Γιώργος Μαργαρίτης
Τα οπλικά συστήματα σχεδιάζονται συνήθως τον καιρό της ειρήνης. Προφανώς όμως η χρήση τους ανάγεται στον καιρό του πολέμου. Πρόκειται για μια αντίφαση που σχετικοποιεί τον πολύ πλούσιο διάλογο σχετικά με την αξία του ενός, ή του άλλου όπλου. Στην ουσία οι εξοπλισμοί σχεδιάζονται στη βάση υποθέσεων πάνω στο τι θα είναι και με τι θα μοιάζει ο επερχόμενος πόλεμος, στον οποίο θα κληθούν τα σημερινά όπλα να αποδείξουν την χρησιμότητα και την αξία τους. Πρόκειται για παιχνίδι υποθέσεων όπου η φαντασία καλείται να καλύψει τα ανοίγματα και τα κενά.
Στην στρατιωτική ιστορία περισσεύουν τα παραδείγματα όπου, στην έναρξη του πραγματικού πολέμου, οπλικά συστήματα υψηλού κόστους και υψηλών προσδοκιών απογοήτευσαν με τις επί του πραγματικού πεδίου της μάχης επιδόσεις τους. Αντίθετα, υπάρχουν επίσης άφθονα παραδείγματα όπου, οπλικά συστήματα που θεωρήθηκαν ξεπερασμένα ή αναποτελεσματικά στον καιρό της ειρήνης μεταβλήθηκαν σε βασικά όπλα των εμπολέμων στον πραγματικό πόλεμο. Στον τελευταίο, η φαντασία, η τόσο απαραίτητη στον καιρό της ειρήνης, παραχωρεί τη θέση της στην πραγματικότητα. Και οι κανόνες της τελευταίας είναι σαφώς πιο ουσιαστικοί.
Ετούτη η μικρή θεωρητική εισαγωγή θα μπορούσε να αποτελέσει προοίμιο σε μια γενική συζήτηση περί εξοπλιστικών προγραμμάτων. Η πρόθεσή μας, όμως, δεν είναι αυτή. Στο παρόν σημείωμα θα επικεντρώσουμε σε όσα η δια των εξοπλισμών πολιτική μπορεί να πετύχει στον καιρό της ειρήνης. Τον τρόπο δηλαδή που οι εξοπλισμοί διαμορφώνουν και υπαγορεύουν πολιτικό αποτέλεσμα, χωρίς να χρειαστεί η εν θερμώ χρήση τους, η έναρξη ενός πολέμου με άλλα λόγια.
Ας ξεκινήσουμε από τη μακρινή Κίνα. Ακούγονται πολλά για την στρατηγική της τελευταίας, όπως αυτή εκφράζεται στους σχεδιασμούς του «ένας δρόμος, μια ζώνη» ή, αν θέλετε, πιο ποιητικά, στην αναβίωση του αρχαίου «δρόμου του μεταξιού». Η περί αυτών των σχεδιασμών φιλολογία απασχολεί υπέρμετρα τον ευρωπαϊκό χώρο, καθότι οι βασικές αιχμές τους καταλήγουν, ξεκινώντας από την Κίνα, στον ευρωπαϊκό χώρο. Καταλήγουν ή από την πλευρά της ασιατικής ενδοχώρας, ή από την πλευρά της Μεσογείου και των λιμανιών της (μέσα σε αυτά ο Πειραιάς).
Στην ουσία όμως, μια επιδερμική έστω ματιά στα οικονομικά μεγέθη της κινεζικής εξάπλωσης, θα πιστοποιούσε ότι τα ζωτικά συμφέροντα της Κίνας –και ως εκ τούτου οι βασικοί στρατηγικοί στόχοι της εξωτερικής της πολιτικής– βρίσκονται στην μεγάλη λεκάνη που περιβρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Πραγματικά, στους δέκα πρώτους πελάτες της Κίνας, στο διεθνές εμπόριο, οι επτά βρίσκονται στον ευρύτερο χώρο του μεγάλου ωκεανού ενώ στους δέκα πρώτους τροφοδότες της, σε πρώτες ύλες κυρίως, οι επτά επίσης βρέχονται από την ίδια θάλασσα.
Στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού εξάλλου έχει από καιρό μεταφερθεί η ικμάδα -και τα συνακόλουθα κέντρα- του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι αριθμοί πιστοποιούν ότι ο «ζωτικός χώρος» της Κίνας βρίσκεται στον βαθύ γειτονικό της ωκεανό και όχι στα προς τη Δύση απλωμένα πλοκάμια του «νέου δρόμου του μεταξιού». Ετούτη η οικονομική πραγματικότητα υπαγορεύει τις στρατιωτικές επιλογές της Κίνας.
Βασικός στόχος της είναι η έξοδος κατ’ αρχή, η ισότιμη παρουσία στη συνέχεια, ίσως η κυριαρχία αργότερα, στην βαθιά, βαθυγάλαζη, ανοικτή θάλασσα, στον Ωκεανό. Ο στόχος αυτός δεν είναι εύκολος στην πραγματοποίησή του. Η γεωγραφία αποτελεί το πρώτο εμπόδιο ενώ το δεύτερο είναι η ναυτική ισχύς των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Στην πρώτη περίπτωση το αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας, τα νησιωτικά συμπλέγματα γύρω από την Ταϊβάν, οι Φιλιππίνες, η νότια Κινεζική Θάλασσα, μεσολαβούν ανάμεσα στην Κίνα και στον στρατηγικό της στόχο. Ο συνδυασμός με τη ναυτική ισχύ των αντιπάλων της κάνει το πρόβλημα ακόμα πιο δυσεπίλυτο.
Για να αντιμετωπίσει ετούτη την κατάσταση η Κίνα ανέπτυξε και αναπτύσσει μια σειρά οπλικά συστήματα τα οποία χονδρικά θα ονομάζαμε όπλα «απαγόρευσης». Πρόκειται κυρίως για πυραυλικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς -ικανά να πλήξουν στόχους πέρα από το νησιωτικό «φραγμό» που περιβάλει τις κινεζικές ακτές, στρεφόμενα ενάντια σε στόχους επιφανείας, σε στόλους δηλαδή ή σε πολεμικά πλοία των αντιπάλων της.
Το οπλοστάσιο περιλαμβάνει βαλλιστικούς πυραύλους (DF-21D, DF-26) ικανούς να πλήξουν θαλάσσιους στόχους με υπερηχητική ταχύτητα (στην τελική φάση) σε αποστάσεις ως και 2.000 χλμ, καθώς και μια σειρά από όπλα μικρότερου βεληνεκούς (200 ως 400 χλμ), υπερηχητικά στην φάση επίθεσης (ως και 6 φορές την ταχύτητα του ήχου) (CM-401, Yj-12, YJ-18 κλπ.) που μπορούν να εκτοξευθούν από πλοία, υποβρύχια, αεροπλάνα ή βάσεις ξηράς.
Στην ουσία το οπλοστάσιο αυτό δημιουργεί μια ζώνη απειλής για οποιαδήποτε ναυτική παρουσία γύρω και πίσω από τη ζώνη των νησιωτικών συμπλεγμάτων που περικλείουν την Κίνα. Καθώς οι απειλές αυξάνονται όσο η αντίπαλη ναυτική παρουσία πλησιάζει προς την Κίνα ή προς τα στρατηγικά αρχιπελάγη, δημιουργείται μια αίσθηση -ή μια κατάσταση- υψηλού κινδύνου, όπου η όποια ναυτική κυριαρχία ακυρώνεται κάτω από το βάρος πειστικών απειλών.
Η κινεζική στρατηγική απομονώνει με τον τρόπο αυτό τα νησιωτικά συμπλέγματα τα οποία, γεωγραφικά, την απομονώνουν. Αντιστρέφει το γεωγραφικό μειονέκτημα δηλαδή, ακυρώνοντας το συμπλήρωμά του: τη ναυτική ισχύ των αντιπάλων της. Το αποτέλεσμα αυτό δημιουργεί, παράγει, πολιτική κατάσταση. Δημιουργώντας μια κατάσταση κινδύνων και αβεβαιότητας πέρα από την πρώτη γραμμή ανάσχεσης του αντιπάλου, ακυρώνει τη στρατηγική της σημασία και σπρώχνει τη ναυτική του υπεροχή βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου η υπεροχή του είναι σχεδόν ακίνδυνη για την Κίνα.
Ακυρώνει το μέτωπο, αν θέλετε, και μεταφέρει την αναμέτρηση βαθιά μέσα στη θαλάσσια ενδοχώρα του αντιπάλου. Καθιστώντας επικίνδυνη την αντίπαλη κυριαρχία στις γειτονικές θαλάσσιες ζώνες δημιουργεί ένα στρατηγικό κενό, μια γκρίζα ζώνη στην κατεύθυνση που την ενδιαφέρει. Αυτού του είδους η εκ των πραγμάτων «συγκυριαρχία» ανοίγει τον δρόμο για την αυριανή απλή και καθαρή κυριαρχία της Κίνας στον ωκεανό που ζωτικά την ενδιαφέρει.
Ας γυρίσουμε, όμως, πίσω στις θερμές θάλασσες της δικής μας γειτονιάς για να συνδέσουμε τα όσα συμβαίνουν στην μακρινή Κίνα με τα όσα άμεσα μας αφορούν, στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην εδώ περίπτωση το διακύβευμα δεν αφορά ολόκληρο ωκεανό, αλλά μια κλειστή, ως πολύ κλειστή, θάλασσα.
Η εμμονή της Τουρκίας στην απόκτηση του συστήματος S-400 υποκρύπτει μια στρατηγική μεθόδευση ανάλογη -τηρουμένων των μεγεθών- με την αντίστοιχη της Κίνας. Σε αντίθεση με τα όσα συμβαίνουν στον Ειρηνικό, το πρόβλημα της τουρκικής πολιτικής εστιάζεται στον εναέριο χώρο και όχι στις θάλασσες. Ο λόγος είναι προφανής. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας στον αέρα είναι αυτή που, στο στενό χώρο Αιγαίου-Ανατολικής Μεσογείου, θα δημιουργήσει στρατηγικό και άρα πολιτικό αποτέλεσμα.
Τα «άγνωστα», ως προς το δυτικό οπλοστάσιο, ρωσικά συστήματα θα δημιουργήσουν ένα πλέγμα απειλών σε ό,τι πετάει ανάμεσα σε 40 ως και 400 χλμ από τις τουρκικές ακτές. Απειλές οι οποίες θα πολλαπλασιάζονται όσο πλησιάζει ο όποιος αντίπαλος τις τουρκικές ακτές. Το σύστημα S-400 περιλαμβάνει πυραύλους των οποίων η εμβέλεια ξεκινά από τα 40 χλμ (9M96E) και φθάνει τα 380-400 (40N6E). Στην ουσία δημιουργεί διαδοχικούς φραγμούς στα αντίπαλα εναέρια μέσα.
Το πολιτικό αποτέλεσμα είναι ανάλογο με εκείνο που πετυχαίνει η Κίνα στις γειτονικές της θάλασσες μόνο που εδώ αφορά τον αέρα. Η απομόνωση των γειτονικών στην Τουρκία νησιών και νησιωτικών συμπλεγμάτων, η δημιουργία «επικίνδυνης ζώνης» βαθιά μέσα στην Ανατολική Μεσόγειο, παράγει πολιτικό αποτέλεσμα. Η δημιουργία γκρίζας ζώνης στον αέρα ακυρώνει ντε φάκτο την κυριαρχία «ενοχλητικών γειτόνων» ή όποιας, μεγάλης έστω, δύναμης θέλει να υπαγορεύσει πολιτικές λύσεις στην περιοχή. Η έννοια της «κυριαρχίας» γίνεται με τον τρόπο αυτό ασαφής και ο δρόμος για τους επόμενους σταθμούς της πολιτικής διεκδικήσεων έχει διάπλατα ανοίξει.
Στις ΗΠΑ -βασικό αντίπαλο της Κίνας- η συζήτηση για τον τρόπο αντιμετώπισης της κινεζικής στρατηγικής έχει κορυφωθεί, χωρίς να διακρίνονται λειτουργικές απαντήσεις. Θα ήταν υπερβολικό να ζητήσουμε από τις ελληνικές πολιτικές -ή και στρατιωτικές, στενά δεμένες με τις πρώτες- ελίτ να διαμορφώσουν στρατηγικές αντιμετώπισης των κινήσεων των γειτόνων.
Στην προεκλογική πανδαισία ακούγεται ότι θα πάρουμε και φρεγάτες και F-35 και υποβρύχια και πυραύλους. Αυτό το παρανοϊκό και ασύνδετο «θα πάρουμε» προβάλλεται λες και ψάχνουμε δώρα για πεντάχρονα παιδιά. Περί των προβλημάτων και των στρατηγικών εθνικής άμυνας καμία κουβέντα. Ενοχλητικά πράγματα όλα αυτά όταν πρέπει να κρατήσει ευχαριστημένους κανείς και τους ψηφοφόρους και τους διάφορους «φίλους και συμμάχους» -πωλητές όπλων- ταυτόχρονα.
Η Τουρκία αγοράζει όπλα για να πετύχει πολιτικό και στρατηγικό αποτέλεσμα σε καιρό ειρήνης. Μάλιστα, χωρίς να χρειαστεί το όποιο σύστημα να αποδείξει την αξία του στην μάχη. Μήπως, λέω μήπως, αντί να οικτίρουμε συνεχώς τους γείτονες θα πρέπει να αρχίσουμε να μαθαίνουμε από αυτούς. Τα περί όπλων και πολιτικής τουλάχιστον, τα βασικά…
Πηγή: slpress.gr
Γιώργος Μαργαρίτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Τα οπλικά συστήματα σχεδιάζονται συνήθως τον καιρό της ειρήνης. Προφανώς όμως η χρήση τους ανάγεται στον καιρό του πολέμου. Πρόκειται για μια αντίφαση που σχετικοποιεί τον πολύ πλούσιο διάλογο σχετικά με την αξία του ενός, ή του άλλου όπλου. Στην ουσία οι εξοπλισμοί σχεδιάζονται στη βάση υποθέσεων πάνω στο τι θα είναι και με τι θα μοιάζει ο επερχόμενος πόλεμος, στον οποίο θα κληθούν τα σημερινά όπλα να αποδείξουν την χρησιμότητα και την αξία τους. Πρόκειται για παιχνίδι υποθέσεων όπου η φαντασία καλείται να καλύψει τα ανοίγματα και τα κενά.
Στην στρατιωτική ιστορία περισσεύουν τα παραδείγματα όπου, στην έναρξη του πραγματικού πολέμου, οπλικά συστήματα υψηλού κόστους και υψηλών προσδοκιών απογοήτευσαν με τις επί του πραγματικού πεδίου της μάχης επιδόσεις τους. Αντίθετα, υπάρχουν επίσης άφθονα παραδείγματα όπου, οπλικά συστήματα που θεωρήθηκαν ξεπερασμένα ή αναποτελεσματικά στον καιρό της ειρήνης μεταβλήθηκαν σε βασικά όπλα των εμπολέμων στον πραγματικό πόλεμο. Στον τελευταίο, η φαντασία, η τόσο απαραίτητη στον καιρό της ειρήνης, παραχωρεί τη θέση της στην πραγματικότητα. Και οι κανόνες της τελευταίας είναι σαφώς πιο ουσιαστικοί.
Ετούτη η μικρή θεωρητική εισαγωγή θα μπορούσε να αποτελέσει προοίμιο σε μια γενική συζήτηση περί εξοπλιστικών προγραμμάτων. Η πρόθεσή μας, όμως, δεν είναι αυτή. Στο παρόν σημείωμα θα επικεντρώσουμε σε όσα η δια των εξοπλισμών πολιτική μπορεί να πετύχει στον καιρό της ειρήνης. Τον τρόπο δηλαδή που οι εξοπλισμοί διαμορφώνουν και υπαγορεύουν πολιτικό αποτέλεσμα, χωρίς να χρειαστεί η εν θερμώ χρήση τους, η έναρξη ενός πολέμου με άλλα λόγια.
Ας ξεκινήσουμε από τη μακρινή Κίνα. Ακούγονται πολλά για την στρατηγική της τελευταίας, όπως αυτή εκφράζεται στους σχεδιασμούς του «ένας δρόμος, μια ζώνη» ή, αν θέλετε, πιο ποιητικά, στην αναβίωση του αρχαίου «δρόμου του μεταξιού». Η περί αυτών των σχεδιασμών φιλολογία απασχολεί υπέρμετρα τον ευρωπαϊκό χώρο, καθότι οι βασικές αιχμές τους καταλήγουν, ξεκινώντας από την Κίνα, στον ευρωπαϊκό χώρο. Καταλήγουν ή από την πλευρά της ασιατικής ενδοχώρας, ή από την πλευρά της Μεσογείου και των λιμανιών της (μέσα σε αυτά ο Πειραιάς).
Ζωτικός χώρος ο Ειρηνικός
Στην ουσία όμως, μια επιδερμική έστω ματιά στα οικονομικά μεγέθη της κινεζικής εξάπλωσης, θα πιστοποιούσε ότι τα ζωτικά συμφέροντα της Κίνας –και ως εκ τούτου οι βασικοί στρατηγικοί στόχοι της εξωτερικής της πολιτικής– βρίσκονται στην μεγάλη λεκάνη που περιβρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Πραγματικά, στους δέκα πρώτους πελάτες της Κίνας, στο διεθνές εμπόριο, οι επτά βρίσκονται στον ευρύτερο χώρο του μεγάλου ωκεανού ενώ στους δέκα πρώτους τροφοδότες της, σε πρώτες ύλες κυρίως, οι επτά επίσης βρέχονται από την ίδια θάλασσα.
Στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού εξάλλου έχει από καιρό μεταφερθεί η ικμάδα -και τα συνακόλουθα κέντρα- του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι αριθμοί πιστοποιούν ότι ο «ζωτικός χώρος» της Κίνας βρίσκεται στον βαθύ γειτονικό της ωκεανό και όχι στα προς τη Δύση απλωμένα πλοκάμια του «νέου δρόμου του μεταξιού». Ετούτη η οικονομική πραγματικότητα υπαγορεύει τις στρατιωτικές επιλογές της Κίνας.
Βασικός στόχος της είναι η έξοδος κατ’ αρχή, η ισότιμη παρουσία στη συνέχεια, ίσως η κυριαρχία αργότερα, στην βαθιά, βαθυγάλαζη, ανοικτή θάλασσα, στον Ωκεανό. Ο στόχος αυτός δεν είναι εύκολος στην πραγματοποίησή του. Η γεωγραφία αποτελεί το πρώτο εμπόδιο ενώ το δεύτερο είναι η ναυτική ισχύς των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Στην πρώτη περίπτωση το αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας, τα νησιωτικά συμπλέγματα γύρω από την Ταϊβάν, οι Φιλιππίνες, η νότια Κινεζική Θάλασσα, μεσολαβούν ανάμεσα στην Κίνα και στον στρατηγικό της στόχο. Ο συνδυασμός με τη ναυτική ισχύ των αντιπάλων της κάνει το πρόβλημα ακόμα πιο δυσεπίλυτο.
Όπλα απαγόρευσης
Για να αντιμετωπίσει ετούτη την κατάσταση η Κίνα ανέπτυξε και αναπτύσσει μια σειρά οπλικά συστήματα τα οποία χονδρικά θα ονομάζαμε όπλα «απαγόρευσης». Πρόκειται κυρίως για πυραυλικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς -ικανά να πλήξουν στόχους πέρα από το νησιωτικό «φραγμό» που περιβάλει τις κινεζικές ακτές, στρεφόμενα ενάντια σε στόχους επιφανείας, σε στόλους δηλαδή ή σε πολεμικά πλοία των αντιπάλων της.
Το οπλοστάσιο περιλαμβάνει βαλλιστικούς πυραύλους (DF-21D, DF-26) ικανούς να πλήξουν θαλάσσιους στόχους με υπερηχητική ταχύτητα (στην τελική φάση) σε αποστάσεις ως και 2.000 χλμ, καθώς και μια σειρά από όπλα μικρότερου βεληνεκούς (200 ως 400 χλμ), υπερηχητικά στην φάση επίθεσης (ως και 6 φορές την ταχύτητα του ήχου) (CM-401, Yj-12, YJ-18 κλπ.) που μπορούν να εκτοξευθούν από πλοία, υποβρύχια, αεροπλάνα ή βάσεις ξηράς.
Στην ουσία το οπλοστάσιο αυτό δημιουργεί μια ζώνη απειλής για οποιαδήποτε ναυτική παρουσία γύρω και πίσω από τη ζώνη των νησιωτικών συμπλεγμάτων που περικλείουν την Κίνα. Καθώς οι απειλές αυξάνονται όσο η αντίπαλη ναυτική παρουσία πλησιάζει προς την Κίνα ή προς τα στρατηγικά αρχιπελάγη, δημιουργείται μια αίσθηση -ή μια κατάσταση- υψηλού κινδύνου, όπου η όποια ναυτική κυριαρχία ακυρώνεται κάτω από το βάρος πειστικών απειλών.
Η κινεζική στρατηγική απομονώνει με τον τρόπο αυτό τα νησιωτικά συμπλέγματα τα οποία, γεωγραφικά, την απομονώνουν. Αντιστρέφει το γεωγραφικό μειονέκτημα δηλαδή, ακυρώνοντας το συμπλήρωμά του: τη ναυτική ισχύ των αντιπάλων της. Το αποτέλεσμα αυτό δημιουργεί, παράγει, πολιτική κατάσταση. Δημιουργώντας μια κατάσταση κινδύνων και αβεβαιότητας πέρα από την πρώτη γραμμή ανάσχεσης του αντιπάλου, ακυρώνει τη στρατηγική της σημασία και σπρώχνει τη ναυτική του υπεροχή βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου η υπεροχή του είναι σχεδόν ακίνδυνη για την Κίνα.
Ακυρώνει το μέτωπο, αν θέλετε, και μεταφέρει την αναμέτρηση βαθιά μέσα στη θαλάσσια ενδοχώρα του αντιπάλου. Καθιστώντας επικίνδυνη την αντίπαλη κυριαρχία στις γειτονικές θαλάσσιες ζώνες δημιουργεί ένα στρατηγικό κενό, μια γκρίζα ζώνη στην κατεύθυνση που την ενδιαφέρει. Αυτού του είδους η εκ των πραγμάτων «συγκυριαρχία» ανοίγει τον δρόμο για την αυριανή απλή και καθαρή κυριαρχία της Κίνας στον ωκεανό που ζωτικά την ενδιαφέρει.
Στόχος η Ανατολική Μεσόγειος
Ας γυρίσουμε, όμως, πίσω στις θερμές θάλασσες της δικής μας γειτονιάς για να συνδέσουμε τα όσα συμβαίνουν στην μακρινή Κίνα με τα όσα άμεσα μας αφορούν, στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην εδώ περίπτωση το διακύβευμα δεν αφορά ολόκληρο ωκεανό, αλλά μια κλειστή, ως πολύ κλειστή, θάλασσα.
Η εμμονή της Τουρκίας στην απόκτηση του συστήματος S-400 υποκρύπτει μια στρατηγική μεθόδευση ανάλογη -τηρουμένων των μεγεθών- με την αντίστοιχη της Κίνας. Σε αντίθεση με τα όσα συμβαίνουν στον Ειρηνικό, το πρόβλημα της τουρκικής πολιτικής εστιάζεται στον εναέριο χώρο και όχι στις θάλασσες. Ο λόγος είναι προφανής. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας στον αέρα είναι αυτή που, στο στενό χώρο Αιγαίου-Ανατολικής Μεσογείου, θα δημιουργήσει στρατηγικό και άρα πολιτικό αποτέλεσμα.
Τα «άγνωστα», ως προς το δυτικό οπλοστάσιο, ρωσικά συστήματα θα δημιουργήσουν ένα πλέγμα απειλών σε ό,τι πετάει ανάμεσα σε 40 ως και 400 χλμ από τις τουρκικές ακτές. Απειλές οι οποίες θα πολλαπλασιάζονται όσο πλησιάζει ο όποιος αντίπαλος τις τουρκικές ακτές. Το σύστημα S-400 περιλαμβάνει πυραύλους των οποίων η εμβέλεια ξεκινά από τα 40 χλμ (9M96E) και φθάνει τα 380-400 (40N6E). Στην ουσία δημιουργεί διαδοχικούς φραγμούς στα αντίπαλα εναέρια μέσα.
Το πολιτικό αποτέλεσμα είναι ανάλογο με εκείνο που πετυχαίνει η Κίνα στις γειτονικές της θάλασσες μόνο που εδώ αφορά τον αέρα. Η απομόνωση των γειτονικών στην Τουρκία νησιών και νησιωτικών συμπλεγμάτων, η δημιουργία «επικίνδυνης ζώνης» βαθιά μέσα στην Ανατολική Μεσόγειο, παράγει πολιτικό αποτέλεσμα. Η δημιουργία γκρίζας ζώνης στον αέρα ακυρώνει ντε φάκτο την κυριαρχία «ενοχλητικών γειτόνων» ή όποιας, μεγάλης έστω, δύναμης θέλει να υπαγορεύσει πολιτικές λύσεις στην περιοχή. Η έννοια της «κυριαρχίας» γίνεται με τον τρόπο αυτό ασαφής και ο δρόμος για τους επόμενους σταθμούς της πολιτικής διεκδικήσεων έχει διάπλατα ανοίξει.
Το ελληνικό «θα πάρουμε»
Στις ΗΠΑ -βασικό αντίπαλο της Κίνας- η συζήτηση για τον τρόπο αντιμετώπισης της κινεζικής στρατηγικής έχει κορυφωθεί, χωρίς να διακρίνονται λειτουργικές απαντήσεις. Θα ήταν υπερβολικό να ζητήσουμε από τις ελληνικές πολιτικές -ή και στρατιωτικές, στενά δεμένες με τις πρώτες- ελίτ να διαμορφώσουν στρατηγικές αντιμετώπισης των κινήσεων των γειτόνων.
Στην προεκλογική πανδαισία ακούγεται ότι θα πάρουμε και φρεγάτες και F-35 και υποβρύχια και πυραύλους. Αυτό το παρανοϊκό και ασύνδετο «θα πάρουμε» προβάλλεται λες και ψάχνουμε δώρα για πεντάχρονα παιδιά. Περί των προβλημάτων και των στρατηγικών εθνικής άμυνας καμία κουβέντα. Ενοχλητικά πράγματα όλα αυτά όταν πρέπει να κρατήσει ευχαριστημένους κανείς και τους ψηφοφόρους και τους διάφορους «φίλους και συμμάχους» -πωλητές όπλων- ταυτόχρονα.
Η Τουρκία αγοράζει όπλα για να πετύχει πολιτικό και στρατηγικό αποτέλεσμα σε καιρό ειρήνης. Μάλιστα, χωρίς να χρειαστεί το όποιο σύστημα να αποδείξει την αξία του στην μάχη. Μήπως, λέω μήπως, αντί να οικτίρουμε συνεχώς τους γείτονες θα πρέπει να αρχίσουμε να μαθαίνουμε από αυτούς. Τα περί όπλων και πολιτικής τουλάχιστον, τα βασικά…
Πηγή: slpress.gr
Γιώργος Μαργαρίτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου