Ελλάδα
Η ΚΟΕ έχει σημειώσει κι άλλες φορές την επιλογή της να μη μιλάει συνεχώς και για όλα τα θέματα, όπως συνηθίζεται. Επιλέγει να εκφράζεται, αν θεωρεί ότι έχει κάτι ουσιαστικό να συνεισφέρει, όταν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα ή κάνοντας σε ορισμένες στιγμές μια πιο γενική εκτίμηση της κατάστασης όπως αυτή διαμορφώνεται. Σήμερα, λίγες μέρες πριν τις εκλογές για την ευρωβουλή και την αυτοδιοίκηση, και ενώ υπάρχει πλεόνασμα πολιτικολογίας αλλά μάλλον έλλειμμα πραγματικού προβληματισμού, η ΚΟΕ προχωρά σε κάποιες επισημάνσεις. Αυτές αφορούν σε ορισμένες –από τις πολλές– πλευρές των βασικότερων, και λιγότερο παροδικών, εξελίξεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, στην κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, αλλά και στις επερχόμενες εκλογές.
Λίγο πριν στηθούν οι κάλπες στις 26 Μαΐου, η κατάντια του πολιτικού συστήματος γίνεται περισσότερο από ποτέ φανερή, το ίδιο και η απόστασή του από την κοινωνία. Από τη μια, κυριαρχεί η πλήρης απουσία ουσιαστικών προτάσεων για την πορεία της χώρας. Από την άλλη, ο ανταγωνισμός διεξάγεται αποκλειστικά για το ποια μερίδα του πολιτικού προσωπικού θα είναι στα πράγματα. Έτσι, η πολιτική πέφτει στο επίπεδο της κοκορομαχίας, της προσπάθειας ανοιχτής εξαγοράς στρωμάτων της κοινωνίας και του αχαλίνωτου τυχοδιωκτισμού και κυνισμού.
Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, έχοντας προσυπογράψει μαζί τις βασικές πολιτικές που ακολουθούνται, υποθηκεύοντας έτσι το μέλλον της χώρας, προσπαθούν εδώ και καιρό να στήσουν ένα σκηνικό διπολισμού, ώστε να συμπιέσουν τις ενδιάμεσες δυνάμεις και να εγκλωβίσουν τμήματα της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, και οι δύο «μονομάχοι» ανήκουν στην ίδια παράταξη, στο «κόμμα» της παγκοσμιοποίησης και της υποταγής στην πολιτική των ισχυρών δυνάμεων της Δύσης (ΗΠΑ-Ε.Ε.) για την περιοχή.
Τώρα, επικεντρώνουν κι οι δύο στην εκλογική αναμέτρηση ως πρόκριμα για τη θέση στην οποία θα βρεθούν την επόμενη μέρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να συγκρατήσει τη φθορά του μέσα από προεκλογικά επιδόματα, προβάλλοντας μια κεντροαριστερή συσπείρωση και επισείοντας τον μπαμπούλα μιας νεοφιλελεύθερης «παλινόρθωσης». Αποκρύπτει ότι έχει γίνει ο αγαπημένος των νεοφιλελεύθερων δυτικών επιτελείων γιατί είπε σε όλα «ναι» και κατάφερε να φέρει «μνημόνιο χωρίς πεζοδρόμιο». Αποκρύπτει επίσης ότι εκείνος ανέστησε το υπό κατάρρευση πολιτικό σύστημα, αλλά και ότι έχει μαζέψει στις τάξεις του πλήθος εκπροσώπων του «παλιού συστήματος», αλλά και της διαπλοκής, που κατά τα άλλα καταδικάζει. Η Ν.Δ. βλέπει τις εκλογές του Μαΐου σαν εφαλτήριο μιας «εναλλαγής». Δεν έχει τίποτα διαφορετικό να προτείνει, επενδύει μόνο στην αχρηστία που έχει επιδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ και σε μια ατζέντα «σοβαρής διαχείρισης», «ασφάλειας» κ.λπ. Και οι δύο ποντάρουν αποκλειστικά στο πόσο χειρότερος είναι ο άλλος, επιβεβαιώνοντας έτσι το σημείο παρακμής του σημερινού πολιτικού σκηνικού.
Ειδικά μερικές μέρες πριν από τις ευρωεκλογές, γίνεται πιό φανερή η απουσία σοβαρής πολιτικής στην Ελλάδα γύρω από το θέμα «Ευρώπη», γύρω από την ευρωπαϊκή διάσταση. Καμιά ουσιαστική συζήτηση, κανένας σοβαρός προβληματισμός, τη στιγμή που η πολιτική κρίση στην Ευρώπη έχει οδηγήσει τις εξελίξεις σε σημείο καμπής.
Μιλώντας για την Ευρώπη και τις δυνατότητες διεξόδου από τη σημερινή κρισιακή κατάσταση, είναι καθοριστική η επιλογή της οπτικής από την οποία τοποθετούμαστε. Η οπτική μας ξεκινά από την εθνική διάσταση, από την ανάγκη χάραξης ενός εθνικού δρόμου χειραφέτησης. Έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη λογική «ευρωπαϊσμού» που μεταθέτει το πεδίο άσκησης πολιτικής στο ευρωπαϊκό υπερεθνικό επίπεδο, υποσχόμενη μια μεταρρύθμιση της Ε.Ε. μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες των θεσμών της.
Την ίδια στιγμή, η σημερινή ηπειρωτική κλίμακα ολοκληρώσεων μέσα στο καθεστώς της παγκοσμιοποίησης, είναι μια πραγματικότητα με τεράστιο βάρος που δεν αφήνει περιθώρια να προχωρήσουμε προς την επίτευξη μιας ανεξαρτησίας με τους παλαιότερους αποκλειστικά εθνικούς όρους.
Με βάση τα παραπάνω, μια πολιτική για την Ευρώπη πρέπει να ιδωθεί σε δύο επίπεδα: Στο γενικό επίπεδο της ευρωπαϊκής κλίμακας και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής διάστασης της ελληνικής πραγματικότητας.
Το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης που κυριαρχείται από τις δυνάμεις της Δύσης, με μεγάλα κέντρα τις ΗΠΑ την Ε.Ε. και την Ιαπωνία, βρίσκεται σε βαθύτατη συστημική κρίση. Οι εξελίξεις στην Ε.Ε. μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο. Η κρίση εκδηλώνεται και «από πάνω» και «από κάτω».
Εκδηλώνεται στις κορυφές με πρωτοφανείς εντάσεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό των ελίτ.
Η Ε.Ε. ως υπερκρατική ολοκλήρωση, όλο και περισσότερο εξελίσσεται σε ένα αυταρχικό, ολιγαρχικό μόρφωμα του οποίου οι ελίτ –η ευρωκρατία– επιδιώκουν την ολοκληρωτική επιβολή των πολιτικών τους, ισοπεδώνοντας οποιεσδήποτε συγκροτήσεις αντίστασης. Αυτή η θέση ορίζει μια στάση απέναντί στην Ε.Ε. Δεν μεταρρυθμίζεται, πρέπει να κατεδαφιστεί και την ίδια στιγμή έχει μεγάλη σημασία το είδος της εξέλιξης και οι δρόμοι μετάβασης σε μια άλλη κατάσταση.
Ταυτόχρονα, εμφανίζεται τεράστιας έκτασης δυσφορία και αντιδράσεις πλατύτατων τμημάτων των κοινωνιών απέναντι στις πολιτικές της ευρωκρατίας, μια εντυπωσιακή απονομιμοποίηση των πολιτικών συστημάτων. Οι αντιδράσεις δεν περιορίζονται στις πολιτικές λιτότητας αλλά αφορούν βαθιά ζητήματα κυριαρχίας, αυτεξουσιότητας, ταυτοτήτων, ισχύος, ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η εικόνα όμως είναι πιό θολή από προηγούμενες φάσεις. Μέσα σε ένα πολύ ρευστό τοπίο, δεν υπάρχει μία συγκροτημένη χειραφετητική πολιτική, παρ’ ότι εμφανίζονται συχνά διάσπαρτα στοιχεία της, ενώ παράλληλα υπάρχουν σημαντικά ρεύματα που ευνοούν την εθνική περιχαράκωση και τις αυταρχικές εξελίξεις, δίνοντας δεξιά κατεύθυνση σε ζητήματα ταυτοτήτων, κυριαρχίας κ.λπ.
Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, είναι κομβικής σημασίας ο διαχωρισμός από τη κυρίαρχη ιδεολογική γραμμή που προωθούν οι δυνάμεις της ευρωκρατίας επιχειρώντας να επιβάλουν την ψευδή εικόνα μίας φιλελεύθερης, κοσμοπολίτικης «Ευρώπης» που απειλείται από τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού και της ακροδεξιάς.
Συγκρίνοντας την εποχή μας με την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων του 20ου αιώνα, όπου η χειραφέτηση ήταν γραμμένη στη συνείδηση των ανθρώπων με το όνομα Σοσιαλισμός και το σύνθημα για μια σοσιαλιστική ενωμένη Ευρώπη ήταν συνδεμένο με την άμεση προοπτική ενός μεγάλου πανευρωπαϊκού κύματος κοινωνικών επαναστάσεων, οφείλουμε να αντλήσουμε σοβαρά συμπεράσματα από τις εμπειρίες εκείνες. Η πορεία προς την κοινωνική χειραφέτηση δεν θα είναι μία διαδικασία «μια κι έξω» αλλά θα συνδεθεί με μια μεγάλη περίοδο μετάβασης.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες, το ερώτημα αφορά στους προσφορότερους δρόμους μετάβασης, την πολιτική εκείνη που θα μπορούσε να δώσει προοδευτικό περιεχόμενο στις απαιτήσεις αυτής της σημερινής διάσπαρτης κοινωνικής πλειοψηφίας προάγοντας τη συγκρότησή της.
Το στοιχείο του δημοκρατισμού, ο στόχος μιας δημοκρατικής Ευρώπης, και οι αντίστοιχες πολιτικές και πρακτικές, μπορούν στις σημερινές συνθήκες να οικοδομηθούν και να δώσουν προοδευτική διέξοδο στα βασικά κομβικά ζητήματα που θέτουν με επιμονή πολύ μεγάλα τμήματα των λαών και των κοινωνιών στην Ευρώπη.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα) μάς απασχολεί ιδιαίτερα η εξέλιξη της αποσυνθετικής κρίσης της Ε.Ε. Να αποτραπεί μια κονιορτοποίηση της Ευρώπης σε ανίσχυρα αντιμαχόμενα μέρη βορά των ισχυρών δυνάμεων. Σε αντίθεση με τις ελίτ που δεν αναφέρονται παρά σε οπισθοδρομικούς ετερόκλητους όχλους, οφείλουμε να εμπνευστούμε από τη δυνατότητα οι λαοί της Ευρώπης, οι οποίοι ήδη αντιδρούν απέναντι στην ευρωκρατία σε ηπειρωτική κλίμακα, να μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος ενός εγχειρήματος για μια δημοκρατική Ευρώπη.
Το κεντρικό θέμα που ορίζει την οπτική μας, είναι η διέξοδος της χώρας από την κρίση υπόστασης στην οποία βρίσκεται. Κρίση διπλή, που την έχει υποβιβάσει σε ένα καθεστώς αποικιοποίησης, αλλά που εξελίσσεται ταυτόχρονα και στο επίπεδο των απειλών έναντι της ακεραιότητας και της κυριαρχίας της.
Η κρίση αυτή εκδηλώνεται σε πολύ σύνθετες συνθήκες και μέσα σε ένα αποσταθεροποιημένο διεθνές περιβάλλον, ιδιαίτερα στην περιοχή μας (Μ. Ανατολή, Ανατολική Μεσόγειος, Βαλκάνια). Στην περιοχή, συγκρούονται με αυξανόμενη ένταση –και την αποσταθεροποιούν– οι μεγάλοι παίκτες. Οι δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Ε.Ε.) με τα δικά τους ξεχωριστά ανταγωνιστικά σχέδια, επιχειρούν να περικυκλώσουν τη Ρωσία που και αυτή επιδιώκει να κατοχυρώσει τις δικές της ζώνες επιρροής. Η Κίνα, επίσης κάνει αυξανόμενα υπολογίσιμη την παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή.
Την ίδια στιγμή, η φθορά της ισχύος των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης, αφήνει σοβαρά περιθώρια για τον αυτόνομο ρόλο περιφερειακών δυνάμεων και, σε ό,τι μας αφορά άμεσα και καθοριστικά, της Τουρκίας. Έτσι, αυξάνεται σοβαρά η εθνική απειλή από το τουρκικό κράτος, ιδιαίτερα μέσα στο αβέβαιο πλαίσιο των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Ε.Ε. (και ειδικότερα με τη Γερμανία).
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οι δυνάμεις που κυριαρχούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και το διαμορφώνουν, ακολουθούν μια παθητική πολιτική, υποτελή στις θελήσεις των δυτικών δυνάμεων εναποθέτοντας τις τύχες της χώρας στις δικές τους βουλές. Η ιδεολογία τους, κυρίως ο ελληνικής κοπής «ευρωπαϊσμός», υποστυλώνει τις προσπάθειες επιβολής του παγκοσμιοποιητικού ολοκληρωτισμού, και στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας μας έχει αιχμή το αδυνάτισμα της εθνκής υπόστασης και την αποδιάρθρωση των αντιστάσεων στο εθνικό επίπεδο. Η ανάγκη μετώπου απέναντι σε αυτή την ιδεολογία, είναι καθοριστικής σημασίας.
Το πρόβλημα που συνοδεύει το Ελληνικό κράτος από τη γέννησή του, η θέση της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι, επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα. Επηρεάζει καθοριστικά τη συνοχή, τη δυναμική, το φρόνημα και τις ιδέες των κοινωνικών δυνάμεων που θέλουν μια άλλη πορεία, μια διέξοδο για την κοινωνία και την χώρα.
Αυτοί οι όροι του προβλήματος, θέτουν επιτακτικά την ανάγκη συνείδησης των σύνθετων προϋποθέσεων που απαιτεί μια πολιτική διεξόδου. Τόσο οι γενικοί όροι του καθεστώτος της παγκοσμιοποίησης, αλλά ακόμα περισσότερο η ειδική συγκεκριμένη γεωπολιτική θέση της χώρας, υπογραμμίζουν ότι το κομβικό θέμα της εξασφάλισης όρων αυτονομίας άσκησης πολιτικής, της εξασφάλισης δηλαδή κυριαρχίας μέσα στις σημερινές συνθήκες, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μία συνολική μετωπική «μια και έξω» λογική ρήξης με τα πολλαπλά κέντρα που δυναστεύουν τη χώρα. Τα εύκολα και συνθηματικά «έξω από…» είναι σήμερα κενά περιεχομένου γιατί παραβλέπουν την ανάγκη συνολικών απαντήσεων που περιλαμβάνουν μια σοβαρή τοποθέτηση στο θέμα «μέσα σε τι, με ποιόν τρόπο και με ποιούς όρους μετάβασης».
Απαιτείται μια ιδιαίτερα σύνθετη, δύσκολη στρατηγική μετάβασης, πολιτική παρατεταμένου αγώνα που θα κινητοποιεί τις δυνατότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε πολλαπλά επίπεδα, και στο οικονομικό, και στο γεωπολιτικό/πολιτικό και στο πολιτισμικό/διανοητικό.
Μέσα σε αυτή την οπτική, πρέπει να αξιολογείται και η τάση προς την πολυπολικότητα του σημερινού κόσμου. Ένας κόσμος με πολλαπλά κέντρα ισχύος είναι προτιμότερος από την μονοκρατορία της Δύσης γιατί μπορεί να παράσχει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας επιλογών σε ένα εγχείρημα κυριαρχίας. Όμως, αυτό προϋποθέτει την ενεργητική ύπαρξη ενός εθνικού δρόμου κυριαρχίας δεν μπορεί να τον υποκαθιστά.
Ο «Κανένας», όπως έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στα πολιτικά πράγματα, αποτελεί έκφραση της μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας, της παρατεταμένης δυσπιστίας, καταρχάς προς το πολιτικό σύστημα. Βασίζεται στον λαϊκό ριζοσπαστισμό και έβρισκε κάθε φορά τρόπους να εκφραστεί σε σημαντικά γεγονότα (π.χ. αντιμνημονιακό κίνημα, πλατείες, παρελάσεις, αλλά και στο μακεδονικό ζήτημα).
Σε κάθε περίπτωση, βρέθηκε πιο μπροστά από αυτόκλητες πρωτοπορίες, κόμματα, συνδικάτα κ.λπ. Γιατί ενώ εκείνες, είτε συμβιβασμένες είτε κολλημένες σε θεωρητικά σχήματα, δεν καταλάβαιναν σχεδόν τίποτα από όσα κάθε φορά παίζονταν, αυτός είδε πιο καθαρά αντιπάλους και κινδύνους, πρόβαλε πιο καθολικά αιτήματα (πραγματική δημοκρατία, εναντίωση στο πολιτικό σύστημα, όχι στα τελεσίγραφα της ευρωκρατίας, όχι στις επιταγές του ΝΑΤΟ και στα εθνικά ξεπουλήματα κ.λπ.).
Σήμερα, ο «Κανένας» δίνει το παρών του σε όλες τις δημοσκοπήσεις με την πλειοψηφικά αρνητική απάντηση που αυθόρμητα δίνει στις ερωτήσεις για καλύτερο κόμμα, καταλληλότερο πρωθυπουργό κ.λπ.
Σήμερα, βέβαια, οι όροι είναι πολύ πιο δύσκολοι απ’ ότι την περίοδο 2010-2012. Ακόμα, όμως, και μέσα σε αυτές τις συνθήκες γενικευμένου αποπροσανατολισμού, το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να είναι απαξιωμένο στη συνείδηση πλειοψηφικών λαϊκών στρωμάτων. Πορευόμαστε προς τις εκλογές μέσα σε υποτονικό κλίμα, χωρίς να εμφανίζονται ισχυρά ρεύματα υποστήριξης. Το πολιτικό σκηνικό είναι ασταθές και, παρά την καταιγιστική προπαγάνδα, τα πράγματα δεν κινούνται προς μία κανονικότητα. Επιπλέον, η σύμπλεξη της κοινωνικής δυσφορίας, με την οργή απέναντι στην κυβερνητική πολιτική για σημαντικά εθνικά θέματα, έδειξε δυνατότητες μεγάλης και πλατιάς κινητοποίησης.
Η κατάσταση βοά για την ανάγκη μιας συνολικής πρότασης διεξόδου και το πολιτικό σύστημα επιμένει να είναι εντελώς αναντίστοιχο προς αυτή και να αγνοεί τα «θέλω» του κόσμου. Διαθέτουμε εντυπωσιακή αφθονία ψηφοδελτίων και υποψηφίων, αλλά ο «Κανένας» είναι εξορισμένος από όλα αυτά. Ούτε τα ψηφοδέλτια των δυνάμεων που αναφέρονται κριτικά προς τη συστημική πολιτική ασχολούνται με τα «θέλω» του και τις απαιτήσεις που εκείνος διατυπώνει. Οι κριτικές τους είναι άσφαιρες, απουσιάζει η συνείδηση των απαιτήσεων μιας πολιτικής διεξόδου και οι επιδιώξεις εξαντλούνται στην κομματική καταγραφή και στην επιβίωση των μηχανισμών.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση λοιπόν, η ψήφιση του «Κανένα» είναι επιλογή ουσίας. Δεν αρχίζει και τελειώνει στην κάλπη, αλλά επιδιώκει να συμβάλει και να υποστηρίξει μια πολιτική διεξόδου που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην προαγωγή της πολιτικής συγκρότησης του λαϊκού παράγοντα.
Στις 26 Μαΐου, μαζί με τις ευρωεκλογές, διεξάγεται και ο πρώτος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.
Το πολιτικό σύστημα, με τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων χρόνων, μετατρέπει το πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης σε αντιδημοκρατικό μηχανισμό «ετεροδιοίκησης» και αφαίρεσης πόρων, αλλά και σε μηχανισμό επιβολής του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που προωθεί η Ε.Ε.
Η δημόσια συζήτηση για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οριοθετείται από τα κόμματα και τα συστημικά ΜΜΕ με τρόπο που μεταφέρει όλες τις παθογένειες της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Απουσιάζει, και σε αυτό το επίπεδο, οποιαδήποτε ουσιαστική πρόταση για την πολιτική, τη δημοκρατία, την αυτοδιοίκηση και την τοπικότητα, ενώ η συμμετοχή των πολιτών οργανώνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, με τρόπο που έχει τη σφραγίδα του πολιτικαντισμού και της μικροκομματικής ιδιοτέλειας.
Παρ’ όλα αυτά, το τοπικό πεδίο εξακολουθεί και παραμένει προνομιακό για περισσότερο ακηδεμόνευτες και ανεξάρτητες φωνές και εκφράσεις, οι οποίες δεν εκφράζονται απαραίτητα, ή αποκλειστικά, μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες. Κριτήριο ψήφου θα πρέπει να είναι η ενίσχυση, όπου υπάρχουν, προσπαθειών που είναι τίμιες, κινούνται πέρα από τα καθιερωμένα, αποφεύγουν τον εναγκαλισμό συστημικών κομμάτων και μεγαλοεπιχειρηματιών. Προσπαθειών που δεν ενδιαφέρονται αποκλειστικά για μια κομματική καταγραφή, έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για τον τόπο τους, έχουν κάτι να πουν και να προτείνουν, βασίζονται στη συμμετοχή και στη δημοκρατία. Όπου δεν υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες, δεν βοηθά η λογική του «μικρότερου κακού» ή του διαρκούς ψαλιδίσματος απαιτήσεων και προσδοκιών.
Δείτε εδώ υλικά της πρόσφατης πανελλαδικής συνάντησης της ΚΟΕ και ειδικότερα το κείμενο συζήτησης όπου αναλύονται περισσότερο και κάποια από τα θέματα της ανακοίνωσης. Πείτε τη γνώμη σας, ελάτε σε επαφή μαζί μας.
Πηγή: koel.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Η ΚΟΕ έχει σημειώσει κι άλλες φορές την επιλογή της να μη μιλάει συνεχώς και για όλα τα θέματα, όπως συνηθίζεται. Επιλέγει να εκφράζεται, αν θεωρεί ότι έχει κάτι ουσιαστικό να συνεισφέρει, όταν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα ή κάνοντας σε ορισμένες στιγμές μια πιο γενική εκτίμηση της κατάστασης όπως αυτή διαμορφώνεται. Σήμερα, λίγες μέρες πριν τις εκλογές για την ευρωβουλή και την αυτοδιοίκηση, και ενώ υπάρχει πλεόνασμα πολιτικολογίας αλλά μάλλον έλλειμμα πραγματικού προβληματισμού, η ΚΟΕ προχωρά σε κάποιες επισημάνσεις. Αυτές αφορούν σε ορισμένες –από τις πολλές– πλευρές των βασικότερων, και λιγότερο παροδικών, εξελίξεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, στην κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, αλλά και στις επερχόμενες εκλογές.
Για το προεκλογικό σκηνικό
Λίγο πριν στηθούν οι κάλπες στις 26 Μαΐου, η κατάντια του πολιτικού συστήματος γίνεται περισσότερο από ποτέ φανερή, το ίδιο και η απόστασή του από την κοινωνία. Από τη μια, κυριαρχεί η πλήρης απουσία ουσιαστικών προτάσεων για την πορεία της χώρας. Από την άλλη, ο ανταγωνισμός διεξάγεται αποκλειστικά για το ποια μερίδα του πολιτικού προσωπικού θα είναι στα πράγματα. Έτσι, η πολιτική πέφτει στο επίπεδο της κοκορομαχίας, της προσπάθειας ανοιχτής εξαγοράς στρωμάτων της κοινωνίας και του αχαλίνωτου τυχοδιωκτισμού και κυνισμού.
Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, έχοντας προσυπογράψει μαζί τις βασικές πολιτικές που ακολουθούνται, υποθηκεύοντας έτσι το μέλλον της χώρας, προσπαθούν εδώ και καιρό να στήσουν ένα σκηνικό διπολισμού, ώστε να συμπιέσουν τις ενδιάμεσες δυνάμεις και να εγκλωβίσουν τμήματα της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, και οι δύο «μονομάχοι» ανήκουν στην ίδια παράταξη, στο «κόμμα» της παγκοσμιοποίησης και της υποταγής στην πολιτική των ισχυρών δυνάμεων της Δύσης (ΗΠΑ-Ε.Ε.) για την περιοχή.
Τώρα, επικεντρώνουν κι οι δύο στην εκλογική αναμέτρηση ως πρόκριμα για τη θέση στην οποία θα βρεθούν την επόμενη μέρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να συγκρατήσει τη φθορά του μέσα από προεκλογικά επιδόματα, προβάλλοντας μια κεντροαριστερή συσπείρωση και επισείοντας τον μπαμπούλα μιας νεοφιλελεύθερης «παλινόρθωσης». Αποκρύπτει ότι έχει γίνει ο αγαπημένος των νεοφιλελεύθερων δυτικών επιτελείων γιατί είπε σε όλα «ναι» και κατάφερε να φέρει «μνημόνιο χωρίς πεζοδρόμιο». Αποκρύπτει επίσης ότι εκείνος ανέστησε το υπό κατάρρευση πολιτικό σύστημα, αλλά και ότι έχει μαζέψει στις τάξεις του πλήθος εκπροσώπων του «παλιού συστήματος», αλλά και της διαπλοκής, που κατά τα άλλα καταδικάζει. Η Ν.Δ. βλέπει τις εκλογές του Μαΐου σαν εφαλτήριο μιας «εναλλαγής». Δεν έχει τίποτα διαφορετικό να προτείνει, επενδύει μόνο στην αχρηστία που έχει επιδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ και σε μια ατζέντα «σοβαρής διαχείρισης», «ασφάλειας» κ.λπ. Και οι δύο ποντάρουν αποκλειστικά στο πόσο χειρότερος είναι ο άλλος, επιβεβαιώνοντας έτσι το σημείο παρακμής του σημερινού πολιτικού σκηνικού.
Η οπτική μας για την Ευρώπη
Ειδικά μερικές μέρες πριν από τις ευρωεκλογές, γίνεται πιό φανερή η απουσία σοβαρής πολιτικής στην Ελλάδα γύρω από το θέμα «Ευρώπη», γύρω από την ευρωπαϊκή διάσταση. Καμιά ουσιαστική συζήτηση, κανένας σοβαρός προβληματισμός, τη στιγμή που η πολιτική κρίση στην Ευρώπη έχει οδηγήσει τις εξελίξεις σε σημείο καμπής.
Μιλώντας για την Ευρώπη και τις δυνατότητες διεξόδου από τη σημερινή κρισιακή κατάσταση, είναι καθοριστική η επιλογή της οπτικής από την οποία τοποθετούμαστε. Η οπτική μας ξεκινά από την εθνική διάσταση, από την ανάγκη χάραξης ενός εθνικού δρόμου χειραφέτησης. Έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη λογική «ευρωπαϊσμού» που μεταθέτει το πεδίο άσκησης πολιτικής στο ευρωπαϊκό υπερεθνικό επίπεδο, υποσχόμενη μια μεταρρύθμιση της Ε.Ε. μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες των θεσμών της.
Την ίδια στιγμή, η σημερινή ηπειρωτική κλίμακα ολοκληρώσεων μέσα στο καθεστώς της παγκοσμιοποίησης, είναι μια πραγματικότητα με τεράστιο βάρος που δεν αφήνει περιθώρια να προχωρήσουμε προς την επίτευξη μιας ανεξαρτησίας με τους παλαιότερους αποκλειστικά εθνικούς όρους.
Με βάση τα παραπάνω, μια πολιτική για την Ευρώπη πρέπει να ιδωθεί σε δύο επίπεδα: Στο γενικό επίπεδο της ευρωπαϊκής κλίμακας και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής διάστασης της ελληνικής πραγματικότητας.
Η Ε.Ε., ευρωπαϊκός πυλώνας του συστήματος της παγκοσμιοποίησης σε κρίση – Δυνατότητες διεξόδου
Το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης που κυριαρχείται από τις δυνάμεις της Δύσης, με μεγάλα κέντρα τις ΗΠΑ την Ε.Ε. και την Ιαπωνία, βρίσκεται σε βαθύτατη συστημική κρίση. Οι εξελίξεις στην Ε.Ε. μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο. Η κρίση εκδηλώνεται και «από πάνω» και «από κάτω».
Εκδηλώνεται στις κορυφές με πρωτοφανείς εντάσεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό των ελίτ.
Η Ε.Ε. ως υπερκρατική ολοκλήρωση, όλο και περισσότερο εξελίσσεται σε ένα αυταρχικό, ολιγαρχικό μόρφωμα του οποίου οι ελίτ –η ευρωκρατία– επιδιώκουν την ολοκληρωτική επιβολή των πολιτικών τους, ισοπεδώνοντας οποιεσδήποτε συγκροτήσεις αντίστασης. Αυτή η θέση ορίζει μια στάση απέναντί στην Ε.Ε. Δεν μεταρρυθμίζεται, πρέπει να κατεδαφιστεί και την ίδια στιγμή έχει μεγάλη σημασία το είδος της εξέλιξης και οι δρόμοι μετάβασης σε μια άλλη κατάσταση.
Ταυτόχρονα, εμφανίζεται τεράστιας έκτασης δυσφορία και αντιδράσεις πλατύτατων τμημάτων των κοινωνιών απέναντι στις πολιτικές της ευρωκρατίας, μια εντυπωσιακή απονομιμοποίηση των πολιτικών συστημάτων. Οι αντιδράσεις δεν περιορίζονται στις πολιτικές λιτότητας αλλά αφορούν βαθιά ζητήματα κυριαρχίας, αυτεξουσιότητας, ταυτοτήτων, ισχύος, ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η εικόνα όμως είναι πιό θολή από προηγούμενες φάσεις. Μέσα σε ένα πολύ ρευστό τοπίο, δεν υπάρχει μία συγκροτημένη χειραφετητική πολιτική, παρ’ ότι εμφανίζονται συχνά διάσπαρτα στοιχεία της, ενώ παράλληλα υπάρχουν σημαντικά ρεύματα που ευνοούν την εθνική περιχαράκωση και τις αυταρχικές εξελίξεις, δίνοντας δεξιά κατεύθυνση σε ζητήματα ταυτοτήτων, κυριαρχίας κ.λπ.
Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, είναι κομβικής σημασίας ο διαχωρισμός από τη κυρίαρχη ιδεολογική γραμμή που προωθούν οι δυνάμεις της ευρωκρατίας επιχειρώντας να επιβάλουν την ψευδή εικόνα μίας φιλελεύθερης, κοσμοπολίτικης «Ευρώπης» που απειλείται από τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού και της ακροδεξιάς.
Συγκρίνοντας την εποχή μας με την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων του 20ου αιώνα, όπου η χειραφέτηση ήταν γραμμένη στη συνείδηση των ανθρώπων με το όνομα Σοσιαλισμός και το σύνθημα για μια σοσιαλιστική ενωμένη Ευρώπη ήταν συνδεμένο με την άμεση προοπτική ενός μεγάλου πανευρωπαϊκού κύματος κοινωνικών επαναστάσεων, οφείλουμε να αντλήσουμε σοβαρά συμπεράσματα από τις εμπειρίες εκείνες. Η πορεία προς την κοινωνική χειραφέτηση δεν θα είναι μία διαδικασία «μια κι έξω» αλλά θα συνδεθεί με μια μεγάλη περίοδο μετάβασης.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες, το ερώτημα αφορά στους προσφορότερους δρόμους μετάβασης, την πολιτική εκείνη που θα μπορούσε να δώσει προοδευτικό περιεχόμενο στις απαιτήσεις αυτής της σημερινής διάσπαρτης κοινωνικής πλειοψηφίας προάγοντας τη συγκρότησή της.
Το στοιχείο του δημοκρατισμού, ο στόχος μιας δημοκρατικής Ευρώπης, και οι αντίστοιχες πολιτικές και πρακτικές, μπορούν στις σημερινές συνθήκες να οικοδομηθούν και να δώσουν προοδευτική διέξοδο στα βασικά κομβικά ζητήματα που θέτουν με επιμονή πολύ μεγάλα τμήματα των λαών και των κοινωνιών στην Ευρώπη.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα) μάς απασχολεί ιδιαίτερα η εξέλιξη της αποσυνθετικής κρίσης της Ε.Ε. Να αποτραπεί μια κονιορτοποίηση της Ευρώπης σε ανίσχυρα αντιμαχόμενα μέρη βορά των ισχυρών δυνάμεων. Σε αντίθεση με τις ελίτ που δεν αναφέρονται παρά σε οπισθοδρομικούς ετερόκλητους όχλους, οφείλουμε να εμπνευστούμε από τη δυνατότητα οι λαοί της Ευρώπης, οι οποίοι ήδη αντιδρούν απέναντι στην ευρωκρατία σε ηπειρωτική κλίμακα, να μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος ενός εγχειρήματος για μια δημοκρατική Ευρώπη.
Κρίση υπόστασης της Ελλάδας και δυνατότητες διεξόδου – Η ευρωπαϊκή διάσταση
Το κεντρικό θέμα που ορίζει την οπτική μας, είναι η διέξοδος της χώρας από την κρίση υπόστασης στην οποία βρίσκεται. Κρίση διπλή, που την έχει υποβιβάσει σε ένα καθεστώς αποικιοποίησης, αλλά που εξελίσσεται ταυτόχρονα και στο επίπεδο των απειλών έναντι της ακεραιότητας και της κυριαρχίας της.
Η κρίση αυτή εκδηλώνεται σε πολύ σύνθετες συνθήκες και μέσα σε ένα αποσταθεροποιημένο διεθνές περιβάλλον, ιδιαίτερα στην περιοχή μας (Μ. Ανατολή, Ανατολική Μεσόγειος, Βαλκάνια). Στην περιοχή, συγκρούονται με αυξανόμενη ένταση –και την αποσταθεροποιούν– οι μεγάλοι παίκτες. Οι δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Ε.Ε.) με τα δικά τους ξεχωριστά ανταγωνιστικά σχέδια, επιχειρούν να περικυκλώσουν τη Ρωσία που και αυτή επιδιώκει να κατοχυρώσει τις δικές της ζώνες επιρροής. Η Κίνα, επίσης κάνει αυξανόμενα υπολογίσιμη την παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή.
Την ίδια στιγμή, η φθορά της ισχύος των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης, αφήνει σοβαρά περιθώρια για τον αυτόνομο ρόλο περιφερειακών δυνάμεων και, σε ό,τι μας αφορά άμεσα και καθοριστικά, της Τουρκίας. Έτσι, αυξάνεται σοβαρά η εθνική απειλή από το τουρκικό κράτος, ιδιαίτερα μέσα στο αβέβαιο πλαίσιο των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Ε.Ε. (και ειδικότερα με τη Γερμανία).
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οι δυνάμεις που κυριαρχούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και το διαμορφώνουν, ακολουθούν μια παθητική πολιτική, υποτελή στις θελήσεις των δυτικών δυνάμεων εναποθέτοντας τις τύχες της χώρας στις δικές τους βουλές. Η ιδεολογία τους, κυρίως ο ελληνικής κοπής «ευρωπαϊσμός», υποστυλώνει τις προσπάθειες επιβολής του παγκοσμιοποιητικού ολοκληρωτισμού, και στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας μας έχει αιχμή το αδυνάτισμα της εθνκής υπόστασης και την αποδιάρθρωση των αντιστάσεων στο εθνικό επίπεδο. Η ανάγκη μετώπου απέναντι σε αυτή την ιδεολογία, είναι καθοριστικής σημασίας.
Το πρόβλημα που συνοδεύει το Ελληνικό κράτος από τη γέννησή του, η θέση της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι, επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα. Επηρεάζει καθοριστικά τη συνοχή, τη δυναμική, το φρόνημα και τις ιδέες των κοινωνικών δυνάμεων που θέλουν μια άλλη πορεία, μια διέξοδο για την κοινωνία και την χώρα.
Αυτοί οι όροι του προβλήματος, θέτουν επιτακτικά την ανάγκη συνείδησης των σύνθετων προϋποθέσεων που απαιτεί μια πολιτική διεξόδου. Τόσο οι γενικοί όροι του καθεστώτος της παγκοσμιοποίησης, αλλά ακόμα περισσότερο η ειδική συγκεκριμένη γεωπολιτική θέση της χώρας, υπογραμμίζουν ότι το κομβικό θέμα της εξασφάλισης όρων αυτονομίας άσκησης πολιτικής, της εξασφάλισης δηλαδή κυριαρχίας μέσα στις σημερινές συνθήκες, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μία συνολική μετωπική «μια και έξω» λογική ρήξης με τα πολλαπλά κέντρα που δυναστεύουν τη χώρα. Τα εύκολα και συνθηματικά «έξω από…» είναι σήμερα κενά περιεχομένου γιατί παραβλέπουν την ανάγκη συνολικών απαντήσεων που περιλαμβάνουν μια σοβαρή τοποθέτηση στο θέμα «μέσα σε τι, με ποιόν τρόπο και με ποιούς όρους μετάβασης».
Απαιτείται μια ιδιαίτερα σύνθετη, δύσκολη στρατηγική μετάβασης, πολιτική παρατεταμένου αγώνα που θα κινητοποιεί τις δυνατότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε πολλαπλά επίπεδα, και στο οικονομικό, και στο γεωπολιτικό/πολιτικό και στο πολιτισμικό/διανοητικό.
Μέσα σε αυτή την οπτική, πρέπει να αξιολογείται και η τάση προς την πολυπολικότητα του σημερινού κόσμου. Ένας κόσμος με πολλαπλά κέντρα ισχύος είναι προτιμότερος από την μονοκρατορία της Δύσης γιατί μπορεί να παράσχει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας επιλογών σε ένα εγχείρημα κυριαρχίας. Όμως, αυτό προϋποθέτει την ενεργητική ύπαρξη ενός εθνικού δρόμου κυριαρχίας δεν μπορεί να τον υποκαθιστά.
Τι μπορεί και πρέπει να γίνει και με ποιές δυνάμεις – Ο «Κανένας»
Ο «Κανένας», όπως έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στα πολιτικά πράγματα, αποτελεί έκφραση της μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας, της παρατεταμένης δυσπιστίας, καταρχάς προς το πολιτικό σύστημα. Βασίζεται στον λαϊκό ριζοσπαστισμό και έβρισκε κάθε φορά τρόπους να εκφραστεί σε σημαντικά γεγονότα (π.χ. αντιμνημονιακό κίνημα, πλατείες, παρελάσεις, αλλά και στο μακεδονικό ζήτημα).
Σε κάθε περίπτωση, βρέθηκε πιο μπροστά από αυτόκλητες πρωτοπορίες, κόμματα, συνδικάτα κ.λπ. Γιατί ενώ εκείνες, είτε συμβιβασμένες είτε κολλημένες σε θεωρητικά σχήματα, δεν καταλάβαιναν σχεδόν τίποτα από όσα κάθε φορά παίζονταν, αυτός είδε πιο καθαρά αντιπάλους και κινδύνους, πρόβαλε πιο καθολικά αιτήματα (πραγματική δημοκρατία, εναντίωση στο πολιτικό σύστημα, όχι στα τελεσίγραφα της ευρωκρατίας, όχι στις επιταγές του ΝΑΤΟ και στα εθνικά ξεπουλήματα κ.λπ.).
Σήμερα, ο «Κανένας» δίνει το παρών του σε όλες τις δημοσκοπήσεις με την πλειοψηφικά αρνητική απάντηση που αυθόρμητα δίνει στις ερωτήσεις για καλύτερο κόμμα, καταλληλότερο πρωθυπουργό κ.λπ.
Σήμερα, βέβαια, οι όροι είναι πολύ πιο δύσκολοι απ’ ότι την περίοδο 2010-2012. Ακόμα, όμως, και μέσα σε αυτές τις συνθήκες γενικευμένου αποπροσανατολισμού, το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να είναι απαξιωμένο στη συνείδηση πλειοψηφικών λαϊκών στρωμάτων. Πορευόμαστε προς τις εκλογές μέσα σε υποτονικό κλίμα, χωρίς να εμφανίζονται ισχυρά ρεύματα υποστήριξης. Το πολιτικό σκηνικό είναι ασταθές και, παρά την καταιγιστική προπαγάνδα, τα πράγματα δεν κινούνται προς μία κανονικότητα. Επιπλέον, η σύμπλεξη της κοινωνικής δυσφορίας, με την οργή απέναντι στην κυβερνητική πολιτική για σημαντικά εθνικά θέματα, έδειξε δυνατότητες μεγάλης και πλατιάς κινητοποίησης.
Η κατάσταση βοά για την ανάγκη μιας συνολικής πρότασης διεξόδου και το πολιτικό σύστημα επιμένει να είναι εντελώς αναντίστοιχο προς αυτή και να αγνοεί τα «θέλω» του κόσμου. Διαθέτουμε εντυπωσιακή αφθονία ψηφοδελτίων και υποψηφίων, αλλά ο «Κανένας» είναι εξορισμένος από όλα αυτά. Ούτε τα ψηφοδέλτια των δυνάμεων που αναφέρονται κριτικά προς τη συστημική πολιτική ασχολούνται με τα «θέλω» του και τις απαιτήσεις που εκείνος διατυπώνει. Οι κριτικές τους είναι άσφαιρες, απουσιάζει η συνείδηση των απαιτήσεων μιας πολιτικής διεξόδου και οι επιδιώξεις εξαντλούνται στην κομματική καταγραφή και στην επιβίωση των μηχανισμών.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση λοιπόν, η ψήφιση του «Κανένα» είναι επιλογή ουσίας. Δεν αρχίζει και τελειώνει στην κάλπη, αλλά επιδιώκει να συμβάλει και να υποστηρίξει μια πολιτική διεξόδου που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην προαγωγή της πολιτικής συγκρότησης του λαϊκού παράγοντα.
Για τις αυτοδιοικητικές εκλογές
Στις 26 Μαΐου, μαζί με τις ευρωεκλογές, διεξάγεται και ο πρώτος γύρος των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.
Το πολιτικό σύστημα, με τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων χρόνων, μετατρέπει το πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης σε αντιδημοκρατικό μηχανισμό «ετεροδιοίκησης» και αφαίρεσης πόρων, αλλά και σε μηχανισμό επιβολής του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που προωθεί η Ε.Ε.
Η δημόσια συζήτηση για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οριοθετείται από τα κόμματα και τα συστημικά ΜΜΕ με τρόπο που μεταφέρει όλες τις παθογένειες της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Απουσιάζει, και σε αυτό το επίπεδο, οποιαδήποτε ουσιαστική πρόταση για την πολιτική, τη δημοκρατία, την αυτοδιοίκηση και την τοπικότητα, ενώ η συμμετοχή των πολιτών οργανώνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, με τρόπο που έχει τη σφραγίδα του πολιτικαντισμού και της μικροκομματικής ιδιοτέλειας.
Παρ’ όλα αυτά, το τοπικό πεδίο εξακολουθεί και παραμένει προνομιακό για περισσότερο ακηδεμόνευτες και ανεξάρτητες φωνές και εκφράσεις, οι οποίες δεν εκφράζονται απαραίτητα, ή αποκλειστικά, μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες. Κριτήριο ψήφου θα πρέπει να είναι η ενίσχυση, όπου υπάρχουν, προσπαθειών που είναι τίμιες, κινούνται πέρα από τα καθιερωμένα, αποφεύγουν τον εναγκαλισμό συστημικών κομμάτων και μεγαλοεπιχειρηματιών. Προσπαθειών που δεν ενδιαφέρονται αποκλειστικά για μια κομματική καταγραφή, έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για τον τόπο τους, έχουν κάτι να πουν και να προτείνουν, βασίζονται στη συμμετοχή και στη δημοκρατία. Όπου δεν υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες, δεν βοηθά η λογική του «μικρότερου κακού» ή του διαρκούς ψαλιδίσματος απαιτήσεων και προσδοκιών.
Δείτε εδώ υλικά της πρόσφατης πανελλαδικής συνάντησης της ΚΟΕ και ειδικότερα το κείμενο συζήτησης όπου αναλύονται περισσότερο και κάποια από τα θέματα της ανακοίνωσης. Πείτε τη γνώμη σας, ελάτε σε επαφή μαζί μας.
Πηγή: koel.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου