Σταύρος Λυγερός
Με την απόσταση των τριών χρόνων που έχουν περάσει από την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν, επιβεβαιώθηκε αυτό που είχε γρήγορα γίνει εμφανές. Το γεγονός εκείνο αποτελεί καθοριστική καμπή στην ιστορία της Τουρκίας. Το πραξικόπημα του 2016 χρησιμοποιήθηκε από τον Τούρκο πρόεδρο ως πολιτικό εργαλείο για να προβεί σε μαζικές εκκαθαρίσεις όχι μόνο στο ευρύτερο κράτος, αλλά ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Εκκαθαρίσεις που του επέτρεψαν να κερδίσει -έστω και οριακά- το δημοψήφισμα του Απριλίου 2017 και τις εκλογές του Ιουνίου 2018. Με άλλα λόγια, να μετατραπεί σε απόλυτο σχεδόν κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή της γείτονος.
Δεν είναι ακόμα απολύτως σαφές τι ακριβώς συνέβη στις 16 Ιουλίου 2016. Ισχύει το επίσημο σενάριο ότι ο Ερντογάν δεν γνώριζε τίποτα; Ή μήπως πληροφορήθηκε εγκαίρως για τις κινήσεις των πραξικοπηματιών και τις άφησε να εξελιχθούν, έχοντας, όμως, πάρει τα μέτρα του και για την αποτελεσματική καταστολή; Έτσι θα είχε την πολιτικά νομιμοποιητική δικαιολογία για το πογκρόμ που σχεδίαζε. Υπάρχει, τέλος, και το σενάριο που υποστηρίζει ότι η όλη απόπειρα ήταν στημένη από το βαθύ ερντογανικό κράτος.
Ό,τι και να έχει συμβεί, είναι αληθές πως η απειλή πραξικοπήματος συνόδευε τον Ερντογάν από την πρώτη στιγμή που το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές του 2002 και σχημάτισε κυβέρνηση. Το μετακεμαλικό καθεστώς έλεγχε τότε όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και την αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες, το δικαστικό σώμα και τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ο αρχηγός του, όμως, είχαν ένα σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα που εκείνα τα κρίσιμα χρόνια τους βοήθησε να επιβιώσουν στην εξουσία και σταδιακά να θέσουν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμους τομείς του κράτους. Η Δύση αντιμετώπιζε τον Ερντογάν σαν εκφραστή ενός ήπιου και κυρίως δυτικόφιλου πολιτικού Ισλάμ. Προσδοκούσε αφενός την αποδόμηση με δημοκρατικό τρόπο του αυταρχικού και αρτηριοσκληρωτικού καθεστώτος, αφετέρου την ανάδειξη της Τουρκίας σε πρότυπο για τις άλλες μουσουλμανικές χώρες.
Ας σημειωθεί ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υποστήριζε σαφώς την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ πριν σχηματίσει κυβέρνηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, μάλιστα, ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις για μέτρα εκδημοκρατισμού, σαν μέσο αποδυνάμωσης της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και κατ' αντιδιαστολή σαν μέσο ενίσχυσης της δικής του εξουσίας. Προβάλλοντας τις αναγκαίες για την προώθηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταρρυθμίσεις, κατάφερε να ξηλώσει σταδιακά το θεσμικό-νομικό πλέγμα, μέσω του οποίου οι στρατηγοί ποδηγετούσαν την πολιτική ζωή.
Παρά τις αλλεπάλληλες συνωμοσίες, αφενός οι αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες των νεοοθωμανών, αφετέρου η αμερικανική εύνοια λειτούργησαν εκείνα τα χρόνια σαν ομπρέλα προστασίας και από τις απόπειρες πραξικοπήματος και από τις δικαστικές διώξεις. Υπενθυμίζουμε ότι ο εισαγγελέας του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε ζητήσει να κηρυχθεί εκτός νόμου το κυβερνών κόμμα και να απαγορευθεί η πολιτική δραστηριότητα στον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν, στον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Γκιούλ και στα σημαντικότερα στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν θα κατάφερνε να ελέγξει σταδιακά κρίσιμους μηχανισμούς, όπως η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες, εάν δεν είχε στο πλευρό της το δίκτυο του Φετουλά Γκιουλέν. Ο Γκιουλέν είναι ιμάμης, ηγέτης μίας αδελφότητας, η οποία στην Τουρκία ήλεγχε τράπεζα, επιχειρήσεις, ΜΜΕ, πανεπιστήμιο και ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Επίσης ελέγχει ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων και φροντιστηρίων σε δεκάδες χώρες.
Η εν λόγω αδελφότητα είχε με συνωμοτικό τρόπο καταφέρει να διεισδύσει στους κρατικούς μηχανισμούς. Έτσι, στην κρίσιμη περίοδο τους έθεσε υπό έλεγχο και βοήθησε αποφασιστικά την κυβέρνηση Ερντογάν να εξαρθρώσει συνωμοσίες του κεμαλικού “βαθέος κράτους” και να εδραιώσει την εξουσία της. Ο Γκιουλέν είχε διωχθεί από το μετακεμαλικό καθεστώς στη δεκαετία του 1990 και είχε καταφύγει στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Αν και δεν ομολογείται είναι κοινός τόπος πως η Ουάσιγκτον χρησιμοποιούσε τον ιμάμη και το δίκτυό του για να επηρεάζει, αν όχι να διαμορφώνει τις πολιτικές ισορροπίες στην Τουρκία.
Το 2012 ο Ερντογάν είχε καταφέρει όχι μόνο να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση, συλλαμβάνοντας και διώκοντας δικαστικά στρατηγούς και άλλα σημαντικά στελέχη του μετακεμαλικού κατεστημένου. Το ένα μετά το άλλο τα οχυρά των κεμαλιστών στο κράτος έπεσαν στα χέρια των νεοοθωμανών. Κατάφερε να προσεταιριστεί κάποιους ανώτατους αξιωματικούς και μέσω αυτών να προκαλέσει σημαντικά ρήγματα στη μονοκρατορία των κεμαλιστών στο Γενικό Επιτελείο.
Όταν ο Ερντογάν θεώρησε πως κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού κατεστημένου, άρχισε να συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στα χέρια του και να μετατρέπεται σαν σύγχρονος σουλτάνος. Παραλλήλως, άρχισε να ξεδιπλώνει την ατζέντα του αφενός για τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής, αφετέρου για να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγέτη του μεταοθωμανικού χώρου και σε σχετικά αυτόνομη από τις ΗΠΑ περιφερειακή δύναμη.
Ο διογκούμενος αυταρχισμός του παρόξυνε όχι μόνο την αντίθεση του παραδοσιακού κεμαλικού κατεστημένου που έβλεπε να χάνει τον έλεγχο, αλλά και των δυτικότροπων μεσοαστικών στρωμάτων. Αν και αυτά δεν είχαν καμία ιδεολογική σχέση με τους νεοοθωμανούς αρχικά τους είχαν αντιμετωπίσει θετικά. Θεωρούσαν ότι θα ξήλωναν το αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό μετακεμαλικό καθεστώς και θα διευκόλυναν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, την οποία είχαν κάνει σημαία τους.
Η εξέγερση εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν την άνοιξη του 2013 αντανακλούσε ακριβώς την απογοήτευση από τη στροφή του τότε πρωθυπουργού προς τον αυταρχισμό και προς τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής. Τότε βγήκε με δύναμη στην επιφάνεια το βαθύ ρήγμα της τουρκικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο Τουρκίες, και μία τρίτη εάν συνυπολογίσουμε τα 20 και εκατομμύρια Κούρδων.
Από τη μία, λοιπόν, είναι η “βαθιά Τουρκία” που προέρχεται από την Ανατολία, που είναι θρησκευόμενη και που εκφράζεται ιδεολογικοπολιτικά από τον Ερντογάν. Είναι η πλειονότητα και αυτή που του δίνει τις εκλογικές νίκες του. Στον αντίποδα κινείται η κοσμική και δυτικότροπη Τουρκία, η οποία απεχθάνεται και τον Ερντογάν και το καθεστώς του, αλλά εκλογικά είναι μία πολύ μεγάλη μειονότητα στην Τουρκία.
Όταν ο νεοοθωμανός ηγέτης θεώρησε πως απέκτησε τον έλεγχο του κράτους άνοιξε τον δικό του βηματισμό. Τότε, οι κάποιες επιφυλάξεις της Ουάσιγκτον (και της Ευρώπης) για τον ρόλο του μετατράπηκαν σε ολοένα και πιο έντονη, αλλά ανομολόγητη αντιπαλότητα. Σ' αυτό συνέβαλε και η εχθρική στάση του προς το Ισραήλ. Τα άλλοτε εγκώμια παραχώρησαν τη θέση τους σε επικρίσεις, κατά κανόνα μέσω δημοσιευμάτων και στη συνέχεια μέσω και επίσημων δηλώσεων.
Αν και οι Αμερικανοί απέφυγαν αρχικά να στραφούν ευθέως εναντίον του “νεοσουλτάνου”, επιχείρησαν παρασκηνιακά να τον αποδυναμώσουν. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν τον Γκιουλέν. Πράγματι, η αδελφότητα, μέσω των πολλών και ισχυρών ερεισμάτων της σε κρίσιμους κρατικούς μηχανισμούς, άρχισε εμμέσως να κοντράρει επιλογές της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα ήταν η διεξαγωγή το 2013 μυστικής έρευνας σε βάρος της οικογένειας Ερντογάν για διαφθορά.
Όταν ο νεοοθωμανός ηγέτης συνειδητοποίησε ότι ήταν στο στόχαστρο των Αμερικανών, αντί να υποταχθεί, εξαπέλυσε έναν πόλεμο εναντίον της αδελφότητας Γκιουλέν, μέσω εκκαθαρίσεων και δικαστικών διώξεων. Εφεξής κύριος στόχος του ήταν όχι το αποδυναμωμένο κεμαλικό “βαθύ κράτος”, αλλά ο “στρατός του ιμάμη”, το “παράλληλο κράτος”, όπως το αποκαλεί ο Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος δεν χάνει ευκαιρία να κατονομάζει σαν οργανωτή του πραξικοπήματος τον Γκιουλέν και να ζητάει από την Ουάσιγκτον την έκδοσή του στην Τουρκία. Προφανώς, δεν υπάρχει πιθανότητα να εκδοθεί. Κάτι τέτοιο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και πιθανότατα θα εξέθετε τις ΗΠΑ, επειδή θα αποκάλυπτε τις διασυνδέσεις των αμερικανικών υπηρεσιών με την εν λόγω μουσουλμανική αδελφότητα.
Ο ισχυρισμός του Ερντογάν ότι το πραξικόπημα το έκανε το δίκτυο Γκιουλέν δεν φαίνεται να αντανακλά την πραγματικότητα. Η αδελφότητα δεν είχε ισχυρά ερείσματα στα ανώτατα κλιμάκια των ενόπλων δυνάμεων. Είχε ερείσματα στα μεσαία και κατώτερα κλιμάκια. Στο πραξικόπημα πήραν μέρος και στελέχη της αδελφότητας, αλλά τον πρώτο λόγο τον είχαν ανώτατοι αξιωματικοί, που διατηρούσαν στενούς δεσμούς με την Ουάσιγκτον. Ο “σουλτάνος” στοχοποιεί τον Γκιουλέν για να καταγγείλει εμμέσως πλην σαφώς τους Αμερικανούς σαν υποκινητές του πραξικοπήματος. Τούρκοι επίσημοι το είπαν και καθαρά.
Το πραξικόπημα απέτυχε επειδή δεν ήταν σαν τα πραξικοπήματα που σφράγισαν τη μεταπολεμική ιστορία της Τουρκίας (1960, 1971 και 1980). Εκείνα τα πραξικοπήματα, όπως και το “βελούδινο” του 1997, τα έκανε συντεταγμένα η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων ως σύνολο. Και βεβαίως δεν είχαν συναντήσει την παραμικρή αντίδραση. Στη συνείδηση των Τούρκων, άλλωστε, οι ένοπλες δυνάμεις ήταν παραδοσιακά ο εγγυητής του κράτους, γεγονός που εμμέσως πλην σαφώς νομιμοποιούσε την τάση τους να ποδηγετούν την πολιτική ζωή.
Πάντα μιλώντας με βάση την επίσημη εκδοχή για τα γεγονότα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, το πραξικόπημα του 2016 το σχεδίασε και το εκτέλεσε μία ομάδα ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών. Ομάδα, μάλιστα, που έλεγχε περιορισμένες δυνάμεις. Τις πρώτες ώρες, λόγω του αιφνιδιασμού, φάνηκε πως είχε πιθανότητες να επικρατήσει.
Στην πραγματικότητα, όμως, παραβιάσθηκαν οι βασικές αρχές. Το πραξικόπημα δεν εκδηλώθηκε αργά τη νύχτα, αλλά σε ώρα που ο κόσμος κυκλοφορούσε. Οι πραξικοπηματίες δεν είχαν φροντίσει να συλλάβουν αμέσως τον Ερντογάν, τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του. Δεν έκλεισαν τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και το Διαδίκτυο, δεν έλεγξαν τις τηλεπικοινωνίες. Κυρίως δεν είχαν εξασφαλίσει τη σύμπραξη των διοικητών των μεγάλων μονάδων.
Ο λόγος που συνέβησαν τα στοιχειώδη αυτά λάθη, είναι ότι --όπως φάνηκε και από όσα είπε ο ίδιος ο Ερντογάν-- η κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (15 Ιουλίου) ότι γίνονταν κινήσεις στις ένοπλες δυνάμεις και προσπάθησε να συλλάβει υπόπτους. Αυτό υποχρέωσε όσους είχαν αναμιχθεί στη συνωμοσία να επισπεύσουν την εκδήλωση του πραξικοπήματος με τα γνωστά χαοτικά αποτελέσματα.
Το πραξικόπημα εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια των Τούρκων και όλης της ανθρωπότητας. Ο Ερντογάν είχε την ευκαιρία να απευθυνθεί στους νομιμόφρονες αξιωματικούς και να κινητοποιήσει τους οπαδούς του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πραξικοπηματίες να βρεθούν αντιμέτωποι όχι μόνο με τον κορμό των σωμάτων ασφαλείας και τις μυστικές υπηρεσίες, που κατά βάση ελέγχονταν από την κυβέρνηση, αλλά και με τμήματα των ενόπλων δυνάμεων που αντιτάχθηκαν.
Όταν, μάλιστα, οι οπαδοί της νόμιμης κυβέρνησης άρχισαν να κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους και --σύμφωνα με πληροφορίες καθοδηγούμενοι από την ελεγχόμενη από τον Ερντογάν παραστρατιωτική οργάνωση SADAT-- να μην διαλύονται παρά τη χρήση όπλων από τις δυνάμεις των πραξικοπηματιών, η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς την πλευρά του Τούρκου προέδρου. Όπως φάνηκε, οι στρατιώτες δεν είχαν εντολές, ούτε ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν μαζικά τους διαδηλωτές. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη θεωρία ότι επρόκειτο για στημένο πραξικόπημα και πως οι στρατιώτες πίστευαν ότι συμμετείχαν σε άσκηση.
Σύμφωνα με την τρέχουσα εκδοχή, πάντως, όσοι διοικητές τηρούσαν στάση αναμονής, περιμένοντας να δουν πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι για να βρεθούν στην πλευρά του νικητή. Από εκεί και πέρα η αποτυχία του πραξικοπήματος ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε τη μοναδική ευκαιρία για να εκκαθαρίσει το κράτος από κάθε μη φιλικό στοιχείο και για να εδραιώσει το καθεστώς του.
Δεκάδες χιλιάδες στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, των μυστικών υπηρεσιών, αλλά και κάθε δημόσιας υπηρεσίας εκδιώχθηκαν και ένα μεγάλο ποσοστό τους φυλακίσθηκε. Οι εκκαθαρίσεις επεκτάθηκαν σ΄όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν ξήλωσε όλα τα δυτικής επιρροής δίκτυα που είχαν δημιουργηθεί στην Τουρκία τις προηγούμενες δεκαετίες.
Επιπλέον, εάν δεν είχε προηγηθεί η απόπειρα πραξικοπήματος, δεν θα είχε καταφέρει να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρικό και τον εαυτό του σε σύγχρονο σουλτάνο. Είναι σαφές, ωστόσο, πως οι Αμερικανοί δεν ξεχνούν. Αν και αρχικά επιδίωξαν να έρθουν σε ένα συμβιβασμό μαζί του, αυτός αρνήθηκε. Θεωρεί ότι τον περιμένουν στη γωνία για να του βάλουν τρικλοποδιά όπου και όποτε μπορέσουν. Επειδή, λοιπόν, θεωρεί ότι τον έχουν προγράψει, αρνείται και θα συνεχίσει μέχρι τέλος να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”. Το ζήτημα των S-400, μάλιστα, εκ των πραγμάτων φέρνει τον κόμπο στο χτένι.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Με την απόσταση των τριών χρόνων που έχουν περάσει από την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν, επιβεβαιώθηκε αυτό που είχε γρήγορα γίνει εμφανές. Το γεγονός εκείνο αποτελεί καθοριστική καμπή στην ιστορία της Τουρκίας. Το πραξικόπημα του 2016 χρησιμοποιήθηκε από τον Τούρκο πρόεδρο ως πολιτικό εργαλείο για να προβεί σε μαζικές εκκαθαρίσεις όχι μόνο στο ευρύτερο κράτος, αλλά ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Εκκαθαρίσεις που του επέτρεψαν να κερδίσει -έστω και οριακά- το δημοψήφισμα του Απριλίου 2017 και τις εκλογές του Ιουνίου 2018. Με άλλα λόγια, να μετατραπεί σε απόλυτο σχεδόν κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή της γείτονος.
Δεν είναι ακόμα απολύτως σαφές τι ακριβώς συνέβη στις 16 Ιουλίου 2016. Ισχύει το επίσημο σενάριο ότι ο Ερντογάν δεν γνώριζε τίποτα; Ή μήπως πληροφορήθηκε εγκαίρως για τις κινήσεις των πραξικοπηματιών και τις άφησε να εξελιχθούν, έχοντας, όμως, πάρει τα μέτρα του και για την αποτελεσματική καταστολή; Έτσι θα είχε την πολιτικά νομιμοποιητική δικαιολογία για το πογκρόμ που σχεδίαζε. Υπάρχει, τέλος, και το σενάριο που υποστηρίζει ότι η όλη απόπειρα ήταν στημένη από το βαθύ ερντογανικό κράτος.
Ό,τι και να έχει συμβεί, είναι αληθές πως η απειλή πραξικοπήματος συνόδευε τον Ερντογάν από την πρώτη στιγμή που το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές του 2002 και σχημάτισε κυβέρνηση. Το μετακεμαλικό καθεστώς έλεγχε τότε όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και την αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες, το δικαστικό σώμα και τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ο αρχηγός του, όμως, είχαν ένα σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα που εκείνα τα κρίσιμα χρόνια τους βοήθησε να επιβιώσουν στην εξουσία και σταδιακά να θέσουν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμους τομείς του κράτους. Η Δύση αντιμετώπιζε τον Ερντογάν σαν εκφραστή ενός ήπιου και κυρίως δυτικόφιλου πολιτικού Ισλάμ. Προσδοκούσε αφενός την αποδόμηση με δημοκρατικό τρόπο του αυταρχικού και αρτηριοσκληρωτικού καθεστώτος, αφετέρου την ανάδειξη της Τουρκίας σε πρότυπο για τις άλλες μουσουλμανικές χώρες.
Ας σημειωθεί ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υποστήριζε σαφώς την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ πριν σχηματίσει κυβέρνηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, μάλιστα, ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις για μέτρα εκδημοκρατισμού, σαν μέσο αποδυνάμωσης της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και κατ' αντιδιαστολή σαν μέσο ενίσχυσης της δικής του εξουσίας. Προβάλλοντας τις αναγκαίες για την προώθηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταρρυθμίσεις, κατάφερε να ξηλώσει σταδιακά το θεσμικό-νομικό πλέγμα, μέσω του οποίου οι στρατηγοί ποδηγετούσαν την πολιτική ζωή.
Πολύτιμος σύμμαχος το δίκτυο Γκιουλέν
Παρά τις αλλεπάλληλες συνωμοσίες, αφενός οι αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες των νεοοθωμανών, αφετέρου η αμερικανική εύνοια λειτούργησαν εκείνα τα χρόνια σαν ομπρέλα προστασίας και από τις απόπειρες πραξικοπήματος και από τις δικαστικές διώξεις. Υπενθυμίζουμε ότι ο εισαγγελέας του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε ζητήσει να κηρυχθεί εκτός νόμου το κυβερνών κόμμα και να απαγορευθεί η πολιτική δραστηριότητα στον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν, στον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Γκιούλ και στα σημαντικότερα στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν θα κατάφερνε να ελέγξει σταδιακά κρίσιμους μηχανισμούς, όπως η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες, εάν δεν είχε στο πλευρό της το δίκτυο του Φετουλά Γκιουλέν. Ο Γκιουλέν είναι ιμάμης, ηγέτης μίας αδελφότητας, η οποία στην Τουρκία ήλεγχε τράπεζα, επιχειρήσεις, ΜΜΕ, πανεπιστήμιο και ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Επίσης ελέγχει ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων και φροντιστηρίων σε δεκάδες χώρες.
Η εν λόγω αδελφότητα είχε με συνωμοτικό τρόπο καταφέρει να διεισδύσει στους κρατικούς μηχανισμούς. Έτσι, στην κρίσιμη περίοδο τους έθεσε υπό έλεγχο και βοήθησε αποφασιστικά την κυβέρνηση Ερντογάν να εξαρθρώσει συνωμοσίες του κεμαλικού “βαθέος κράτους” και να εδραιώσει την εξουσία της. Ο Γκιουλέν είχε διωχθεί από το μετακεμαλικό καθεστώς στη δεκαετία του 1990 και είχε καταφύγει στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Αν και δεν ομολογείται είναι κοινός τόπος πως η Ουάσιγκτον χρησιμοποιούσε τον ιμάμη και το δίκτυό του για να επηρεάζει, αν όχι να διαμορφώνει τις πολιτικές ισορροπίες στην Τουρκία.
Το ξήλωμα του κεμαλικού "βαθέος κράτους"
Το 2012 ο Ερντογάν είχε καταφέρει όχι μόνο να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση, συλλαμβάνοντας και διώκοντας δικαστικά στρατηγούς και άλλα σημαντικά στελέχη του μετακεμαλικού κατεστημένου. Το ένα μετά το άλλο τα οχυρά των κεμαλιστών στο κράτος έπεσαν στα χέρια των νεοοθωμανών. Κατάφερε να προσεταιριστεί κάποιους ανώτατους αξιωματικούς και μέσω αυτών να προκαλέσει σημαντικά ρήγματα στη μονοκρατορία των κεμαλιστών στο Γενικό Επιτελείο.
Όταν ο Ερντογάν θεώρησε πως κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού κατεστημένου, άρχισε να συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στα χέρια του και να μετατρέπεται σαν σύγχρονος σουλτάνος. Παραλλήλως, άρχισε να ξεδιπλώνει την ατζέντα του αφενός για τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής, αφετέρου για να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγέτη του μεταοθωμανικού χώρου και σε σχετικά αυτόνομη από τις ΗΠΑ περιφερειακή δύναμη.
Ο διογκούμενος αυταρχισμός του παρόξυνε όχι μόνο την αντίθεση του παραδοσιακού κεμαλικού κατεστημένου που έβλεπε να χάνει τον έλεγχο, αλλά και των δυτικότροπων μεσοαστικών στρωμάτων. Αν και αυτά δεν είχαν καμία ιδεολογική σχέση με τους νεοοθωμανούς αρχικά τους είχαν αντιμετωπίσει θετικά. Θεωρούσαν ότι θα ξήλωναν το αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό μετακεμαλικό καθεστώς και θα διευκόλυναν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, την οποία είχαν κάνει σημαία τους.
Οι δύο Τουρκίες
Η εξέγερση εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν την άνοιξη του 2013 αντανακλούσε ακριβώς την απογοήτευση από τη στροφή του τότε πρωθυπουργού προς τον αυταρχισμό και προς τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής. Τότε βγήκε με δύναμη στην επιφάνεια το βαθύ ρήγμα της τουρκικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο Τουρκίες, και μία τρίτη εάν συνυπολογίσουμε τα 20 και εκατομμύρια Κούρδων.
Από τη μία, λοιπόν, είναι η “βαθιά Τουρκία” που προέρχεται από την Ανατολία, που είναι θρησκευόμενη και που εκφράζεται ιδεολογικοπολιτικά από τον Ερντογάν. Είναι η πλειονότητα και αυτή που του δίνει τις εκλογικές νίκες του. Στον αντίποδα κινείται η κοσμική και δυτικότροπη Τουρκία, η οποία απεχθάνεται και τον Ερντογάν και το καθεστώς του, αλλά εκλογικά είναι μία πολύ μεγάλη μειονότητα στην Τουρκία.
Όταν ο νεοοθωμανός ηγέτης θεώρησε πως απέκτησε τον έλεγχο του κράτους άνοιξε τον δικό του βηματισμό. Τότε, οι κάποιες επιφυλάξεις της Ουάσιγκτον (και της Ευρώπης) για τον ρόλο του μετατράπηκαν σε ολοένα και πιο έντονη, αλλά ανομολόγητη αντιπαλότητα. Σ' αυτό συνέβαλε και η εχθρική στάση του προς το Ισραήλ. Τα άλλοτε εγκώμια παραχώρησαν τη θέση τους σε επικρίσεις, κατά κανόνα μέσω δημοσιευμάτων και στη συνέχεια μέσω και επίσημων δηλώσεων.
Η αυτονόμηση από την Ουάσιγκτον
Αν και οι Αμερικανοί απέφυγαν αρχικά να στραφούν ευθέως εναντίον του “νεοσουλτάνου”, επιχείρησαν παρασκηνιακά να τον αποδυναμώσουν. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν τον Γκιουλέν. Πράγματι, η αδελφότητα, μέσω των πολλών και ισχυρών ερεισμάτων της σε κρίσιμους κρατικούς μηχανισμούς, άρχισε εμμέσως να κοντράρει επιλογές της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα ήταν η διεξαγωγή το 2013 μυστικής έρευνας σε βάρος της οικογένειας Ερντογάν για διαφθορά.
Όταν ο νεοοθωμανός ηγέτης συνειδητοποίησε ότι ήταν στο στόχαστρο των Αμερικανών, αντί να υποταχθεί, εξαπέλυσε έναν πόλεμο εναντίον της αδελφότητας Γκιουλέν, μέσω εκκαθαρίσεων και δικαστικών διώξεων. Εφεξής κύριος στόχος του ήταν όχι το αποδυναμωμένο κεμαλικό “βαθύ κράτος”, αλλά ο “στρατός του ιμάμη”, το “παράλληλο κράτος”, όπως το αποκαλεί ο Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος δεν χάνει ευκαιρία να κατονομάζει σαν οργανωτή του πραξικοπήματος τον Γκιουλέν και να ζητάει από την Ουάσιγκτον την έκδοσή του στην Τουρκία. Προφανώς, δεν υπάρχει πιθανότητα να εκδοθεί. Κάτι τέτοιο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και πιθανότατα θα εξέθετε τις ΗΠΑ, επειδή θα αποκάλυπτε τις διασυνδέσεις των αμερικανικών υπηρεσιών με την εν λόγω μουσουλμανική αδελφότητα.
Ο ισχυρισμός του Ερντογάν ότι το πραξικόπημα το έκανε το δίκτυο Γκιουλέν δεν φαίνεται να αντανακλά την πραγματικότητα. Η αδελφότητα δεν είχε ισχυρά ερείσματα στα ανώτατα κλιμάκια των ενόπλων δυνάμεων. Είχε ερείσματα στα μεσαία και κατώτερα κλιμάκια. Στο πραξικόπημα πήραν μέρος και στελέχη της αδελφότητας, αλλά τον πρώτο λόγο τον είχαν ανώτατοι αξιωματικοί, που διατηρούσαν στενούς δεσμούς με την Ουάσιγκτον. Ο “σουλτάνος” στοχοποιεί τον Γκιουλέν για να καταγγείλει εμμέσως πλην σαφώς τους Αμερικανούς σαν υποκινητές του πραξικοπήματος. Τούρκοι επίσημοι το είπαν και καθαρά.
Ένα διαφορετικό πραξικόπημα
Το πραξικόπημα απέτυχε επειδή δεν ήταν σαν τα πραξικοπήματα που σφράγισαν τη μεταπολεμική ιστορία της Τουρκίας (1960, 1971 και 1980). Εκείνα τα πραξικοπήματα, όπως και το “βελούδινο” του 1997, τα έκανε συντεταγμένα η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων ως σύνολο. Και βεβαίως δεν είχαν συναντήσει την παραμικρή αντίδραση. Στη συνείδηση των Τούρκων, άλλωστε, οι ένοπλες δυνάμεις ήταν παραδοσιακά ο εγγυητής του κράτους, γεγονός που εμμέσως πλην σαφώς νομιμοποιούσε την τάση τους να ποδηγετούν την πολιτική ζωή.
Πάντα μιλώντας με βάση την επίσημη εκδοχή για τα γεγονότα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, το πραξικόπημα του 2016 το σχεδίασε και το εκτέλεσε μία ομάδα ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών. Ομάδα, μάλιστα, που έλεγχε περιορισμένες δυνάμεις. Τις πρώτες ώρες, λόγω του αιφνιδιασμού, φάνηκε πως είχε πιθανότητες να επικρατήσει.
Στην πραγματικότητα, όμως, παραβιάσθηκαν οι βασικές αρχές. Το πραξικόπημα δεν εκδηλώθηκε αργά τη νύχτα, αλλά σε ώρα που ο κόσμος κυκλοφορούσε. Οι πραξικοπηματίες δεν είχαν φροντίσει να συλλάβουν αμέσως τον Ερντογάν, τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του. Δεν έκλεισαν τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και το Διαδίκτυο, δεν έλεγξαν τις τηλεπικοινωνίες. Κυρίως δεν είχαν εξασφαλίσει τη σύμπραξη των διοικητών των μεγάλων μονάδων.
Επέσπευσαν το πραξικόπημα
Ο λόγος που συνέβησαν τα στοιχειώδη αυτά λάθη, είναι ότι --όπως φάνηκε και από όσα είπε ο ίδιος ο Ερντογάν-- η κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (15 Ιουλίου) ότι γίνονταν κινήσεις στις ένοπλες δυνάμεις και προσπάθησε να συλλάβει υπόπτους. Αυτό υποχρέωσε όσους είχαν αναμιχθεί στη συνωμοσία να επισπεύσουν την εκδήλωση του πραξικοπήματος με τα γνωστά χαοτικά αποτελέσματα.
Το πραξικόπημα εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια των Τούρκων και όλης της ανθρωπότητας. Ο Ερντογάν είχε την ευκαιρία να απευθυνθεί στους νομιμόφρονες αξιωματικούς και να κινητοποιήσει τους οπαδούς του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πραξικοπηματίες να βρεθούν αντιμέτωποι όχι μόνο με τον κορμό των σωμάτων ασφαλείας και τις μυστικές υπηρεσίες, που κατά βάση ελέγχονταν από την κυβέρνηση, αλλά και με τμήματα των ενόπλων δυνάμεων που αντιτάχθηκαν.
Όταν, μάλιστα, οι οπαδοί της νόμιμης κυβέρνησης άρχισαν να κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους και --σύμφωνα με πληροφορίες καθοδηγούμενοι από την ελεγχόμενη από τον Ερντογάν παραστρατιωτική οργάνωση SADAT-- να μην διαλύονται παρά τη χρήση όπλων από τις δυνάμεις των πραξικοπηματιών, η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς την πλευρά του Τούρκου προέδρου. Όπως φάνηκε, οι στρατιώτες δεν είχαν εντολές, ούτε ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν μαζικά τους διαδηλωτές. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη θεωρία ότι επρόκειτο για στημένο πραξικόπημα και πως οι στρατιώτες πίστευαν ότι συμμετείχαν σε άσκηση.
Ξήλωσε τα δυτικά δίκτυα
Σύμφωνα με την τρέχουσα εκδοχή, πάντως, όσοι διοικητές τηρούσαν στάση αναμονής, περιμένοντας να δουν πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι για να βρεθούν στην πλευρά του νικητή. Από εκεί και πέρα η αποτυχία του πραξικοπήματος ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε τη μοναδική ευκαιρία για να εκκαθαρίσει το κράτος από κάθε μη φιλικό στοιχείο και για να εδραιώσει το καθεστώς του.
Δεκάδες χιλιάδες στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, των μυστικών υπηρεσιών, αλλά και κάθε δημόσιας υπηρεσίας εκδιώχθηκαν και ένα μεγάλο ποσοστό τους φυλακίσθηκε. Οι εκκαθαρίσεις επεκτάθηκαν σ΄όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν ξήλωσε όλα τα δυτικής επιρροής δίκτυα που είχαν δημιουργηθεί στην Τουρκία τις προηγούμενες δεκαετίες.
Επιπλέον, εάν δεν είχε προηγηθεί η απόπειρα πραξικοπήματος, δεν θα είχε καταφέρει να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρικό και τον εαυτό του σε σύγχρονο σουλτάνο. Είναι σαφές, ωστόσο, πως οι Αμερικανοί δεν ξεχνούν. Αν και αρχικά επιδίωξαν να έρθουν σε ένα συμβιβασμό μαζί του, αυτός αρνήθηκε. Θεωρεί ότι τον περιμένουν στη γωνία για να του βάλουν τρικλοποδιά όπου και όποτε μπορέσουν. Επειδή, λοιπόν, θεωρεί ότι τον έχουν προγράψει, αρνείται και θα συνεχίσει μέχρι τέλος να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”. Το ζήτημα των S-400, μάλιστα, εκ των πραγμάτων φέρνει τον κόμπο στο χτένι.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου