Σάββας Ρομπόλης-Βασίλης Μπέτσης
Η πετρελαϊκή κρίση που μετεξελίχθηκε σε διεθνή οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, τα ελλείμματα και την αύξηση της ανεργίας, αντιμετωπίσθηκε, κατά βάση, από διεθνείς οργανισμούς και φορείς σχεδιασμού και άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής με την νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή μετάβασης από:
Στο τεχνολογικό-καινοτομικό αυτό υπόδειγμα δεσπόζει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η αλληλεπίδραση των τεχνολογικών συστημάτων, του αυτοματισμού, της ψηφιακής τεχνολογίας, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της νανοτεχνολογίας, κ.λ.π., με την παραγωγική διαδικασία και τις εργασιακές σχέσεις.
Στην πορεία αυτή των πενήντα ετών της εργασιακής και τεχνολογικής-καινοτομικής εξέλιξης της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας, οι ασκούμενες πολιτικές επιδίωξαν και επιδιώκουν την επίτευξη ενός νέου επιπέδου ισορροπίας εργασίας-τεχνολογίας. Όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αυτό γίνεται στην κατεύθυνση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, την διεύρυνση σε όλες τις μορφές (εισοδηματικές, ασφαλιστικές, χρόνου απασχόλησης) της ευελιξίας της εργασίας, την αύξηση των κοινωνικών-εισοδηματικών ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.
Στο πλαίσιο αυτό των εργασιακών εξελίξεων παρατηρείται μία αυξητική τάση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην Ευρώπη, σε βαθμό που το 27% των μισθωτών της ΕΕ, κατά την δεκαετία του 1990, να απασχολείται με μορφές προσωρινής ή μερικής απασχόλησης. Παράλληλα, το 80% των νέων προσλήψεων την ίδια περίοδο στις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, εντάσσεται στις ίδιες μορφές απασχόλησης.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών στην ΕΕ αποτελούν η Ολλανδία και η Ισπανία, όπου κατά την προαναφερόμενη περίοδο, το 36,7% στην Ολλανδία και το 34,3% στην Ισπανία, των συμβάσεων εργασίας ήταν με μερική και προσωρινή απασχόληση (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2000).
Η σταδιακή αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, στην ΕΕ κορυφώνεται κατά την τρέχουσα δεκαετία της οικονομικής κρίσης, όπου η ευέλικτη, προσωρινή και εκ περιτροπής απασχόληση πλήττει ολοένα και περισσότερο ποσοστό (40%) του εργατικού δυναμικού σε 20 από τις 28 χώρες της ΕΕ. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα σημαντική μεταβολή παρατηρείται στις χώρες μέλη της ΕΕ οι οποίες επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση και ύφεση.
Αντίστοιχα, στην Ελλάδα η μερική απασχόληση στην μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΕΦΚΑ, από 11,05% το 2002 αυξήθηκε σε 29,8% τον Δεκέμβριο του 2018, καταγράφοντας μία αύξηση 18,75 ποσοστιαίων μονάδων ή 267%. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο 2002-2018 η πλήρης απασχόληση μειώθηκε (21,1%), από 88,95% το 2002 σε 70,2% το 2018.
Στις δυσμενείς αυτές συνθήκες της ευελιξίας της απασχόλησης και γενικότερα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και την ΕΕ, αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη (Ιούλιος 2019) Έκθεση του για την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ καταγράφει την εμμονική προσήλωση του στην περαιτέρω προώθηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, προκειμένου να βελτιωθεί, όπως υποστηρίζει, το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Έτσι, το ΔΝΤ αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την άκαμπτη προσήλωση του στις πολιτικές του εργασιακού νεοφιλελευθερισμού, αποδεικνύοντας την δομική αδυναμία του να διατυπώσει εναλλακτικές, καινοτομικές και σύγχρονες ιδέες και προτάσεις πολιτικής για την οικονομία και την αγορά εργασίας που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Όμως, είναι ενδιαφέρον, στο υπόβαθρο του συντελούμενου εργασιακού και κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού, να διερευνηθεί η σύζευξη, στον βαθμό που την αφορά, των συντελούμενων εργασιακών ανατροπών με τις εκλογικές επιλογές των πολιτών στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι σοβαρές ανατροπές που έχουν συντελεσθεί στην αγορά εργασίας και το εργατικό δυναμικό στην χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, έχουν επιφέρει, μεταξύ των άλλων, ειδικότερες αλλαγές στην θέση σημαντικού τμήματος του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, στις πηγές και στο επίπεδο του εισοδήματος του, στον χρόνο εργασίας, στους όρους εργασίας, στις εργασιακές σχέσεις, κ.λ.π.
Με άλλα λόγια διαπιστώνεται ότι οι συντελούμενες αλλαγές συνέβαλαν καθοριστικά, μεταξύ των άλλων, στην συγκρότηση ενός σημαντικού τμήματος του εργατικού δυναμικού το οποίο δραστηριοποιείται ως αυτοτελώς απασχολούμενο (freelancers) και διαφοροποιούμενο από τους εργαζόμενους με μισθωτή απασχόληση, στους όρους εργασίας, στην μορφή απασχόλησης, στο εισόδημα, στην κοινωνική ασφάλιση, κ.λ.π. Η διαφοροποίηση αυτή σημαίνει ότι οι αυτοτελώς απασχολούμενοι από την θέση τους στην αγορά εργασίας ενδιαφέρονται εξατομικευμένα, κυρίως, για το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων που επιβάλλονται στο εισόδημα τους.
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι με μισθωτή απασχόληση ενδιαφέρονται, κατά βάση, συλλογικά από την θέση τους στην αγορά εργασίας για το επίπεδο του μισθού τους, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τη συνδικαλιστική δράση, την κοινωνική ασφάλιση, κ.λ.π.
Ακριβώς, οι ουσιαστικές αυτές διαφοροποιήσεις επιφέρουν, στον βαθμό που τις αφορά, αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στις εκλογικές επιλογές του εργατικού δυναμικού προς την κατεύθυνση πολιτικών δυνάμεων που διακηρύσσουν είτε μακροοικονομικές στρατηγικές και πολιτικές ανάπτυξης, απασχόλησης, αναδιανομής του εισοδήματος, κοινωνικής προστασίας, κ.λ.π., είτε μικροοικονομικές στρατηγικές και πολιτικές ανταγωνιστικότητας, ευελιξίας, ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών-υπηρεσιών, κ.λ.π.
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται ότι κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, οι ασκούμενες πολιτικές του εργασιακού νεοφιλελευθερισμού, απορρυθμίζοντας την οικονομία και την αγορά εργασίας, προώθησαν σταδιακά, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, την οικονομική και πολιτική σύζευξη τους με τα νέα επαγγελματικά και κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού που δημιουργήθηκαν.
Στην κατεύθυνση αυτή σηματοδοτείται ότι το πολιτικό υποκείμενο που θα επιδιώξει, σε αντίθεση με την μετάβαση από την 2η στην 3η βιομηχανική επανάσταση που πραγματοποιήθηκε με τον σχεδιασμό και την άσκηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής, να διαχειρισθεί την μετάβαση από την 3η στην 4η τεχνο-ψηφιακή επανάσταση, θα επιλέξει όρους εργασιακού νεοφιλελευθερισμού και συρρίκνωσης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Πηγή: slpress.gr
Σάββας Ρομπόλης: Σχετικά με τον συντάκτη
Η πετρελαϊκή κρίση που μετεξελίχθηκε σε διεθνή οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, τα ελλείμματα και την αύξηση της ανεργίας, αντιμετωπίσθηκε, κατά βάση, από διεθνείς οργανισμούς και φορείς σχεδιασμού και άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής με την νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή μετάβασης από:
- α) τις μακροοικονομικές στις μικροοικονομικές πολιτικές στην αγορά εργασίας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους των ασκούμενων πολιτικών από το μοντέλο της πλήρους και σταθερής απασχόλησης στο μοντέλο της απασχολησιμότητας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης
- β) το βιομηχανικό υπόδειγμα (τρίτη βιομηχανική επανάσταση) στο τεχνο-οικονομικό υπόδειγμα (τέταρτη βιομηχανική επανάσταση).
Στο τεχνολογικό-καινοτομικό αυτό υπόδειγμα δεσπόζει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η αλληλεπίδραση των τεχνολογικών συστημάτων, του αυτοματισμού, της ψηφιακής τεχνολογίας, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της νανοτεχνολογίας, κ.λ.π., με την παραγωγική διαδικασία και τις εργασιακές σχέσεις.
Στην πορεία αυτή των πενήντα ετών της εργασιακής και τεχνολογικής-καινοτομικής εξέλιξης της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας, οι ασκούμενες πολιτικές επιδίωξαν και επιδιώκουν την επίτευξη ενός νέου επιπέδου ισορροπίας εργασίας-τεχνολογίας. Όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αυτό γίνεται στην κατεύθυνση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, την διεύρυνση σε όλες τις μορφές (εισοδηματικές, ασφαλιστικές, χρόνου απασχόλησης) της ευελιξίας της εργασίας, την αύξηση των κοινωνικών-εισοδηματικών ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.
Μπαράζ ευέλικτων μορφών εργασίας
Στο πλαίσιο αυτό των εργασιακών εξελίξεων παρατηρείται μία αυξητική τάση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην Ευρώπη, σε βαθμό που το 27% των μισθωτών της ΕΕ, κατά την δεκαετία του 1990, να απασχολείται με μορφές προσωρινής ή μερικής απασχόλησης. Παράλληλα, το 80% των νέων προσλήψεων την ίδια περίοδο στις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, εντάσσεται στις ίδιες μορφές απασχόλησης.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών στην ΕΕ αποτελούν η Ολλανδία και η Ισπανία, όπου κατά την προαναφερόμενη περίοδο, το 36,7% στην Ολλανδία και το 34,3% στην Ισπανία, των συμβάσεων εργασίας ήταν με μερική και προσωρινή απασχόληση (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2000).
Η σταδιακή αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, στην ΕΕ κορυφώνεται κατά την τρέχουσα δεκαετία της οικονομικής κρίσης, όπου η ευέλικτη, προσωρινή και εκ περιτροπής απασχόληση πλήττει ολοένα και περισσότερο ποσοστό (40%) του εργατικού δυναμικού σε 20 από τις 28 χώρες της ΕΕ. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα σημαντική μεταβολή παρατηρείται στις χώρες μέλη της ΕΕ οι οποίες επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση και ύφεση.
Αντίστοιχα, στην Ελλάδα η μερική απασχόληση στην μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΕΦΚΑ, από 11,05% το 2002 αυξήθηκε σε 29,8% τον Δεκέμβριο του 2018, καταγράφοντας μία αύξηση 18,75 ποσοστιαίων μονάδων ή 267%. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο 2002-2018 η πλήρης απασχόληση μειώθηκε (21,1%), από 88,95% το 2002 σε 70,2% το 2018.
Η εμμονή του ΔΝΤ
Στις δυσμενείς αυτές συνθήκες της ευελιξίας της απασχόλησης και γενικότερα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και την ΕΕ, αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη (Ιούλιος 2019) Έκθεση του για την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ καταγράφει την εμμονική προσήλωση του στην περαιτέρω προώθηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, προκειμένου να βελτιωθεί, όπως υποστηρίζει, το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Έτσι, το ΔΝΤ αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την άκαμπτη προσήλωση του στις πολιτικές του εργασιακού νεοφιλελευθερισμού, αποδεικνύοντας την δομική αδυναμία του να διατυπώσει εναλλακτικές, καινοτομικές και σύγχρονες ιδέες και προτάσεις πολιτικής για την οικονομία και την αγορά εργασίας που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Αυτοαπασχολούμενοι και μισθωτοί... η διαφορά
Όμως, είναι ενδιαφέρον, στο υπόβαθρο του συντελούμενου εργασιακού και κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού, να διερευνηθεί η σύζευξη, στον βαθμό που την αφορά, των συντελούμενων εργασιακών ανατροπών με τις εκλογικές επιλογές των πολιτών στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι σοβαρές ανατροπές που έχουν συντελεσθεί στην αγορά εργασίας και το εργατικό δυναμικό στην χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, έχουν επιφέρει, μεταξύ των άλλων, ειδικότερες αλλαγές στην θέση σημαντικού τμήματος του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, στις πηγές και στο επίπεδο του εισοδήματος του, στον χρόνο εργασίας, στους όρους εργασίας, στις εργασιακές σχέσεις, κ.λ.π.
Με άλλα λόγια διαπιστώνεται ότι οι συντελούμενες αλλαγές συνέβαλαν καθοριστικά, μεταξύ των άλλων, στην συγκρότηση ενός σημαντικού τμήματος του εργατικού δυναμικού το οποίο δραστηριοποιείται ως αυτοτελώς απασχολούμενο (freelancers) και διαφοροποιούμενο από τους εργαζόμενους με μισθωτή απασχόληση, στους όρους εργασίας, στην μορφή απασχόλησης, στο εισόδημα, στην κοινωνική ασφάλιση, κ.λ.π. Η διαφοροποίηση αυτή σημαίνει ότι οι αυτοτελώς απασχολούμενοι από την θέση τους στην αγορά εργασίας ενδιαφέρονται εξατομικευμένα, κυρίως, για το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων που επιβάλλονται στο εισόδημα τους.
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι με μισθωτή απασχόληση ενδιαφέρονται, κατά βάση, συλλογικά από την θέση τους στην αγορά εργασίας για το επίπεδο του μισθού τους, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τη συνδικαλιστική δράση, την κοινωνική ασφάλιση, κ.λ.π.
Επηρεάζοντας τις εκλογικές επιλογές
Ακριβώς, οι ουσιαστικές αυτές διαφοροποιήσεις επιφέρουν, στον βαθμό που τις αφορά, αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στις εκλογικές επιλογές του εργατικού δυναμικού προς την κατεύθυνση πολιτικών δυνάμεων που διακηρύσσουν είτε μακροοικονομικές στρατηγικές και πολιτικές ανάπτυξης, απασχόλησης, αναδιανομής του εισοδήματος, κοινωνικής προστασίας, κ.λ.π., είτε μικροοικονομικές στρατηγικές και πολιτικές ανταγωνιστικότητας, ευελιξίας, ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών-υπηρεσιών, κ.λ.π.
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται ότι κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, οι ασκούμενες πολιτικές του εργασιακού νεοφιλελευθερισμού, απορρυθμίζοντας την οικονομία και την αγορά εργασίας, προώθησαν σταδιακά, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, την οικονομική και πολιτική σύζευξη τους με τα νέα επαγγελματικά και κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού που δημιουργήθηκαν.
Στην κατεύθυνση αυτή σηματοδοτείται ότι το πολιτικό υποκείμενο που θα επιδιώξει, σε αντίθεση με την μετάβαση από την 2η στην 3η βιομηχανική επανάσταση που πραγματοποιήθηκε με τον σχεδιασμό και την άσκηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής, να διαχειρισθεί την μετάβαση από την 3η στην 4η τεχνο-ψηφιακή επανάσταση, θα επιλέξει όρους εργασιακού νεοφιλελευθερισμού και συρρίκνωσης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Πηγή: slpress.gr
Σάββας Ρομπόλης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου