νομιμοποίησης).
Διαχωρίζοντας την πολιτική από τη θρησκεία, η Ευρώπη έκανε χώρο στο τραπέζι των πολιτικών διαπραγματεύσεων για τα οικονομικά συμφέροντα, δημιουργώντας έναν κύκλο χάραξης αναπτυξιακής πολιτικής. Αντίθετα, οι ηγεμόνες του Ισλάμ εξακολουθούσαν να βασίζονται στη νομιμοποίηση που εκπορεύεται από τη θρησκευτική εξουσία, οδηγούμενοι σε μία διακυβέρνηση που εξυπηρετούσε τα στενά συμφέροντα των σουλτάνων και τις συντηρητικές θρησκευτικές και στρατιωτικές ελίτ που τους στήριζαν –ως επί το πλείστον, τα οικονομικά συμφέροντα, όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον όρο, εξαιρούνταν από την άσκηση πολιτικής.
Συνεπώς, η οικονομική επιτυχία της Ευρώπης έχει σχέση με τη Μεταρρύθμιση, μια επανάσταση στις ιδέες, αλλά και στον τρόπο αντίληψης της εξουσίας, που διαδόθηκε από τον μοναχό Μαρτίνο Λούθηρο (1483 – 1546), μέσω αυτού που ο ηγέτης της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα στη Γερμανία αποκαλούσε «το υψηλότερο και τελευταίο δώρο της χάρης του Θεού», δηλαδή, την τυπογραφία. Στο σημείο αυτό το δημοσίευμα παραθέτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο: Παρότι οι τυπογράφοι της εποχής βρήκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τον τρόπο προσαρμογής των κινητών στοιχείων στα αραβικά γράμματα, σχεδόν 300 χρόνια μετά την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου, στη Μέση Ανατολή δεν υπήρχαν πιεστήρια!
Το συντηρητικό ισλαμικό ιερατείο δεν ήθελε να υπονομεύσει την εξουσία του ο Τύπος και το κράτος -που εξακολουθούσε να είναι δεμένο με τη θρησκεία και όχι με το εμπόριο - δεν είχε κανένα κίνητρο να τους αποδυναμώσει, πόσο μάλλον να τους εξουδετερώσει. Μόλις το 1727 το οθωμανικό κράτος επέτρεψε την εκτύπωση σε αραβική γραφή. Η απαγόρευση ήταν «μία από τις μεγάλες χαμένες ευκαιρίες της οικονομικής και τεχνολογικής ιστορίας», ένα ζωντανό παράδειγμα της σκοτεινής επιρροής του θρησκευτικού συντηρητισμού.
Από την άλλη, η Ευρώπη ζούσε μια επανάσταση. Ο Rubin υποστηρίζει ότι, η εξέγερση και τελικά, απόσπαση της Ολλανδίας από την Καθολική Ισπανία και η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών νομιμοποίησης όταν η Βρετανία και η Εκκλησία της Αγγλίας αποσπάστηκαν από την εξουσία του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενδυνάμωσαν τα κοινοβούλια. Από την αυγή του 16ου αιώνα, οι δύο χώρες είχαν κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, στις οποίες βεβαίως, κυριαρχούσε η οικονομική ελίτ. Οι πολιτικές τους -όπως η προώθηση του εμπορίου και η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας - έφεραν οικονομική άνθιση. Η αποσύνδεση της θρησκείας από την πολιτική δημιούργησε χώρο για «τα συμφέροντα του εμπορίου».
Οι απαντήσεις σε τόσα σύνθετα θέματα δεν είναι εύκολες, απαιτούν τόσο εικόνα της μακρο-ιστορίας, όσο και συνείδηση ότι ακόμη και τα εκ πρώτης, μικρότερης σημασίας ζητήματα και γεγονότα, είναι τελικά ικανά να δημιουργήσουν νέα μονοπάτια. Οι παράμετροι που καθόρισαν το ποιος πήρε θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι πολλές –από τον αντίκτυπο του ιμπεριαλισμού / αποικιοκρατίας μέχρι τις θεσμικές αλλαγές και τις καινοτομίες στην τεχνολογία και τις επιστήμες. Όπως επισημαίνει ο Rubin, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη ήταν περισσότερο ένας λαβύρινθος παρά ένα μονοπάτι. Και επίσης, μέχρι η θρησκεία να διαχωριστεί από το κράτος και την πολιτική πέρασαν αιώνες (αιώνες κοινωνικών αναταραχών και καταστροφικών πολέμων), επισημαίνοντας παράλληλα ότι, η θρησκευτική μεταρρύθμιση, δεν επηρέασε μόνο την πολιτική, αλλά και τον πολιτισμό και τις ιδέες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Max Weber έγραφε ότι πολλές περιοχές που τα είχαν καταφέρει οικονομικά καλά ήταν προτεσταντικές, ενώ ορισμένες καθολικές περιφέρειες υστερούσαν.
Ο Rubin θεωρεί ότι, η ερμηνεία του Weber για το «προτεσταντικό πνεύμα του καπιταλισμού» ήταν αναμφισβήτητα λανθασμένη, αλλά το μοτίβο που εντόπισε ήταν σωστό. Δεν συμφωνούν όλες οι σύγχρονες οικονομικές αναλύσεις με την άποψη ότι, οι προτεσταντικές πόλεις ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τις καθολικές, αλλά είναι σίγουρο ότι, μία κατεξοχήν καθολική περιοχή που έμεινε πίσω, που τελικά υστέρησε, ήταν η Ισπανία.
Η πρώτη υπερδύναμη της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης αναπτύχθηκε με αργούς ρυθμούς μετά τον 16ο αιώνα και ο Rubin θεωρεί ότι φταίει η κακή διακυβέρνηση από το ισπανικό στέμμα το οποίο και αγνόησε τα εμπορικά συμφέροντα της χώρας. Η ακραία αντίληψη στην άσκηση (της βασιλικής) εξουσίας, η υπερβολική εξάρτηση από τον θησαυρό των αποικιών και η δημιουργία μυωπικών πολιτικών ανέστειλαν την ανάπτυξη. Η Ιερά Εξέταση ήταν μία παραχώρηση υψηλού κόστους προς την εκκλησία με αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση, αλλά την ίδια στιγμή και ένα κρατικό θεσμικό όργανο ελέγχου των πολιτών. Όπως λέει ο Rubin, οι Ισπανοί βασιλείς δεν ενεπλάκησαν στις ατελείωτες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη για να «προστατεύσουν τα συμφέροντα της εκκλησίας». Τα κρατικά και θρησκευτικά συμφέροντα δεν ήταν ωστόσο, τόσο ευδιάκριτα και η Ισπανία είχε και άλλα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός περιφερειακού κατακερματισμού που παραμένει έως σήμερα.
Στη Μέση Ανατολή, οι εξουσίες κράτους και θρησκείας συγχωνεύθηκαν από τους Οθωμανούς σουλτάνους που ήθελαν να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία και επέκτασή τους μέσω του Ισλάμ. Η ενότητα που αποτελούσε πλεονέκτημα κατά τον Μεσαίωνα στην πορεία εξελίχθηκε σε εμπόδιο: Χωρίς την ανάγκη να διαπραγματευτούν με οικονομικούς όρους, οι Οθωμανοί δεν επιδίωξαν μεταρρυθμίσεις στον τομέα της οικονομίας και το νομικό σύστημα. Οι αλλαγές υιοθετήθηκαν πολύ αργότερα, τον 19ο αιώνα, ενώ η Μέση Ανατολή ήταν ήδη πολύ πιο πίσω από τη Δύση, αλλά ο αυταρχισμός, ο θρησκευτικός συντηρητισμός και η αποικιοκρατία έβαλαν φρένο στην όποια διάθεση προόδου.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
«Η ανισότητα ορίζει τον κόσμο μας» γράφει ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Λούκας. Όμως, πώς προέκυψε αυτή η γεωγραφικού χαρακτήρα κατανομή του πλούτου;
Το ενδιαφέρον είναι ότι η «μεγάλη απόκλιση» θεωρείται -κρίνοντας με το μέτρο της Ιστορίας- σχετικά πρόσφατη: Μόλις 500 ετών.
Πριν από 500 χρόνια η Δύση δεν ήταν πλουσιότερη από την Ανατολή, ενώ 1.000 χρόνια πριν, ο μουσουλμανικός κόσμος ήταν πιο ανεπτυγμένος από τη χριστιανική Ευρώπη και δη σε όλους τους βασικούς τομείς, από τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, μέχρι τη μηχανική, την τεχνολογία, τις αγροτικές καλλιέργειες και την ιατρική. Η Γερμανίδα μοναχή, δραματουργός και ποιήτρια του 10ού αιώνα, Ροσβίτα χαρακτήριζε την αραβική Κόρδοβα (η ισπανική πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το 756 και καθ' όλη τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα μ.Χ., επί κυριαρχίας των Μαυριτανών) ως «το στολίδι του κόσμου».
Ωστόσο, μέχρι το 1600 ο ισλαμικός κόσμος είχε μείνει πίσω από τη δυτική Ευρώπη και τους αιώνες που ακολούθησαν η Μέση Ανατολή ταλαιπωρήθηκε από αργούς ρυθμούς ανάπτυξης, φτώχεια και δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα. Η βορειο-δυτική Ευρώπη αντιθέτως, συγκέντρωσε τον πλούτο, έγινε το κέντρο της εκβιομηχάνισης και επί της ουσίας, της παγκοσμιοποίησης.
Με αφορμή το βιβλίο «Rulers, Religion and Riches: Why the West Got Rich and the Middle East Did Not» (εκδόσεις Cambridge University Press) του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας, Jared Rubin, ο Guardian επιχειρεί να προσεγγίσει το θέμα παραθέτοντας την άποψη του συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία μία από τις βασικές αιτίες της «μεγάλης απόκλισης» έχει τις ρίζες της στον τρόπο με τον οποίον λειτούργησαν κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία σε Δύση και Ανατολή.
Ο Rubin δεν ασχολείται στο ελάχιστο με την αντίληψη που θέλει τη μουσουλμανική πίστη οπισθοδρομική. Άλλωστε, οι επιτυχίες του μουσουλμανικού κόσμου μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα αποδεικνύουν ότι η διδασκαλία του Ισλάμ ουδόλως εναντιώνεται στην πρόοδο. Και για του λόγου του αληθές επικαλείται τα χαντίθ –την ισλαμική παράδοση που αφορά τα λόγια και τις πράξεις του Μωάμεθ- σύμφωνα με τα οποία «η ανωτερότητα του μορφωμένου ανθρώπου έναντι του ευσεβούς μοιάζει με της σελήνης σε σχέση με όλα τα άλλα αστέρια».
Ο Rubin υποστηρίζει ότι για τη μεγάλη απόκλιση στις οικονομικές τύχες Δύσης και Μέσης Ανατολής ευθύνεται ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίον αλληλεπίδρασαν κοσμική και θρησκευτική εξουσία.
Το κίνητρο των ηγεμόνων -στη συντριπτική πλειοψηφία- δεν είναι βεβαίως, ούτε η ιδεολογία, ούτε η διάθεση να κάνουν καλό, αλλά η διατήρηση και ενίσχυση της παραμονής τους στην εξουσία, που σημαίνει ότι πρώτιστη μέριμνα είναι η επιβολή της, κυρίως δε, με την επίφαση της νομιμότητας. Στον Μεσαίωνα, τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες αναζητούσαν μέρος της νομιμοποίησης τους στη θρησκευτική εξουσία. Όλα αυτά μέχρι τη Μεταρρύθμιση. Γιατί, σύμφωνα με τον Rubin, οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες με τη Μεταρρύθμιση απομακρύνθηκαν από τη θρησκεία (κύρια πηγή μέχρι τότε, πολιτικής νομιμοποίησης).
Διαχωρίζοντας την πολιτική από τη θρησκεία, η Ευρώπη έκανε χώρο στο τραπέζι των πολιτικών διαπραγματεύσεων για τα οικονομικά συμφέροντα, δημιουργώντας έναν κύκλο χάραξης αναπτυξιακής πολιτικής. Αντίθετα, οι ηγεμόνες του Ισλάμ εξακολουθούσαν να βασίζονται στη νομιμοποίηση που εκπορεύεται από τη θρησκευτική εξουσία, οδηγούμενοι σε μία διακυβέρνηση που εξυπηρετούσε τα στενά συμφέροντα των σουλτάνων και τις συντηρητικές θρησκευτικές και στρατιωτικές ελίτ που τους στήριζαν –ως επί το πλείστον, τα οικονομικά συμφέροντα, όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον όρο, εξαιρούνταν από την άσκηση πολιτικής.
Συνεπώς, η οικονομική επιτυχία της Ευρώπης έχει σχέση με τη Μεταρρύθμιση, μια επανάσταση στις ιδέες, αλλά και στον τρόπο αντίληψης της εξουσίας, που διαδόθηκε από τον μοναχό Μαρτίνο Λούθηρο (1483 – 1546), μέσω αυτού που ο ηγέτης της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα στη Γερμανία αποκαλούσε «το υψηλότερο και τελευταίο δώρο της χάρης του Θεού», δηλαδή, την τυπογραφία. Στο σημείο αυτό το δημοσίευμα παραθέτει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο: Παρότι οι τυπογράφοι της εποχής βρήκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τον τρόπο προσαρμογής των κινητών στοιχείων στα αραβικά γράμματα, σχεδόν 300 χρόνια μετά την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου, στη Μέση Ανατολή δεν υπήρχαν πιεστήρια!
Το συντηρητικό ισλαμικό ιερατείο δεν ήθελε να υπονομεύσει την εξουσία του ο Τύπος και το κράτος -που εξακολουθούσε να είναι δεμένο με τη θρησκεία και όχι με το εμπόριο - δεν είχε κανένα κίνητρο να τους αποδυναμώσει, πόσο μάλλον να τους εξουδετερώσει. Μόλις το 1727 το οθωμανικό κράτος επέτρεψε την εκτύπωση σε αραβική γραφή. Η απαγόρευση ήταν «μία από τις μεγάλες χαμένες ευκαιρίες της οικονομικής και τεχνολογικής ιστορίας», ένα ζωντανό παράδειγμα της σκοτεινής επιρροής του θρησκευτικού συντηρητισμού.
Από την άλλη, η Ευρώπη ζούσε μια επανάσταση. Ο Rubin υποστηρίζει ότι, η εξέγερση και τελικά, απόσπαση της Ολλανδίας από την Καθολική Ισπανία και η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών νομιμοποίησης όταν η Βρετανία και η Εκκλησία της Αγγλίας αποσπάστηκαν από την εξουσία του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενδυνάμωσαν τα κοινοβούλια. Από την αυγή του 16ου αιώνα, οι δύο χώρες είχαν κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, στις οποίες βεβαίως, κυριαρχούσε η οικονομική ελίτ. Οι πολιτικές τους -όπως η προώθηση του εμπορίου και η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας - έφεραν οικονομική άνθιση. Η αποσύνδεση της θρησκείας από την πολιτική δημιούργησε χώρο για «τα συμφέροντα του εμπορίου».
Οι απαντήσεις σε τόσα σύνθετα θέματα δεν είναι εύκολες, απαιτούν τόσο εικόνα της μακρο-ιστορίας, όσο και συνείδηση ότι ακόμη και τα εκ πρώτης, μικρότερης σημασίας ζητήματα και γεγονότα, είναι τελικά ικανά να δημιουργήσουν νέα μονοπάτια. Οι παράμετροι που καθόρισαν το ποιος πήρε θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι πολλές –από τον αντίκτυπο του ιμπεριαλισμού / αποικιοκρατίας μέχρι τις θεσμικές αλλαγές και τις καινοτομίες στην τεχνολογία και τις επιστήμες. Όπως επισημαίνει ο Rubin, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη ήταν περισσότερο ένας λαβύρινθος παρά ένα μονοπάτι. Και επίσης, μέχρι η θρησκεία να διαχωριστεί από το κράτος και την πολιτική πέρασαν αιώνες (αιώνες κοινωνικών αναταραχών και καταστροφικών πολέμων), επισημαίνοντας παράλληλα ότι, η θρησκευτική μεταρρύθμιση, δεν επηρέασε μόνο την πολιτική, αλλά και τον πολιτισμό και τις ιδέες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Max Weber έγραφε ότι πολλές περιοχές που τα είχαν καταφέρει οικονομικά καλά ήταν προτεσταντικές, ενώ ορισμένες καθολικές περιφέρειες υστερούσαν.
Ο Rubin θεωρεί ότι, η ερμηνεία του Weber για το «προτεσταντικό πνεύμα του καπιταλισμού» ήταν αναμφισβήτητα λανθασμένη, αλλά το μοτίβο που εντόπισε ήταν σωστό. Δεν συμφωνούν όλες οι σύγχρονες οικονομικές αναλύσεις με την άποψη ότι, οι προτεσταντικές πόλεις ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τις καθολικές, αλλά είναι σίγουρο ότι, μία κατεξοχήν καθολική περιοχή που έμεινε πίσω, που τελικά υστέρησε, ήταν η Ισπανία.
Η πρώτη υπερδύναμη της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης αναπτύχθηκε με αργούς ρυθμούς μετά τον 16ο αιώνα και ο Rubin θεωρεί ότι φταίει η κακή διακυβέρνηση από το ισπανικό στέμμα το οποίο και αγνόησε τα εμπορικά συμφέροντα της χώρας. Η ακραία αντίληψη στην άσκηση (της βασιλικής) εξουσίας, η υπερβολική εξάρτηση από τον θησαυρό των αποικιών και η δημιουργία μυωπικών πολιτικών ανέστειλαν την ανάπτυξη. Η Ιερά Εξέταση ήταν μία παραχώρηση υψηλού κόστους προς την εκκλησία με αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση, αλλά την ίδια στιγμή και ένα κρατικό θεσμικό όργανο ελέγχου των πολιτών. Όπως λέει ο Rubin, οι Ισπανοί βασιλείς δεν ενεπλάκησαν στις ατελείωτες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη για να «προστατεύσουν τα συμφέροντα της εκκλησίας». Τα κρατικά και θρησκευτικά συμφέροντα δεν ήταν ωστόσο, τόσο ευδιάκριτα και η Ισπανία είχε και άλλα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός περιφερειακού κατακερματισμού που παραμένει έως σήμερα.
Στη Μέση Ανατολή, οι εξουσίες κράτους και θρησκείας συγχωνεύθηκαν από τους Οθωμανούς σουλτάνους που ήθελαν να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία και επέκτασή τους μέσω του Ισλάμ. Η ενότητα που αποτελούσε πλεονέκτημα κατά τον Μεσαίωνα στην πορεία εξελίχθηκε σε εμπόδιο: Χωρίς την ανάγκη να διαπραγματευτούν με οικονομικούς όρους, οι Οθωμανοί δεν επιδίωξαν μεταρρυθμίσεις στον τομέα της οικονομίας και το νομικό σύστημα. Οι αλλαγές υιοθετήθηκαν πολύ αργότερα, τον 19ο αιώνα, ενώ η Μέση Ανατολή ήταν ήδη πολύ πιο πίσω από τη Δύση, αλλά ο αυταρχισμός, ο θρησκευτικός συντηρητισμός και η αποικιοκρατία έβαλαν φρένο στην όποια διάθεση προόδου.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου