Σταύρος Λυγερός
Προετοιμαζόμενος για τη συνάντησή του με τον Τραμπ στο περιθώριο των G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να ελπίζει κάτι καλύτερο από τις δηλώσεις που έκανε μετά τη συνομιλία τους ο Αμερικανός πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, ο τελευταίος δικαιολόγησε απολύτως τη στάση του Τούρκου ομολόγου του στο επίμαχο ζήτημα των ρωσικών S-400, ελπίζοντας ότι θα τον επαναφέρει στο δυτικό "μαντρί".
Είναι γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο "δικηγόρο" για την πολιτική του. Κι αυτό, όταν σε όλους τους τόνους όχι μόνο κορυφαία στελέχη του Κογκρέσου, αλλά και υπουργοί του έχουν υπογραμμίσει σε όλους τους τόνους ότι S-400 και F-35 δεν πάνε μαζί. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι εάν οι δηλώσεις Τραμπ σηματοδοτούν μία αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής στο ζήτημα των S-400, ή αντιθέτως πρόκειται για λόγια, που θα μείνουν χωρίς αντίκρισμα. Όσοι το προεξοφλούν επικαλούνται δικαίως το ζήτημα της αποχώρησης των Αμερικανών στρατιωτών από τη βορειοανατολική Συρία, την οποία ελέγχουν οι Κούρδοι.
Υπενθυμίζουμε ότι και τότε ο Τραμπ, υπό την επήρεια του Ερντογάν, είχε ανακοινώσει την αποχώρησή τους, αλλά μετά, υπό το κράτος των πιέσεων του αμερικανικού "βαθέος κράτους", είχε υπαναχωρήσει. Θα συμβεί, άραγε, το ίδιο και με τους S-400; Κανείς δεν μπορεί να είναι κατηγορηματικός. Σωστά επισημαίνει ο Μιχάλης Ιγνατίου ότι η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, που αντανακλά τη θεσμική έκφραση της αμερικανικής Προεδρίας είναι πολύ πιο μετρημένη και κυρίως πολύ πιο κοντά στο μήνυμα που εξέπεμπε η Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα πριν τη συνάντηση των δύο προέδρων.
Όσο κι αν ο Πρόεδρος στις ΗΠΑ έχει αυξημένες εξουσίες, είναι αποδεδειγμένο πως δεν μπορεί να παρακάμψει το Κογκρέσο και τους μηχανισμούς του "βαθέος κράτους", εάν αυτοί είναι σύσσωμοι απέναντί του. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά όχι μόνο στην προαναφερθείσα περίπτωση της Συρίας, αλλά κυρίως στο στρατηγικής σημασίας ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία.
Ο Τραμπ είχε πριν εκλεγεί πρόεδρος καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να προσεγγίσει τον Πούτιν, με σκοπό να δημιουργήσει ένα είδος γεωπολιτικής περικύκλωσης της Κίνας. Να κάνει, δηλαδή, το αντίστροφο από ό,τι είχε κάνει το δίδυμο Νίξον-Κίσσινγκερ τη δεκαετία του 1970, όταν είχε προσεγγίσει την υπανάπτυκτη τότε Κίνα του Μάο για να περικυκλώσει την τότε Σοβιετική Ένωση. Και όταν εξελέγη το προσπάθησε, αλλά προσέκρουσε στα ποικίλα εμπόδια που τους έθεσαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Προφανώς, στην Ουάσιγκτον θα ζητωκραύγαζαν την επιστροφή της Τουρκίας στο δυτικό "μαντρί". Ακόμα θυμούνται την τραυματική για τις ΗΠΑ απώλεια του Ιράν το 1979. Το ερώτημα είναι εάν η προσωπική διπλωματία του Τραμπ είναι ικανή να επιτύχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όπως δείχνει να πιστεύει ο Αμερικανός πρόεδρος. Τα αντικειμενικά δεδομένα δεν δικαιολογούν την προσδοκία του.
Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα είναι πλέον πολύ βαθύ και δεν θα γεφυρωνόταν οριστικά, ακόμα και εάν η 'Άγκυρα υποχωρούσε στο ζήτημα των S-400. Από "αγαπημένο παιδί" της Δύσης, ο Ερντογάν άρχισε να μετατρέπεται σταδιακά σε "ύποπτο", όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα για τον ρόλο της Τουρκίας. Όταν φάνηκε ότι δεν την ήθελε ούτε ακροτελεύτιο κρίκο στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, ούτε "γέφυρα" της Δύσης προς τον μουσουλμανικό κόσμο, όπως φαντασιωνόταν η κυβέρνηση Ομπάμα. Όταν φάνηκε ότι την ήθελε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία να κάνει παιχνίδι για τον εαυτό της, συνεργαζόμενη με τη Δύση, αλλά και με άλλες δυνάμεις.
Ο Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του από το 2012, μετά την οριστική νίκη του στον δεκαετή άτυπο πόλεμο με το μετακεμαλικό "βαθύ κράτος". Όταν οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την τάση γεωστρατηγικής αυτονόμησής του, του έστειλαν το απειλητικό μήνυμα με την έρευνα για διαφθορά που διεξήγαγε το ελεγχόμενο από τους ίδιους δίκτυο Γκιουλέν στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους.
Αντί, όμως, ο Ερντογάν να σπεύσει να υποκύψει και να προσαρμοσθεί, κήρυξε τον πόλεμο και άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο Γκιουλέν και εμμέσως πλην σαφώς την επιρροή των Αμερικανών στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, το οποίο έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για μαζικές εκκαθαρίσεις όχι μόνο στον σκληρό πυρήνα του κράτους, αλλά σ' όλο το εύρος των μηχανισμών, ακόμα και στα πανεπιστήμια.
Σημαντικό, ίσως και καθοριστικό ρόλο για να πάρουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις την τροπή που πήραν ήταν και το Κουρδικό. Για να ξηλώσει τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής, ο Ερντογάν έπαιξε δυνατά όχι μόνο το χαρτί της συνωμοσίας του Γκιουλέν, αλλά και το χαρτί της απειλής ακρωτηριασμού της Τουρκίας. Καλλιέργησε αυτό το αφήγημα, επικαλούμενος την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας ως απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους.
Για τους Τούρκους η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία εκ των πραγμάτων θα θέσει σε αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα και της χώρας τους. Το PYD/YPG συνεχίζει να αποτελεί παρακλάδι του PKK, έστω κι αν οι Δυτικοί, για προφανείς λόγους, ισχυρίζονται το αντίθετο. Το πραξικόπημα του 2016, μάλιστα, έπεισε οριστικά τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο και επιδιώκουν την ανατροπή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον, η πεποίθηση πως οι Αμερικανοί τον έχουν προγράψει, καθιστά μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό με τον Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος που όσο θα βρίσκεται στο τιμόνι, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, ακόμα και αν οι ΗΠΑ αποδέχονταν τις απαιτήσεις της στη Συρία.
Αποτέλεσμα όλων αυτών και ειδικά του αποτυχημένου πραξικοπήματος ήταν, επίσης, ότι η Τουρκία οδηγήθηκε σε μία δεύτερη μεταπολίτευση. Η πρώτη ήταν η δεκαετής μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στο νεοοθωμανικό. Η δεύτερη ήταν η μετάλλαξη του νεοοθωμανικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς, όπου δεσπόζει η προσωπικότητα του Ερντογάν και γύρω της έχουν συσπειρωθεί οι αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας.
Στο μετακεμαλικό καθεστώς κυριαρχούσε συλλογικά μία ελίτ. Στο νεοθωμανικό ρεύμα ο Ερντογάν ήταν ο ηγέτης, αλλά συγκυβερνούσε μία ηγετική ομάδα και ατύπως από κοινού με το δίκτυο Γκιουλέν. Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10-15 χρόνια. Ηγετικά πρόσωπα, όπως π.χ. ο Γκιούλ, ο Αρίντς και ο Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί και --σύμφωνα με πληροφορίες-- θα ενεργοποιηθούν πολιτικά εναντίον του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Ο Ερντογάν, λοιπόν, από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του κόμματός του, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς, καθώς και από στελέχη του παραδοσιακού "βαθέος κράτους", τα οποία είναι φορείς αντιδυτικής ιδεολογίας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν (όχι αδικαιολόγητα) δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται, όπως προανέφερα, δεν πρόκειται να επιστρέψει στο "μαντρί" ό,τι κι αν του προσφέρουν. Έχει συνείδηση πως εάν επιστρέψει θα είναι όμηρος, τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν για να μεθοδευθεί η αντικατάστασή του.
Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος ποτέ δεν πρόκειται να πει ρητά ότι τα σπάει με τη Δύση. Το λέει, όμως, με τις πράξεις του. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό στο πολιτικό επίπεδο με τη ρητορική του καλλιεργεί συστηματικά τον αντιαμερικανισμό. Στο δε ιδεολογικό επίπεδο χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινωνία.
Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη "βαθιά Τουρκία". Κι αυτό δεν θα αλλάξει ριζικά ακόμα κι αν η πολιτική φθορά του Τούρκου προέδρου, λόγω και της οικονομικής κρίσης, ενταθεί. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση.
Το ζήτημα των S-400 απλώς έφερε τον κόμπο στο χτένι. Εάν ο Τραμπ τελικώς υποχωρήσει και --ολίγον πιθανό-- επιβάλει αυτή την απόφασή του στην Ουάσιγκτον, ο Ερντογάν θα δρέψει την κορυφαία διπλωματική επιτυχία του. Δεν πρόκειται, όμως, η Τουρκία να επανέλθει στη δυτική "αγκαλιά". Θα συνεχίζει να το παίζει σε δύο ταμπλό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ΗΠΑ, θα αναγκασθούν σε επόμενη φάση --αργά ή γρήγορα-- να κάνουν με μία άλλη αφορμή, αυτό που ο Τραμπ απέφυγε να κάνει τώρα. Θα έχουν, ωστόσο, υποστεί μία βαριά διπλωματική ήττα με ευρύτερες συνέπειες για το κύρος τους.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Προετοιμαζόμενος για τη συνάντησή του με τον Τραμπ στο περιθώριο των G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να ελπίζει κάτι καλύτερο από τις δηλώσεις που έκανε μετά τη συνομιλία τους ο Αμερικανός πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, ο τελευταίος δικαιολόγησε απολύτως τη στάση του Τούρκου ομολόγου του στο επίμαχο ζήτημα των ρωσικών S-400, ελπίζοντας ότι θα τον επαναφέρει στο δυτικό "μαντρί".
Είναι γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο "δικηγόρο" για την πολιτική του. Κι αυτό, όταν σε όλους τους τόνους όχι μόνο κορυφαία στελέχη του Κογκρέσου, αλλά και υπουργοί του έχουν υπογραμμίσει σε όλους τους τόνους ότι S-400 και F-35 δεν πάνε μαζί. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι εάν οι δηλώσεις Τραμπ σηματοδοτούν μία αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής στο ζήτημα των S-400, ή αντιθέτως πρόκειται για λόγια, που θα μείνουν χωρίς αντίκρισμα. Όσοι το προεξοφλούν επικαλούνται δικαίως το ζήτημα της αποχώρησης των Αμερικανών στρατιωτών από τη βορειοανατολική Συρία, την οποία ελέγχουν οι Κούρδοι.
Υπενθυμίζουμε ότι και τότε ο Τραμπ, υπό την επήρεια του Ερντογάν, είχε ανακοινώσει την αποχώρησή τους, αλλά μετά, υπό το κράτος των πιέσεων του αμερικανικού "βαθέος κράτους", είχε υπαναχωρήσει. Θα συμβεί, άραγε, το ίδιο και με τους S-400; Κανείς δεν μπορεί να είναι κατηγορηματικός. Σωστά επισημαίνει ο Μιχάλης Ιγνατίου ότι η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, που αντανακλά τη θεσμική έκφραση της αμερικανικής Προεδρίας είναι πολύ πιο μετρημένη και κυρίως πολύ πιο κοντά στο μήνυμα που εξέπεμπε η Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα πριν τη συνάντηση των δύο προέδρων.
Όσο κι αν ο Πρόεδρος στις ΗΠΑ έχει αυξημένες εξουσίες, είναι αποδεδειγμένο πως δεν μπορεί να παρακάμψει το Κογκρέσο και τους μηχανισμούς του "βαθέος κράτους", εάν αυτοί είναι σύσσωμοι απέναντί του. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά όχι μόνο στην προαναφερθείσα περίπτωση της Συρίας, αλλά κυρίως στο στρατηγικής σημασίας ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία.
Ο Τραμπ είχε πριν εκλεγεί πρόεδρος καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να προσεγγίσει τον Πούτιν, με σκοπό να δημιουργήσει ένα είδος γεωπολιτικής περικύκλωσης της Κίνας. Να κάνει, δηλαδή, το αντίστροφο από ό,τι είχε κάνει το δίδυμο Νίξον-Κίσσινγκερ τη δεκαετία του 1970, όταν είχε προσεγγίσει την υπανάπτυκτη τότε Κίνα του Μάο για να περικυκλώσει την τότε Σοβιετική Ένωση. Και όταν εξελέγη το προσπάθησε, αλλά προσέκρουσε στα ποικίλα εμπόδια που τους έθεσαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Επιστροφή στο δυτικό "μαντρί"
Προφανώς, στην Ουάσιγκτον θα ζητωκραύγαζαν την επιστροφή της Τουρκίας στο δυτικό "μαντρί". Ακόμα θυμούνται την τραυματική για τις ΗΠΑ απώλεια του Ιράν το 1979. Το ερώτημα είναι εάν η προσωπική διπλωματία του Τραμπ είναι ικανή να επιτύχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όπως δείχνει να πιστεύει ο Αμερικανός πρόεδρος. Τα αντικειμενικά δεδομένα δεν δικαιολογούν την προσδοκία του.
Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα είναι πλέον πολύ βαθύ και δεν θα γεφυρωνόταν οριστικά, ακόμα και εάν η 'Άγκυρα υποχωρούσε στο ζήτημα των S-400. Από "αγαπημένο παιδί" της Δύσης, ο Ερντογάν άρχισε να μετατρέπεται σταδιακά σε "ύποπτο", όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα για τον ρόλο της Τουρκίας. Όταν φάνηκε ότι δεν την ήθελε ούτε ακροτελεύτιο κρίκο στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, ούτε "γέφυρα" της Δύσης προς τον μουσουλμανικό κόσμο, όπως φαντασιωνόταν η κυβέρνηση Ομπάμα. Όταν φάνηκε ότι την ήθελε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία να κάνει παιχνίδι για τον εαυτό της, συνεργαζόμενη με τη Δύση, αλλά και με άλλες δυνάμεις.
Ο Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του από το 2012, μετά την οριστική νίκη του στον δεκαετή άτυπο πόλεμο με το μετακεμαλικό "βαθύ κράτος". Όταν οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την τάση γεωστρατηγικής αυτονόμησής του, του έστειλαν το απειλητικό μήνυμα με την έρευνα για διαφθορά που διεξήγαγε το ελεγχόμενο από τους ίδιους δίκτυο Γκιουλέν στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους.
Αντί, όμως, ο Ερντογάν να σπεύσει να υποκύψει και να προσαρμοσθεί, κήρυξε τον πόλεμο και άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο Γκιουλέν και εμμέσως πλην σαφώς την επιρροή των Αμερικανών στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, το οποίο έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για μαζικές εκκαθαρίσεις όχι μόνο στον σκληρό πυρήνα του κράτους, αλλά σ' όλο το εύρος των μηχανισμών, ακόμα και στα πανεπιστήμια.
Ο ρόλος του Κουρδικού
Σημαντικό, ίσως και καθοριστικό ρόλο για να πάρουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις την τροπή που πήραν ήταν και το Κουρδικό. Για να ξηλώσει τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής, ο Ερντογάν έπαιξε δυνατά όχι μόνο το χαρτί της συνωμοσίας του Γκιουλέν, αλλά και το χαρτί της απειλής ακρωτηριασμού της Τουρκίας. Καλλιέργησε αυτό το αφήγημα, επικαλούμενος την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας ως απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους.
Για τους Τούρκους η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία εκ των πραγμάτων θα θέσει σε αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα και της χώρας τους. Το PYD/YPG συνεχίζει να αποτελεί παρακλάδι του PKK, έστω κι αν οι Δυτικοί, για προφανείς λόγους, ισχυρίζονται το αντίθετο. Το πραξικόπημα του 2016, μάλιστα, έπεισε οριστικά τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο και επιδιώκουν την ανατροπή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον, η πεποίθηση πως οι Αμερικανοί τον έχουν προγράψει, καθιστά μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό με τον Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος που όσο θα βρίσκεται στο τιμόνι, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, ακόμα και αν οι ΗΠΑ αποδέχονταν τις απαιτήσεις της στη Συρία.
Η δεύτερη μεταπολίτευση
Αποτέλεσμα όλων αυτών και ειδικά του αποτυχημένου πραξικοπήματος ήταν, επίσης, ότι η Τουρκία οδηγήθηκε σε μία δεύτερη μεταπολίτευση. Η πρώτη ήταν η δεκαετής μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στο νεοοθωμανικό. Η δεύτερη ήταν η μετάλλαξη του νεοοθωμανικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς, όπου δεσπόζει η προσωπικότητα του Ερντογάν και γύρω της έχουν συσπειρωθεί οι αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας.
Στο μετακεμαλικό καθεστώς κυριαρχούσε συλλογικά μία ελίτ. Στο νεοθωμανικό ρεύμα ο Ερντογάν ήταν ο ηγέτης, αλλά συγκυβερνούσε μία ηγετική ομάδα και ατύπως από κοινού με το δίκτυο Γκιουλέν. Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10-15 χρόνια. Ηγετικά πρόσωπα, όπως π.χ. ο Γκιούλ, ο Αρίντς και ο Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί και --σύμφωνα με πληροφορίες-- θα ενεργοποιηθούν πολιτικά εναντίον του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Ο Ερντογάν, λοιπόν, από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του κόμματός του, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς, καθώς και από στελέχη του παραδοσιακού "βαθέος κράτους", τα οποία είναι φορείς αντιδυτικής ιδεολογίας.
Το καθεστώς Ερντογάν και το τουρκικό συμφέρον
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν (όχι αδικαιολόγητα) δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται, όπως προανέφερα, δεν πρόκειται να επιστρέψει στο "μαντρί" ό,τι κι αν του προσφέρουν. Έχει συνείδηση πως εάν επιστρέψει θα είναι όμηρος, τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν για να μεθοδευθεί η αντικατάστασή του.
Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος ποτέ δεν πρόκειται να πει ρητά ότι τα σπάει με τη Δύση. Το λέει, όμως, με τις πράξεις του. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό στο πολιτικό επίπεδο με τη ρητορική του καλλιεργεί συστηματικά τον αντιαμερικανισμό. Στο δε ιδεολογικό επίπεδο χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινωνία.
Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη "βαθιά Τουρκία". Κι αυτό δεν θα αλλάξει ριζικά ακόμα κι αν η πολιτική φθορά του Τούρκου προέδρου, λόγω και της οικονομικής κρίσης, ενταθεί. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση.
Το ζήτημα των S-400 απλώς έφερε τον κόμπο στο χτένι. Εάν ο Τραμπ τελικώς υποχωρήσει και --ολίγον πιθανό-- επιβάλει αυτή την απόφασή του στην Ουάσιγκτον, ο Ερντογάν θα δρέψει την κορυφαία διπλωματική επιτυχία του. Δεν πρόκειται, όμως, η Τουρκία να επανέλθει στη δυτική "αγκαλιά". Θα συνεχίζει να το παίζει σε δύο ταμπλό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ΗΠΑ, θα αναγκασθούν σε επόμενη φάση --αργά ή γρήγορα-- να κάνουν με μία άλλη αφορμή, αυτό που ο Τραμπ απέφυγε να κάνει τώρα. Θα έχουν, ωστόσο, υποστεί μία βαριά διπλωματική ήττα με ευρύτερες συνέπειες για το κύρος τους.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου