Του Νίκου Σταθόπουλου*
«Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή / Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης / Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο», εμπνέεται ο Ελύτης από το Έπος του ‘40…
Το έπος είναι η ηρωική στιγμή όπου μια ανθρώπινη ομάδα συνειδητών συνεκτικών δεσμών, καταφάσκει και αναδεικνύει τη γενέθλια ταυτότητά της απέναντι σε μια εξωτερική απειλή. Είναι «ηρωικό», και γιατί αποτελεί άθλο κατά του υπέρτερου, και γιατί υλοποιεί την ηθική της αυταπάρνησης.
Το έπος είναι πρωτογενής συλλογική πράξη, από τη φύση του έργο λαού. Οι αφέντες του μεταμοντέρνου εξουσιασμού, απεχθάνονται το έπος, ακριβώς γιατί οργανώνει συνειδησιακά τα αξιακά φορτία που ανατρέπουν εκ βάθρων την δομική ανηθικότητα του πλανήτη-εμπόρευμα, δηλαδή την ιδιωτικότητα, την ιδιοτέλεια, τον επιβιωτισμό, την εμπορευματοποίηση…
Το Έπος του ‘40, από την αντεπίθεση της ξιφολόγχης μέχρι τη γυναικεία πανστρατιά για τη «ζεστή φανέλα του στρατιώτη», δεν ήταν ένας «εθνικιστικός παροξυσμός» αλλά η ένοπλη ειρήνη της πατριωτικής αυτοάμυνας. Αν υπερβείς τον πολιτικάντικο ιστορικισμό, θα συναντήσεις το βάθος της ανθρώπινης απλότητας, δηλαδή την εναντίωση στην κουλτούρα της τεχνητότητας όπου θεμελιώνεται η παρούσα πολιτισμική εγκληματικότητα.
Σαν απλοί τίμιοι άνθρωποι της κανονικής ζωής, βουληθήκαμε χωρίς διανοητισμούς και συν πλην, να πολεμήσουμε για ό,τι συνιστούσε την υλικότητα και το πνευματικό βάθος του συλλογικού μας εαυτού. Πόση διαστροφή ιδεολογικών διαθλάσεων μπορεί να απεμπολήσει αυτή τη φυσική τάξη της ζωής; Πόσος αισχρός συστημικός καιροσκοπισμός, μέσω της υποτίμησης του «Όχι», επιδιώκει να δώσουμε χαρούμενοι όλη τη γη και όλο το ύδωρ στη σημερινή απειλή εκ μέρους του νεοοθωμανισμού;
Το έπος το αποστρέφεται η συνταγογραφούμενη διανόηση των σύγχρονων ελίτ, γιατί αντιβαίνει στην κοινωνική μηχανική του απρόσωπου υπηκόου που απέχει από την ιστορία, βουλιαγμένος παρανοϊκά στην στενή καθημερινότητα του τηλεοπτικού ιδιωτικού του. Γι’ αυτούς, η πατρίδα είναι «χώρος θεσμικής διαχείρισης πληθυσμών», αλλά για τον έφεδρο ανθυπολοχαγό από την Αμοργό τη «γραμμή» την έδινε ο Ανδρέας Κάλβος – «Τα δειλά των εχθρών σας / πλήθη καταφρονήσατε. / Την κόμην πάντα ο θρίαμβος / στέφει των υπέρ πάτρης / κινδυνευόντων». Σε αντίθεση με τη μεταβλητότητα της ταξικής κατάστασης, η αντιιδεολογική σχέση με τη γενέθλια γη, εμπεριέχει το σταθερό υλικό της μεταβιβαζόμενης εμπειρίας και συνείδησης. Άρα, είναι η μέγιστη απτότητα, ο υπέρτατος «ορθός λόγος» μιας τελεσίδικης αφοσίωσης. Αλλά, βλέπεις, αυτού του τύπου η αφοσίωση είναι αντιεμπορευματική, και δεν τη μπορούν οι Μεγαλέμποροι των Πολυεθνικών!
Στην Πρεμετή και το Αργυρόκαστρο, ο ελληνικός λαός ανανέωσε την επική του αυτοσυνειδησία, όπως πράττει κάθε λαός με αξιοπρέπεια και λαχτάρα να τιμήσει το παρών του στον κόσμο. Να, αίφνης, ο μυθικός παλλαϊκός αγώνας των Βιετναμέζων ενάντια στον μεταφασιστικό ιμπεριαλισμό της αμερικανικής ψευδοελευθερίας.
Το «Όχι» του ελληνικού λαού, με όλο το συγκινησιακό φορτίο μιας παράδοσης που πρωτοέλαμψε στον πιο καίριο αγώνα του πολιτισμού ενάντια στα βαρβαρότητα, στον Μαραθώνα, θα απαντηθεί με μια άλλη επικότητα, εκείνη του Τσε με το «Πατρίδα ή Θάνατος».
Αν σε τυφλώνει η στρατιωτική στολή του «αστού βαθμοφόρου» Δαβάκη, είσαι απλά ένας μοιραίος ιδεοληπτικός….
Αυτό το ιστορικό «σενάριο» εκτυλίχθηκε στα βουνά της Αλβανίας τον Οκτώβριο του 1940, και αυτό το κοσμογονικό ηθικό και φιλοσοφικό του υπόβαθρο φοβούνται και ξορκίζουν οι διανοητικοί και πολιτικοί αχθοφόροι της γκλομπαλιστικής ισοπέδωσης. Απλώς, θέλουν έναν κόσμο γεμάτο περιχαρακωμένα ανθρωπάκια χωρίς ρίζες, ταυτότητα και πάθος για ένα ευ ζην πέραν της καταναλωτικής μιζέριας.
Στους μαφιόζικους καιρούς της πολτοποιητικής «άυλης Οικονομίας», δεν γίνονται ανεκτές οι εθνοαναφορικές αντιστάσεις που νοηματοδοτούν το ανθρώπινο με διαχρονικές σημασίες ριζικών συλλογικών δεσμών. Δεν χαίρουν «εγκρίσεως» μπακάληδες και λογιστές και μικροϊδιοκτήτες που κάνουν την απόλυτη υπέρβαση πεθαίνοντας για μια ιδέα. Η φενακισμένη ιδεοληψία των «κοινωνικών ρόλων» υποκαθιστά την ανθρώπινη αμεσότητα που κρατά ζωντανή την ιστορία.
Η Κομμούνα του 1871, υψώθηκε σε «έφοδο στον ουρανό» μέσα από τα ερείπια μιας προδομένης πατρίδας. Στα βουνά της Αλβανίας, το πολεμικό πάθος πατρίδας γέννησε τα ένοπλα στελέχη που προεκτείνανε την πατριωτική αυτοάμυνα στην ΕΛΑΣίτικη θύελλα κατά του Ναζισμού. Κάθε «κοινωνική ουτοπία» χωρίς εθνοπολιτισμική ταυτοποίηση είναι ένα λεκτικό μετέωρο που συγκινεί παροδικά, καθώς είναι de facto συναρτημένο με την τρεπτότητα των κοινωνικών σχεσεων.
Το ‘40, με τον πιο ξαφνιαστικό αυθορμητισμό, ο ελληνικός λαός επαναχάραξε τον «ρουν της ιστορίας» με την απλότητα της ενδότατης πίστης στα χρέη που νομοθετεί η ίδια του η συλλογική ύπαρξη. Δεν χρειάστηκαν «μπροστάρηδες» είτε «σοφοί ερμηνευτές των γραφών», αλλά μόνο το άκουσμα της εισβολής, για να γίνει αυτόκλητος «στρατηλάτης» και ο έσχατος (τόσο άκριτα και ιδεολογίστικα συκοφαντημένος σήμερα) «νοικοκυραίος». Αναπαράγοντας τις φιλμικές γελοιογραφίες τύπου Πρέκας στο Ρούπελ, απλά πουλάς την ψυχή σου στον Μεφιστοφελή, αφού μέσω της ευτέλειας του εθνικιστικού θεάματος υιοθετείς την ασημαντοποίηση του εκ γενετής «εξημερωμένου» αντιήρωα.. Και είναι αυτός ο αντιήρωας, που θα απέχει από όλα, θα τα φοβάται όλα, θα τα προδίδει όλα.
Η «κριτική απομυθοποίηση» της ψυχικής και συνειδησιακής προϋπόθεσης των αντιστάσεων, είναι κρίσιμος όρος για τον παροπλισμό της κοινωνίας έναντι των ποικίλων επιδρομών της κοινωνικής εξουσίας. Η απαξίωση και ο υποβιβασμός του «Όχι», σηματοδοτεί την αισχρή σκοπιμότητα κατασκευής ενός «εξορθολογισμένου» λαουτζίκου που θα συναινεί σε κάθε περιφρόνηση του φρονήματος και της βούλησής του. Μέσα από τέτοιες αναθεωρήσεις, θα παγιωθεί η «δημοψηφισματική δημοκρατία» της νομότυπης συνεχούς «επανεξέτασης/διόρθωσης» της λαϊκής ετυμηγορίας.
Το φορτίο της παράδοσης ήταν μεγαλόπρεπα οδηγητικό, καθώς όταν έχεις συνείδηση της καταγωγής σου από ένα τσούρμο ερασιτέχνες ένοπλους πολεμισταράδες, και επανιδρύεσαι καθημερινά με το πνεύμα της κοινότητας που ορίζουν οι θρησκευτικές σου βιωματικές παραστάσεις – ε είναι πια αυτοματικός μονόδρομος η αυθόρμητη παλλαϊκή πατριωτική άμυνα.
Μισούν και αναθεωρούν το ‘21, γιατί τα θέλουν όλα να αρχίζουν από το κατασκευασμένο Ναυαρίνο. Μισούν το «Όχι» στην Αλβανία, γιατί μόνο χωρίς αυτό μπορούν να σκηνοθετήσουν «Συμμαχικό αντιολοκληρωτισμό», δηλαδή αφασιακή κοινωνία ευρωκαταναλωτών.
Η κλασική ριζοσπαστική σκέψη έχει αβάσιμα υποτιμήσει την ανατρεπτικότητα του συνειδησιακού παράγοντα όταν αυτός είναι σε ανταπόκριση με τις διαχρονικές ορίζουσες του προσανατολισμού του στον κόσμο.
Σαν εθνικό σύνολο, αμυνθήκαμε απέναντι στη βία του μουσολινικού φασισμού…σαν «εθνικό σύνολο», κι ας λειτουργούσαν οι εσωτερικοί διχασμοί και διαχωρισμοί, κι ας καταδείχθηκε η εγγενής αχρειότητα της ελίτ που βούτηξε τον αποθησαυρισμένο εθνικό πλούτο και την κοπάνησε για μέρη ασφαλή όταν κατέρρευσε το μέτωπο.
Σαν «εθνικό σύνολο», δηλαδή με την υπερκοινωνιολογική ομοψυχία που ενοφθαλμίζει στη συνείδηση η ιστορική συνύπαρξη και αμοιβαιότητα, η εμπειρία της καθημερινής «γειτονιάς», η κοινή κοινωνία στο ενδότατο διαχρονικό και αόρατο που συντάσσουν οι θεσμοί και τα έθιμα και οι παραδόσεις.
Η κακοποιούμενη κοινωνία της ΕΟΝ και της ιδεοληπτικής πλαστογράφησης του ιστορικού της γίγνεσθαι, ανέλαβε από μόνη της να αποκαταστήσει τις αλήθειες της. Και το ίδιο θα κάνει μερικούς μήνες μετά, πυροδοτώντας το δεύτερο Επος, αυτό της Εθνικής Αντίστασης. Χωρίς το πρώτο δεν θα υπήρχε το δεύτερο, γιατί η συνέχεια του προσδιοριστικού μας αντιστασιακού φρονήματος είναι που φιλοτεχνεί τις ενότητες των ξεχωριστών προσπαθειών μας.
Ήταν από τις κορυφαίες οριακές στιγμές, όπου «Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. / Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης / Tόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι…», όπως εικονογραφεί ο Σεφέρης. Μα όχι «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη», αλλά για το «γεμάτο» χειροπιαστό νόημα της συλλογικής πατριωτικής αντίστασης.
Η εθνική επικράτεια δεχόταν μια απρόκλητη θανάσιμη βία, το κράτος (η φασίζουσα κλίκα της 4ης Αυγούστου), υπό τις δεσμεύσεις της ελληνικής γεωπολιτικής διαλεκτικής και υπό την επίγνωση του «αντιστασιακού φρονήματος» του λαού, ψέλλισε «Όχι», κι ο ελληνικός λαός, σαν απλός πολίτης στα μετόπισθεν, σαν ένστολος προστάτης της εθνικής αξιοπρέπειας στο μέτωπο, με όλες του τις ιδιότητες, έδωσε στο μεταξικό «Όχι» την αυθεντική σημασία μιας αυτοθυσίας υπέρ Βωμών και Εστιών.
«Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια», κι αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της επαναστατικής αξιοπρέπειας, τότε όλη μας η παιδεία είναι ένα εντυπωσιακό φούμαρο! Η πάλη για τα ριζικά είναι το διαρκές εκπαιδευτήριο της περηφάνιας με προοπτική. Χωρίς την Αλβανία, χωρίς την πιστοποίηση του αυτόνομου της συλλογικής μας οντότητας, δεν θα υπήρχε το Σκοπευτήρι, δεν θα αστραποβολούσε το έπος του Γοργοπόταμου. Αν είχε επικρατήσει ο πρόδρομος του σύγχρονου εθνομηδενισμού, ο Στίνας, θα είμαστε μια άμορφη πλέμπα που θα ζητιάνευε επιβίωση με «επαναστατικά κάλαντα».
Η λαϊκότητα του «Όχι», δεν είναι μια πολιτική αφήγηση και καθόλου δεν αφορά μια πολιτισμική μεταφυσική: είναι μια έμπρακτη συλλογική στάση, καθώς, στη «μικρά Ελλάδα» δεν λειτούργησε το πνεύμα του «πορκουά», κι ας ήταν ζώσα η εμπειρία ενός κυβερνητικού συστήματος βαθιά αντιλαϊκού και χυδαία αυταρχικού.
Ο λαός, λειτούργησε σαν «λαός», δηλαδή σαν υπερταξική πολιτισμική οντότητα, ακυρώνοντας τις ιδεοαλχημείες των σημερινών ιεροκηρύκων του εθνομηδενισμού. Το «Όχι» του ‘40, επικαιροποίησε τις ενδότατες αναγκαιότητες και ζυμώσεις που ταυτοποιούν, στην ίδια του τη συνείδηση, ένα λαό, και κατέδειξε το ψυχικό και ηθικό πρωτείο της πατριωτικής αυτοσυνειδησίας.
Στο περιβόητο «Ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας», ο Νίκος Ζαχαριάδης θα γράψει: «Σήμερα, όλοι οι ‘Ελληνες, παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μ α ς ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έ θ ν ο ς που θέλει να ζήσει, πρέπει να παλαίβει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες».
Στο χιονισμένο ταμπούρι της Πίνδου, η εθνική ενότητα, δηλαδή η συναπόφαση του αμύνεσθαι περί πάτρης, αγνόησε με αιματηρό αριστοφανικό σαρκασμό τα επιστημονίστικα λεξοτσιρίδια του κάθε Α. Λιάκου, και επαναθεμελίωσε, μέσα στο μυθικό Αέρα! και στο συντριπτικά καθημερινοποιημένο Κορόιδο Μουσολίνι!, την θεμελιωτική αρχέγονη ανάγκη των ανθρώπων να συνυπάρχουν σε πολιτισμικά κελύφη έμπλεα ιερότητας, αξιακότητας, νοήματος. Μεταξικοί και ζαχαριαδικοί, κλεφτρόνια και δικηγόροι, πιτσιρικάδες και μεσήλικες, αυτοοργανώθηκαν σε μια πολεμική χορογραφία αυταπάρνησης. Και γιατί;
Μα γιατί ένιωθαν ο ένας υπεύθυνος για τον άλλο, και αυτή η αίσθηση μορφοποιούνταν στην κοινή γλώσσα, πίστη, βίωση παράδοσης, ηθική, τέχνη. Καμιά άλλη προσέγγιση, της κοινωνιολογίας, του όποιου υλιστικού περιβαλλοντισμού, των μαγικών ιστορικών αυτοματισμών, της ψυχανάλυσης, δε μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μαζική αυτοπροσφορά όταν όλα γύρω καθιστούν προφανές ότι η μόνη θετική προσδοκία μπορεί να είναι ο θάνατος. Άλλωστε σε τούτη τη θετική προσδοκία, αποφορτισμένη από πατρίδες και ιδανικά, βασίζεται το δραστικό χειραγωγικό πρότυπο του καταναλωτισμού.
Κι αν στις «ταξικές θυσίες» μπορεί, έστω και με μακροανάλυση, να ανιχνευθεί βάσιμα η έννοια του συμφέροντος, εδώ, σε αυτούς τους επικούς εθνικούς αγώνες, μόνο η καθαρή αξιακή συγκίνηση ισχύει, μόνο ένα «ορμέμφυτο» πατριωτικής αυτοθυσίας. Κι επειδή αυτές οι μυστικιστικές οπτικές δεν έχουν βάση, μπορούμε, σωστά και εύκολα, να αναγνωρίσουμε εδώ την πολιτισμική ριζικότητα της βίωσης της πατρίδας.
Το ‘40, αν έχει μια πλατιά προέκταση, αυτή ήδη έχει προσδιοριστεί από τον προχώ φιλελευθερισμό του Δ. Σολωμού, που, ανατέμνοντας τον τραγικό ηρωισμό του Μεσολογγιού, εικονογραφεί το «αλωνάκι» ως συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο που τελικά ταυτίζεται με την ανθρωπότητα. H άμυνα της πατρίδας με ένα υψηλό πάθος συλλογικής αυτοθυσίας είναι που συγκροτεί τον πυρήνα του «Όχι», και, έτσι, γίνεται η διδακτική σημειολογική συμπύκνωση του πάθους για την ταυτοποιημένη ελευθερία του ανθρώπου ως υποκειμένου του πολιτισμού.
Ήταν ένα «Όχι» καθόλου «αντιφασιστικό», όπως προπαγανδίζει ο σημερινός αντίφα εθνομηδενισμός. Δεν αφορούσε μια ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά μια συνείδηση πατριωτικής άμυνας. Καμιά λογική δημοκρατισμού δεν επενεργούσε, ήταν ένα «απολίτικο» «Όχι», εξαρχής φαντασιακά πανομοιότυπο έναντι κάθε εισβολέα. Απλά, κινδύνευε ο τόπος, κι άντε ρε παιδιά να βάλουμε ένα χεράκι να μην πέσουμε στα νύχια αυτών των αυθαίρετων κατά της μοίρας μας!
Η σημερινή «αντιφασιστικοποίηση» του εθνικού μας «Όχι», εξειδικεύει τις μεγάλες συστημικές στρατηγικές: αφενός της απεθνικοποίησης του ιστορικού αναστοχασμού, και αφετέρου του επανακαθορισμού της κοινωνικής συναίνεσης με βάση τα πολτοποιητικά προτάγματα της παγκοσμιοποιητικής νεοφιλελεύθερης ανασύνταξης του κοινωνικού.
Να γιατί, όλο το φάσμα της σημιτικής εκσυγχρονιστικής διανόησης, επιμένει στο να προκριθεί η «12η Οκτωβρίου, η Ημέρα της Απελευθέρωσης», ως νέα εθνική γιορτή! Διότι, με αυτό το σημειολογικό ορόσημο:
Θα μετατοπιστεί η ιστορική ουσία από την αντιστασιακή αυτοθυσία του πατριωτικού φρονήματος (δηλαδή η πρόταξη του θεμελιωτικού της εθνικής ιδιοπροσωπίας και συνείδησης) στο επινοημένο ιδεολόγημα του «καθολικού ευρωπαϊκού αντιφασιστικού ιδεώδους», σε μια κατασκευή που υπηρετεί τον απόλυτο παγκοσμιοποιητικό εκδυτικισμό της Ελλάδας ως αποικίας.
Μαζί με αυτό, θα επιβληθεί ο πλήρης υποβιβασμός της Ελλάδας, ως ιστορικού πεπρωμένου, σε απλή «ευρωπαϊκή περίπτωση», δηλαδή σε παρεπόμενο του «ευρωπαϊκού γίγνεσθαι».
Και τέλος, θα νομιμοποιηθεί τελεσίδικα, η υποκατάσταση των βαθύτερων αντιθέσεων και συγκρούσεων από την κουλτούρα του «δικαιωματικού δημοκρατισμού», από ένα εργαστηριακό φαντασιακό «διαρκούς πολέμου κατά του ολοκληρωτισμού» που απηχεί και οργανώνει ιδεολογικά την «ιστορικοπολιτισμική αριστεία του κόσμου των Αγορών»
Οι νεοαλχημιστές του «επιστημονισμού της αφήγησης», σχεδιάζουν και διακινούν μια καινούργια θεμελιώδη αφήγηση, με πυρήνα την κουλτούρα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και την εκμηδένιση της εθνικής ταυτοποίησης. Παράλληλα, αφορίζουν το πρόταγμα της δίκαιης βίαιης αντίστασης, υπέρ ενός θεσμοκεντρικού ειρηνισμού της «δημοκρατικής διαπραγμάτευσης» και της «ευρωπαϊκής ιδέας των πολλαπλών επιέδων διαλόγου».
Η απόρριψη του «Όχι» εν ονόματι της «Απελευθέρωσης», είναι καίρια αντιδραστική τομή στην εθνομηδενιστική ανασκευή της εθνικής ταυτότητας προς ένα αποπροσωποιημένο «ευρωπαϊκό μέλλον» οργανικής αποικιοποίησης.
Πηγή: edromos.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
«Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή / Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης / Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο», εμπνέεται ο Ελύτης από το Έπος του ‘40…
Το έπος είναι η ηρωική στιγμή όπου μια ανθρώπινη ομάδα συνειδητών συνεκτικών δεσμών, καταφάσκει και αναδεικνύει τη γενέθλια ταυτότητά της απέναντι σε μια εξωτερική απειλή. Είναι «ηρωικό», και γιατί αποτελεί άθλο κατά του υπέρτερου, και γιατί υλοποιεί την ηθική της αυταπάρνησης.
Το έπος είναι πρωτογενής συλλογική πράξη, από τη φύση του έργο λαού. Οι αφέντες του μεταμοντέρνου εξουσιασμού, απεχθάνονται το έπος, ακριβώς γιατί οργανώνει συνειδησιακά τα αξιακά φορτία που ανατρέπουν εκ βάθρων την δομική ανηθικότητα του πλανήτη-εμπόρευμα, δηλαδή την ιδιωτικότητα, την ιδιοτέλεια, τον επιβιωτισμό, την εμπορευματοποίηση…
Το Έπος του ‘40, από την αντεπίθεση της ξιφολόγχης μέχρι τη γυναικεία πανστρατιά για τη «ζεστή φανέλα του στρατιώτη», δεν ήταν ένας «εθνικιστικός παροξυσμός» αλλά η ένοπλη ειρήνη της πατριωτικής αυτοάμυνας. Αν υπερβείς τον πολιτικάντικο ιστορικισμό, θα συναντήσεις το βάθος της ανθρώπινης απλότητας, δηλαδή την εναντίωση στην κουλτούρα της τεχνητότητας όπου θεμελιώνεται η παρούσα πολιτισμική εγκληματικότητα.
Σαν απλοί τίμιοι άνθρωποι της κανονικής ζωής, βουληθήκαμε χωρίς διανοητισμούς και συν πλην, να πολεμήσουμε για ό,τι συνιστούσε την υλικότητα και το πνευματικό βάθος του συλλογικού μας εαυτού. Πόση διαστροφή ιδεολογικών διαθλάσεων μπορεί να απεμπολήσει αυτή τη φυσική τάξη της ζωής; Πόσος αισχρός συστημικός καιροσκοπισμός, μέσω της υποτίμησης του «Όχι», επιδιώκει να δώσουμε χαρούμενοι όλη τη γη και όλο το ύδωρ στη σημερινή απειλή εκ μέρους του νεοοθωμανισμού;
Το έπος το αποστρέφεται η συνταγογραφούμενη διανόηση των σύγχρονων ελίτ, γιατί αντιβαίνει στην κοινωνική μηχανική του απρόσωπου υπηκόου που απέχει από την ιστορία, βουλιαγμένος παρανοϊκά στην στενή καθημερινότητα του τηλεοπτικού ιδιωτικού του. Γι’ αυτούς, η πατρίδα είναι «χώρος θεσμικής διαχείρισης πληθυσμών», αλλά για τον έφεδρο ανθυπολοχαγό από την Αμοργό τη «γραμμή» την έδινε ο Ανδρέας Κάλβος – «Τα δειλά των εχθρών σας / πλήθη καταφρονήσατε. / Την κόμην πάντα ο θρίαμβος / στέφει των υπέρ πάτρης / κινδυνευόντων». Σε αντίθεση με τη μεταβλητότητα της ταξικής κατάστασης, η αντιιδεολογική σχέση με τη γενέθλια γη, εμπεριέχει το σταθερό υλικό της μεταβιβαζόμενης εμπειρίας και συνείδησης. Άρα, είναι η μέγιστη απτότητα, ο υπέρτατος «ορθός λόγος» μιας τελεσίδικης αφοσίωσης. Αλλά, βλέπεις, αυτού του τύπου η αφοσίωση είναι αντιεμπορευματική, και δεν τη μπορούν οι Μεγαλέμποροι των Πολυεθνικών!
Στην Πρεμετή και το Αργυρόκαστρο, ο ελληνικός λαός ανανέωσε την επική του αυτοσυνειδησία, όπως πράττει κάθε λαός με αξιοπρέπεια και λαχτάρα να τιμήσει το παρών του στον κόσμο. Να, αίφνης, ο μυθικός παλλαϊκός αγώνας των Βιετναμέζων ενάντια στον μεταφασιστικό ιμπεριαλισμό της αμερικανικής ψευδοελευθερίας.
Το «Όχι» του ελληνικού λαού, με όλο το συγκινησιακό φορτίο μιας παράδοσης που πρωτοέλαμψε στον πιο καίριο αγώνα του πολιτισμού ενάντια στα βαρβαρότητα, στον Μαραθώνα, θα απαντηθεί με μια άλλη επικότητα, εκείνη του Τσε με το «Πατρίδα ή Θάνατος».
Αν σε τυφλώνει η στρατιωτική στολή του «αστού βαθμοφόρου» Δαβάκη, είσαι απλά ένας μοιραίος ιδεοληπτικός….
***
Αυτό το ιστορικό «σενάριο» εκτυλίχθηκε στα βουνά της Αλβανίας τον Οκτώβριο του 1940, και αυτό το κοσμογονικό ηθικό και φιλοσοφικό του υπόβαθρο φοβούνται και ξορκίζουν οι διανοητικοί και πολιτικοί αχθοφόροι της γκλομπαλιστικής ισοπέδωσης. Απλώς, θέλουν έναν κόσμο γεμάτο περιχαρακωμένα ανθρωπάκια χωρίς ρίζες, ταυτότητα και πάθος για ένα ευ ζην πέραν της καταναλωτικής μιζέριας.
Στους μαφιόζικους καιρούς της πολτοποιητικής «άυλης Οικονομίας», δεν γίνονται ανεκτές οι εθνοαναφορικές αντιστάσεις που νοηματοδοτούν το ανθρώπινο με διαχρονικές σημασίες ριζικών συλλογικών δεσμών. Δεν χαίρουν «εγκρίσεως» μπακάληδες και λογιστές και μικροϊδιοκτήτες που κάνουν την απόλυτη υπέρβαση πεθαίνοντας για μια ιδέα. Η φενακισμένη ιδεοληψία των «κοινωνικών ρόλων» υποκαθιστά την ανθρώπινη αμεσότητα που κρατά ζωντανή την ιστορία.
Η Κομμούνα του 1871, υψώθηκε σε «έφοδο στον ουρανό» μέσα από τα ερείπια μιας προδομένης πατρίδας. Στα βουνά της Αλβανίας, το πολεμικό πάθος πατρίδας γέννησε τα ένοπλα στελέχη που προεκτείνανε την πατριωτική αυτοάμυνα στην ΕΛΑΣίτικη θύελλα κατά του Ναζισμού. Κάθε «κοινωνική ουτοπία» χωρίς εθνοπολιτισμική ταυτοποίηση είναι ένα λεκτικό μετέωρο που συγκινεί παροδικά, καθώς είναι de facto συναρτημένο με την τρεπτότητα των κοινωνικών σχεσεων.
Το ‘40, με τον πιο ξαφνιαστικό αυθορμητισμό, ο ελληνικός λαός επαναχάραξε τον «ρουν της ιστορίας» με την απλότητα της ενδότατης πίστης στα χρέη που νομοθετεί η ίδια του η συλλογική ύπαρξη. Δεν χρειάστηκαν «μπροστάρηδες» είτε «σοφοί ερμηνευτές των γραφών», αλλά μόνο το άκουσμα της εισβολής, για να γίνει αυτόκλητος «στρατηλάτης» και ο έσχατος (τόσο άκριτα και ιδεολογίστικα συκοφαντημένος σήμερα) «νοικοκυραίος». Αναπαράγοντας τις φιλμικές γελοιογραφίες τύπου Πρέκας στο Ρούπελ, απλά πουλάς την ψυχή σου στον Μεφιστοφελή, αφού μέσω της ευτέλειας του εθνικιστικού θεάματος υιοθετείς την ασημαντοποίηση του εκ γενετής «εξημερωμένου» αντιήρωα.. Και είναι αυτός ο αντιήρωας, που θα απέχει από όλα, θα τα φοβάται όλα, θα τα προδίδει όλα.
Η «κριτική απομυθοποίηση» της ψυχικής και συνειδησιακής προϋπόθεσης των αντιστάσεων, είναι κρίσιμος όρος για τον παροπλισμό της κοινωνίας έναντι των ποικίλων επιδρομών της κοινωνικής εξουσίας. Η απαξίωση και ο υποβιβασμός του «Όχι», σηματοδοτεί την αισχρή σκοπιμότητα κατασκευής ενός «εξορθολογισμένου» λαουτζίκου που θα συναινεί σε κάθε περιφρόνηση του φρονήματος και της βούλησής του. Μέσα από τέτοιες αναθεωρήσεις, θα παγιωθεί η «δημοψηφισματική δημοκρατία» της νομότυπης συνεχούς «επανεξέτασης/διόρθωσης» της λαϊκής ετυμηγορίας.
***
Το φορτίο της παράδοσης ήταν μεγαλόπρεπα οδηγητικό, καθώς όταν έχεις συνείδηση της καταγωγής σου από ένα τσούρμο ερασιτέχνες ένοπλους πολεμισταράδες, και επανιδρύεσαι καθημερινά με το πνεύμα της κοινότητας που ορίζουν οι θρησκευτικές σου βιωματικές παραστάσεις – ε είναι πια αυτοματικός μονόδρομος η αυθόρμητη παλλαϊκή πατριωτική άμυνα.
Μισούν και αναθεωρούν το ‘21, γιατί τα θέλουν όλα να αρχίζουν από το κατασκευασμένο Ναυαρίνο. Μισούν το «Όχι» στην Αλβανία, γιατί μόνο χωρίς αυτό μπορούν να σκηνοθετήσουν «Συμμαχικό αντιολοκληρωτισμό», δηλαδή αφασιακή κοινωνία ευρωκαταναλωτών.
Η κλασική ριζοσπαστική σκέψη έχει αβάσιμα υποτιμήσει την ανατρεπτικότητα του συνειδησιακού παράγοντα όταν αυτός είναι σε ανταπόκριση με τις διαχρονικές ορίζουσες του προσανατολισμού του στον κόσμο.
***
Σαν εθνικό σύνολο, αμυνθήκαμε απέναντι στη βία του μουσολινικού φασισμού…σαν «εθνικό σύνολο», κι ας λειτουργούσαν οι εσωτερικοί διχασμοί και διαχωρισμοί, κι ας καταδείχθηκε η εγγενής αχρειότητα της ελίτ που βούτηξε τον αποθησαυρισμένο εθνικό πλούτο και την κοπάνησε για μέρη ασφαλή όταν κατέρρευσε το μέτωπο.
Σαν «εθνικό σύνολο», δηλαδή με την υπερκοινωνιολογική ομοψυχία που ενοφθαλμίζει στη συνείδηση η ιστορική συνύπαρξη και αμοιβαιότητα, η εμπειρία της καθημερινής «γειτονιάς», η κοινή κοινωνία στο ενδότατο διαχρονικό και αόρατο που συντάσσουν οι θεσμοί και τα έθιμα και οι παραδόσεις.
Η κακοποιούμενη κοινωνία της ΕΟΝ και της ιδεοληπτικής πλαστογράφησης του ιστορικού της γίγνεσθαι, ανέλαβε από μόνη της να αποκαταστήσει τις αλήθειες της. Και το ίδιο θα κάνει μερικούς μήνες μετά, πυροδοτώντας το δεύτερο Επος, αυτό της Εθνικής Αντίστασης. Χωρίς το πρώτο δεν θα υπήρχε το δεύτερο, γιατί η συνέχεια του προσδιοριστικού μας αντιστασιακού φρονήματος είναι που φιλοτεχνεί τις ενότητες των ξεχωριστών προσπαθειών μας.
***
Ήταν από τις κορυφαίες οριακές στιγμές, όπου «Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. / Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης / Tόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι…», όπως εικονογραφεί ο Σεφέρης. Μα όχι «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη», αλλά για το «γεμάτο» χειροπιαστό νόημα της συλλογικής πατριωτικής αντίστασης.
Η εθνική επικράτεια δεχόταν μια απρόκλητη θανάσιμη βία, το κράτος (η φασίζουσα κλίκα της 4ης Αυγούστου), υπό τις δεσμεύσεις της ελληνικής γεωπολιτικής διαλεκτικής και υπό την επίγνωση του «αντιστασιακού φρονήματος» του λαού, ψέλλισε «Όχι», κι ο ελληνικός λαός, σαν απλός πολίτης στα μετόπισθεν, σαν ένστολος προστάτης της εθνικής αξιοπρέπειας στο μέτωπο, με όλες του τις ιδιότητες, έδωσε στο μεταξικό «Όχι» την αυθεντική σημασία μιας αυτοθυσίας υπέρ Βωμών και Εστιών.
«Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια», κι αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της επαναστατικής αξιοπρέπειας, τότε όλη μας η παιδεία είναι ένα εντυπωσιακό φούμαρο! Η πάλη για τα ριζικά είναι το διαρκές εκπαιδευτήριο της περηφάνιας με προοπτική. Χωρίς την Αλβανία, χωρίς την πιστοποίηση του αυτόνομου της συλλογικής μας οντότητας, δεν θα υπήρχε το Σκοπευτήρι, δεν θα αστραποβολούσε το έπος του Γοργοπόταμου. Αν είχε επικρατήσει ο πρόδρομος του σύγχρονου εθνομηδενισμού, ο Στίνας, θα είμαστε μια άμορφη πλέμπα που θα ζητιάνευε επιβίωση με «επαναστατικά κάλαντα».
***
Η λαϊκότητα του «Όχι», δεν είναι μια πολιτική αφήγηση και καθόλου δεν αφορά μια πολιτισμική μεταφυσική: είναι μια έμπρακτη συλλογική στάση, καθώς, στη «μικρά Ελλάδα» δεν λειτούργησε το πνεύμα του «πορκουά», κι ας ήταν ζώσα η εμπειρία ενός κυβερνητικού συστήματος βαθιά αντιλαϊκού και χυδαία αυταρχικού.
Ο λαός, λειτούργησε σαν «λαός», δηλαδή σαν υπερταξική πολιτισμική οντότητα, ακυρώνοντας τις ιδεοαλχημείες των σημερινών ιεροκηρύκων του εθνομηδενισμού. Το «Όχι» του ‘40, επικαιροποίησε τις ενδότατες αναγκαιότητες και ζυμώσεις που ταυτοποιούν, στην ίδια του τη συνείδηση, ένα λαό, και κατέδειξε το ψυχικό και ηθικό πρωτείο της πατριωτικής αυτοσυνειδησίας.
Στο περιβόητο «Ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας», ο Νίκος Ζαχαριάδης θα γράψει: «Σήμερα, όλοι οι ‘Ελληνες, παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μ α ς ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έ θ ν ο ς που θέλει να ζήσει, πρέπει να παλαίβει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες».
***
Στο χιονισμένο ταμπούρι της Πίνδου, η εθνική ενότητα, δηλαδή η συναπόφαση του αμύνεσθαι περί πάτρης, αγνόησε με αιματηρό αριστοφανικό σαρκασμό τα επιστημονίστικα λεξοτσιρίδια του κάθε Α. Λιάκου, και επαναθεμελίωσε, μέσα στο μυθικό Αέρα! και στο συντριπτικά καθημερινοποιημένο Κορόιδο Μουσολίνι!, την θεμελιωτική αρχέγονη ανάγκη των ανθρώπων να συνυπάρχουν σε πολιτισμικά κελύφη έμπλεα ιερότητας, αξιακότητας, νοήματος. Μεταξικοί και ζαχαριαδικοί, κλεφτρόνια και δικηγόροι, πιτσιρικάδες και μεσήλικες, αυτοοργανώθηκαν σε μια πολεμική χορογραφία αυταπάρνησης. Και γιατί;
Μα γιατί ένιωθαν ο ένας υπεύθυνος για τον άλλο, και αυτή η αίσθηση μορφοποιούνταν στην κοινή γλώσσα, πίστη, βίωση παράδοσης, ηθική, τέχνη. Καμιά άλλη προσέγγιση, της κοινωνιολογίας, του όποιου υλιστικού περιβαλλοντισμού, των μαγικών ιστορικών αυτοματισμών, της ψυχανάλυσης, δε μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μαζική αυτοπροσφορά όταν όλα γύρω καθιστούν προφανές ότι η μόνη θετική προσδοκία μπορεί να είναι ο θάνατος. Άλλωστε σε τούτη τη θετική προσδοκία, αποφορτισμένη από πατρίδες και ιδανικά, βασίζεται το δραστικό χειραγωγικό πρότυπο του καταναλωτισμού.
Κι αν στις «ταξικές θυσίες» μπορεί, έστω και με μακροανάλυση, να ανιχνευθεί βάσιμα η έννοια του συμφέροντος, εδώ, σε αυτούς τους επικούς εθνικούς αγώνες, μόνο η καθαρή αξιακή συγκίνηση ισχύει, μόνο ένα «ορμέμφυτο» πατριωτικής αυτοθυσίας. Κι επειδή αυτές οι μυστικιστικές οπτικές δεν έχουν βάση, μπορούμε, σωστά και εύκολα, να αναγνωρίσουμε εδώ την πολιτισμική ριζικότητα της βίωσης της πατρίδας.
***
Το ‘40, αν έχει μια πλατιά προέκταση, αυτή ήδη έχει προσδιοριστεί από τον προχώ φιλελευθερισμό του Δ. Σολωμού, που, ανατέμνοντας τον τραγικό ηρωισμό του Μεσολογγιού, εικονογραφεί το «αλωνάκι» ως συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο που τελικά ταυτίζεται με την ανθρωπότητα. H άμυνα της πατρίδας με ένα υψηλό πάθος συλλογικής αυτοθυσίας είναι που συγκροτεί τον πυρήνα του «Όχι», και, έτσι, γίνεται η διδακτική σημειολογική συμπύκνωση του πάθους για την ταυτοποιημένη ελευθερία του ανθρώπου ως υποκειμένου του πολιτισμού.
Ήταν ένα «Όχι» καθόλου «αντιφασιστικό», όπως προπαγανδίζει ο σημερινός αντίφα εθνομηδενισμός. Δεν αφορούσε μια ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά μια συνείδηση πατριωτικής άμυνας. Καμιά λογική δημοκρατισμού δεν επενεργούσε, ήταν ένα «απολίτικο» «Όχι», εξαρχής φαντασιακά πανομοιότυπο έναντι κάθε εισβολέα. Απλά, κινδύνευε ο τόπος, κι άντε ρε παιδιά να βάλουμε ένα χεράκι να μην πέσουμε στα νύχια αυτών των αυθαίρετων κατά της μοίρας μας!
Η σημερινή «αντιφασιστικοποίηση» του εθνικού μας «Όχι», εξειδικεύει τις μεγάλες συστημικές στρατηγικές: αφενός της απεθνικοποίησης του ιστορικού αναστοχασμού, και αφετέρου του επανακαθορισμού της κοινωνικής συναίνεσης με βάση τα πολτοποιητικά προτάγματα της παγκοσμιοποιητικής νεοφιλελεύθερης ανασύνταξης του κοινωνικού.
***
Να γιατί, όλο το φάσμα της σημιτικής εκσυγχρονιστικής διανόησης, επιμένει στο να προκριθεί η «12η Οκτωβρίου, η Ημέρα της Απελευθέρωσης», ως νέα εθνική γιορτή! Διότι, με αυτό το σημειολογικό ορόσημο:
Θα μετατοπιστεί η ιστορική ουσία από την αντιστασιακή αυτοθυσία του πατριωτικού φρονήματος (δηλαδή η πρόταξη του θεμελιωτικού της εθνικής ιδιοπροσωπίας και συνείδησης) στο επινοημένο ιδεολόγημα του «καθολικού ευρωπαϊκού αντιφασιστικού ιδεώδους», σε μια κατασκευή που υπηρετεί τον απόλυτο παγκοσμιοποιητικό εκδυτικισμό της Ελλάδας ως αποικίας.
Μαζί με αυτό, θα επιβληθεί ο πλήρης υποβιβασμός της Ελλάδας, ως ιστορικού πεπρωμένου, σε απλή «ευρωπαϊκή περίπτωση», δηλαδή σε παρεπόμενο του «ευρωπαϊκού γίγνεσθαι».
Και τέλος, θα νομιμοποιηθεί τελεσίδικα, η υποκατάσταση των βαθύτερων αντιθέσεων και συγκρούσεων από την κουλτούρα του «δικαιωματικού δημοκρατισμού», από ένα εργαστηριακό φαντασιακό «διαρκούς πολέμου κατά του ολοκληρωτισμού» που απηχεί και οργανώνει ιδεολογικά την «ιστορικοπολιτισμική αριστεία του κόσμου των Αγορών»
Οι νεοαλχημιστές του «επιστημονισμού της αφήγησης», σχεδιάζουν και διακινούν μια καινούργια θεμελιώδη αφήγηση, με πυρήνα την κουλτούρα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και την εκμηδένιση της εθνικής ταυτοποίησης. Παράλληλα, αφορίζουν το πρόταγμα της δίκαιης βίαιης αντίστασης, υπέρ ενός θεσμοκεντρικού ειρηνισμού της «δημοκρατικής διαπραγμάτευσης» και της «ευρωπαϊκής ιδέας των πολλαπλών επιέδων διαλόγου».
Η απόρριψη του «Όχι» εν ονόματι της «Απελευθέρωσης», είναι καίρια αντιδραστική τομή στην εθνομηδενιστική ανασκευή της εθνικής ταυτότητας προς ένα αποπροσωποιημένο «ευρωπαϊκό μέλλον» οργανικής αποικιοποίησης.
Πηγή: edromos.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου