Του Όττο
Ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών, όταν μας άφησε ο πατέρας. Απότομα, απροειδοποίητα, ανακοπή. Τη μια στιγμή μ’ έπαιζε στα γόνατα, την επόμενη βλέπαμε παιδικά στην τηλεόραση, μετά σιωπή. «Ξύπνα μπαμπάκα, τέλειωσε το έργο, ξύπνα, ξύπνα», τίποτα. Τσατίστηκα με την αδιαφορία του. Τον τραβούσα από τα ρούχα, έπεσε ξερός στον καναπέ. Έβαλα τα κλάματα από τα νεύρα μου.
Άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα.
«Μαμά, πες στον μπαμπά, δε μου μιλάει, δε μ’ αγαπάει πια». Μπήκε στο σαλόνι μ’ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Σαν τον είδε σωριασμένο με το στόμα ορθάνοιχτο, πάνιασε. Έπεσε απάνω του ουρλιάζοντας, του μούσκεψε το πουκάμισο με δάκρυα. Έμεινα παγωμένος. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά, η μαμά δεν θα λέρωνε ποτέ ένα καλοσιδερωμένο ρούχο.
Έτρεξε στο τηλέφωνο. Μετά με πήρε στην αγκαλιά της κι έκλαιγε πάλι, δεν είχε σταματήσει στιγμή.
«Τι έγινε μανούλα, γιατί δεν μιλάει ο μπαμπάς;» Μόνο αναφιλητά γι’ απάντηση.
«Λυπούμαστε πολύ, κυρία μου, είναι νεκρός». Τον βάλανε στο φορείο, τον πήραν.
«Τι θα πει νεκρός; Πού πήγε ο μπαμπάς;» Τότε μόνο μου μίλησε.
«Ο μπαμπάς, γλυκέ μου, είναι πολύ καλός άνθρωπος και ο Θεός τον κάλεσε κοντά του». Τον μίσησα τον Θεό εκείνη την ώρα. Εικόνες, όχι λόγια. Παίρνει τους καλούς, αφήνει τους κακούς, τι κάθαρμα στ’ αλήθεια.
Πρώτη φορά ντράπηκα τόσο βαθιά, την επόμενη κιόλας στιγμή. Ο Θεός βλέπει και ακούει τα πάντα, ακόμα και μέσα στο κεφάλι μας, τρομοκρατήθηκα.
Στην κηδεία είχα πετρώσει, ούτε δάκρυ ούτε λυγμός. Εκεί, μέσα στην εκκλησία, η φριχτή αλήθεια ξάστραψε στο μυαλό μου. Ο Θεός είναι καλός και αγαπάει τα παιδιά, ακούει τις προσευχές, τις κάνει αληθινές. Εγώ είχα ευχηθεί να έφευγε ο πατέρας, ήθελα τα χάδια της μαμάς μόνο για μένα. Εγώ τον σκότωσα, εγώ. Δεν τόλμησα να σηκώσω τα μάτια στον τρούλο, πού μούτρα να Τον αντικρίσω.
Η μαμά νόμιζε πως με παρηγορούσε· «μη στεναχωριέσαι, αγαπούλα μου, ο μπαμπάς θα είναι πάντα κοντά μας, θα μας κοιτάζει από τον ουρανό, δεν θα μας αφήσει μόνους ποτέ»· αυτό που έτρεμα περισσότερο απ’ όλα.
Το πρώτο βράδυ μετά την ταφή, κοιμήθηκα στο διπλό κρεβάτι, αγκαλιά με τη μαμά. Κι ένιωσα ζεστά, χουχουλιάρικα, υπέροχα. Μα μόλις τόλμησα να κλείσω τα βλέφαρα, είδα τα μάτια του αυστηρά μες στο σκοτάδι. Ίσως και να ήταν ο Θεός, δεν ξέρω. Κάθονταν οι δυο τους εκεί ψηλά, με κοιτάζαν βλοσυρά, γύριζε ο ένας και ψιθύριζε κάτι στου άλλου το αφτί, κουνούσαν το κεφάλι με θλίψη και απογοήτευση.
Κάθε φορά που πήγαινα στην εκκλησία, προσευχόμουν για συγχώρεση, μα ποτέ δεν τόλμησα να κοιτάξω τον τρούλο. Ούτε και τα φανέρωσα όλ’ αυτά στον πνευματικό μου. Νήστευα, φορούσα τα γιορτινά μου, κοινωνούσα, εξομολογούμουνα. Κι έφευγα με την καρδιά μολύβι. Έλεγα ψέματα στην εξομολόγηση, αμαρτία βαριά· μα ακόμα βαρύτερη η αλήθεια.
Η μαμά με ανέθρεφε με όλα τα πρέποντα. Στο ακριβότερο σχολείο, καλοί τρόποι, ξένες γλώσσες, αθλητισμός, δημιουργική απασχόληση, φίλοι διαλεχτοί, από τα καλύτερα σπιτικά. Και ο πατέρας πάντα εκεί, να χαμογελάει από τις σκιές, ευαρεστημένος.
«Ο μπαμπάς πίστευε πολύ σ’ εσένα, όσο κι εγώ. Ο μπαμπάς ήθελε να πας ψηλά, ο μπαμπάς θα χαιρόταν αν έκανες τούτο κι εκείνο, ο μπαμπάς, ο μπαμπάς…».
Κάθε φορά που μ’ έπιαναν οι στραβές μου, κάθε που δεν φερόμουν με την απαιτούμενη ευγένεια, που έλεγα κακό λόγο, που δεν τα είχα όλα άριστα στον έλεγχο, που δεν ήμουν ο πρώτος στην τάξη, ένιωθα πως πρόδινα την αγάπη τους, τσαλαπατούσα την εμπιστοσύνη τους.
Η μαμά δεν έλεγε κουβέντα για τις επιδόσεις μου, ίσα ίσα που μ’ ενθάρρυνε, έδειχνε περήφανη για μένα. Μα εγώ έβλεπα στα μάτια της την πίκρα και την απογοήτευση· και μισούσα τον εαυτό μου· και ορκιζόμουν πως στο εξής θα κινούσα γη και ουρανό· και όσο πάσκιζα τόσο χειρότερα τα κατάφερνα.
Μπήκα στην εφηβεία και φώλιασε μέσα μου ο δαίμονας της σάρκας. Αν έλεγα στον πνευματικό μου όσα με βασάνιζαν, τις νύχτες που με άδραχναν οι κάψες, θα με πετούσε με τις κλοτσιές από το εξομολογητήριο.
Κι ένα βράδυ, έγινε το κακό. Μπήκε η μαμά να με καληνυχτίσει και μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι· δεν κρατιόμουνα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Το βλέμμα τής αποστροφής και της απόγνωσης, τ’ ορθάνοιχτο άναυδο στόμα και το τρεχάτο φευγιό της μακριά από μένα, ακόμα με στοιχειώνουν.
Όταν ήμουν στο Λύκειο, μπήκε στην τάξη ένας σαραντάρης καθηγητής, αναπληρωτής. Μας έκανε τη Φυσική λες και ήταν ποίηση. Απολάμβανα την αρμονική του φωνή· και είχα απομείνει να τον κοιτάω· κι έπιασε το βλέμμα μου την ταλάντωση της καμπύλης των χειλιών του· και ο πύραυλος ορθώθηκε στον καβάλο μου. Ασυναίσθητα, το χέρι μου γλίστρησε στο παντελόνι. Εκείνος χαμογέλασε ντροπαλά και απέστρεψε το βλέμμα.
Σιχάθηκα τον εαυτό μου, μου γύρισαν τα έντερα, έκανα εμετό μες στην τάξη. Κάποιοι γέλασαν μαζί μου, σίγουρα με είχαν καταλάβει.
Και όταν έβαζα το χέρι κάτω από το σκέπασμα, τις νύχτες της μοναχικής ακολασίας, εκείνος ερχόταν ολοζώντανος –κι ολόγυμνος– μπροστά μου. Τελείωνα με κτηνώδη λαχτάρα, έσφιγγα τα δόντια να φυλακίσω τους βόγγους της αισχρής ηδονής· πριν ακόμα σκουπιστώ στο εσώρουχο, αηδία με κατέκλυζε, ντροπή, ξεφτίλα, έτρεχα στην τουαλέτα να ξεράσω. Και την επόμενη νύχτα, έπιανα πάλι το τελετουργικό της αισχύνης, από την αρχή ως το τέλος.
Σταμάτησα να εξομολογούμαι. Ένιωθα απαίσια γι’ αυτό, πλήγωνα τη μαμά, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Τι νόημα έχουν ψέματα και μυστικά, ενώπιον του Θεού.
Δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να γίνω άντρας· δεν άξιζε τέτοια κατάντια σε αυτήν την οικογένεια, δεν μπορούσα να ντροπιάσω τον πατέρα, πάνω απ’ όλα. Μάζεψα το χαρτζιλίκι μου, τα δώρα του παππού και της γιαγιάς, Χριστούγεννα, και κίνησα προς το Βαρδάρι. Μπήκα τρεμάμενος σ’ ένα σπίτι με κόκκινο φανάρι. Μόλις πέρασα το κατώφλι, δείλιασα και πήγα να λακίσω. Η κοπέλα, Τζίνα μου συστήθηκε, με είδε να κοντοστέκομαι δισταχτικός και με πρόλαβε. Μου έπιασε τρυφερά το χέρι, μου χάιδεψε το μάγουλο και με πήγε με κανακέματα και γλυκόλογα στο κρεβάτι. Ξανθιά, τσουπωτή, σαν τη μαμά, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ.
Όταν έβγαλα το πορτοφόλι να πληρώσω, τότε ένιωσα άντρας αληθινός. Τα πήρε και τα έβαλε ανάμεσα στα στήθια της, μου έδωσε ένα φιλί και με ξεπροβόδισε. Στον προθάλαμο είχε σχηματιστεί ουρά. Και οι πελάτες, μόλις με είδανε, άρχισαν να χειροκροτάνε, μου χτυπούσαν φιλικά τον ώμο καθώς περνούσα ανάμεσά τους, με καλοδέχτηκαν στον κόσμο των αντρών. Βγήκα στο σοκάκι με το στήθος φουσκωμένο και την καρδιά να χοροπηδάει.
Μα μόλις ανέβηκα στο λεωφορείο, μου γύρισε ανάποδα. Πληρωμένος έρωτας, μπορδέλα, πουτάνες, φρίκαρα και μόνο με το άκουσμα των απαγορευμένων λέξεων, που καμπάνιζαν ξέφρενα στο κρανίο μου. Πέρασα την κόλαση μέχρι να φτάσω σπίτι.
Όμως εκείνο το βράδυ έσπασε η τελετουργία. Αντί για τον γοητευτικό καθηγητή, ήρθε μπροστά μου η Τζίνα. Καλύτερα να φαντασιώνεσαι μια πόρνη, παρά μια πατρική φιγούρα. Ένιωσα ασφάλεια, ανακούφιση, απαντοχή· δεν ξανασκέφτηκα από τότε τον καθηγητή.
Ξαναπήγα πολλές φορές στην Τζίνα, ύστερα και σε άλλες, μόλις τη χόρτασα. Με κανονική κοπέλα σχέση δεν έκανα. Γιατί έρωτα κάνεις όταν αγαπάς, όταν χαρίσεις στην καρδιά σου σε μια γυναίκα. Μα για να μπάσω κάποιαν άλλη, έπρεπε να διώξω τη μαμά, δε γινόταν. Ούτε ήμουν, φυσικά, ώριμος να παντρευτώ.
Ήρθε η ώρα για τις Πανελλήνιες. Ο πατέρας ονειρευότανε να με δει γιατρό. Εμένα μου άρεζαν η Φυσική και η Χημεία. Προσπάθησα και πάλι να τον ευχαριστήσω, εκεί ψηλά που στεκότανε, στο βάθρο του, δαφνοστεφανωμένος.
Απέτυχα. Στην ιατρική. Πέρασα στο Φυσικό του ΑΠΘ. Η μαμά δεν μου είπε καν συγχαρητήρια.
«Επίτηδες το έκανες, για να μας αντιταχθείς. Κρίμα τόσα όνειρα, τόσες θυσίες, τόσες μεγάλες προσδοκίες» καμπύλωσε πικρά τα χείλη «δεν σε μεγάλωσα έτσι εγώ». Διαμαρτυρήθηκα, φώναξα, έκλαψα, μα μονάχα ψέματα στον εαυτό μου έλεγα. Δίκιο είχε, εγώ το προκάλεσα. Ήταν τόσος ο εγωισμός μου, που επέλεξα, ύπουλα και υποκριτικά, να κάνω το δικό μου, κόντρα σε αυτούς που μόνο το καλό μου ήθελαν.
Έπεσα στα γόνατα και την ικέτεψα να με συγχωρήσει. Ορκίστηκα πως θα ξαναέδινα εξετάσεις, ότι αυτή τη φορά θα έβαζα τα δυνατά μου για να την κάνω περήφανη. Με πήρε στην αγκαλιά της, μεγαλόχαρη όπως πάντα.
«Δεν ξέρεις πόση χαρά μου δίνεις. Αυτός είναι ο δικός μου ο γιος. Εμείς, στο σόι μας, δεν το βάζουμε ποτέ κάτω».
Στρώθηκα στο διάβασμα, ολημερίς και ολονυχτίς. Φροντιστήριο, αναγνωστήριο, σπίτι. Δεν έβγαινα με την παρέα, δεν πήγαινα ούτε στο Βαρδάρι. Λίγο πριν από το Πάσχα, λιποθύμησα στο δρόμο.
Τη μαμά την καλέσαν από το νοσοκομείο. Ήρθε τρεχάτη, μες στα κλάματα. «Υπερκόπωση» είπαν οι γιατροί «το παιδί ξεπέρασε τα όριά του». Έπεσε πάνω μου και μου ζήτησε συγνώμη, για πρώτη της φορά και τελευταία.
«Εγώ φταίω, κόντεψα να σε πάρω στο λαιμό μου. Αλλά τι να κάνω, είναι σκληρό για μία μητέρα να παραδεχτεί ότι ο γιος της δεν μπορεί…»
.
Πήγα στο Φυσικό με μια χρονιά καθυστέρηση. Τη γούσταρα τη Φυσική, ήμουνα πολύ καλός. Μα πάντα υπήρχαν κάποιοι καλύτεροι. Πήρα το πτυχίο μ’ έναν αξιόλογο βαθμό και αυτό ήταν όλο. Η μαμά το κατάπιε και αυτό με αρχοντιά. Δεν ζητούσε πια πολλά από μένα, είχε συμβιβαστεί από καιρό με την ιδέα ότι ο γιος της δεν ήταν για μεγάλα πράγματα. Τουλάχιστον θα γινόμουν καθηγητής, θα δούλευα στο δημόσιο, αν μη τι άλλο αξιοπρεπές κοινωνικώς.
Στρατό δεν έκανα. Η μαμά αποφάσισε πως ήμουνα πολύ ντελικάτος για να τα βγάλω πέρα μες στη λαϊκούρα και στη βαριά αντρίλα, στην αγγαρεία και στο καψόνι. Έβαλε λυτούς και δεμένους, έπιασε κι έναν παλιό συμμαθητή του πατέρα, καθηγητή της Καρδιολογίας, έσταξε χοντρό φακελάκι, και τελικά με βγάλανε Ι5, ανίκανο για θητεία, λόγω σοβαρής βλάβης των καρδιακών βαλβίδων. Όχι τρελόχαρτο, αυτό το τόνιζε.
Ένιωθα μειονεκτικά μες στις αντροπαρέες, σάμπως να ήτανε οι άλλοι πιο άντρες από μένα. Άρχισα να λέω κι εγώ ιστορίες, ό,τι κατέβαζε η κούτρα μου. Έπλασα μιαν ολόκληρη φανταστική θητεία και τη διηγήθηκα τόσες φορές, που στο τέλος έγινε αληθινή. Έφτασα να έχω ακόμα και αναμνήσεις.
Μετά ήρθε η ώρα της εργασιακής αποκατάστασης. Έδωσα ΑΣΕΠ. Στο μεταξύ, δούλευα στα φροντιστήρια για να βιοπορίζομαι. Πέτυχα στις εξετάσεις. Δηλαδή όχι ακριβώς. Ήμουνα μεν στους επιτυχόντες, όμως δεν μάζεψα αρκετά μόρια για να διοριστώ. Η μαμά απλώς κούνησε το κεφάλι, σάμπως να το περίμενε. Δεν ήταν ο πήχης ψηλά, ο γιος της δεν είχε το ανάστημα.
Πούλησε ένα διαμέρισμα, προικώο, και μου έδωσε τα λεφτά. Βρήκα έναν φιλόλογο κι έναν μαθηματικό και ανοίξαμε δικό μας φροντιστήριο. Ξεκινήσαμε δυνατά, είχαμε και οι τρεις καλό όνομα στην πιάτσα. Να, λοιπόν, η πρώτη επιτυχία στη ζωή μου. Επιχειρηματίας, φροντιστηριάρχης, γέμιζε το στόμα, είχε να λέει στις φιλενάδες της η μαμά.
Γιατί, βέβαια, είχε έρθει η ώρα να γίνει γιαγιά, «τα χρόνια περνούν ανελέητα» έλεγε. Χρειαζόταν ένα γερό χαρτί για να με προξενέψει· διότι αν περίμενε από μένα… Τελικά το χρίσμα πήρε η Ηλιάνα, κόρη μιας φίλης της. Όμορφη κοπέλα, ξανθιά, γαλανομάτα, τσουπωτή και κάμποσο πεταχτή. Περίμενα πως θα μου κουβαλούσε καμιά θεούσα, πάλι καλά. Κι εκείνη, σαν γνωριστήκαμε, έκανε λες και συνάντησε τον Μπραντ Πιτ.
Και να πεις πως ήταν καμιά άβγαλτη. Την είχε ζήσει τη ζωούλα της, όσο να ’ναι. Μα μόλις έπιασε την ηλικία της κωλοπηλάλας, εκεί γύρω στα τριάντα πέντε, μπρος στον κίνδυνο να μείνει άτεκνη μέχρι κι εγώ της φάνηκα τεφαρίκι. Άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει πως μπορούσα να κάνω μια γυναίκα να λιγωθεί για πάρτη μου· το είχα ανάγκη. Η μαμά τα ήξερε όλα, είχε κάνει την έρευνά της. Μα ο σκοπός ήταν ιερός και στενά τα περιθώρια.
Σε μια βδομάδα ο αρραβώνας, σ’ ένα εξάμηνο ο γάμος, σ’ εννιά μήνες ο γιος μου, Τρύφων σαν τον πατέρα. Σ’ ένα ακόμα χρόνο η κόρη μου η Τέτα. Τη μαμά θα τη βγάζαμε στο επόμενο.
Μόλις η Τέτα χρόνισε, γύρισα ένα βράδυ στο σπίτι από τη δουλειά και το βρήκα άδειο. Ένα γράμμα της Ηλιάνας στον καθρέφτη του χολ. Είχαμε τελειώσει οι δυο μας, υπήρχε άλλος στη ζωή της, οι δικηγόροι μας θα κανόνιζαν πότε θα έβλεπα τα παιδιά.
Θα μπορούσα να βγάλω το διαζύγιο εις βάρος της, εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, μοιχεία και τα ρέστα, να της πάρω την επιμέλεια. Μα ήμουν εγώ άνθρωπος ν’ αναθρέψω μονάχος δυο μωρά παιδιά; Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με τη μαμά τους.
Κι έπειτα, φοβήθηκα τον δημόσιο εξευτελισμό. Δικό μου ήταν το φταίξιμο και τούτη τη φορά. Εντάξει, δεν ήμουνα ποτέ ο φλογερός Λατίνος εραστής, δεν εκπλήρωνα τα πρότυπα των περιοδικών, το ξέρω. Ούτε τη ζωή που ονειρευόταν ήμουν ικανός να της προσφέρω. Μα προσπαθούσα για το καλύτερο.
Μόλις είδα όμως τη γυναίκα μου ως μαμά, μου κόπηκε παντελώς. Δεν μπορούσα να την πλησιάσω μετά τη σύλληψη της Τέτας. Προτιμούσα το σπίτι της Τζίνας, που είχε γίνει πια μαντάμ, το καλύτερο στο Βαρδάρι· ίσως αυτή να ήταν η μικρότερη από τις αμαρτίες μου.
Η μαμά κούνησε απλώς το κεφάλι, γι’ άλλη μια φορά· καμία έκπληξη. Κράτησε αγαστές σχέσεις με την Ηλιάνα, πίνανε και καφέ παρέα. Εκείνη γιαγιά είχε γίνει, τα υπόλοιπα λεπτομέρειες.
Κι εμένα δεν με πείραξε τόσο. Είχα εκπληρώσει όλες τις κοινωνικές μου υποχρεώσεις, μπορούσα πια να ζήσω για τον εαυτό μου. Όμως κι αυτός δεν κατάφερε να με αντέξει. Κατάθλιψη, αλκοόλ, ψυχοθεραπεία, φάρμακα. Ο ψυχολόγος διέγνωσε ότι ήμουν γεμάτος ενοχές και θα δουλεύαμε μαζί για να ξεφορτωθώ αυτό το άγος.
Κάπου εκεί, ενέσκηψε και η Κρίση. Σ’ ένα χρόνο μέσα, το φροντιστήριο έβαλε λουκέτο. Στην αρχή αγανάκτησα. Δούλευα τίμια, πλήρωνα τους φόρους μου, δεν είχα πάρει δάνεια καταναλωτικά. Μα πάλι κορόιδευα τον εαυτό μου. Είχε δίκιο η τηλεόραση. Ήμασταν όλοι σπάταλοι, αγύρτες, φοροφυγάδες, ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας. Δεν ήμουν κάνας άναντρος, να βγάλω την ουρά μου απέξω. Έφταιγα, ναι, έφταιγα κι εγώ όσο οι άλλοι.
Ευτυχώς –και το λέω με φρίκη– η μαμά είχε αποδημήσει λίγο καιρό πριν, δεν πρόφτασα να την κεράσω και τούτο το πικρό ποτήρι. Πήρα την απόφαση. Ανέβηκα στη γέφυρα Περραιβού, προς Σέιχ Σου. Περίμενα, πάνω από τον Περιφερειακό, να περάσει φορτηγό, να πηδήσω στις ρόδες του. Δεν ήθελα να μείνω σακάτης από την πτώση. Είδα μια νταλίκα να έρχεται μες στη νύχτα, καβάλησα το κοντό κιγκλίδωμα, ετοιμάστηκα για το τέλος.
Πόσα προλαβαίνεις να σκεφτείς, ώσπου μια νταλίκα να διανύσει διακόσια μέτρα. Αυτοκτονία, η μέγιστη αμαρτία, το αποκορύφωμα του εγωκεντρισμού, δεν κηδεύουν τους αυτόχειρες. Ξαναείδα τον Θεό, να με κοιτάει αγριωπός και μπουρινιασμένος. Αντίκρυσα και τον πατέρα μου, που ακόμα Του κρατούσε συντροφιά.
«Με δολοφόνησες, ενταφίασες όλες τις προσδοκίες μου και τώρα θέλεις να αφήσεις τον εγγονό μου ορφανό;» ξεσπάθωσε. Ίσως δεν έφτασε ως εκεί πάνω το μαντάτο πως έχει κι εγγονή.
Πέρασε η νταλίκα, κατέβηκα από τα κάγκελα, προς τη σωστή πλευρά. Η πρώτη μου σκέψη, στο δρόμο για το σπίτι, ήταν ο ψυχολόγος μου. Μες στη μαυρίλα, μου ξέφυγε ένα γέλιο. Να που η ενοχή μου έσωσε τη ζωή, καημένε. Δεν ξαναπάτησα στο ιατρείο. Ξαναγύρισα όμως στην εκκλησία, μονάχα εκεί ένιωθα καλύτερα. Και τολμούσα πια να κοιτάξω τον τρούλο. Ο Θεός ελεεί όσους δεν συγχωρούν τον εαυτό τους.
Έκανα τα χαρτιά μου γι’ αναπληρωτής στη μέση εκπαίδευση, με πήρανε σ’ ένα κορφοβούνι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ησύχασα. Τα παιδιά τα έβλεπα στις διακοπές. Δεν φαίνονταν πολύ ενθουσιασμένα όταν συναντιόμασταν. Δεν είχα αρκετά λεφτά για να τους κάνω αντάξια δώρα, όπως ο πατριός τους.
Τρία χρόνια αργότερα, ήρθε η αρρώστια. Άρχισα να λιώνω μέρα με τη μέρα, οι μύες μου δεν με σηκώναν πια. Αυτοάνοσο, αγνώστου αιτιολογίας, είπαν οι γιατροί. Πρώτη φορά στα χρονικά παρατηρήθηκε. Σ’ εμένα! Ένιωσα ευλογημένος, λες και είχα κερδίσει το τζόκερ. Μια ασθένεια με τ’ όνομά μου, Νόσος Χατζηαποστόλογλου-Λέκκα. Πόσο τιμητικό. Και ο πατέρας την είχε περί πολλού την ιατρική. Βέβαια, τ’ όνομα του γιατρού μπήκε πρώτο, όμως στους αγγλόφωνους φαινόταν σιδηρόδρομος, έτσι στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως Leka Disease.
Η μεγαλύτερη επιτυχία μου, η περηφάνεια μου. Κατάφερα να τιμήσω το οικογενειακό όνομα, το έκανα αθάνατο, η μαμά και ο πατέρας θα με καμαρώνουν αποκεί ψηλά. Και τα παιδιά μου, αντί για έναν πατέρα ζωντανό και άχρηστο, θα έχουν κάποιον νεκρό και δοξασμένο, θα φάει τη σκόνη μου ο πατριός. Η ζωή μου τώρα δικαιώθηκε· τα πάντα γίνανε για κάποιο λόγο. Και η Ενοχή, η γλυκιά, η Αγία· τι θα ήμουν χωρίς αυτή, ένα τίποτα.
Την ευλογία σου, πάτερ, τώρα είμαι έτοιμος να λάβω το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας…
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
Ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών, όταν μας άφησε ο πατέρας. Απότομα, απροειδοποίητα, ανακοπή. Τη μια στιγμή μ’ έπαιζε στα γόνατα, την επόμενη βλέπαμε παιδικά στην τηλεόραση, μετά σιωπή. «Ξύπνα μπαμπάκα, τέλειωσε το έργο, ξύπνα, ξύπνα», τίποτα. Τσατίστηκα με την αδιαφορία του. Τον τραβούσα από τα ρούχα, έπεσε ξερός στον καναπέ. Έβαλα τα κλάματα από τα νεύρα μου.
Άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα.
«Μαμά, πες στον μπαμπά, δε μου μιλάει, δε μ’ αγαπάει πια». Μπήκε στο σαλόνι μ’ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Σαν τον είδε σωριασμένο με το στόμα ορθάνοιχτο, πάνιασε. Έπεσε απάνω του ουρλιάζοντας, του μούσκεψε το πουκάμισο με δάκρυα. Έμεινα παγωμένος. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά, η μαμά δεν θα λέρωνε ποτέ ένα καλοσιδερωμένο ρούχο.
Έτρεξε στο τηλέφωνο. Μετά με πήρε στην αγκαλιά της κι έκλαιγε πάλι, δεν είχε σταματήσει στιγμή.
«Τι έγινε μανούλα, γιατί δεν μιλάει ο μπαμπάς;» Μόνο αναφιλητά γι’ απάντηση.
«Λυπούμαστε πολύ, κυρία μου, είναι νεκρός». Τον βάλανε στο φορείο, τον πήραν.
«Τι θα πει νεκρός; Πού πήγε ο μπαμπάς;» Τότε μόνο μου μίλησε.
«Ο μπαμπάς, γλυκέ μου, είναι πολύ καλός άνθρωπος και ο Θεός τον κάλεσε κοντά του». Τον μίσησα τον Θεό εκείνη την ώρα. Εικόνες, όχι λόγια. Παίρνει τους καλούς, αφήνει τους κακούς, τι κάθαρμα στ’ αλήθεια.
Πρώτη φορά ντράπηκα τόσο βαθιά, την επόμενη κιόλας στιγμή. Ο Θεός βλέπει και ακούει τα πάντα, ακόμα και μέσα στο κεφάλι μας, τρομοκρατήθηκα.
Στην κηδεία είχα πετρώσει, ούτε δάκρυ ούτε λυγμός. Εκεί, μέσα στην εκκλησία, η φριχτή αλήθεια ξάστραψε στο μυαλό μου. Ο Θεός είναι καλός και αγαπάει τα παιδιά, ακούει τις προσευχές, τις κάνει αληθινές. Εγώ είχα ευχηθεί να έφευγε ο πατέρας, ήθελα τα χάδια της μαμάς μόνο για μένα. Εγώ τον σκότωσα, εγώ. Δεν τόλμησα να σηκώσω τα μάτια στον τρούλο, πού μούτρα να Τον αντικρίσω.
Η μαμά νόμιζε πως με παρηγορούσε· «μη στεναχωριέσαι, αγαπούλα μου, ο μπαμπάς θα είναι πάντα κοντά μας, θα μας κοιτάζει από τον ουρανό, δεν θα μας αφήσει μόνους ποτέ»· αυτό που έτρεμα περισσότερο απ’ όλα.
Το πρώτο βράδυ μετά την ταφή, κοιμήθηκα στο διπλό κρεβάτι, αγκαλιά με τη μαμά. Κι ένιωσα ζεστά, χουχουλιάρικα, υπέροχα. Μα μόλις τόλμησα να κλείσω τα βλέφαρα, είδα τα μάτια του αυστηρά μες στο σκοτάδι. Ίσως και να ήταν ο Θεός, δεν ξέρω. Κάθονταν οι δυο τους εκεί ψηλά, με κοιτάζαν βλοσυρά, γύριζε ο ένας και ψιθύριζε κάτι στου άλλου το αφτί, κουνούσαν το κεφάλι με θλίψη και απογοήτευση.
Κάθε φορά που πήγαινα στην εκκλησία, προσευχόμουν για συγχώρεση, μα ποτέ δεν τόλμησα να κοιτάξω τον τρούλο. Ούτε και τα φανέρωσα όλ’ αυτά στον πνευματικό μου. Νήστευα, φορούσα τα γιορτινά μου, κοινωνούσα, εξομολογούμουνα. Κι έφευγα με την καρδιά μολύβι. Έλεγα ψέματα στην εξομολόγηση, αμαρτία βαριά· μα ακόμα βαρύτερη η αλήθεια.
******
Η μαμά με ανέθρεφε με όλα τα πρέποντα. Στο ακριβότερο σχολείο, καλοί τρόποι, ξένες γλώσσες, αθλητισμός, δημιουργική απασχόληση, φίλοι διαλεχτοί, από τα καλύτερα σπιτικά. Και ο πατέρας πάντα εκεί, να χαμογελάει από τις σκιές, ευαρεστημένος.
«Ο μπαμπάς πίστευε πολύ σ’ εσένα, όσο κι εγώ. Ο μπαμπάς ήθελε να πας ψηλά, ο μπαμπάς θα χαιρόταν αν έκανες τούτο κι εκείνο, ο μπαμπάς, ο μπαμπάς…».
Κάθε φορά που μ’ έπιαναν οι στραβές μου, κάθε που δεν φερόμουν με την απαιτούμενη ευγένεια, που έλεγα κακό λόγο, που δεν τα είχα όλα άριστα στον έλεγχο, που δεν ήμουν ο πρώτος στην τάξη, ένιωθα πως πρόδινα την αγάπη τους, τσαλαπατούσα την εμπιστοσύνη τους.
Η μαμά δεν έλεγε κουβέντα για τις επιδόσεις μου, ίσα ίσα που μ’ ενθάρρυνε, έδειχνε περήφανη για μένα. Μα εγώ έβλεπα στα μάτια της την πίκρα και την απογοήτευση· και μισούσα τον εαυτό μου· και ορκιζόμουν πως στο εξής θα κινούσα γη και ουρανό· και όσο πάσκιζα τόσο χειρότερα τα κατάφερνα.
******
Μπήκα στην εφηβεία και φώλιασε μέσα μου ο δαίμονας της σάρκας. Αν έλεγα στον πνευματικό μου όσα με βασάνιζαν, τις νύχτες που με άδραχναν οι κάψες, θα με πετούσε με τις κλοτσιές από το εξομολογητήριο.
Κι ένα βράδυ, έγινε το κακό. Μπήκε η μαμά να με καληνυχτίσει και μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι· δεν κρατιόμουνα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Το βλέμμα τής αποστροφής και της απόγνωσης, τ’ ορθάνοιχτο άναυδο στόμα και το τρεχάτο φευγιό της μακριά από μένα, ακόμα με στοιχειώνουν.
Όταν ήμουν στο Λύκειο, μπήκε στην τάξη ένας σαραντάρης καθηγητής, αναπληρωτής. Μας έκανε τη Φυσική λες και ήταν ποίηση. Απολάμβανα την αρμονική του φωνή· και είχα απομείνει να τον κοιτάω· κι έπιασε το βλέμμα μου την ταλάντωση της καμπύλης των χειλιών του· και ο πύραυλος ορθώθηκε στον καβάλο μου. Ασυναίσθητα, το χέρι μου γλίστρησε στο παντελόνι. Εκείνος χαμογέλασε ντροπαλά και απέστρεψε το βλέμμα.
Σιχάθηκα τον εαυτό μου, μου γύρισαν τα έντερα, έκανα εμετό μες στην τάξη. Κάποιοι γέλασαν μαζί μου, σίγουρα με είχαν καταλάβει.
Και όταν έβαζα το χέρι κάτω από το σκέπασμα, τις νύχτες της μοναχικής ακολασίας, εκείνος ερχόταν ολοζώντανος –κι ολόγυμνος– μπροστά μου. Τελείωνα με κτηνώδη λαχτάρα, έσφιγγα τα δόντια να φυλακίσω τους βόγγους της αισχρής ηδονής· πριν ακόμα σκουπιστώ στο εσώρουχο, αηδία με κατέκλυζε, ντροπή, ξεφτίλα, έτρεχα στην τουαλέτα να ξεράσω. Και την επόμενη νύχτα, έπιανα πάλι το τελετουργικό της αισχύνης, από την αρχή ως το τέλος.
Σταμάτησα να εξομολογούμαι. Ένιωθα απαίσια γι’ αυτό, πλήγωνα τη μαμά, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Τι νόημα έχουν ψέματα και μυστικά, ενώπιον του Θεού.
******
Δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να γίνω άντρας· δεν άξιζε τέτοια κατάντια σε αυτήν την οικογένεια, δεν μπορούσα να ντροπιάσω τον πατέρα, πάνω απ’ όλα. Μάζεψα το χαρτζιλίκι μου, τα δώρα του παππού και της γιαγιάς, Χριστούγεννα, και κίνησα προς το Βαρδάρι. Μπήκα τρεμάμενος σ’ ένα σπίτι με κόκκινο φανάρι. Μόλις πέρασα το κατώφλι, δείλιασα και πήγα να λακίσω. Η κοπέλα, Τζίνα μου συστήθηκε, με είδε να κοντοστέκομαι δισταχτικός και με πρόλαβε. Μου έπιασε τρυφερά το χέρι, μου χάιδεψε το μάγουλο και με πήγε με κανακέματα και γλυκόλογα στο κρεβάτι. Ξανθιά, τσουπωτή, σαν τη μαμά, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ.
Όταν έβγαλα το πορτοφόλι να πληρώσω, τότε ένιωσα άντρας αληθινός. Τα πήρε και τα έβαλε ανάμεσα στα στήθια της, μου έδωσε ένα φιλί και με ξεπροβόδισε. Στον προθάλαμο είχε σχηματιστεί ουρά. Και οι πελάτες, μόλις με είδανε, άρχισαν να χειροκροτάνε, μου χτυπούσαν φιλικά τον ώμο καθώς περνούσα ανάμεσά τους, με καλοδέχτηκαν στον κόσμο των αντρών. Βγήκα στο σοκάκι με το στήθος φουσκωμένο και την καρδιά να χοροπηδάει.
Μα μόλις ανέβηκα στο λεωφορείο, μου γύρισε ανάποδα. Πληρωμένος έρωτας, μπορδέλα, πουτάνες, φρίκαρα και μόνο με το άκουσμα των απαγορευμένων λέξεων, που καμπάνιζαν ξέφρενα στο κρανίο μου. Πέρασα την κόλαση μέχρι να φτάσω σπίτι.
Όμως εκείνο το βράδυ έσπασε η τελετουργία. Αντί για τον γοητευτικό καθηγητή, ήρθε μπροστά μου η Τζίνα. Καλύτερα να φαντασιώνεσαι μια πόρνη, παρά μια πατρική φιγούρα. Ένιωσα ασφάλεια, ανακούφιση, απαντοχή· δεν ξανασκέφτηκα από τότε τον καθηγητή.
Ξαναπήγα πολλές φορές στην Τζίνα, ύστερα και σε άλλες, μόλις τη χόρτασα. Με κανονική κοπέλα σχέση δεν έκανα. Γιατί έρωτα κάνεις όταν αγαπάς, όταν χαρίσεις στην καρδιά σου σε μια γυναίκα. Μα για να μπάσω κάποιαν άλλη, έπρεπε να διώξω τη μαμά, δε γινόταν. Ούτε ήμουν, φυσικά, ώριμος να παντρευτώ.
******
Ήρθε η ώρα για τις Πανελλήνιες. Ο πατέρας ονειρευότανε να με δει γιατρό. Εμένα μου άρεζαν η Φυσική και η Χημεία. Προσπάθησα και πάλι να τον ευχαριστήσω, εκεί ψηλά που στεκότανε, στο βάθρο του, δαφνοστεφανωμένος.
Απέτυχα. Στην ιατρική. Πέρασα στο Φυσικό του ΑΠΘ. Η μαμά δεν μου είπε καν συγχαρητήρια.
«Επίτηδες το έκανες, για να μας αντιταχθείς. Κρίμα τόσα όνειρα, τόσες θυσίες, τόσες μεγάλες προσδοκίες» καμπύλωσε πικρά τα χείλη «δεν σε μεγάλωσα έτσι εγώ». Διαμαρτυρήθηκα, φώναξα, έκλαψα, μα μονάχα ψέματα στον εαυτό μου έλεγα. Δίκιο είχε, εγώ το προκάλεσα. Ήταν τόσος ο εγωισμός μου, που επέλεξα, ύπουλα και υποκριτικά, να κάνω το δικό μου, κόντρα σε αυτούς που μόνο το καλό μου ήθελαν.
Έπεσα στα γόνατα και την ικέτεψα να με συγχωρήσει. Ορκίστηκα πως θα ξαναέδινα εξετάσεις, ότι αυτή τη φορά θα έβαζα τα δυνατά μου για να την κάνω περήφανη. Με πήρε στην αγκαλιά της, μεγαλόχαρη όπως πάντα.
«Δεν ξέρεις πόση χαρά μου δίνεις. Αυτός είναι ο δικός μου ο γιος. Εμείς, στο σόι μας, δεν το βάζουμε ποτέ κάτω».
Στρώθηκα στο διάβασμα, ολημερίς και ολονυχτίς. Φροντιστήριο, αναγνωστήριο, σπίτι. Δεν έβγαινα με την παρέα, δεν πήγαινα ούτε στο Βαρδάρι. Λίγο πριν από το Πάσχα, λιποθύμησα στο δρόμο.
Τη μαμά την καλέσαν από το νοσοκομείο. Ήρθε τρεχάτη, μες στα κλάματα. «Υπερκόπωση» είπαν οι γιατροί «το παιδί ξεπέρασε τα όριά του». Έπεσε πάνω μου και μου ζήτησε συγνώμη, για πρώτη της φορά και τελευταία.
«Εγώ φταίω, κόντεψα να σε πάρω στο λαιμό μου. Αλλά τι να κάνω, είναι σκληρό για μία μητέρα να παραδεχτεί ότι ο γιος της δεν μπορεί…»
.
Πήγα στο Φυσικό με μια χρονιά καθυστέρηση. Τη γούσταρα τη Φυσική, ήμουνα πολύ καλός. Μα πάντα υπήρχαν κάποιοι καλύτεροι. Πήρα το πτυχίο μ’ έναν αξιόλογο βαθμό και αυτό ήταν όλο. Η μαμά το κατάπιε και αυτό με αρχοντιά. Δεν ζητούσε πια πολλά από μένα, είχε συμβιβαστεί από καιρό με την ιδέα ότι ο γιος της δεν ήταν για μεγάλα πράγματα. Τουλάχιστον θα γινόμουν καθηγητής, θα δούλευα στο δημόσιο, αν μη τι άλλο αξιοπρεπές κοινωνικώς.
******
Στρατό δεν έκανα. Η μαμά αποφάσισε πως ήμουνα πολύ ντελικάτος για να τα βγάλω πέρα μες στη λαϊκούρα και στη βαριά αντρίλα, στην αγγαρεία και στο καψόνι. Έβαλε λυτούς και δεμένους, έπιασε κι έναν παλιό συμμαθητή του πατέρα, καθηγητή της Καρδιολογίας, έσταξε χοντρό φακελάκι, και τελικά με βγάλανε Ι5, ανίκανο για θητεία, λόγω σοβαρής βλάβης των καρδιακών βαλβίδων. Όχι τρελόχαρτο, αυτό το τόνιζε.
Ένιωθα μειονεκτικά μες στις αντροπαρέες, σάμπως να ήτανε οι άλλοι πιο άντρες από μένα. Άρχισα να λέω κι εγώ ιστορίες, ό,τι κατέβαζε η κούτρα μου. Έπλασα μιαν ολόκληρη φανταστική θητεία και τη διηγήθηκα τόσες φορές, που στο τέλος έγινε αληθινή. Έφτασα να έχω ακόμα και αναμνήσεις.
Μετά ήρθε η ώρα της εργασιακής αποκατάστασης. Έδωσα ΑΣΕΠ. Στο μεταξύ, δούλευα στα φροντιστήρια για να βιοπορίζομαι. Πέτυχα στις εξετάσεις. Δηλαδή όχι ακριβώς. Ήμουνα μεν στους επιτυχόντες, όμως δεν μάζεψα αρκετά μόρια για να διοριστώ. Η μαμά απλώς κούνησε το κεφάλι, σάμπως να το περίμενε. Δεν ήταν ο πήχης ψηλά, ο γιος της δεν είχε το ανάστημα.
Πούλησε ένα διαμέρισμα, προικώο, και μου έδωσε τα λεφτά. Βρήκα έναν φιλόλογο κι έναν μαθηματικό και ανοίξαμε δικό μας φροντιστήριο. Ξεκινήσαμε δυνατά, είχαμε και οι τρεις καλό όνομα στην πιάτσα. Να, λοιπόν, η πρώτη επιτυχία στη ζωή μου. Επιχειρηματίας, φροντιστηριάρχης, γέμιζε το στόμα, είχε να λέει στις φιλενάδες της η μαμά.
Γιατί, βέβαια, είχε έρθει η ώρα να γίνει γιαγιά, «τα χρόνια περνούν ανελέητα» έλεγε. Χρειαζόταν ένα γερό χαρτί για να με προξενέψει· διότι αν περίμενε από μένα… Τελικά το χρίσμα πήρε η Ηλιάνα, κόρη μιας φίλης της. Όμορφη κοπέλα, ξανθιά, γαλανομάτα, τσουπωτή και κάμποσο πεταχτή. Περίμενα πως θα μου κουβαλούσε καμιά θεούσα, πάλι καλά. Κι εκείνη, σαν γνωριστήκαμε, έκανε λες και συνάντησε τον Μπραντ Πιτ.
Και να πεις πως ήταν καμιά άβγαλτη. Την είχε ζήσει τη ζωούλα της, όσο να ’ναι. Μα μόλις έπιασε την ηλικία της κωλοπηλάλας, εκεί γύρω στα τριάντα πέντε, μπρος στον κίνδυνο να μείνει άτεκνη μέχρι κι εγώ της φάνηκα τεφαρίκι. Άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει πως μπορούσα να κάνω μια γυναίκα να λιγωθεί για πάρτη μου· το είχα ανάγκη. Η μαμά τα ήξερε όλα, είχε κάνει την έρευνά της. Μα ο σκοπός ήταν ιερός και στενά τα περιθώρια.
Σε μια βδομάδα ο αρραβώνας, σ’ ένα εξάμηνο ο γάμος, σ’ εννιά μήνες ο γιος μου, Τρύφων σαν τον πατέρα. Σ’ ένα ακόμα χρόνο η κόρη μου η Τέτα. Τη μαμά θα τη βγάζαμε στο επόμενο.
Μόλις η Τέτα χρόνισε, γύρισα ένα βράδυ στο σπίτι από τη δουλειά και το βρήκα άδειο. Ένα γράμμα της Ηλιάνας στον καθρέφτη του χολ. Είχαμε τελειώσει οι δυο μας, υπήρχε άλλος στη ζωή της, οι δικηγόροι μας θα κανόνιζαν πότε θα έβλεπα τα παιδιά.
Θα μπορούσα να βγάλω το διαζύγιο εις βάρος της, εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, μοιχεία και τα ρέστα, να της πάρω την επιμέλεια. Μα ήμουν εγώ άνθρωπος ν’ αναθρέψω μονάχος δυο μωρά παιδιά; Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με τη μαμά τους.
Κι έπειτα, φοβήθηκα τον δημόσιο εξευτελισμό. Δικό μου ήταν το φταίξιμο και τούτη τη φορά. Εντάξει, δεν ήμουνα ποτέ ο φλογερός Λατίνος εραστής, δεν εκπλήρωνα τα πρότυπα των περιοδικών, το ξέρω. Ούτε τη ζωή που ονειρευόταν ήμουν ικανός να της προσφέρω. Μα προσπαθούσα για το καλύτερο.
Μόλις είδα όμως τη γυναίκα μου ως μαμά, μου κόπηκε παντελώς. Δεν μπορούσα να την πλησιάσω μετά τη σύλληψη της Τέτας. Προτιμούσα το σπίτι της Τζίνας, που είχε γίνει πια μαντάμ, το καλύτερο στο Βαρδάρι· ίσως αυτή να ήταν η μικρότερη από τις αμαρτίες μου.
Η μαμά κούνησε απλώς το κεφάλι, γι’ άλλη μια φορά· καμία έκπληξη. Κράτησε αγαστές σχέσεις με την Ηλιάνα, πίνανε και καφέ παρέα. Εκείνη γιαγιά είχε γίνει, τα υπόλοιπα λεπτομέρειες.
Κι εμένα δεν με πείραξε τόσο. Είχα εκπληρώσει όλες τις κοινωνικές μου υποχρεώσεις, μπορούσα πια να ζήσω για τον εαυτό μου. Όμως κι αυτός δεν κατάφερε να με αντέξει. Κατάθλιψη, αλκοόλ, ψυχοθεραπεία, φάρμακα. Ο ψυχολόγος διέγνωσε ότι ήμουν γεμάτος ενοχές και θα δουλεύαμε μαζί για να ξεφορτωθώ αυτό το άγος.
******
Κάπου εκεί, ενέσκηψε και η Κρίση. Σ’ ένα χρόνο μέσα, το φροντιστήριο έβαλε λουκέτο. Στην αρχή αγανάκτησα. Δούλευα τίμια, πλήρωνα τους φόρους μου, δεν είχα πάρει δάνεια καταναλωτικά. Μα πάλι κορόιδευα τον εαυτό μου. Είχε δίκιο η τηλεόραση. Ήμασταν όλοι σπάταλοι, αγύρτες, φοροφυγάδες, ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας. Δεν ήμουν κάνας άναντρος, να βγάλω την ουρά μου απέξω. Έφταιγα, ναι, έφταιγα κι εγώ όσο οι άλλοι.
Ευτυχώς –και το λέω με φρίκη– η μαμά είχε αποδημήσει λίγο καιρό πριν, δεν πρόφτασα να την κεράσω και τούτο το πικρό ποτήρι. Πήρα την απόφαση. Ανέβηκα στη γέφυρα Περραιβού, προς Σέιχ Σου. Περίμενα, πάνω από τον Περιφερειακό, να περάσει φορτηγό, να πηδήσω στις ρόδες του. Δεν ήθελα να μείνω σακάτης από την πτώση. Είδα μια νταλίκα να έρχεται μες στη νύχτα, καβάλησα το κοντό κιγκλίδωμα, ετοιμάστηκα για το τέλος.
Πόσα προλαβαίνεις να σκεφτείς, ώσπου μια νταλίκα να διανύσει διακόσια μέτρα. Αυτοκτονία, η μέγιστη αμαρτία, το αποκορύφωμα του εγωκεντρισμού, δεν κηδεύουν τους αυτόχειρες. Ξαναείδα τον Θεό, να με κοιτάει αγριωπός και μπουρινιασμένος. Αντίκρυσα και τον πατέρα μου, που ακόμα Του κρατούσε συντροφιά.
«Με δολοφόνησες, ενταφίασες όλες τις προσδοκίες μου και τώρα θέλεις να αφήσεις τον εγγονό μου ορφανό;» ξεσπάθωσε. Ίσως δεν έφτασε ως εκεί πάνω το μαντάτο πως έχει κι εγγονή.
Πέρασε η νταλίκα, κατέβηκα από τα κάγκελα, προς τη σωστή πλευρά. Η πρώτη μου σκέψη, στο δρόμο για το σπίτι, ήταν ο ψυχολόγος μου. Μες στη μαυρίλα, μου ξέφυγε ένα γέλιο. Να που η ενοχή μου έσωσε τη ζωή, καημένε. Δεν ξαναπάτησα στο ιατρείο. Ξαναγύρισα όμως στην εκκλησία, μονάχα εκεί ένιωθα καλύτερα. Και τολμούσα πια να κοιτάξω τον τρούλο. Ο Θεός ελεεί όσους δεν συγχωρούν τον εαυτό τους.
Έκανα τα χαρτιά μου γι’ αναπληρωτής στη μέση εκπαίδευση, με πήρανε σ’ ένα κορφοβούνι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ησύχασα. Τα παιδιά τα έβλεπα στις διακοπές. Δεν φαίνονταν πολύ ενθουσιασμένα όταν συναντιόμασταν. Δεν είχα αρκετά λεφτά για να τους κάνω αντάξια δώρα, όπως ο πατριός τους.
******
Τρία χρόνια αργότερα, ήρθε η αρρώστια. Άρχισα να λιώνω μέρα με τη μέρα, οι μύες μου δεν με σηκώναν πια. Αυτοάνοσο, αγνώστου αιτιολογίας, είπαν οι γιατροί. Πρώτη φορά στα χρονικά παρατηρήθηκε. Σ’ εμένα! Ένιωσα ευλογημένος, λες και είχα κερδίσει το τζόκερ. Μια ασθένεια με τ’ όνομά μου, Νόσος Χατζηαποστόλογλου-Λέκκα. Πόσο τιμητικό. Και ο πατέρας την είχε περί πολλού την ιατρική. Βέβαια, τ’ όνομα του γιατρού μπήκε πρώτο, όμως στους αγγλόφωνους φαινόταν σιδηρόδρομος, έτσι στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως Leka Disease.
Η μεγαλύτερη επιτυχία μου, η περηφάνεια μου. Κατάφερα να τιμήσω το οικογενειακό όνομα, το έκανα αθάνατο, η μαμά και ο πατέρας θα με καμαρώνουν αποκεί ψηλά. Και τα παιδιά μου, αντί για έναν πατέρα ζωντανό και άχρηστο, θα έχουν κάποιον νεκρό και δοξασμένο, θα φάει τη σκόνη μου ο πατριός. Η ζωή μου τώρα δικαιώθηκε· τα πάντα γίνανε για κάποιο λόγο. Και η Ενοχή, η γλυκιά, η Αγία· τι θα ήμουν χωρίς αυτή, ένα τίποτα.
Την ευλογία σου, πάτερ, τώρα είμαι έτοιμος να λάβω το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας…
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου