Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Λατινικά η Κοινωνιολογία;
Εισαγωγή με ή χωρίς εξετάσεις στα Πανεπιστήμια;
Άλλο ένα ψευτοδίλημμα ή μία καραμέλα να πιπιλούν οι κομματολάγνοι επιδιώκοντας να υποτιμήσουν τη νοημοσύνη μας και να εξευτελίσουν το ήθος μας. Είδαμε τη Μόρφωση να κυριαρχεί τόσες εκατονταετίες που οι μαθητές-φοιτητές καταπίνουν αμάσητα εδάφια Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών;; Και σίγουρα δεν ευθύνονται ούτε τα Αρχαία Ελληνικά ούτε τα Λατινικά, μήτρες απ’ τις οποίες ξεπήδησαν τα φώτα σε όλο τον Δυτικό Πολιτισμό. Δεν υπάρχει σύγχρονη διατριβή, η οποία να μην εδράζεται σε αυτά τα αριστουργήματα. Ακαδημαϊκοί - Γονείς - Υπουργοί - Δάσκαλοι υποκλίνονται στην Υποκρισία, επειδή εδώ και δεκαετίες δυναστεύονται από αυτή κι έμαθαν να βολεύονται μέσα στο παλιό τριμμένο ρούχο της. «Μάθηση δίκαιη και σωστή σημαίνει ζωντάνια - αμεσότητα - σφυγμός μαστιγωμένος - κρούση κατά μέτωπο με τα πράγματα. Η Ελλάδα έχασε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του Δασκάλου, ο οποίος δεν αποτελεί μία απλή ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες ψηφίδες των επαγγελμάτων. Είναι ο Καλλιτέχνης νους - ο κοσμητικός - ο επόπτης, που φιλοτεχνεί ολόκληρο το ψηφιδωτό. Αλλά σήμερα ο Δάσκαλος ο σχολαστικός και ληρολόγος.» αναφέρει ο κύριος Λιαντίνης.
Ο μόνος που δεν ευθύνεται είναι το Παιδί, που παρεμπιπτόντως όλοι να σώσουν θέλουν, μέχρι ωστόσο να ενηλικιωθεί και αυτό και να ακολουθήσει τα ίδια χνάρια, επειδή μετά από τόση γαλούχηση δια του Συστήματος Εκπαίδευσης, το οποίο αντιπροσωπεύει ακρογωνιαίο λίθο των Οικονομικών φρονημάτων και δομείται μεθοδικά, απ’ το Νηπιαγωγείο ως και το Πανεπιστήμιο, ώστε να χαλιναγωγείται η κριτική σκέψη-να διαβρώνονται τα ελατήρια της διάνοιας, έχει απωλέσει την ικανότητά του:
«Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;» τόσο καθηλωτικό το ερώτημα του κυρίου Λιαντίνη…
Αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στις βάσεις του 2018 για να καταλάβουμε πως και το Δημόσιο Σύστημα Εκπαίδευσης και τα Ιδιωτικά κονσόρτσιουμ της Παραπαιδείας, συγκοινωνούντα δοχεία της ίδιας απαρχαιωμένης γραμμικής κουλτούρας, αφού το «ένα νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο», έχουν αφ’ ενός ακολουθήσει κατά γράμμα τις μεθόδους εξοντωτικής αποστήθισης και αποβλάκωσης, που επιβάλλει το Υπουργείο και αφ’ ετέρου έχουν εντελώς αποτύχει.
Καθηγητές του Δημοσίου και του Ιδιωτικού Τομέα εμφανίζονται να διάγουν τη μονομαχία των Ιπποτών, για να διεκδικήσουν μια θέση όχι στον Ήλιο της προνοητικής επιμόρφωσης αλλά σε αυτόν της συνηγορητικής εκδούλευσης, επειδή έχουν αυτοβούλως υπαχθεί στη θέση του ενεργούμενου μιας μηχανής της παρακμής της εγγραμματοσύνης. Η πλειοψηφία των μαθητών σιχαίνεται, όχι απλώς αποδοκιμάζει ή δεν αρέσκεται, σιχαίνεται το Σχολείο, βαμπίρ που ρουφά τις έξι ώρες της Ανατολής, κατά τις οποίες μπορεί ο άνθρωπος να τρέξει στη Φύση και να δημιουργήσει το ουράνιο τόξο του στρέφοντας το μάτι του μέσα στο νερό, σιχαίνεται το φροντιστήριο, βρυκόλακας που σφετερίζεται τις ώρες της Δύσης, κατά τις οποίες μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνικοποιηθεί και να διαλογιστεί.
Παρ’ όλα αυτά οι Σχολές θα γεμίσουν, αποδεικνύοντας ότι η ίδια τακτική πληρώνει με υποβαθμισμένους τίτλους σπουδών και δηλώνοντας τη «μαζική αύξηση του υποβαλλόμενου σε φοίτηση πληθυσμού διαμέσω μετασχηματισμών, που επήλθαν σιγά αλλά σταθερά σε όλα τα επίπεδα του Συστήματος Εκπαίδευσης» όπως ωραιότατα ισχυρίζεται ο Pierre Bourdieu.
Ειδικότερα για τη Δευτεροβάθμια, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προκάτοχο και την διάδοχο, εδραιώνει με τρόπο θαμπό τις ιεραρχημένες κατευθύνσεις και συγκαλύπτει με ορθοβουλία τους περιθωριακούς κλάδους, είτε με διακριτή διαίρεση τις διαστάσεις ευπεψίας-δυσπεψίας σχετικά με τη διδασκόμενη ύλη όπως παλαιότερα, είτε με ανεπαίσθητο αποκλεισμό ομάδων διαμέσω των ισορροπιστών παραγκωνισμού όπως σήμερα.
Όταν η Εκπαίδευση προτάσσει στο οπλοστάσιό της την εισαγωγή πάση θυσία νεωτερισμών, πρόκειται για ξεκάθαρη προσφυγή σε ηθικοπρακτικούς άξονες, γίνεται λόγος ίσα για να γίνεται δηλαδή, αφού εμφανίζει στο τραπέζι ένα δέντρο που δεν πρέπει ν’ αφήσουμε να καεί τη στιγμή που είμαστε όλοι μας μάρτυρες της τεράστιας πυρκαγιά ς που εξαπλώνεται σε ολόκληρο το δάσος.
Μία μικρή αναδρομή αποδεικνύει πως ο εκδημοκρατισμός της Εκπαίδευσης είναι εγγενώς ασυμβίβαστος της υψηλής ποιότητας:
1) με τη σύσταση του κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 διαπιστώνεται ζήλος απ’ τα φτωχοποιημένα στρώματα προς μάθηση, η οποία ωστόσο καταπνίγεται με διάφορους τρόπους. Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου προοιωνίζεται τη συγκρότηση μίας «Επαναστατικής κυβέρνησης», η οποία είναι τόσο «Επαναστατική» που διατηρεί το καθεστώς της ενοικίασης των φόρων της Τουρκοκρατίας, για να μην νομίζουμε πως οι φοροεισπρακτικές Εταιρείες του σήμερα δεν έχουν γερά θεμέλια υπόστασης!! Η εκμίσθωση τελείται δια δημοπρασιών σε κάθε Επαρχία. Στην Επαρχία της Κορίνθου, ας πούμε, επί Τουρκοκρατίας κατακυρωνόταν το αποτέλεσμα της Δημοπρασίας, η οποία απέφερε τεράστια ποσά κέρδους στους αναλαμβάνοντες τη διεκπεραίωση, στην Οικογένεια των Νοταραίων, οι οποίοι απειλούσαν όσους αποφάσιζαν να πλειοδοτήσουν με δολοφονία. Παράδειγμα αποτελεί ο καλόγερος Δανιήλ (απ’ τον Άννα στον Καϊάφα οι φτωχοί, είτε θα τους δυνάστευε ο Αστός είτε η αγιαστούρα!!), ο οποίος υπερθεμάτισε, κάτι που επέσυρε την μήνιν των Νοταραίων. Παρεπόμενο της διενέξεως ήταν να τιμωρηθεί το χωριό με πρόστιμο, το οποίο επιμερίστηκε κατά κεφαλήν στους κατοίκους και αναγνώρισε το δικαίωμα της δημοπρασίας στους Νοταραίους!! Αυτοί οι Νοταραίοι λοιπόν το 1826 συνήψαν «Συμβόλαιο» με τον δάσκαλο του χωριού Τρικκάλων Κορινθίας, για τον υποχρεώσουν «να μην παραδίδει τα αυτά μαθήματα, τα οποία διδάσκει τα παιδιά των και εις τα παιδιά των άλλων κατοίκων, αλλά απλούστερα και όχι όμοια»!! Κάτι ανάλογο γινόταν και στην πατριαρχική Σχολή της Πόλης τον 17ο αιώνα, όπου οι διορισμένοι «διδάσκαλοι παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα σε γόνους προνομιούχων». Η τακτική των διακρίσεων εφαρμοζόταν και κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, «σε ενεπίγραφο μάρμαρο της Περγάμου, που φυλάσσεται στο Μουσείο του Βερολίνου, κάτω απ’ το ελληνικό κείμενο έχει χαραχτεί λατινικό διάταγμα του Δομιτιανού (94 μ.Κ.Ε), που απαγορεύει αυστηρώς στους ρήτορες και γραμματικούς να διδάσκουν τις επιστήμες στους δούλους», όπως διατείνεται ο κύριος Σιμόπουλος. Το 1831 επί Καποδίστρια, στο Κεντρικό Σχολείο στην Αίγινα, οι μαθητές, άτομα προερχόμενα απ΄ την ορφάνια και τη φτώχεια του Αγώνα, εξεγέρθηκαν, επειδή αντιλαμβάνονταν πως τα υπεσχημένα περί «μορφώσεως με τα ιδεώδη της Ελευθερίας» δεν ανταποκρίνονταν στα κολυβογράμματα, με τα οποία τους τάιζαν και με αυταρχικές μάλιστα μεθόδους οι Δάσκαλοι. Στη διαμαρτυρία τους δόθηκαν ως απάντηση τα πυρά της Αστυνομίας, η οποία με τρομοκρατικό μένος κατέστειλε τη ζέση των νεανίων αναγκάζοντας τους σε υπογραφή Δήλωσης Μετανοίας. Ο Κυβερνήτης ενημερώθηκε πως: «Η Σχολική Επιτροπή καθησυχάζει τον Κυβερνήτη. Έγινε υποταγή τελεία των μαθητών»!! Αντί για την αλματώδη ανάπτυξη που πρέσβευε ο Κοραής, ο Έλληνας βρέθηκε αντιμέτωπος με την καταστρατήγηση του δημοκρατικού ιδεώδους-την εξάρτηση της Παιδείας απ’ τις κομματικές ύαινες-τη διαφθορά της ξενοκρατίας. Ο Γερμανός Ιστορικός Μέντελσον Βαρθόλδυ αναφέρει πως: «Τα σχολεία που θεμελιώθηκαν έμειναν ατελή και όσα κτήρια ολοκληρώθηκαν μετεβλήθησαν σε στρατόπεδα». Η απαιδευσία ήταν η εγγύηση για τη στερέωση της Γερμανικής Μοναρχίας.
Η κήρυξη του «αυτοκέφαλου της Εκκλησίας», στα αλώνια της οποίας ξιφουλκούσαν ο δυτικόφιλος Φαρμακίδης ως υποστηρικτής της «αυτονομίας» και ο Ρωσόφιλος Οικονόμος ως βαστάζος του «πρεσβυγένειας», δεν ερειδόταν σε ταπεινά έλυτρα αλλά υπονόμευε τον εξελληνισμό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ θεματοφύλακας της ελληνικής γλώσσας και κληρονομιάς αλλά της γλώσσας των «ιερών κειμένων».
2) Ο 20ος αιώνας ευαγγελίζεται τον περιορισμό της τοκογλυφίας αλλά και ανείπωτες ταραχές με το «Γλωσσικό ζήτημα», η διαμάχη περί «επίσημης γλώσσας του έθνους» ανάμεσα σε Δημοτικιστές ή αλλιώς «Μαλλιαροί», μεταφραστικό δάνειο απ’ τον ιταλικό όρο «Scapigliati» που αφορμάται από ανάλογο κίνημα περί απλουστεύσεως της γλώσσας στην Ιταλία περίπου 30 έτη, και Λογιωτάτους ή αλλιώς «Καθαρευουσιάνους», να εξακοντίζουν απειλές και να εξεμούν συκοφαντίες. Το 1901 παρατεταμένες διαδηλώσεις, επονομαζόμενες στον Ιστορικό καμβά ως «Ευαγγελιακά» επειδή ήγειραν ενστάσεις σχετικά με τη δημοσιευμένη στην Εφημερίδα «Ακρόπολις» μετάφραση των «Ευαγγελίων» στη Δημοτική απ’ τον Αλέξανδρο Πάλλη, καταλήγουν σε εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων προς καταστολή, της οποίας ο απολογισμός εμφανίζει 11 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες και κατ’ επέκταση σε παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το 1903 νέο χρώμα χύνεται στην Ιστορική παλέτα με τα «Ορεστειακά», μεταφρασμένη εκδοχή στη Δημοτική της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Η επέμβαση Αστυνομικών Δυνάμεων οδηγεί στον θάνατο τρία άτομα και σε παραίτηση της Κυβέρνησης Ράλλη.
Στο οικονομικό και πολιτικό φόντο ωστόσο διακυβεύονται ταυτόχρονα:
Εκλογομαγειρέματα κι Εμπορομαγειρέματα δηλαδή, τα οποία καπηλεύονταν την Παιδεία δια του «Γλωσσικού ζητήματος», που στην ουσία είχε τεθεί ήδη στον 1ο αιώνα π. Κ.Ε, «όταν το κίνημα του Αττικισμού εισήγαγε τη διγλωσσία στον Ελληνικό Κόσμο, μία διχοτομία δηλαδή στην εως τότε ενιαία ελληνική γλώσσα ανάμεσα σε δύο παραλλαγές: μία απλή, δημώδη προφορική και συνέχεια της Αλεξανδρινής-Κοινής που οδήγησε δια μέσω των αιώνων στη Δημοτική, και μία Λόγια, αρχαΐζουσα και νέα, γραπτή κυρίως γλώσσα απομίμηση της κλασσικής αττικής, στην οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η μετέπειτα καθαρεύουσα» όπως αναφέρει η κυρία Κοτρώτσου, Σχολική Σύμβουλος!
3) Το 1908 ο Αλέξανδρος Δελμούζος οραματίζεται να «φυτέψει το θαύμα», το οποίο επιχειρεί τρις:
4) Την περίοδο του Βενιζέλου διαπιστώνεται διαφθορά στα Πανεπιστήμια, ρουσφέτια για τις πτυχιακές εξετάσεις-διπλώματα με κομματικές παρεμβάσεις. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε προεκλογική εκστρατεία στις 23 Ιουλίου 1928 εκστομίζει ευθαρσώς: «Η κλασσική Παιδεία πρέπει να περιορισθεί στους ολίγους εκλεκτούς, που θα αποτελέσουν την Ηγεσίαν του αύριο. Όλοι οι άλλοι πρέπει να μάθουν την Τέχνη.»
5) Μεταπολεμικά ειδεχθές παράδειγμα αποτελεί η «Εγκύκλιος 1010», την οποία στοιχειοθετεί ο Γεώργιος Παπανδρέου ως «Γέρος της Δημοκρατίας», πόσοι και πόσοι γέροι όχι μόνο στην ηλικία αλλά και στα αρτηριοσκληρωμένα μυαλά τους δεν ασέλγησαν στο ροδαλό δερματάκι αυτής της Δημοκρατίας!! και κατά την οποία δεν γίνονταν δεκτοί στα πανεπιστήμια οι «αντιφρονούντες», «εντέλλονταν δε οι Διευθυντές της Μέσης Εκπαίδευσης να ελέγχουν τα φρονήματα και να αποβάλλουν εκείνους που δεν συμβιβάζονταν με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό!» όπως εύστοχα αναφέρει ο κύριος Σιμόπουλος.
6) Την δεκαετία 1981-1991 οι στατιστικές δείχνουν πως το 40% των Ελλήνων τελούν υπό ημί-αναλφαβητισμό και τη στιγμή που η δαπάνη για την Παιδεία ορίζεται στο 3,76%-η επετηρίδα σε σταθερή διόγκωση, αφού στις Σχολές εισάγονταν χωρίς κανέναν σχεδιασμό απορρόφησης. Είναι η περίοδος που το ελληνόπουλο αρχίζει να εφοδιάζει τη σάκα του με τετράδια με ήρωες αμερικανικών σήριαλ ή στην καλύτερη των περιπτώσεων της UNICEF. Ηρωοποιούνται σιγά-σιγά και τα ναρκωτικά-η αισχροκέρδια-οι απατεώνες. Ο Φιλελευθερισμός εισβάλλει με τα Brandnames στα προαύλια. Πλαστουργούνται οι δεξαμενές Σκέψης, το Πάντειο και το Καποδιστριακό συνιστούν τους βασικούς πυλώνες ανάδειξης της Γερμανικής Γραμματείας και παράλληλη υποβάθμιση της Ελληνικής. Το Φθινόπωρο του 1991 τα Σχολεία τελούν υπό κατάληψη για κατάργηση των Εξετάσεων. Πολιτικοί σπεύδουν να φωτογραφηθούν μαζί τους εκφράζοντας τη «συμπάθεια-στήριξη», ωραίο μήλον για τα κομματικά πηρούνια. Σφετερισμός των καταλήψεων διττής ερμηνείας απ’ τους δασκάλους:
7) Τις τελευταίες δεκαετίες και ανεξαρτήτων κυβερνητικών σχημάτων ή Ιδεολογικών προσήμων, διότι περί προσήμου πρόκειται και ουχί περί Ιδέας, προωθήθηκε ένας εκδημοκρατισμός και σε αντάλλαγμα η Εξουσία διοχέτευσε τον άγριο κι ανεξέλεγκτο Κομματισμό να καθυποτάσσει τις Διοικήσεις και να χειραγωγεί τον Φοιτητόκοσμο αποπροσανατολίζοντάς τον από τον ακρωτηριασμό της Παιδείας όσον αφορά στην έλλειψη υποδομών-στο περιεχόμενο των γνώσεων-τις μεθόδους διδασκαλίας.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Δημοκρατική Ολιγαρχία στις χώρες του Δυτικού Πολιτισμού έκρινε επιτακτική την ανάγκη υπαγωγής των μαζών σε «Εθνικό Σύστημα Αναγκαστικής Εκπαίδευσης». Στην Ευρώπη διανύουμε την περίοδο Βιομηχανικής επανάστασης και χρειαζόμαστε την εκπαίδευση μίας «αποδοτικής εργατικής δύναμης», στην οποία να εμφυσήσουμε την εντύπωση πως θα ξεριζωθεί απ΄ τη φτώχεια και θα ενδυθεί την αυτό-διακυβέρνησή της. Η Αμερική δέχεται κύματα μεταναστών Ευρωπαίων και κυρίως Ιρλανδών, εμποτισμένους με το «σύνδρομο του Προτεσταντισμού», και κινδύνευε άμεσα από διολίσθηση του κοινωνικού ιστού σε κλίμα ταξικής σύγκρουσης-κληρονομικής φτώχειας-πνευματικού σκοταδισμού, εδώ χρειαζόμαστε την εκπαίδευση μίας «επίπλαστης ομοιογένειας», προσήκουσα στην αυτό-καταστολή, ώστε να ποδηγετηθεί το υφέρπον αναστάτωμα. Στην Ελλάδα πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία πυροδοτούσε θρησκευτικό φανατισμό-σκοταδισμό αφ’ ενός για την παρακράτηση των προνομίων της, τα οποία δεν επηρέασε ο Οθωμανικός ζυγός, και αφ’ ετέρου για την πρόκριση της Μεσαιωνικής Θεοκρατίας, την οποία ευελπιστούσε να επαναφέρει.
Υπό αυτό το κλίμα μείζον ζήτημα σε παγκόσμιο επίπεδο ετίθετο λοιπόν η «ευταξία», στην οποία θα πειθόταν το σύνολο του πληθυσμού δια της τεθλασμένης σαφώς. Και το δέλεαρ αυτού ονομάστηκε Σύστημα Παιδείας, επειδή «το συμφέρον της Κοινωνίας ήταν ένα σύστημα οικουμενικής-υποχρεωτικής Εκπαίδευσης που θα απομόνωνε τον μαθητή-σπουδαστή από άλλες επιρροές και θα τον υπέτασσε σε κανονική δίαιτα», αναλύει ο Κρίστοφερ Λας…
Μέριμνα ήταν να δημιουργηθεί μία διευρυμένη δεξαμενή μαθημάτων, άσχετων ωστόσο με τη διανοητική όξυνση, τα οποία υπόσχονται υποσκέλιση της «επαρχιώτικης οπισθοδρομικότητας» και θα βασίζονται στην ηθική διδασκαλία των στοιχειωδών αρχών της νεωτερικής κουλτούρας ενσταλάζοντας τον πατριωτισμό αλλά απαλείφοντας τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες. Στην ουσία η Εκπαίδευση στόχευε εξ αρχής, και δεν έχει παρεκκλίνει στο ελάχιστο του σκοπού της μέχρι και σήμερα, τη «νοητική συνήθεια» του εγκεφάλου, η οποία θα καθιστά τον Πολίτη κατ’ επίφαση καλό - αυτοδύναμο - εύστροφο αλλά εν τέλει βραδύνου και θετικό στην εργασιακή πειθαρχία. Παρ’ όλο που τα κινήματα του ’68 αντέδρασαν, μεταπολιτευτικά εισάγεται σωρεία μαθημάτων Εμπορικού-Τεχνολογικού-Διαφημιστικού περιεχομένου, συνεπώς ο Δάσκαλος αναλαμβάνει να διδάξει τις δεξιότητες του «παραγωγικού» εργάτη ή στελέχους, μικρή η διαφορά, στον οποίο εμφυτεύει το συνδικαλιστικό ένστικτο όχι ως κριτική απέναντι στην εξουσία αλλά ως πειθήνια συνδιαλλαγή που αφορά μόνο την αύξηση της αμοιβής.
Μία γραφειοκρατική εκπαίδευση που διεκπεραιώνει τις επιταγές της Εταιρικής στρατολόγησης, υπονομεύει τη δυναμική του Σχολείου-Πανεπιστημίου για διανοητική χειραφέτηση. Ο Ακαδημαϊκός ρίχνει τις ευθύνες στον δάσκαλο της Δευτεροβάθμιας, ο οποίος με τη σειρά του δίνει τη σκυτάλη της ευθύνης στην πρωτοβάθμια. Εθελοτυφλούν άπαντες ως ισότιμα λιθαράκια στην Ευθύνη περί κατάντιας της Εκπαίδευσης. Ο Ακαδημαϊκός, σχολιάζει ο Λας, «οικτίρει την αποσύνθεση της λαϊκής κουλτούρας και δεν βλέπει σε ποιον βαθμό η αποσύνθεση είναι συχνά το τίμημα που πληρώθηκε για τη δική του ανάρρηση». Αντί να επικρίνει τη Γραφειοκρατία, στρέφει τα βέλη του στις «υποβιβασμένες γενιές», στων οποίων τον ευνουχισμό ο ίδιος συνέβαλλε.
Όταν τα Υπουργεία, ανεξαρτήτου κομματικής ταυτότητας, αποφασίζουν να γεμίσουν το πρόγραμμα σπουδών με δραστηριότητες, ώστε να ικανοποιήσουν τις στρατιές ανέργων από Κλάδους που οι ίδιοι δημιούργησαν εις βάρος της Ρητορικής-της Ιστορίας-της Γλώσσας, είμαστε μπροστά στο παιχνίδι του «πελατειακού κράτους» και δεν είδαμε ποτέ το διδασκαλικό προσωπικό να απεργεί και να αντιτίθεται. Το Σχολείο-Πανεπιστήμιο έγινε χώρος τακτικού ωρολόγιου προγράμματος που ορίζει την προσέλευση και την αποχώρηση-ορίζει καθήκοντα προς εκτέλεση-ανταμείβει την επιμελή αφομοίωση, ένας νόμος δηλαδή ελέγχου του χρόνου, ο οποίος ελεεινολογεί το σύστημα που ο ίδιος συνέταξε και στον αντίποδα καταδικάζει την αξιολόγηση, ένας νόμος που οφείλει να δώσει ένα αποδοτικό σύστημα επιλογής ανθρώπων, αφού όπως αναφέρει ο Λας «δεν αμφισβητεί τη λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συστήματος ως εργαλείο στρατολόγησης σε Σώματα Ασφαλείας και Εταιρειών, αλλά απλώς επιδιώκει να κάνει αποδοτικότερη τα η διαδικασία επιλογής»!! ας μην ξεχνάμε πως παράλληλα καθίσταται υποχρεωτική και η στράτευση, ας μην ξεχνάμε πως με την υποβάθμιση των γνώσεων κρίνονται απαραίτητα μεταπτυχιακά-διδακτορικά, τα οποία στην πλειοψηφία είναι επ’ αμοιβής στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, διαδικασία που πριμοδοτεί με περαιτέρω μισθολογικές απολαβές τους διορισμένους και θέτει υπό τις φτερούγες της «ευταξίας» το άτομο τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 30 του χρόνων, βοηθώντας ταυτόχρονα την καμπύλη της ανεργίας!!
Η εγκατάλειψη της ιστορίας προς όφελος των κοινωνικών προβλημάτων, αποτελεί το εξ ανακλάσεως είδωλο της σαθρότητας, σπέρνουμε ολέθρους και διδάσκουμε την ψευδο-ευαισθησία.
Το σύγχρονο Πανεπιστήμιο είναι το προϊόν όλων αυτών των συμβιβασμών και ο Διδασκαλικός Κλάδος είναι ο πλέον υπεύθυνος. «Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι διαγκωνίζονται για θέσεις συμβούλου ανθρώπων της πολιτικής εξουσίας και για διορισμό σε Υπηρεσίες και Οργανισμούς. Αύξηση σημειώνει ο αριθμός Πανεπιστημιακών, που προεκτείνουν τη σταδιοδρομία τους στην πολιτική Εξουσία. Καθημερινές κομματικές επεμβάσεις και δικτυώσεις σε Ανώτατες Σχολές καλλιεργώντας τον μαρασμό του Φοιτητικού Κινήματος και υπαγωγή του στο διεφθαρμένο σύστημα δια της τροχοπέδης στην αμφισβήτηση. Το πτυχίο δεν σημαίνει επιστημονική κατάρτιση αλλά ειδίκευση και επαγγελματισμό.» αναφέρει ο κύριος Σιμόπουλος. Πράγματι διανύουμε τον ένατο χρόνο βαθιάς κρίσης αξιών και δεν βλέπουμε το Φοιτητικό Κίνημα, χωρίς εμπλοκή κομμάτων, να πρωτοστατεί.
Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η επιλογή του μαθήματος. Όποιο μάθημα, θα ακολουθεί την οδό που ιχνηλατεί ο μικροαστικός εκκοινωνισμός της ψευδεπίγραφης επιτυχίας και προόδου. Και είναι τόσο πεπεισμένος ο ιστός και τόσο εκτεταμένη η πλύση εγκεφάλου, που ακόμη και να μην περάσει κάποιος στο κονσερβοποιημένο κύκλωμα διασυνδέσεων της ημεδαπής, θα μεταναστεύσει για να μπει σ’ ένα άλλο κονσερβοκούτι, στατιστικές αποδεικνύουν πως το ένα τρίτο του φοιτητικού πληθυσμού υποκλίνεται στην εμπορευματοποημένη κατάρτιση της αλλοδαπής. Ο μύθος της «Δωρεάν παιδείας» θα συνιστά το όπιο, στατιστικές αποδεικνύουν πως οι δαπάνες των νοικοκυριών σε φροντιστήρια ξεπερνούν τον κρατικό προϋπολογισμό για την Παιδεία. Την ίδια στιγμή η χορήγηση των δωρεάν βιβλίων στα Πανεπιστήμια ανατέθηκε στον Εύδοξο, Ιδιωτικών συμφερόντων Εταιρεία, η οποία βουτά το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι του δημόσιου κορβανά και πάμπολλοι Ακαδημαϊκοί παίρνουν μέρισμα επί των πωλήσεων απ’ τα βιβλία που έγραψαν και υπό αδιαφανείς διαδικασίες διδάσκονται στα Ιδρύματα.
Μήπως βρισκόμαστε στην Αγγλία του 16ου αιώνα, όπου οι ξεπεσμένοι ευγενείς ξεπουλούσαν τους «τίτλους ευγενείας» μπροστά στην εκτίναξη του αξιακού πληθωρισμού;
Οι ομάδες των διανοούμενων προστατεύουν πολύ καλά την «αντικειμενοποίηση» της Μόρφωσης, περιστέλλοντας ταυτοχρόνως χονδροειδώς τα ουσιώδη στις πλατιές μάζες. Δεν είναι επιχείρημα πως οι Νόμοι προέρχονται απ’ το Ρωμαϊκό Δίκαιο για να διδάσκονται τα λατινικά, επειδή το Νομικό κατασκεύασμα πατά σε πόδια πήλινα. Δεν είναι επιχείρημα πως θα αποκτήσουμε ενσυναίσθηση δια της διδασκαλίας του μαθήματος της Κοινωνιολογίας, επειδή οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν πέτυχαν να αποκαθηλώσουν των θεσμών το «αβασίλευτο καθεστώς».
Για να διδαχτεί ο Επίκουρος ή ο Σοφοκλής χρειάζεται και πεφωτισμένος δάσκαλος με αυτοθυσία και έμπρακτη μύηση στη γενναιότητα.
Για να διδαχτεί ο Θουκυδίδης ή ο Ηράκλειτος χρειάζεται την ανιδιοτέλεια του διδάσκοντος.
Το Εκπαιδευτικό Σύστημα είναι χρεωκοπημένο λόγω των κομματικών επιρροών και των οικονομικών συμφερόντων.
Είτε παπαγαλίσει ο μαθητής εδάφια της λατινικής είτε εγκολπωθεί ιδεολογίες της Κοινωνιολογίας, ένα και το αυτό το αποτέλεσμα, αφού η επιλογή των εδαφιών προς κατάποση θα έχει γίνει με συγκεκριμένα κριτήρια συμμόρφωσης.
Το να μην γράφουν υψηλούς βαθμούς ολόκληρες στρατιές νεανίων κάτι σημαίνει. Το βολικό είναι να περιορίσουμε αυτό το «κάτι σημαίνει» στη στενή μάντρα του «δεν διαβάζουν», μια καραμέλα πια που πιπιλάνε όλοι ανεξαιρέτως. Το δύσκολο είναι να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να παραδεχτούμε πως η Εκπαίδευση δεν έχει καταφέρει την εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων-η απόκλιση κατάρτισης-μόρφωσης εντείνεται-το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια και στον πλούτο διευρύνεται.
Μήπως λοιπόν αυτό το «σημαίνει» είναι μία σιωπηρή διαμαρτυρία και ταυτοχρόνως ένα ηχηρό χαστούκι του εξαντλημένου ανθρώπου ενάντια στα συμπλέγματα του γονέα του, που θέλει να επιβεβαιώσει το γόητρό του δια των τέκνων-του δασκάλου στο Δημόσιο, που ασκεί επάγγελμα και όχι λειτούργημα-του δασκάλου στο Ιδιωτικό, που σφυγμομετρεί την οικονομική του επιβίωση πάνω στις επιτυχίες στις Εξετάσεις-του Ακαδημαϊκού, που ενδύεται την αυθεντία και αρνείται να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση;
Μεταξύ μας περισσότερο εκτιμώ έναν άνθρωπο που δεν καταπίνει ό,τι του σερβίρουν μόνο και μόνο για να πάρει μία πιστοποίηση και να βολευτεί, επειδή περιμένει ίσως την Παιδεία της αλληλεγγύης-της συμμετοχής-του συλλογικού πνεύματος, η οποία να μάχεται τον οικονομικό Δαρβινισμό.
Είμαστε στην εποχή των αντιθέσεων. Ο άνθρωπος που δεν γνωρίζει τι σημαίνει κοπιάζω για να φτιάξω σπίτι, κληρονομεί σπίτι αλλά εμφανίζεται κατά της ιδιοκτησίας. Είναι ο άνθρωπος που τρέχει προς την υποδεικνυόμενη κατεύθυνση-προς τους ίδιους στόχους. Βρίσκεται μοιραία σε αγώνα δρόμου έχοντας για πρότυπό του τον Jobs, τη στιγμή που η Apple ευθύνεται για εγκλήματα κατά συρροή κατά της Φύσης και της Ανθρωπότητας.
Δικαίως η Αναρχία θεωρεί την Εκπαίδευση «χαράδρα περιστολής του πνεύματος», επειδή δεν υπάρχει λόγος να σπαταλιέται το άτομο μελετώντας εγχειρίδια κακής ποιότητας τη στιγμή που οφείλει στον εαυτό του να προλάβει να μελετήσει αριστουργήματα προς προσωπική ανύψωση και κατ’ επέκταση του κοινωνικού ιστού.
Όσον αφορά στον στίχο του Ρίτσου, που συνοδεύει το πανέμορφο γκράφιτι, «Για να φτάσεις να πεις την αλήθεια, θα πρέπει να μην περιμένεις τίποτα», έχω να προσθέσω πως πάντα θα υπάρχουν οι ελάχιστοι που εξεγείρονται, κολυμπούν ενάντια στο ρεύμα και δεν έχουν να περιμένουν τίποτα. Όσον αφορά στο φιλοσοφικό ερώτημα του Camus, «Να αυτοκτονήσω ή να φτιάξω καφέ», το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος του κειμένου, έχω να προσθέσω πως το μέγιστο πρόβλημά μου είναι πως δεν πίνω καφέ…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Λατινικά η Κοινωνιολογία;
Εισαγωγή με ή χωρίς εξετάσεις στα Πανεπιστήμια;
Άλλο ένα ψευτοδίλημμα ή μία καραμέλα να πιπιλούν οι κομματολάγνοι επιδιώκοντας να υποτιμήσουν τη νοημοσύνη μας και να εξευτελίσουν το ήθος μας. Είδαμε τη Μόρφωση να κυριαρχεί τόσες εκατονταετίες που οι μαθητές-φοιτητές καταπίνουν αμάσητα εδάφια Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών;; Και σίγουρα δεν ευθύνονται ούτε τα Αρχαία Ελληνικά ούτε τα Λατινικά, μήτρες απ’ τις οποίες ξεπήδησαν τα φώτα σε όλο τον Δυτικό Πολιτισμό. Δεν υπάρχει σύγχρονη διατριβή, η οποία να μην εδράζεται σε αυτά τα αριστουργήματα. Ακαδημαϊκοί - Γονείς - Υπουργοί - Δάσκαλοι υποκλίνονται στην Υποκρισία, επειδή εδώ και δεκαετίες δυναστεύονται από αυτή κι έμαθαν να βολεύονται μέσα στο παλιό τριμμένο ρούχο της. «Μάθηση δίκαιη και σωστή σημαίνει ζωντάνια - αμεσότητα - σφυγμός μαστιγωμένος - κρούση κατά μέτωπο με τα πράγματα. Η Ελλάδα έχασε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του Δασκάλου, ο οποίος δεν αποτελεί μία απλή ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες ψηφίδες των επαγγελμάτων. Είναι ο Καλλιτέχνης νους - ο κοσμητικός - ο επόπτης, που φιλοτεχνεί ολόκληρο το ψηφιδωτό. Αλλά σήμερα ο Δάσκαλος ο σχολαστικός και ληρολόγος.» αναφέρει ο κύριος Λιαντίνης.
Ο μόνος που δεν ευθύνεται είναι το Παιδί, που παρεμπιπτόντως όλοι να σώσουν θέλουν, μέχρι ωστόσο να ενηλικιωθεί και αυτό και να ακολουθήσει τα ίδια χνάρια, επειδή μετά από τόση γαλούχηση δια του Συστήματος Εκπαίδευσης, το οποίο αντιπροσωπεύει ακρογωνιαίο λίθο των Οικονομικών φρονημάτων και δομείται μεθοδικά, απ’ το Νηπιαγωγείο ως και το Πανεπιστήμιο, ώστε να χαλιναγωγείται η κριτική σκέψη-να διαβρώνονται τα ελατήρια της διάνοιας, έχει απωλέσει την ικανότητά του:
- να χρησιμοποιεί τη γλώσσα
- να γνωρίζει ιστορία
- να ανιχνεύει την κοινωνική διαστρωμάτωση εκτός κι αν τη βιώνει
- να κάνει λογικούς συλλογισμούς
- να πλοηγείται παρά σε υποτυπωδώς γραμμένα κείμενα
- να μάχεται για βασικά δικαιώματά του.
«Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;» τόσο καθηλωτικό το ερώτημα του κυρίου Λιαντίνη…
Αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στις βάσεις του 2018 για να καταλάβουμε πως και το Δημόσιο Σύστημα Εκπαίδευσης και τα Ιδιωτικά κονσόρτσιουμ της Παραπαιδείας, συγκοινωνούντα δοχεία της ίδιας απαρχαιωμένης γραμμικής κουλτούρας, αφού το «ένα νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο», έχουν αφ’ ενός ακολουθήσει κατά γράμμα τις μεθόδους εξοντωτικής αποστήθισης και αποβλάκωσης, που επιβάλλει το Υπουργείο και αφ’ ετέρου έχουν εντελώς αποτύχει.
Καθηγητές του Δημοσίου και του Ιδιωτικού Τομέα εμφανίζονται να διάγουν τη μονομαχία των Ιπποτών, για να διεκδικήσουν μια θέση όχι στον Ήλιο της προνοητικής επιμόρφωσης αλλά σε αυτόν της συνηγορητικής εκδούλευσης, επειδή έχουν αυτοβούλως υπαχθεί στη θέση του ενεργούμενου μιας μηχανής της παρακμής της εγγραμματοσύνης. Η πλειοψηφία των μαθητών σιχαίνεται, όχι απλώς αποδοκιμάζει ή δεν αρέσκεται, σιχαίνεται το Σχολείο, βαμπίρ που ρουφά τις έξι ώρες της Ανατολής, κατά τις οποίες μπορεί ο άνθρωπος να τρέξει στη Φύση και να δημιουργήσει το ουράνιο τόξο του στρέφοντας το μάτι του μέσα στο νερό, σιχαίνεται το φροντιστήριο, βρυκόλακας που σφετερίζεται τις ώρες της Δύσης, κατά τις οποίες μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνικοποιηθεί και να διαλογιστεί.
Παρ’ όλα αυτά οι Σχολές θα γεμίσουν, αποδεικνύοντας ότι η ίδια τακτική πληρώνει με υποβαθμισμένους τίτλους σπουδών και δηλώνοντας τη «μαζική αύξηση του υποβαλλόμενου σε φοίτηση πληθυσμού διαμέσω μετασχηματισμών, που επήλθαν σιγά αλλά σταθερά σε όλα τα επίπεδα του Συστήματος Εκπαίδευσης» όπως ωραιότατα ισχυρίζεται ο Pierre Bourdieu.
Ειδικότερα για τη Δευτεροβάθμια, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προκάτοχο και την διάδοχο, εδραιώνει με τρόπο θαμπό τις ιεραρχημένες κατευθύνσεις και συγκαλύπτει με ορθοβουλία τους περιθωριακούς κλάδους, είτε με διακριτή διαίρεση τις διαστάσεις ευπεψίας-δυσπεψίας σχετικά με τη διδασκόμενη ύλη όπως παλαιότερα, είτε με ανεπαίσθητο αποκλεισμό ομάδων διαμέσω των ισορροπιστών παραγκωνισμού όπως σήμερα.
Όταν η Εκπαίδευση προτάσσει στο οπλοστάσιό της την εισαγωγή πάση θυσία νεωτερισμών, πρόκειται για ξεκάθαρη προσφυγή σε ηθικοπρακτικούς άξονες, γίνεται λόγος ίσα για να γίνεται δηλαδή, αφού εμφανίζει στο τραπέζι ένα δέντρο που δεν πρέπει ν’ αφήσουμε να καεί τη στιγμή που είμαστε όλοι μας μάρτυρες της τεράστιας πυρκαγιά ς που εξαπλώνεται σε ολόκληρο το δάσος.
Μία μικρή αναδρομή αποδεικνύει πως ο εκδημοκρατισμός της Εκπαίδευσης είναι εγγενώς ασυμβίβαστος της υψηλής ποιότητας:
1) με τη σύσταση του κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 διαπιστώνεται ζήλος απ’ τα φτωχοποιημένα στρώματα προς μάθηση, η οποία ωστόσο καταπνίγεται με διάφορους τρόπους. Η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου προοιωνίζεται τη συγκρότηση μίας «Επαναστατικής κυβέρνησης», η οποία είναι τόσο «Επαναστατική» που διατηρεί το καθεστώς της ενοικίασης των φόρων της Τουρκοκρατίας, για να μην νομίζουμε πως οι φοροεισπρακτικές Εταιρείες του σήμερα δεν έχουν γερά θεμέλια υπόστασης!! Η εκμίσθωση τελείται δια δημοπρασιών σε κάθε Επαρχία. Στην Επαρχία της Κορίνθου, ας πούμε, επί Τουρκοκρατίας κατακυρωνόταν το αποτέλεσμα της Δημοπρασίας, η οποία απέφερε τεράστια ποσά κέρδους στους αναλαμβάνοντες τη διεκπεραίωση, στην Οικογένεια των Νοταραίων, οι οποίοι απειλούσαν όσους αποφάσιζαν να πλειοδοτήσουν με δολοφονία. Παράδειγμα αποτελεί ο καλόγερος Δανιήλ (απ’ τον Άννα στον Καϊάφα οι φτωχοί, είτε θα τους δυνάστευε ο Αστός είτε η αγιαστούρα!!), ο οποίος υπερθεμάτισε, κάτι που επέσυρε την μήνιν των Νοταραίων. Παρεπόμενο της διενέξεως ήταν να τιμωρηθεί το χωριό με πρόστιμο, το οποίο επιμερίστηκε κατά κεφαλήν στους κατοίκους και αναγνώρισε το δικαίωμα της δημοπρασίας στους Νοταραίους!! Αυτοί οι Νοταραίοι λοιπόν το 1826 συνήψαν «Συμβόλαιο» με τον δάσκαλο του χωριού Τρικκάλων Κορινθίας, για τον υποχρεώσουν «να μην παραδίδει τα αυτά μαθήματα, τα οποία διδάσκει τα παιδιά των και εις τα παιδιά των άλλων κατοίκων, αλλά απλούστερα και όχι όμοια»!! Κάτι ανάλογο γινόταν και στην πατριαρχική Σχολή της Πόλης τον 17ο αιώνα, όπου οι διορισμένοι «διδάσκαλοι παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα σε γόνους προνομιούχων». Η τακτική των διακρίσεων εφαρμοζόταν και κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, «σε ενεπίγραφο μάρμαρο της Περγάμου, που φυλάσσεται στο Μουσείο του Βερολίνου, κάτω απ’ το ελληνικό κείμενο έχει χαραχτεί λατινικό διάταγμα του Δομιτιανού (94 μ.Κ.Ε), που απαγορεύει αυστηρώς στους ρήτορες και γραμματικούς να διδάσκουν τις επιστήμες στους δούλους», όπως διατείνεται ο κύριος Σιμόπουλος. Το 1831 επί Καποδίστρια, στο Κεντρικό Σχολείο στην Αίγινα, οι μαθητές, άτομα προερχόμενα απ΄ την ορφάνια και τη φτώχεια του Αγώνα, εξεγέρθηκαν, επειδή αντιλαμβάνονταν πως τα υπεσχημένα περί «μορφώσεως με τα ιδεώδη της Ελευθερίας» δεν ανταποκρίνονταν στα κολυβογράμματα, με τα οποία τους τάιζαν και με αυταρχικές μάλιστα μεθόδους οι Δάσκαλοι. Στη διαμαρτυρία τους δόθηκαν ως απάντηση τα πυρά της Αστυνομίας, η οποία με τρομοκρατικό μένος κατέστειλε τη ζέση των νεανίων αναγκάζοντας τους σε υπογραφή Δήλωσης Μετανοίας. Ο Κυβερνήτης ενημερώθηκε πως: «Η Σχολική Επιτροπή καθησυχάζει τον Κυβερνήτη. Έγινε υποταγή τελεία των μαθητών»!! Αντί για την αλματώδη ανάπτυξη που πρέσβευε ο Κοραής, ο Έλληνας βρέθηκε αντιμέτωπος με την καταστρατήγηση του δημοκρατικού ιδεώδους-την εξάρτηση της Παιδείας απ’ τις κομματικές ύαινες-τη διαφθορά της ξενοκρατίας. Ο Γερμανός Ιστορικός Μέντελσον Βαρθόλδυ αναφέρει πως: «Τα σχολεία που θεμελιώθηκαν έμειναν ατελή και όσα κτήρια ολοκληρώθηκαν μετεβλήθησαν σε στρατόπεδα». Η απαιδευσία ήταν η εγγύηση για τη στερέωση της Γερμανικής Μοναρχίας.
Η κήρυξη του «αυτοκέφαλου της Εκκλησίας», στα αλώνια της οποίας ξιφουλκούσαν ο δυτικόφιλος Φαρμακίδης ως υποστηρικτής της «αυτονομίας» και ο Ρωσόφιλος Οικονόμος ως βαστάζος του «πρεσβυγένειας», δεν ερειδόταν σε ταπεινά έλυτρα αλλά υπονόμευε τον εξελληνισμό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ θεματοφύλακας της ελληνικής γλώσσας και κληρονομιάς αλλά της γλώσσας των «ιερών κειμένων».
2) Ο 20ος αιώνας ευαγγελίζεται τον περιορισμό της τοκογλυφίας αλλά και ανείπωτες ταραχές με το «Γλωσσικό ζήτημα», η διαμάχη περί «επίσημης γλώσσας του έθνους» ανάμεσα σε Δημοτικιστές ή αλλιώς «Μαλλιαροί», μεταφραστικό δάνειο απ’ τον ιταλικό όρο «Scapigliati» που αφορμάται από ανάλογο κίνημα περί απλουστεύσεως της γλώσσας στην Ιταλία περίπου 30 έτη, και Λογιωτάτους ή αλλιώς «Καθαρευουσιάνους», να εξακοντίζουν απειλές και να εξεμούν συκοφαντίες. Το 1901 παρατεταμένες διαδηλώσεις, επονομαζόμενες στον Ιστορικό καμβά ως «Ευαγγελιακά» επειδή ήγειραν ενστάσεις σχετικά με τη δημοσιευμένη στην Εφημερίδα «Ακρόπολις» μετάφραση των «Ευαγγελίων» στη Δημοτική απ’ τον Αλέξανδρο Πάλλη, καταλήγουν σε εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων προς καταστολή, της οποίας ο απολογισμός εμφανίζει 11 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες και κατ’ επέκταση σε παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το 1903 νέο χρώμα χύνεται στην Ιστορική παλέτα με τα «Ορεστειακά», μεταφρασμένη εκδοχή στη Δημοτική της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Η επέμβαση Αστυνομικών Δυνάμεων οδηγεί στον θάνατο τρία άτομα και σε παραίτηση της Κυβέρνησης Ράλλη.
Στο οικονομικό και πολιτικό φόντο ωστόσο διακυβεύονται ταυτόχρονα:
- το «Σταφιδικό ζήτημα», για το οποίο καραδοκούσε ο χρηματοπιστωτικός Οίκος Erlanger&Co για μονοπωλιακή εξαγορά του προϊόντος για 20 έτη. Οι σταφιδοπαραγωγικές περιοχές πλήττονταν από την αντινομία σταθερής ποσότητας προϊόντος και την μείωση ζήτησης προϊόντος απ’ τη Γαλλία. Δημιουργείται η Σταφιδική Τράπεζα, η οποία με τη πολιτική του παρακρατήματος θα απορροφούσε κάποιους κραδασμούς, οι οποίοι δεν ήταν επαρκείς προς διαρθρωτικές αλλαγές και αντιμετώπιση αλλά απλή αποτροπή της κατάρρευσης του Κλάδου, κάτι που θα συνεπαγόταν πολιτικές αναταραχές και κοινωνικές εντάσεις.
- το πρόβλημα των «Κολίγων και των Τσιφλικιών». Στο 50%, έξι εκατομμύρια στρέμματα, ανερχόταν η συνολική επιφάνεια γης, την οποία εξουσίαζαν Ομογενείς Κεφαλαιούχοι της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι έτρεξαν σαν τα κοράκια ν’ αγοράσουν γη απ’ το νεότευκτο κράτος, του οποίου ωστόσο ο πληθυσμός ήταν εξαθλιωμένος απ’ τη στέρηση και την κακουχία.
- η επέκταση του «Εκδοτικού προνομίου» της Εθνικής Τράπεζας στα Ιόνια Νησιά, ο ιδρυτικός Νόμος της Εθνικής Τράπεζας τον Μάρτη του 1841 προμήνυε δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων, αναγκαίο δέλεαρ για την εγγραφή ξένων επενδυτών ως μετόχων της Τράπεζας, το οποίο «Εκδοτικό προνόμιο» και επιτεύχθη επί Δηλιγιάννη με ευνοϊκούς όρους για την Τράπεζα αλλά πενιχρά για το Δημόσιο οφέλη, παρ’ όλο που επωμιζόταν τη μισθοδοσία των υπαλλήλων της ως Δημόσιοι!
- το «Μακεδονικό ζήτημα», στο όνομα του οποίου επικυρώθηκε ψήφισμα για την ολοκλήρωση του Σώματος Γενικών Επιτελείων με επιτελικά καθήκοντα και κατ’ εφαπτομένη τη συγκρότηση του Ταμείου Εθνικής Αμύνης ως συμπλήρωμα του Ταμείου Εθνικού Στόλου, τα οποίο τροφοδοτούνταν από Δημόσιους πόρους προς αύξηση πολεμικών εξοπλισμών, τις οποίες προμήθευαν βέβαια οι Δυνάμεις!
- η ψήφιση Νομοσχεδίου «για αύξηση βουλευτικών εδρών και εκλογικών περιφερειών κατά μία, σε 235 από 72 αντίστοιχα, που προέκυπτε απ’ την ανάδειξη του Δήμου Πειραιά σε ξεχωριστή εκλογική περιφέρεια με 3 βουλευτές και από την αντίστοιχη μείωση των βουλευτών της υπόλοιπης Επαρχίας Αττικής από 13 σε 11. Αυτό συνέβη επειδή ο Δήμος Πειραιά ψήφιζε παραδοσιακά κατά πλειοψηφία το Νεωτερικό Κόμμα, αλλά ανήκε στην Επαρχία Αττικής, όπου πλειοψηφούσε το Εθνικό Κόμμα. Είναι ο Νόμος που μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της αυξημένης αυτοπεποίθησης της αστικής Τάξης του Πειραιά» σύμφωνα με τις ρήσεις του κυρίου Μποχώτη στην «Ιστορία της Ελλάδος τον 20ο αιώνα».
Εκλογομαγειρέματα κι Εμπορομαγειρέματα δηλαδή, τα οποία καπηλεύονταν την Παιδεία δια του «Γλωσσικού ζητήματος», που στην ουσία είχε τεθεί ήδη στον 1ο αιώνα π. Κ.Ε, «όταν το κίνημα του Αττικισμού εισήγαγε τη διγλωσσία στον Ελληνικό Κόσμο, μία διχοτομία δηλαδή στην εως τότε ενιαία ελληνική γλώσσα ανάμεσα σε δύο παραλλαγές: μία απλή, δημώδη προφορική και συνέχεια της Αλεξανδρινής-Κοινής που οδήγησε δια μέσω των αιώνων στη Δημοτική, και μία Λόγια, αρχαΐζουσα και νέα, γραπτή κυρίως γλώσσα απομίμηση της κλασσικής αττικής, στην οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η μετέπειτα καθαρεύουσα» όπως αναφέρει η κυρία Κοτρώτσου, Σχολική Σύμβουλος!
3) Το 1908 ο Αλέξανδρος Δελμούζος οραματίζεται να «φυτέψει το θαύμα», το οποίο επιχειρεί τρις:
- στο παρθεναγωγείο Βόλου, όπου καθιέρωσε τη Δημοτική Γλώσσα και εισηγήθηκε περιορισμό της θρησκευτικής διδασκαλίας «μετ’ επιφυλάξεων για τον ρόλο της Εκκλησίας». Το 1911 η πόλη ανάστατη για τον «σκανδαλισμό των χρηστών ηθών». Κατηγορείται για αθεΐα-έλλειψη πατριωτισμού-ανηθικότητα στη Δίκη του Ναυπλίου το 1914, κατά την οποία αθωώνεται. Η Βουλή υπερψηφίζει την Καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του Κράτους.
- στο Μαράσλειο, του οποίου ανέλαβε τη Διεύθυνση και αφού έχει επιτελέσει το έργο του Ανώτατου Επόπτη της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Διασύρεται εκ νέου ένεκα της αποφάσεως να προσλάβει Γυναίκα για τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας. Η Ρόζα Ιμβριώτη «δίδασκε τα γεγονότα της Επαναστάσεως χωρίς να εξαίρει την εποποιία του έθνους και να εστιάζει στο αρραγές μέτωπο της εθνικής ενότητας. Επιπροσθέτως ανέλυε στους μαθητές την κοινωνική δομή της Επαναστάσεως, της οποίας οι απαρχές εντοπίζονταν στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων», ο Βλαχογιάννης είχε βέβαια ανασύρει τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη απ’ τη λάσπη του υπογείου, τα οποία εκδόθηκαν το 1907 αλλά καταστράφηκαν! «Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η… Παναγία!» εξανίσταται το περιοδικό Εστία. Εν τέλει η Ιμβριώτη αποσύρεται για το «γυναικείον» του φύλου της, επειδή κατά τη Δικαιοσύνη «Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν’ αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα!» Σαφέστατα μπορούμε να αποφανθούμε μετά πλήρους βεβαιότητος πως δεν επρόκειτο περί φύλου, αφού ούτε το «ανδρικόν πνεύμα» κατάφερε εν τέλει ν’ αποδείξει την αγαθότητά του επί του θώκου παρά μόνο αχρειότητα.
- στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο συμπηγνύεται κατά τη Β’ Ελληνική Δημοκρατία με τον Νόμο 3341/1925 και στο οποίο προσχωρούν όσα «πνεύματα είχαν εκδιωχτεί απ΄ την Φιλοσοφική Αθηνών», επειδή κατήγγειλαν την ανεπάρκεια του Διδακτικού Προσωπικού στη Μέση Δημοτική Εκπαίδευση. Ο Δελμούζος επιχειρεί κι απ’ την έδρα του Πανεπιστημίου την παγίωση μίας ηθικής που εστιάζει στο πρόγραμμα σπουδών και στο προσωπικό. Παραιτείται επί Μεταξά. Ο επίσκοπος Δημητριάδος, τον οποίο αποκαλούσαν Γερμανό Μαυρομάτη, ήταν ο πρωτουργός της διαπόμπευσης. «Η ιστορία του Έλληνα δασκάλου είχε τη δική της Ιερά Εξέταση και τις Επιτροπείες της. Είναι αυτές που έκαιγαν βιβλία και ανθρώπους. Η φάρα του Εξαρχόπουλου, του Σκιά, του Μεγαρέα, του Οικονόμου, του Κουκουλέ, του Καλλιάφα. Και των άλλων τη μίζερη βολή και την τετραπέρατη μυωπία.» διατείνεται ο κύριος Λιαντίνης.
4) Την περίοδο του Βενιζέλου διαπιστώνεται διαφθορά στα Πανεπιστήμια, ρουσφέτια για τις πτυχιακές εξετάσεις-διπλώματα με κομματικές παρεμβάσεις. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε προεκλογική εκστρατεία στις 23 Ιουλίου 1928 εκστομίζει ευθαρσώς: «Η κλασσική Παιδεία πρέπει να περιορισθεί στους ολίγους εκλεκτούς, που θα αποτελέσουν την Ηγεσίαν του αύριο. Όλοι οι άλλοι πρέπει να μάθουν την Τέχνη.»
5) Μεταπολεμικά ειδεχθές παράδειγμα αποτελεί η «Εγκύκλιος 1010», την οποία στοιχειοθετεί ο Γεώργιος Παπανδρέου ως «Γέρος της Δημοκρατίας», πόσοι και πόσοι γέροι όχι μόνο στην ηλικία αλλά και στα αρτηριοσκληρωμένα μυαλά τους δεν ασέλγησαν στο ροδαλό δερματάκι αυτής της Δημοκρατίας!! και κατά την οποία δεν γίνονταν δεκτοί στα πανεπιστήμια οι «αντιφρονούντες», «εντέλλονταν δε οι Διευθυντές της Μέσης Εκπαίδευσης να ελέγχουν τα φρονήματα και να αποβάλλουν εκείνους που δεν συμβιβάζονταν με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό!» όπως εύστοχα αναφέρει ο κύριος Σιμόπουλος.
6) Την δεκαετία 1981-1991 οι στατιστικές δείχνουν πως το 40% των Ελλήνων τελούν υπό ημί-αναλφαβητισμό και τη στιγμή που η δαπάνη για την Παιδεία ορίζεται στο 3,76%-η επετηρίδα σε σταθερή διόγκωση, αφού στις Σχολές εισάγονταν χωρίς κανέναν σχεδιασμό απορρόφησης. Είναι η περίοδος που το ελληνόπουλο αρχίζει να εφοδιάζει τη σάκα του με τετράδια με ήρωες αμερικανικών σήριαλ ή στην καλύτερη των περιπτώσεων της UNICEF. Ηρωοποιούνται σιγά-σιγά και τα ναρκωτικά-η αισχροκέρδια-οι απατεώνες. Ο Φιλελευθερισμός εισβάλλει με τα Brandnames στα προαύλια. Πλαστουργούνται οι δεξαμενές Σκέψης, το Πάντειο και το Καποδιστριακό συνιστούν τους βασικούς πυλώνες ανάδειξης της Γερμανικής Γραμματείας και παράλληλη υποβάθμιση της Ελληνικής. Το Φθινόπωρο του 1991 τα Σχολεία τελούν υπό κατάληψη για κατάργηση των Εξετάσεων. Πολιτικοί σπεύδουν να φωτογραφηθούν μαζί τους εκφράζοντας τη «συμπάθεια-στήριξη», ωραίο μήλον για τα κομματικά πηρούνια. Σφετερισμός των καταλήψεων διττής ερμηνείας απ’ τους δασκάλους:
- Προτάσσει το πρόσχημα της αρωγής στους αγώνες των νέων αλλά δεν χάνει ούτε μία τρίχα απ’ την κεφαλή του, αφού δεν χάνει το μεροκάματό του και κερδίζει το απόγευμά του επειδή μεταφέρει τα ιδιαίτερα μαθήματά του το πρωί, τακτική που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
- χρησιμοποιεί δια του διαβρωμένου συνδικαλισμού το γεγονός προς αύξηση του μισθολογίου. Σπάνια έχουμε ακούσει δασκάλους να απεργούν για προβλήματα ζωτικής σημασίας στην Εθνική παιδεία! Είναι ο δάσκαλος που δεν θέλει την αξιολόγησή του, με την οποία σαφώς και διαφωνώ αν πρόκειται να τελεστεί με κομματικά κριτήρια, βάκιλος σαπίλας στην Ελλάδα ανέκαθεν, αλλά συμφωνώ αν πρόκειται να διενεργηθεί με σοβαρά κριτήρια αρτιότητας του διδάσκοντος. Όπως και σε όλα τα επαγγέλματα, δεν κάνουμε όλοι για όλα. Ο Δάσκαλος μάζευε στο κοφίνι του τις δεκάρες της θρυμματισμένης Κοινωνίας και μετέτρεπε την αποσύνθεση σε προσδοκία, τόσο ρυπαρή όσο και το Πολιτικό Σύστημα-οι μισθοδοσίες των Δημοσίων λειτουργών, τόσο και μυημένη στον καιροσκοπισμό.
7) Τις τελευταίες δεκαετίες και ανεξαρτήτων κυβερνητικών σχημάτων ή Ιδεολογικών προσήμων, διότι περί προσήμου πρόκειται και ουχί περί Ιδέας, προωθήθηκε ένας εκδημοκρατισμός και σε αντάλλαγμα η Εξουσία διοχέτευσε τον άγριο κι ανεξέλεγκτο Κομματισμό να καθυποτάσσει τις Διοικήσεις και να χειραγωγεί τον Φοιτητόκοσμο αποπροσανατολίζοντάς τον από τον ακρωτηριασμό της Παιδείας όσον αφορά στην έλλειψη υποδομών-στο περιεχόμενο των γνώσεων-τις μεθόδους διδασκαλίας.
Πίσω απ’ τα γεγονότα…
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Δημοκρατική Ολιγαρχία στις χώρες του Δυτικού Πολιτισμού έκρινε επιτακτική την ανάγκη υπαγωγής των μαζών σε «Εθνικό Σύστημα Αναγκαστικής Εκπαίδευσης». Στην Ευρώπη διανύουμε την περίοδο Βιομηχανικής επανάστασης και χρειαζόμαστε την εκπαίδευση μίας «αποδοτικής εργατικής δύναμης», στην οποία να εμφυσήσουμε την εντύπωση πως θα ξεριζωθεί απ΄ τη φτώχεια και θα ενδυθεί την αυτό-διακυβέρνησή της. Η Αμερική δέχεται κύματα μεταναστών Ευρωπαίων και κυρίως Ιρλανδών, εμποτισμένους με το «σύνδρομο του Προτεσταντισμού», και κινδύνευε άμεσα από διολίσθηση του κοινωνικού ιστού σε κλίμα ταξικής σύγκρουσης-κληρονομικής φτώχειας-πνευματικού σκοταδισμού, εδώ χρειαζόμαστε την εκπαίδευση μίας «επίπλαστης ομοιογένειας», προσήκουσα στην αυτό-καταστολή, ώστε να ποδηγετηθεί το υφέρπον αναστάτωμα. Στην Ελλάδα πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία πυροδοτούσε θρησκευτικό φανατισμό-σκοταδισμό αφ’ ενός για την παρακράτηση των προνομίων της, τα οποία δεν επηρέασε ο Οθωμανικός ζυγός, και αφ’ ετέρου για την πρόκριση της Μεσαιωνικής Θεοκρατίας, την οποία ευελπιστούσε να επαναφέρει.
Υπό αυτό το κλίμα μείζον ζήτημα σε παγκόσμιο επίπεδο ετίθετο λοιπόν η «ευταξία», στην οποία θα πειθόταν το σύνολο του πληθυσμού δια της τεθλασμένης σαφώς. Και το δέλεαρ αυτού ονομάστηκε Σύστημα Παιδείας, επειδή «το συμφέρον της Κοινωνίας ήταν ένα σύστημα οικουμενικής-υποχρεωτικής Εκπαίδευσης που θα απομόνωνε τον μαθητή-σπουδαστή από άλλες επιρροές και θα τον υπέτασσε σε κανονική δίαιτα», αναλύει ο Κρίστοφερ Λας…
Μέριμνα ήταν να δημιουργηθεί μία διευρυμένη δεξαμενή μαθημάτων, άσχετων ωστόσο με τη διανοητική όξυνση, τα οποία υπόσχονται υποσκέλιση της «επαρχιώτικης οπισθοδρομικότητας» και θα βασίζονται στην ηθική διδασκαλία των στοιχειωδών αρχών της νεωτερικής κουλτούρας ενσταλάζοντας τον πατριωτισμό αλλά απαλείφοντας τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες. Στην ουσία η Εκπαίδευση στόχευε εξ αρχής, και δεν έχει παρεκκλίνει στο ελάχιστο του σκοπού της μέχρι και σήμερα, τη «νοητική συνήθεια» του εγκεφάλου, η οποία θα καθιστά τον Πολίτη κατ’ επίφαση καλό - αυτοδύναμο - εύστροφο αλλά εν τέλει βραδύνου και θετικό στην εργασιακή πειθαρχία. Παρ’ όλο που τα κινήματα του ’68 αντέδρασαν, μεταπολιτευτικά εισάγεται σωρεία μαθημάτων Εμπορικού-Τεχνολογικού-Διαφημιστικού περιεχομένου, συνεπώς ο Δάσκαλος αναλαμβάνει να διδάξει τις δεξιότητες του «παραγωγικού» εργάτη ή στελέχους, μικρή η διαφορά, στον οποίο εμφυτεύει το συνδικαλιστικό ένστικτο όχι ως κριτική απέναντι στην εξουσία αλλά ως πειθήνια συνδιαλλαγή που αφορά μόνο την αύξηση της αμοιβής.
Μία γραφειοκρατική εκπαίδευση που διεκπεραιώνει τις επιταγές της Εταιρικής στρατολόγησης, υπονομεύει τη δυναμική του Σχολείου-Πανεπιστημίου για διανοητική χειραφέτηση. Ο Ακαδημαϊκός ρίχνει τις ευθύνες στον δάσκαλο της Δευτεροβάθμιας, ο οποίος με τη σειρά του δίνει τη σκυτάλη της ευθύνης στην πρωτοβάθμια. Εθελοτυφλούν άπαντες ως ισότιμα λιθαράκια στην Ευθύνη περί κατάντιας της Εκπαίδευσης. Ο Ακαδημαϊκός, σχολιάζει ο Λας, «οικτίρει την αποσύνθεση της λαϊκής κουλτούρας και δεν βλέπει σε ποιον βαθμό η αποσύνθεση είναι συχνά το τίμημα που πληρώθηκε για τη δική του ανάρρηση». Αντί να επικρίνει τη Γραφειοκρατία, στρέφει τα βέλη του στις «υποβιβασμένες γενιές», στων οποίων τον ευνουχισμό ο ίδιος συνέβαλλε.
Όταν τα Υπουργεία, ανεξαρτήτου κομματικής ταυτότητας, αποφασίζουν να γεμίσουν το πρόγραμμα σπουδών με δραστηριότητες, ώστε να ικανοποιήσουν τις στρατιές ανέργων από Κλάδους που οι ίδιοι δημιούργησαν εις βάρος της Ρητορικής-της Ιστορίας-της Γλώσσας, είμαστε μπροστά στο παιχνίδι του «πελατειακού κράτους» και δεν είδαμε ποτέ το διδασκαλικό προσωπικό να απεργεί και να αντιτίθεται. Το Σχολείο-Πανεπιστήμιο έγινε χώρος τακτικού ωρολόγιου προγράμματος που ορίζει την προσέλευση και την αποχώρηση-ορίζει καθήκοντα προς εκτέλεση-ανταμείβει την επιμελή αφομοίωση, ένας νόμος δηλαδή ελέγχου του χρόνου, ο οποίος ελεεινολογεί το σύστημα που ο ίδιος συνέταξε και στον αντίποδα καταδικάζει την αξιολόγηση, ένας νόμος που οφείλει να δώσει ένα αποδοτικό σύστημα επιλογής ανθρώπων, αφού όπως αναφέρει ο Λας «δεν αμφισβητεί τη λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συστήματος ως εργαλείο στρατολόγησης σε Σώματα Ασφαλείας και Εταιρειών, αλλά απλώς επιδιώκει να κάνει αποδοτικότερη τα η διαδικασία επιλογής»!! ας μην ξεχνάμε πως παράλληλα καθίσταται υποχρεωτική και η στράτευση, ας μην ξεχνάμε πως με την υποβάθμιση των γνώσεων κρίνονται απαραίτητα μεταπτυχιακά-διδακτορικά, τα οποία στην πλειοψηφία είναι επ’ αμοιβής στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, διαδικασία που πριμοδοτεί με περαιτέρω μισθολογικές απολαβές τους διορισμένους και θέτει υπό τις φτερούγες της «ευταξίας» το άτομο τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 30 του χρόνων, βοηθώντας ταυτόχρονα την καμπύλη της ανεργίας!!
Η εγκατάλειψη της ιστορίας προς όφελος των κοινωνικών προβλημάτων, αποτελεί το εξ ανακλάσεως είδωλο της σαθρότητας, σπέρνουμε ολέθρους και διδάσκουμε την ψευδο-ευαισθησία.
Το σύγχρονο Πανεπιστήμιο είναι το προϊόν όλων αυτών των συμβιβασμών και ο Διδασκαλικός Κλάδος είναι ο πλέον υπεύθυνος. «Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι διαγκωνίζονται για θέσεις συμβούλου ανθρώπων της πολιτικής εξουσίας και για διορισμό σε Υπηρεσίες και Οργανισμούς. Αύξηση σημειώνει ο αριθμός Πανεπιστημιακών, που προεκτείνουν τη σταδιοδρομία τους στην πολιτική Εξουσία. Καθημερινές κομματικές επεμβάσεις και δικτυώσεις σε Ανώτατες Σχολές καλλιεργώντας τον μαρασμό του Φοιτητικού Κινήματος και υπαγωγή του στο διεφθαρμένο σύστημα δια της τροχοπέδης στην αμφισβήτηση. Το πτυχίο δεν σημαίνει επιστημονική κατάρτιση αλλά ειδίκευση και επαγγελματισμό.» αναφέρει ο κύριος Σιμόπουλος. Πράγματι διανύουμε τον ένατο χρόνο βαθιάς κρίσης αξιών και δεν βλέπουμε το Φοιτητικό Κίνημα, χωρίς εμπλοκή κομμάτων, να πρωτοστατεί.
Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η επιλογή του μαθήματος. Όποιο μάθημα, θα ακολουθεί την οδό που ιχνηλατεί ο μικροαστικός εκκοινωνισμός της ψευδεπίγραφης επιτυχίας και προόδου. Και είναι τόσο πεπεισμένος ο ιστός και τόσο εκτεταμένη η πλύση εγκεφάλου, που ακόμη και να μην περάσει κάποιος στο κονσερβοποιημένο κύκλωμα διασυνδέσεων της ημεδαπής, θα μεταναστεύσει για να μπει σ’ ένα άλλο κονσερβοκούτι, στατιστικές αποδεικνύουν πως το ένα τρίτο του φοιτητικού πληθυσμού υποκλίνεται στην εμπορευματοποημένη κατάρτιση της αλλοδαπής. Ο μύθος της «Δωρεάν παιδείας» θα συνιστά το όπιο, στατιστικές αποδεικνύουν πως οι δαπάνες των νοικοκυριών σε φροντιστήρια ξεπερνούν τον κρατικό προϋπολογισμό για την Παιδεία. Την ίδια στιγμή η χορήγηση των δωρεάν βιβλίων στα Πανεπιστήμια ανατέθηκε στον Εύδοξο, Ιδιωτικών συμφερόντων Εταιρεία, η οποία βουτά το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι του δημόσιου κορβανά και πάμπολλοι Ακαδημαϊκοί παίρνουν μέρισμα επί των πωλήσεων απ’ τα βιβλία που έγραψαν και υπό αδιαφανείς διαδικασίες διδάσκονται στα Ιδρύματα.
Μήπως βρισκόμαστε στην Αγγλία του 16ου αιώνα, όπου οι ξεπεσμένοι ευγενείς ξεπουλούσαν τους «τίτλους ευγενείας» μπροστά στην εκτίναξη του αξιακού πληθωρισμού;
Οι ομάδες των διανοούμενων προστατεύουν πολύ καλά την «αντικειμενοποίηση» της Μόρφωσης, περιστέλλοντας ταυτοχρόνως χονδροειδώς τα ουσιώδη στις πλατιές μάζες. Δεν είναι επιχείρημα πως οι Νόμοι προέρχονται απ’ το Ρωμαϊκό Δίκαιο για να διδάσκονται τα λατινικά, επειδή το Νομικό κατασκεύασμα πατά σε πόδια πήλινα. Δεν είναι επιχείρημα πως θα αποκτήσουμε ενσυναίσθηση δια της διδασκαλίας του μαθήματος της Κοινωνιολογίας, επειδή οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν πέτυχαν να αποκαθηλώσουν των θεσμών το «αβασίλευτο καθεστώς».
Για να διδαχτεί ο Επίκουρος ή ο Σοφοκλής χρειάζεται και πεφωτισμένος δάσκαλος με αυτοθυσία και έμπρακτη μύηση στη γενναιότητα.
Για να διδαχτεί ο Θουκυδίδης ή ο Ηράκλειτος χρειάζεται την ανιδιοτέλεια του διδάσκοντος.
Το Εκπαιδευτικό Σύστημα είναι χρεωκοπημένο λόγω των κομματικών επιρροών και των οικονομικών συμφερόντων.
Είτε παπαγαλίσει ο μαθητής εδάφια της λατινικής είτε εγκολπωθεί ιδεολογίες της Κοινωνιολογίας, ένα και το αυτό το αποτέλεσμα, αφού η επιλογή των εδαφιών προς κατάποση θα έχει γίνει με συγκεκριμένα κριτήρια συμμόρφωσης.
Το να μην γράφουν υψηλούς βαθμούς ολόκληρες στρατιές νεανίων κάτι σημαίνει. Το βολικό είναι να περιορίσουμε αυτό το «κάτι σημαίνει» στη στενή μάντρα του «δεν διαβάζουν», μια καραμέλα πια που πιπιλάνε όλοι ανεξαιρέτως. Το δύσκολο είναι να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να παραδεχτούμε πως η Εκπαίδευση δεν έχει καταφέρει την εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων-η απόκλιση κατάρτισης-μόρφωσης εντείνεται-το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια και στον πλούτο διευρύνεται.
Μήπως λοιπόν αυτό το «σημαίνει» είναι μία σιωπηρή διαμαρτυρία και ταυτοχρόνως ένα ηχηρό χαστούκι του εξαντλημένου ανθρώπου ενάντια στα συμπλέγματα του γονέα του, που θέλει να επιβεβαιώσει το γόητρό του δια των τέκνων-του δασκάλου στο Δημόσιο, που ασκεί επάγγελμα και όχι λειτούργημα-του δασκάλου στο Ιδιωτικό, που σφυγμομετρεί την οικονομική του επιβίωση πάνω στις επιτυχίες στις Εξετάσεις-του Ακαδημαϊκού, που ενδύεται την αυθεντία και αρνείται να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση;
Μεταξύ μας περισσότερο εκτιμώ έναν άνθρωπο που δεν καταπίνει ό,τι του σερβίρουν μόνο και μόνο για να πάρει μία πιστοποίηση και να βολευτεί, επειδή περιμένει ίσως την Παιδεία της αλληλεγγύης-της συμμετοχής-του συλλογικού πνεύματος, η οποία να μάχεται τον οικονομικό Δαρβινισμό.
Είμαστε στην εποχή των αντιθέσεων. Ο άνθρωπος που δεν γνωρίζει τι σημαίνει κοπιάζω για να φτιάξω σπίτι, κληρονομεί σπίτι αλλά εμφανίζεται κατά της ιδιοκτησίας. Είναι ο άνθρωπος που τρέχει προς την υποδεικνυόμενη κατεύθυνση-προς τους ίδιους στόχους. Βρίσκεται μοιραία σε αγώνα δρόμου έχοντας για πρότυπό του τον Jobs, τη στιγμή που η Apple ευθύνεται για εγκλήματα κατά συρροή κατά της Φύσης και της Ανθρωπότητας.
Δικαίως η Αναρχία θεωρεί την Εκπαίδευση «χαράδρα περιστολής του πνεύματος», επειδή δεν υπάρχει λόγος να σπαταλιέται το άτομο μελετώντας εγχειρίδια κακής ποιότητας τη στιγμή που οφείλει στον εαυτό του να προλάβει να μελετήσει αριστουργήματα προς προσωπική ανύψωση και κατ’ επέκταση του κοινωνικού ιστού.
Όσον αφορά στον στίχο του Ρίτσου, που συνοδεύει το πανέμορφο γκράφιτι, «Για να φτάσεις να πεις την αλήθεια, θα πρέπει να μην περιμένεις τίποτα», έχω να προσθέσω πως πάντα θα υπάρχουν οι ελάχιστοι που εξεγείρονται, κολυμπούν ενάντια στο ρεύμα και δεν έχουν να περιμένουν τίποτα. Όσον αφορά στο φιλοσοφικό ερώτημα του Camus, «Να αυτοκτονήσω ή να φτιάξω καφέ», το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος του κειμένου, έχω να προσθέσω πως το μέγιστο πρόβλημά μου είναι πως δεν πίνω καφέ…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου