Σπύρος Μανουσέλης
Από τα μυθικά ανδροειδή της αρχαιότητας μέχρι τα σύγχρονα υπερτεχνολογικά αυτόματα και ρομπότ: η επιθυμία των ανθρώπων να δημιουργήσουν μηχανικά αντίγραφα του ανθρώπινου σώματος και νου χάνεται στα βάθη του χρόνου. Ωστόσο, ενώ κάθε «αυτόματο» είναι μια ειδική κατηγορία μηχανής, κάθε μηχανή δεν είναι ένα αυτόματο.
Μόνο μέσω της αρχαιολογικής ανασυγκρότησης της έννοιας «αυτόματη μηχανή» μπορούμε να κατανοήσουμε την τεχνολογική ιδιαιτερότητα και κυρίως τις ρηξικέλευθες -επιστημονικά και κοινωνικά- συνέπειες των νέων υβριδικών βιοκυβερνητικών τεχνημάτων: καινοφανή «αυτόματα», που, ενώ δεν διαθέτουν το αντίστοιχο βιολογικό υπόστρωμα, μπορούν, χάρη στην πολύπλοκη δομή τους και τις ασύλληπτες υπολογιστικές τους δυνατότητες, να επιδεικνύουν κάποιες τυπικά ανθρώπινες συμπεριφορές. Συνήθως οι πρόσφατες επιστημονικές-τεχνολογικές εξελίξεις παρουσιάζονται χωρίς να αναδεικνύεται η προϊστορία τους. Αυτή τη σοβαρή παράλειψη επιχειρούμε να διορθώσουμε με το σημερινό άρθρο σχετικά με την αρχαιολογία της ιδέας των αυτόματων μηχανών, ενώ στο επόμενο θα διερευνήσουμε -με τη βοήθεια του καθηγητή Θεοδόση Τάσιου- την αποφασιστική σημασία της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας στη διαμόρφωση της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης.
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, ως «αυτόματον» ορίζεται ό,τι μπορεί να ενεργεί ή να κινείται από μόνο του, «αφ’ εαυτού ενεργούν ή κινούμενον» κατά το λεξικό Liddell-Scott. Ειδικότερα, στην κατηγορία των αυτομάτων εντάσσεται κάθε τέχνημα ή μηχανή που μπορεί από μόνη της να εκτελεί κάποιες τυπικά ανθρώπινες ή ζωικές εργασίες.
Μολονότι «κλασικός», αυτός ο αρχαιοελληνικός ορισμός των αυτομάτων πρέπει να φαίνεται στην εποχή μας μάλλον αόριστος και υπερβολικά ασαφής. Σήμερα, περιγράφουμε ως αυτόματο την ειδικού τύπου μηχανή (πραγματική ή εικονική) η οποία χάρη στην ύπαρξη ενός ενσωματωμένου προγράμματος μπορεί:
● Να εκτελεί ορισμένες ανθρώπινες εργασίες ή, τουλάχιστον, κάποιες ζωικές σωματικές λειτουργίες (κινητικές, αισθητηριακές, κ.ο.κ.)· στην περίπτωση αυτή μιλάμε συνήθως για «ρομπότ».
● Να προσομοιώνει υπολογιστικά, δηλαδή να αναπαράγει και να εκτελεί μέσω ειδικών προγραμμάτων κάποιες περίπλοκες συμπεριφορές και ανώτερες λειτουργίες του ανθρώπινου νου (μαθηματικούς υπολογισμούς, γλώσσα και ομιλία, εξαγωγή έλλογων συμπερασμάτων, κ.ο.κ. ), οπότε μιλάμε για «ηλεκτρονικούς υπολογιστές» και «Τεχνητή Νοημοσύνη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέχρι σήμερα επικρατούσα διάκριση των αυτόματων μηχανών σε «ανόητα ρομπότ» και «ευφυείς υπολογιστικές μηχανές» είναι μάλλον παραπλανητική, αφού κάθε λειτουργία των σύγχρονων ρομπότ βασίζεται σε κάποιο υπολογιστικό πρόγραμμα. Πάντως, η λέξη-κλειδί που παραμένει αδιευκρίνιστη και σκοτεινή στην παραπάνω διάκριση είναι η «μηχανή».
Από την ομηρική «Ιλιάδα» μαθαίνουμε ότι ο Ηφαιστος, θείος αρχιτεχνίτης και μηχανοποιός, είχε φτιάξει θηλυκά ανδροειδή, δηλαδή μεταλλικά πλάσματα με μορφή γυναικών -σήμερα θα τα ονομάζαμε ρομπότ- για να τον υπηρετούν τόσο στο σκοτεινό εργαστήριό του όσο και στις μετακινήσεις του επειδή ήταν κουτσός.
Αυτές οι «χρυσές υπηρέτριες» λέγεται ότι ήταν καθ’ όλα όμοιες με τις ζωντανές παρθένες, αφού διέθεταν φρόνηση, ικανότητα ομιλίας, ενώ αποτελούσαν και αξιοπερίεργα αντικείμενα ερωτικού πόθου των αθανάτων, οι οποίοι και έσπευσαν να τις διδάξουν... «κάθε γυναικεία τέχνη» (Ιλ., Σ, 418 κ.ε.).
Από την «Ιλιάδα» επίσης μαθαίνουμε ότι ο Ηφαιστος είχε κατασκευάσει πλήθος αξιοθαύμαστων αυτόματων μηχανών, μεταξύ των οποίων είκοσι τρίποδες (θρόνοι για να κάθονται οι θεοί), οι οποίοι εισέρχονταν και εξέρχονταν στα συμπόσια των ολύμπιων θεών κινούμενοι από μόνοι τους πάνω στους χρυσούς τροχούς τους (Ιλ., Σ, 376). Ωστόσο, τα πιο διάσημα από τα μυθικά αυτόματα του Ηφαιστου είναι ο Τάλως και η Πανδώρα. Πρόκειται για δύο θρυλικά ανδροειδή, δηλαδή ανθρωπόμορφα αυτόματα, που αποτελούν τη μυθολογική εκδοχή των σημερινών ρομπότ.
Το όνειρο της εκμηχάνισης, δηλαδή της «εκτεχνίκευσης» της ζωής, θα εκφραστεί στον αρχαίο κόσμο ποικιλοτρόπως: είτε μέσω της μυθικής σκέψης είτε με την εφευρετικότητα της τεχνικής σκέψης. Και αναμφίβολα, η προσωποποίηση αυτού του εφευρετικού και δημιουργικού πνεύματος της αρχαιότητας είναι ο Δαίδαλος.
Ανάμεσα στις αναρίθμητες επινοήσεις που αποδίδονται στον Δαίδαλο συγκαταλέγονται και τα «ζωντανά» αγάλματα-αυτόματα που πρώτος αυτός λέγεται ότι κατασκεύασε. Η κινητικότητα μάλιστα αυτών των «αγαλμάτων» ήταν παροιμιώδης: έπρεπε, όπως αναφέρουν ο Πλάτων και ο Παυσανίας, να τα δένουν για να μη δραπετεύσουν!
Ελάχιστα ενδιαφέρει εδώ το αν ο Δαίδαλος υπήρξε ιστορικό ή μυθικό πρόσωπο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι στη μορφή του αναγνωρίζουμε την ανάδυση στον αρχαίο κόσμο μιας νέας κοινωνικής ομάδας (συντεχνίας), των τεχνουργών (αρχιτεκτόνων και των καλλιτεχνών). Η αποδοχή από μέρους της κοινωνίας αυτής της νέας συντεχνίας ισοδυναμεί με τη σταδιακή απομάγευση των μηχανικών τεχνημάτων. Όμως, κατά την κλασική αρχαιότητα, η απομάγευση των τεχνημάτων δεν θα μετουσιωθεί ποτέ σε «τεχνολογία», ούτε και σε μια αυθεντική μηχανιστική σκέψη και πρακτική.
Το επόμενο αποφασιστικό βήμα σ’ αυτή την πολυδαίδαλη ιστορία των αυτόματων μηχανών θα συντελεστεί λίγους αιώνες αργότερα στην Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων (βλ. και ειδικό πλαίσιο). Σε αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών και γνώσεων θα κάνει την εμφάνισή της η περίφημη «αλεξανδρινή σχολή μηχανοποιών».
Από αυτούς τους πρωτοπόρους μηχανοποιούς μας ενδιαφέρει κυρίως το έργο του Κτησίβιου (270 π.Χ.), του Φίλωνα του Βυζάντιου (200 π.Χ.) και κυρίως του Ηρωνα του Αλεξανδρέα (περίπου 1ος ή 2ος αι. μ.Χ.). Αυτοί ήταν οι πρώτοι δημιουργοί πραγματικών και όχι πια μυθολογικών αυτόματων μηχανών, οι οποίες, επειδή είχαν κρυμμένο στο εσωτερικό τους τον μηχανισμό κίνησής τους, έδιναν την αλλόκοτη εντύπωση ότι κινούνται από μόνες τους, επομένως ότι ήταν ζωντανές.
Η τεχνολογία και η επιστημονική θεωρία αυτών των πρώιμων αυτομάτων-παιχνιδιών σηματοδοτεί την απαρχή μιας βαθύτερης διανοητικής μεταστροφής των ανθρώπων ως προς τις πρακτικές εφαρμογές και τις δυνατότητες των μηχανών. Νέες δυνατότητες που θα επηρεάσουν βαθύτατα την αραβική τεχνολογία και μέσω αυτής όλο τον δυτικό κόσμο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.
Όσον αφορά την εξέλιξη των αυτομάτων, οι Άραβες και όχι οι Ρωμαίοι ή οι Βυζαντινοί είναι οι πρώτοι κληρονόμοι της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Θα επιφέρουν, μάλιστα, και κάποιες βελτιώσεις στις μηχανές που «κληρονόμησαν» από τους Αλεξανδρινούς.
Σύνοψη και αποκορύφωμα της ελληνο-αραβικής μηχανικής σκέψης αποτελεί το βιβλίο του μεγάλου μηχανοποιού αλ-Τζαζάρι, με τίτλο «Βιβλίο της γνώσης των ευφυών μηχανισμών» (1204 μ.Χ.). Σε αυτό περιγράφονται μια σειρά από εκπληκτικές αυτόματες μηχανές. Μεταξύ αυτών και η περίφημη «Ζαΐρα», η αραβική εκδοχή της ανθρωπόμορφης «σκεπτόμενης μηχανής».
Η λειτουργία της εικάζεται ότι βασιζόταν σ’ έναν εσωτερικό μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίο κάθε ένα από τα 28 γράμματα του αραβικού αλφαβήτου αντιστοιχούσε σε μια από τις 28 βασικές κατηγορίες ιδεών της αραβικής θεολογίας-φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας τις αριθμητικές τιμές που αντιστοιχούσαν σε κάθε κατηγορία ιδεών με τα γράμματα, υποτίθεται ότι η μηχανή μπορούσε να αποκαλύπτει πολύτιμες γνώσεις.
Η «Ζαΐρα», η θρυλική σκεπτόμενη μηχανή των Αράβων, θα κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός εκκεντρικού ιεραποστόλου, του Ισπανού ευγενή Ραμόν Λουλ (1235-1316 μ.Χ.), ο οποίος εγκατέλειψε τον προγενέστερο έκλυτο βίο του για να στρατευθεί με πάθος, ως φραγκισκανός μοναχός, στη διάδοση του καθολικισμού.
Κλέβοντας λοιπόν από τους Άραβες περισσότερες ιδέες απ’ όσες μπορούσε να τους προσφέρει, ο Λουλ αποφάσισε -προφανώς κατόπιν θείας επιφοίτησης!- να σχεδιάσει μια χριστιανική εκδοχή της «Ζαΐρα», βαφτίζοντας τη μηχανή «του» με το πολύ κοσμιότερο όνομα Ars Magna (Μέγιστη Τέχνη). Αποστολή αυτής της «νέας εκχριστιανισμένης» νοήμονος μηχανής θα ήταν ο προσηλυτισμός των απίστων όχι με τη βία των όπλων αλλά με τη βία της λογικής.
Παρά τις ευγενείς προθέσεις του δημιουργού της, η φιλόδοξη ιδέα της Ars Magna θα είχε καταλήξει στα σκουπίδια της Ιστορίας αν δεν είχε επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές, όπως τον Νικόλαο Κουζάνο και κυρίως τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο-μαθηματικό Γκότφριντ Λάιμπνιτς, το μαθηματικό έργο του οποίου συνέβαλε στη γέννηση της νεότερης υπολογιστικής σκέψης.
Ακολουθώντας την εξέλιξη των μηχανών κατά τους νεότερους χρόνους και την προοδευτική επικράτηση της αυτοματοποίησης σε κάθε παραγωγική διαδικασία, θα πρέπει να σταθούμε στην αποφασιστική τεχνολογική καμπή που σημειώνεται στη Δύση μετά το 1769. Τη χρονιά αυτή κατατίθενται στο γραφείο ευρεσιτεχνιών της Αγγλίας τα σχέδια της ατμομηχανής του Σκοτσέζου Τζέιμς Βατ (James Watt) και της κλωστικής μηχανής του Ρίτσαρντ Αρκραϊτ (Richard Arkwright), δύο εφευρέσεις «μηχανών» που σηματοδοτούν την απαρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Πέντε χρόνια μετά καταγράφεται στα χρονικά της εποχής ένα άλλο μεγάλης ιστορικής σημασίας τεχνολογικό γεγονός, το οποίο, εκείνη την εποχή, θεωρήθηκε αδίκως «επουσιώδες»: το 1774 ο ιδιοφυής Ελβετός ωρολογοποιός-μηχανοποιός Πιερ Ζακέ-Ντροζ (Jaquet-Droz) παρουσιάζει τρία εντυπωσιακά αυτόματα με ανθρώπινη μορφή (ανδροειδή αυτόματα): μια μουσικό, ένα παιδί-σχεδιαστή και ένα παιδί-γραφέα.
Γεννημένα από την ενσωμάτωση ενός κρυμμένου ωρολογιακού μηχανισμού στο εσωτερικό μιας κούκλας, αυτά τα νεωτερικά «παιχνίδια» αποτελούν την υλοποίηση των πιο προηγμένων μηχανολογικά γνώσεων της εποχής, ενώ προαγγέλλουν τη δυνατότητα χρήσης των αυτόματων μηχανών και στη βιομηχανία. Ομως, αυτά τα υπέροχα ανδροειδή αυτόματα, ενώ μπορούσαν να εκτελούν τις αυστηρά προκαθορισμένες κινήσεις τους, δεν ήταν σε θέση να αναδρούν διορθωτικά στις λειτουργίες τους αν κάτι πήγαινε στραβά.
Μόνο πολύ αργότερα, μετά την εισαγωγή των ηλεκτρονικών μηχανισμών, έγινε εφικτή η κατασκευή πραγματικά «έξυπνων» αυτομάτων, ικανών δηλαδή να ελέγχουν από μόνα τους μέσω αναδραστικών μηχανισμών τη λειτουργία τους. Χάρη στην ικανότητά τους για λειτουργική «ανάδραση» (feedback), τα νέα ηλεκτρονικά αυτόματα θα αποκτήσουν, σταδιακά, και κάποιες επιπρόσθετες τυπικά βιολογικές ικανότητες: να «αισθάνονται», να «θυμούνται» και να «επικοινωνούν».
Εκτοτε, η πρόοδος που θα σημειωθεί στη Ρομποτική, στην Επιστήμη των Υπολογιστών -ειδικότερα στις εφαρμογές της Τ.Ν.- θα είναι ραγδαία. Πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, είναι πλέον ορατή η εκπλήρωση του πανάρχαιου τεχνολογικού μας ονείρου: η δημιουργία ανθρωπόμορφων σκεπτόμενων μηχανών.
Ολοι θεωρούμε προφανές ότι η σύγχρονη μαθηματική, εμπειρική και πειραματική μέθοδος γνώσης, δηλαδή η σύγχρονη Επιστήμη, «γεννήθηκε» κατά τον 17ο αιώνα χάρη στο πρωτοποριακό έργο γιγάντων του πνεύματος όπως ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Νεύτωνας. Αυτήν ακριβώς την «προφανή» και καθολικά αποδεκτή αντίληψη της νεωτερικής εποχής έχει αμφισβητήσει, μεταξύ άλλων, ο κορυφαίος Ιταλός φυσικός και ιστορικός της επιστήμης Λούτσιο Ρούσο στο περίφημο βιβλίο του «Η λησμονημένη επανάσταση» (κυκλοφορεί από τις εκδ. «Δίαυλος»).
Πρόκειται για μια πρωτότυπη «αρχαιολογική» έρευνα της προέλευσης και της εξέλιξης της επιστημονικής-τεχνολογικής σκέψης στον δυτικό πολιτισμό, στο πλαίσιο της οποίας ο συγγραφέας, βαθύτατος γνώστης των φυσικών επιστημών αλλά και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καταφέρνει να ανασυγκροτήσει τη μέχρι πρόσφατα άγνωστη, και άρα συστηματικά υποτιμημένη, ιστορία της επιστήμης και της τεχνολογίας κατά την ελληνιστική εποχή (κυρίως τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.).
Η χωρίς προκαταλήψεις ανάλυση των διαθέσιμων ιστορικών πηγών οδηγεί στο απρόσμενο συμπέρασμα ότι η ημερομηνία γέννησης της σύγχρονης Επιστήμης πρέπει να αναχρονολογηθεί και να μετατεθεί κατά τουλάχιστον δύο χιλιετίες πριν από την περίφημη «μεγάλη επιστημονική επανάσταση» της εποχής του Γαλιλαίου!
Πράγματι, κατά τη διάρκεια κυρίως του 3ου και του 2ου αιώνα π.Χ. οι Ελληνες φυσικοί φιλόσοφοι πραγματοποίησαν μια ριζική μεθοδολογική τομή σε σχέση με τον προγενέστερο -αμιγώς θεωρησιακό τρόπο- κατανόησης της Φύσης. Με αποτέλεσμα να θέσουν τα θεμέλια για τις πρώτες αυστηρές φυσικές επιστήμες, για τις ασύλληπτες, για εκείνη την εποχή, τεχνολογικές εφαρμογές τους.
Από την απαρχή της ελληνιστικής περιόδου συντελείται μια ριζική και ουσιαστική μεταστροφή από την αμιγώς μεταφυσική θεώρηση προς μια πολύ αυστηρότερη, δηλαδή πειραματική και μαθηματικοποιημένη, μελέτη της Φύσης. Πρωταγωνιστές αυτής της πρώτης -αλλά λησμονημένης- επιστημονικής επανάστασης των ελληνιστικών χρόνων δεν ήταν μόνο ο Ευκλείδης ο Αλεξανδρινός ή ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος, αλλά μια στρατιά πρωτοπόρων ερευνητών: από τον πειραματικό γιατρό και φυσιολόγο Ηρόφιλο έως τον μαθηματικό Ερατοσθένη, από τον Αρίσταρχο τον Σάμιο και τον Ιππαρχο μέχρι τον Ηρωνα τον Αλεξανδρέα, ιδιοφυή σχεδιαστή περίφημων αυτόματων μηχανών· για το πλούσιο έργο των οποίων διαθέτουμε, δυστυχώς, μόνο σκόρπιες αναφορές και αμφισβητούμενες ιστορικές μαρτυρίες.
Επομένως, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η «ελληνιστική εποχή» περιγράφεται συνήθως ως μια μακρά περίοδος παρακμής, της οποίας η πολιτιστική κληρονομιά θεωρείται δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τη μεγαλειώδη «κλασική εποχή» της ελληνικής αρχαιότητας.
Εξάλλου, ακόμη και ο όρος «ελληνιστική» υποδηλώνει σαφώς την ιστορική απαξίωση αυτής της εποχής. Πρόκειται, όμως, για ένα αφελές ιστορικό στερεότυπο, μια ιδεολογική προκατάληψη που υιοθετείται αυθαίρετα από τους περισσότερους ιστορικούς και αναπαράγεται άκριτα από τους εκπαιδευτικούς μας θεσμούς. Αν αποδεχτούμε ωστόσο αυτό το στερεότυπο, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πώς είναι δυνατόν οι μεγάλοι Ελληνες στοχαστές που έζησαν σ’ αυτήν τη δήθεν προεπιστημονική και παρακμιακή εποχή να πραγματοποιήσουν τόσες θεμελιώδεις επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις. Αν, αντίθετα, υιοθετήσουμε την «αιρετική» ιστοριογραφική θέση ότι κατά την ελληνιστική περίοδο είχε ήδη διαμορφωθεί μια υψηλού επιπέδου επιστημονική και τεχνολογική σκέψη, τότε όλα τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους: το αίνιγμα της ύπαρξης μεγαλοφυών επιστημόνων και τεχνολόγων σε μια δήθεν προεπιστημονική εποχή παύει να φαίνεται τόσο αινιγματικό ιστορικά και ακατανόητο.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Από τα μυθικά ανδροειδή της αρχαιότητας μέχρι τα σύγχρονα υπερτεχνολογικά αυτόματα και ρομπότ: η επιθυμία των ανθρώπων να δημιουργήσουν μηχανικά αντίγραφα του ανθρώπινου σώματος και νου χάνεται στα βάθη του χρόνου. Ωστόσο, ενώ κάθε «αυτόματο» είναι μια ειδική κατηγορία μηχανής, κάθε μηχανή δεν είναι ένα αυτόματο.
Μόνο μέσω της αρχαιολογικής ανασυγκρότησης της έννοιας «αυτόματη μηχανή» μπορούμε να κατανοήσουμε την τεχνολογική ιδιαιτερότητα και κυρίως τις ρηξικέλευθες -επιστημονικά και κοινωνικά- συνέπειες των νέων υβριδικών βιοκυβερνητικών τεχνημάτων: καινοφανή «αυτόματα», που, ενώ δεν διαθέτουν το αντίστοιχο βιολογικό υπόστρωμα, μπορούν, χάρη στην πολύπλοκη δομή τους και τις ασύλληπτες υπολογιστικές τους δυνατότητες, να επιδεικνύουν κάποιες τυπικά ανθρώπινες συμπεριφορές. Συνήθως οι πρόσφατες επιστημονικές-τεχνολογικές εξελίξεις παρουσιάζονται χωρίς να αναδεικνύεται η προϊστορία τους. Αυτή τη σοβαρή παράλειψη επιχειρούμε να διορθώσουμε με το σημερινό άρθρο σχετικά με την αρχαιολογία της ιδέας των αυτόματων μηχανών, ενώ στο επόμενο θα διερευνήσουμε -με τη βοήθεια του καθηγητή Θεοδόση Τάσιου- την αποφασιστική σημασία της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας στη διαμόρφωση της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης.
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, ως «αυτόματον» ορίζεται ό,τι μπορεί να ενεργεί ή να κινείται από μόνο του, «αφ’ εαυτού ενεργούν ή κινούμενον» κατά το λεξικό Liddell-Scott. Ειδικότερα, στην κατηγορία των αυτομάτων εντάσσεται κάθε τέχνημα ή μηχανή που μπορεί από μόνη της να εκτελεί κάποιες τυπικά ανθρώπινες ή ζωικές εργασίες.
Μολονότι «κλασικός», αυτός ο αρχαιοελληνικός ορισμός των αυτομάτων πρέπει να φαίνεται στην εποχή μας μάλλον αόριστος και υπερβολικά ασαφής. Σήμερα, περιγράφουμε ως αυτόματο την ειδικού τύπου μηχανή (πραγματική ή εικονική) η οποία χάρη στην ύπαρξη ενός ενσωματωμένου προγράμματος μπορεί:
● Να εκτελεί ορισμένες ανθρώπινες εργασίες ή, τουλάχιστον, κάποιες ζωικές σωματικές λειτουργίες (κινητικές, αισθητηριακές, κ.ο.κ.)· στην περίπτωση αυτή μιλάμε συνήθως για «ρομπότ».
● Να προσομοιώνει υπολογιστικά, δηλαδή να αναπαράγει και να εκτελεί μέσω ειδικών προγραμμάτων κάποιες περίπλοκες συμπεριφορές και ανώτερες λειτουργίες του ανθρώπινου νου (μαθηματικούς υπολογισμούς, γλώσσα και ομιλία, εξαγωγή έλλογων συμπερασμάτων, κ.ο.κ. ), οπότε μιλάμε για «ηλεκτρονικούς υπολογιστές» και «Τεχνητή Νοημοσύνη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέχρι σήμερα επικρατούσα διάκριση των αυτόματων μηχανών σε «ανόητα ρομπότ» και «ευφυείς υπολογιστικές μηχανές» είναι μάλλον παραπλανητική, αφού κάθε λειτουργία των σύγχρονων ρομπότ βασίζεται σε κάποιο υπολογιστικό πρόγραμμα. Πάντως, η λέξη-κλειδί που παραμένει αδιευκρίνιστη και σκοτεινή στην παραπάνω διάκριση είναι η «μηχανή».
Από τα μυθικά ανδροειδή...
Από την ομηρική «Ιλιάδα» μαθαίνουμε ότι ο Ηφαιστος, θείος αρχιτεχνίτης και μηχανοποιός, είχε φτιάξει θηλυκά ανδροειδή, δηλαδή μεταλλικά πλάσματα με μορφή γυναικών -σήμερα θα τα ονομάζαμε ρομπότ- για να τον υπηρετούν τόσο στο σκοτεινό εργαστήριό του όσο και στις μετακινήσεις του επειδή ήταν κουτσός.
Αυτές οι «χρυσές υπηρέτριες» λέγεται ότι ήταν καθ’ όλα όμοιες με τις ζωντανές παρθένες, αφού διέθεταν φρόνηση, ικανότητα ομιλίας, ενώ αποτελούσαν και αξιοπερίεργα αντικείμενα ερωτικού πόθου των αθανάτων, οι οποίοι και έσπευσαν να τις διδάξουν... «κάθε γυναικεία τέχνη» (Ιλ., Σ, 418 κ.ε.).
Από την «Ιλιάδα» επίσης μαθαίνουμε ότι ο Ηφαιστος είχε κατασκευάσει πλήθος αξιοθαύμαστων αυτόματων μηχανών, μεταξύ των οποίων είκοσι τρίποδες (θρόνοι για να κάθονται οι θεοί), οι οποίοι εισέρχονταν και εξέρχονταν στα συμπόσια των ολύμπιων θεών κινούμενοι από μόνοι τους πάνω στους χρυσούς τροχούς τους (Ιλ., Σ, 376). Ωστόσο, τα πιο διάσημα από τα μυθικά αυτόματα του Ηφαιστου είναι ο Τάλως και η Πανδώρα. Πρόκειται για δύο θρυλικά ανδροειδή, δηλαδή ανθρωπόμορφα αυτόματα, που αποτελούν τη μυθολογική εκδοχή των σημερινών ρομπότ.
Το όνειρο της εκμηχάνισης, δηλαδή της «εκτεχνίκευσης» της ζωής, θα εκφραστεί στον αρχαίο κόσμο ποικιλοτρόπως: είτε μέσω της μυθικής σκέψης είτε με την εφευρετικότητα της τεχνικής σκέψης. Και αναμφίβολα, η προσωποποίηση αυτού του εφευρετικού και δημιουργικού πνεύματος της αρχαιότητας είναι ο Δαίδαλος.
Ανάμεσα στις αναρίθμητες επινοήσεις που αποδίδονται στον Δαίδαλο συγκαταλέγονται και τα «ζωντανά» αγάλματα-αυτόματα που πρώτος αυτός λέγεται ότι κατασκεύασε. Η κινητικότητα μάλιστα αυτών των «αγαλμάτων» ήταν παροιμιώδης: έπρεπε, όπως αναφέρουν ο Πλάτων και ο Παυσανίας, να τα δένουν για να μη δραπετεύσουν!
Ελάχιστα ενδιαφέρει εδώ το αν ο Δαίδαλος υπήρξε ιστορικό ή μυθικό πρόσωπο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι στη μορφή του αναγνωρίζουμε την ανάδυση στον αρχαίο κόσμο μιας νέας κοινωνικής ομάδας (συντεχνίας), των τεχνουργών (αρχιτεκτόνων και των καλλιτεχνών). Η αποδοχή από μέρους της κοινωνίας αυτής της νέας συντεχνίας ισοδυναμεί με τη σταδιακή απομάγευση των μηχανικών τεχνημάτων. Όμως, κατά την κλασική αρχαιότητα, η απομάγευση των τεχνημάτων δεν θα μετουσιωθεί ποτέ σε «τεχνολογία», ούτε και σε μια αυθεντική μηχανιστική σκέψη και πρακτική.
Το επόμενο αποφασιστικό βήμα σ’ αυτή την πολυδαίδαλη ιστορία των αυτόματων μηχανών θα συντελεστεί λίγους αιώνες αργότερα στην Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων (βλ. και ειδικό πλαίσιο). Σε αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών και γνώσεων θα κάνει την εμφάνισή της η περίφημη «αλεξανδρινή σχολή μηχανοποιών».
Από αυτούς τους πρωτοπόρους μηχανοποιούς μας ενδιαφέρει κυρίως το έργο του Κτησίβιου (270 π.Χ.), του Φίλωνα του Βυζάντιου (200 π.Χ.) και κυρίως του Ηρωνα του Αλεξανδρέα (περίπου 1ος ή 2ος αι. μ.Χ.). Αυτοί ήταν οι πρώτοι δημιουργοί πραγματικών και όχι πια μυθολογικών αυτόματων μηχανών, οι οποίες, επειδή είχαν κρυμμένο στο εσωτερικό τους τον μηχανισμό κίνησής τους, έδιναν την αλλόκοτη εντύπωση ότι κινούνται από μόνες τους, επομένως ότι ήταν ζωντανές.
Η τεχνολογία και η επιστημονική θεωρία αυτών των πρώιμων αυτομάτων-παιχνιδιών σηματοδοτεί την απαρχή μιας βαθύτερης διανοητικής μεταστροφής των ανθρώπων ως προς τις πρακτικές εφαρμογές και τις δυνατότητες των μηχανών. Νέες δυνατότητες που θα επηρεάσουν βαθύτατα την αραβική τεχνολογία και μέσω αυτής όλο τον δυτικό κόσμο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.
Όσον αφορά την εξέλιξη των αυτομάτων, οι Άραβες και όχι οι Ρωμαίοι ή οι Βυζαντινοί είναι οι πρώτοι κληρονόμοι της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Θα επιφέρουν, μάλιστα, και κάποιες βελτιώσεις στις μηχανές που «κληρονόμησαν» από τους Αλεξανδρινούς.
Σύνοψη και αποκορύφωμα της ελληνο-αραβικής μηχανικής σκέψης αποτελεί το βιβλίο του μεγάλου μηχανοποιού αλ-Τζαζάρι, με τίτλο «Βιβλίο της γνώσης των ευφυών μηχανισμών» (1204 μ.Χ.). Σε αυτό περιγράφονται μια σειρά από εκπληκτικές αυτόματες μηχανές. Μεταξύ αυτών και η περίφημη «Ζαΐρα», η αραβική εκδοχή της ανθρωπόμορφης «σκεπτόμενης μηχανής».
Η λειτουργία της εικάζεται ότι βασιζόταν σ’ έναν εσωτερικό μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίο κάθε ένα από τα 28 γράμματα του αραβικού αλφαβήτου αντιστοιχούσε σε μια από τις 28 βασικές κατηγορίες ιδεών της αραβικής θεολογίας-φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας τις αριθμητικές τιμές που αντιστοιχούσαν σε κάθε κατηγορία ιδεών με τα γράμματα, υποτίθεται ότι η μηχανή μπορούσε να αποκαλύπτει πολύτιμες γνώσεις.
...στη «Μέγιστη Τέχνη» των νέων αυτομάτων
Η «Ζαΐρα», η θρυλική σκεπτόμενη μηχανή των Αράβων, θα κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός εκκεντρικού ιεραποστόλου, του Ισπανού ευγενή Ραμόν Λουλ (1235-1316 μ.Χ.), ο οποίος εγκατέλειψε τον προγενέστερο έκλυτο βίο του για να στρατευθεί με πάθος, ως φραγκισκανός μοναχός, στη διάδοση του καθολικισμού.
Κλέβοντας λοιπόν από τους Άραβες περισσότερες ιδέες απ’ όσες μπορούσε να τους προσφέρει, ο Λουλ αποφάσισε -προφανώς κατόπιν θείας επιφοίτησης!- να σχεδιάσει μια χριστιανική εκδοχή της «Ζαΐρα», βαφτίζοντας τη μηχανή «του» με το πολύ κοσμιότερο όνομα Ars Magna (Μέγιστη Τέχνη). Αποστολή αυτής της «νέας εκχριστιανισμένης» νοήμονος μηχανής θα ήταν ο προσηλυτισμός των απίστων όχι με τη βία των όπλων αλλά με τη βία της λογικής.
Παρά τις ευγενείς προθέσεις του δημιουργού της, η φιλόδοξη ιδέα της Ars Magna θα είχε καταλήξει στα σκουπίδια της Ιστορίας αν δεν είχε επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές, όπως τον Νικόλαο Κουζάνο και κυρίως τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο-μαθηματικό Γκότφριντ Λάιμπνιτς, το μαθηματικό έργο του οποίου συνέβαλε στη γέννηση της νεότερης υπολογιστικής σκέψης.
Ακολουθώντας την εξέλιξη των μηχανών κατά τους νεότερους χρόνους και την προοδευτική επικράτηση της αυτοματοποίησης σε κάθε παραγωγική διαδικασία, θα πρέπει να σταθούμε στην αποφασιστική τεχνολογική καμπή που σημειώνεται στη Δύση μετά το 1769. Τη χρονιά αυτή κατατίθενται στο γραφείο ευρεσιτεχνιών της Αγγλίας τα σχέδια της ατμομηχανής του Σκοτσέζου Τζέιμς Βατ (James Watt) και της κλωστικής μηχανής του Ρίτσαρντ Αρκραϊτ (Richard Arkwright), δύο εφευρέσεις «μηχανών» που σηματοδοτούν την απαρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Πέντε χρόνια μετά καταγράφεται στα χρονικά της εποχής ένα άλλο μεγάλης ιστορικής σημασίας τεχνολογικό γεγονός, το οποίο, εκείνη την εποχή, θεωρήθηκε αδίκως «επουσιώδες»: το 1774 ο ιδιοφυής Ελβετός ωρολογοποιός-μηχανοποιός Πιερ Ζακέ-Ντροζ (Jaquet-Droz) παρουσιάζει τρία εντυπωσιακά αυτόματα με ανθρώπινη μορφή (ανδροειδή αυτόματα): μια μουσικό, ένα παιδί-σχεδιαστή και ένα παιδί-γραφέα.
Γεννημένα από την ενσωμάτωση ενός κρυμμένου ωρολογιακού μηχανισμού στο εσωτερικό μιας κούκλας, αυτά τα νεωτερικά «παιχνίδια» αποτελούν την υλοποίηση των πιο προηγμένων μηχανολογικά γνώσεων της εποχής, ενώ προαγγέλλουν τη δυνατότητα χρήσης των αυτόματων μηχανών και στη βιομηχανία. Ομως, αυτά τα υπέροχα ανδροειδή αυτόματα, ενώ μπορούσαν να εκτελούν τις αυστηρά προκαθορισμένες κινήσεις τους, δεν ήταν σε θέση να αναδρούν διορθωτικά στις λειτουργίες τους αν κάτι πήγαινε στραβά.
Μόνο πολύ αργότερα, μετά την εισαγωγή των ηλεκτρονικών μηχανισμών, έγινε εφικτή η κατασκευή πραγματικά «έξυπνων» αυτομάτων, ικανών δηλαδή να ελέγχουν από μόνα τους μέσω αναδραστικών μηχανισμών τη λειτουργία τους. Χάρη στην ικανότητά τους για λειτουργική «ανάδραση» (feedback), τα νέα ηλεκτρονικά αυτόματα θα αποκτήσουν, σταδιακά, και κάποιες επιπρόσθετες τυπικά βιολογικές ικανότητες: να «αισθάνονται», να «θυμούνται» και να «επικοινωνούν».
Εκτοτε, η πρόοδος που θα σημειωθεί στη Ρομποτική, στην Επιστήμη των Υπολογιστών -ειδικότερα στις εφαρμογές της Τ.Ν.- θα είναι ραγδαία. Πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, είναι πλέον ορατή η εκπλήρωση του πανάρχαιου τεχνολογικού μας ονείρου: η δημιουργία ανθρωπόμορφων σκεπτόμενων μηχανών.
Η λησμονημένη επιστημονική επανάσταση των ελληνιστικών χρόνων
Ολοι θεωρούμε προφανές ότι η σύγχρονη μαθηματική, εμπειρική και πειραματική μέθοδος γνώσης, δηλαδή η σύγχρονη Επιστήμη, «γεννήθηκε» κατά τον 17ο αιώνα χάρη στο πρωτοποριακό έργο γιγάντων του πνεύματος όπως ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Νεύτωνας. Αυτήν ακριβώς την «προφανή» και καθολικά αποδεκτή αντίληψη της νεωτερικής εποχής έχει αμφισβητήσει, μεταξύ άλλων, ο κορυφαίος Ιταλός φυσικός και ιστορικός της επιστήμης Λούτσιο Ρούσο στο περίφημο βιβλίο του «Η λησμονημένη επανάσταση» (κυκλοφορεί από τις εκδ. «Δίαυλος»).
Πρόκειται για μια πρωτότυπη «αρχαιολογική» έρευνα της προέλευσης και της εξέλιξης της επιστημονικής-τεχνολογικής σκέψης στον δυτικό πολιτισμό, στο πλαίσιο της οποίας ο συγγραφέας, βαθύτατος γνώστης των φυσικών επιστημών αλλά και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καταφέρνει να ανασυγκροτήσει τη μέχρι πρόσφατα άγνωστη, και άρα συστηματικά υποτιμημένη, ιστορία της επιστήμης και της τεχνολογίας κατά την ελληνιστική εποχή (κυρίως τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.).
Η χωρίς προκαταλήψεις ανάλυση των διαθέσιμων ιστορικών πηγών οδηγεί στο απρόσμενο συμπέρασμα ότι η ημερομηνία γέννησης της σύγχρονης Επιστήμης πρέπει να αναχρονολογηθεί και να μετατεθεί κατά τουλάχιστον δύο χιλιετίες πριν από την περίφημη «μεγάλη επιστημονική επανάσταση» της εποχής του Γαλιλαίου!
Πράγματι, κατά τη διάρκεια κυρίως του 3ου και του 2ου αιώνα π.Χ. οι Ελληνες φυσικοί φιλόσοφοι πραγματοποίησαν μια ριζική μεθοδολογική τομή σε σχέση με τον προγενέστερο -αμιγώς θεωρησιακό τρόπο- κατανόησης της Φύσης. Με αποτέλεσμα να θέσουν τα θεμέλια για τις πρώτες αυστηρές φυσικές επιστήμες, για τις ασύλληπτες, για εκείνη την εποχή, τεχνολογικές εφαρμογές τους.
Από την απαρχή της ελληνιστικής περιόδου συντελείται μια ριζική και ουσιαστική μεταστροφή από την αμιγώς μεταφυσική θεώρηση προς μια πολύ αυστηρότερη, δηλαδή πειραματική και μαθηματικοποιημένη, μελέτη της Φύσης. Πρωταγωνιστές αυτής της πρώτης -αλλά λησμονημένης- επιστημονικής επανάστασης των ελληνιστικών χρόνων δεν ήταν μόνο ο Ευκλείδης ο Αλεξανδρινός ή ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος, αλλά μια στρατιά πρωτοπόρων ερευνητών: από τον πειραματικό γιατρό και φυσιολόγο Ηρόφιλο έως τον μαθηματικό Ερατοσθένη, από τον Αρίσταρχο τον Σάμιο και τον Ιππαρχο μέχρι τον Ηρωνα τον Αλεξανδρέα, ιδιοφυή σχεδιαστή περίφημων αυτόματων μηχανών· για το πλούσιο έργο των οποίων διαθέτουμε, δυστυχώς, μόνο σκόρπιες αναφορές και αμφισβητούμενες ιστορικές μαρτυρίες.
Επομένως, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η «ελληνιστική εποχή» περιγράφεται συνήθως ως μια μακρά περίοδος παρακμής, της οποίας η πολιτιστική κληρονομιά θεωρείται δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τη μεγαλειώδη «κλασική εποχή» της ελληνικής αρχαιότητας.
Εξάλλου, ακόμη και ο όρος «ελληνιστική» υποδηλώνει σαφώς την ιστορική απαξίωση αυτής της εποχής. Πρόκειται, όμως, για ένα αφελές ιστορικό στερεότυπο, μια ιδεολογική προκατάληψη που υιοθετείται αυθαίρετα από τους περισσότερους ιστορικούς και αναπαράγεται άκριτα από τους εκπαιδευτικούς μας θεσμούς. Αν αποδεχτούμε ωστόσο αυτό το στερεότυπο, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πώς είναι δυνατόν οι μεγάλοι Ελληνες στοχαστές που έζησαν σ’ αυτήν τη δήθεν προεπιστημονική και παρακμιακή εποχή να πραγματοποιήσουν τόσες θεμελιώδεις επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις. Αν, αντίθετα, υιοθετήσουμε την «αιρετική» ιστοριογραφική θέση ότι κατά την ελληνιστική περίοδο είχε ήδη διαμορφωθεί μια υψηλού επιπέδου επιστημονική και τεχνολογική σκέψη, τότε όλα τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους: το αίνιγμα της ύπαρξης μεγαλοφυών επιστημόνων και τεχνολόγων σε μια δήθεν προεπιστημονική εποχή παύει να φαίνεται τόσο αινιγματικό ιστορικά και ακατανόητο.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου