Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

D.O.A. Dead on arrival

Γελωτοποιός



«Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.»


Νίκος Καρούζος


Τον περίμενε κάτω απ’ την αφίσα του Φοίνιξ. Δεν τον άφησε να τη φιλήσει.

«Δεν πάει άλλο», είπε η Κάππα και προχώρησε προς το ταμείο.

«Τι έγινε;»

«Με πήρε η γυναίκα σου τηλέφωνο.»

«Η Δέλτα;»

«Είσαι και μ’ άλλη παντρεμένος; Αυτή.»

Με τη Δέλτα ήταν παντρεμένοι είκοσι πέντε χρόνια. Με την Κάππα είχαν σχέση μερικούς μήνες. Δυο εικοσάχρονοι στην ουρά τους κοιτούσαν και χασκογελούσαν. Είχε συνηθίσει να τους κοιτάνε έτσι. Η Κάππα θα μπορούσε να είναι κόρη του.

«Τι σου είπε;»

«Τα κλασικά. Ότι είμαι τσουλάκι, καραπουτανάρα και λοιπά.»

Της έκανε νόημα να μιλάει πιο σιγά. Εκείνη δεν νοιαζόταν για τους τύπους. Γι’ αυτό και του άρεσε. Είχε αυτό που ο ίδιος είχε χάσει. Θα μπορούσες να το πεις αυθορμητισμό ή αναίδεια ή δε-γαμιέται. Θα μπορούσες να το πεις με πολλά ονόματα. Είχε αυτό που ο ίδιος είχε χάσει: Νιάτα.

Η ταμίας ζήτησε ταυτότητα από δύο έφηβους. Τους είπε ότι ήταν ακατάλληλο.

«Ακατάλληλο; Έχουμε δει χίλιες ώρες pornhub», της είπε ο έφηβος με τη ζακέτα adidas.

«Δεν είναι αυτό. Έχει πολλή βία», είπε η ταμίας.

«Πιο πολύ απ’ το GTA;»

Όσοι κατάλαβαν γέλασαν.

«Δεν πάει άλλο», ξαναείπε η Κάππα.

«Τι θες;» τη ρώτησε, ελπίζοντας να μην ακούσει αυτό που άκουσε.

Τόσο απλά, θα χωρίζανε. Είχε καλύτερα πράγματα να κάνει στη ζωή της. Έτσι του είπε. Εκείνος δεν τόλμησε να πει κάτι παρόμοιο. Να πει ότι είχε καλύτερα πράγματα να κάνει στη ζωή του. Δεν είχε τίποτα να κάνει στη ζωή του.

«Τότε γιατί ήρθαμε;» τη ρώτησε.

«Θέλω να δω την ταινία.»

Τόσο απλά. Ο Έψιλον πλήρωσε τα εισιτήρια. 1+1 δώρο.

~~

Σαν έσβησαν τα φώτα προσπάθησε να της πιάσει το χέρι. Εκείνη τραβήχτηκε. Μετά πήγε να της μιλήσει. Του είπε μόνο: «Βλέπω ταινία.»

Δεν είδε την ταινία. Ακούμπησε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Άκουγε το γέλιο του Τζόκερ. Όταν τέλειωσε όλοι χειροκρότησαν. Του φάνηκε γελοίο. Μήπως χειροκροτούνε και την τηλεόραση;

Η Κάππα σηκώθηκε κι έφτιαξε το φόρεμα της. Οι εικοσάχρονοι την κοιτούσαν. Όλοι την κοιτούσαν.

«Θεός ο Χοακίν», του είπε.

«Ο Νίκολσον ήταν καλύτερος», της είπε.

Πήγαν στην έξοδο.

«Αυτά, λοιπόν», του είπε η Κάππα.

Εκείνος την κοίταξε με τρόμο. Το εννοούσε; Στ’ αλήθεια; Τώρα;

Είπαν λίγα ακόμα. Πολύ λίγα. Το εννοούσε στ’ αλήθεια και τώρα. Δεν έφταιγε μόνο η γυναίκα του που της τηλεφωνούσε. Είχε βαρεθεί τη φάση γενικά. Τον φίλησε στο μάγουλο, πήρε το Lime κι έφυγε.

~~

Ο Έψιλον ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι. Ήταν κοντά, αλλά το καθυστέρησε όσο μπορούσε. Έκανε τέσσερις φορές το τετράγωνο. Βρήκε πάρκινγκ. Έμεινε στο αυτοκίνητο με αναμμένη τη μηχανή αρκετή ώρα. Μετά την έσβησε. Αλλά δεν ήθελε να βγει.

Μια γειτόνισσα που έβγαζε τον σκύλο της βόλτα στάθηκε μπροστά του. Ο Έψιλον έκανε ότι ψάχνει κάτι στο ντουλαπάκι, για να μην φανεί περίεργος. Ο σκύλος, μικροσκοπικός σαν ποντίκι, προσπαθούσε να χέσει, αλλά δεν μπορούσε. Η γειτόνισσα τον ενθάρρυνε. «Έλα, Ρόκι, έλα, κάνε τα κακά σου.»

Ο Έψιλον βρήκε ένα χαρτί. Ήταν ένα τιμολόγιο. Κάποια στιγμή είχαν πάρει μια μηχανή εσπρέσο. Έγραφε ότι είχε εγγύηση επισκευής για δύο χρόνια και αντικατάσταση D.O.A. σε δεκαπέντε μέρες απ’ την αγορά.

Η γειτόνισσα είχε φύγει. Ο Ρόκι τα είχε κάνει. Ο Έψιλον άνοιξε το φωτάκι να δει καλύτερα. D.O.A. Dead on arrival.

Ξεκίνησε να κλαίει. Αν ήταν ηθοποιός θα έπαιρνε Όσκαρ γι’ αυτή τη σκηνή.

~~

Τη σκηνή του Όσκαρ διέκοψε το κινητό. Κοίταξε την οθόνη. Τον έπαιρνε η Δέλτα. Δεν ήθελε να το σηκώσει. Τι να της πει; Δεν ήθελε να της μιλήσει. Τι να πει;

Σκέφτηκε να βάλει πάλι μπροστά και να φύγει. Για πουθενά, μόνο να οδηγάει, τίποτα άλλο, να μη σταματήσει πουθενά, ποτέ.

Η κλήση σταμάτησε. Μετά από λίγο ήχος μηνύματος. Δεν άντεξε, το άνοιξε.

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό».

Ήταν η Δέλτα.

Δεν μπορούσε. Το ήξερε ότι δεν μπορούσε να φύγει. Βγήκε, κλείδωσε και περπάτησε όσο πιο αργά μπορούσε ως την είσοδο. Βρήκε το κλειδί. Άνοιξε. Στην πόρτα του ασανσέρ περίμενε η γειτόνισσα με τον Ρόκι.

«Τι κάνετε;» τον ρώτησε.

Ο Έψιλον μουρμούρισε κάτι.

«Η σύζυγός σας;» τον ρώτησε.

Ο Έψιλον μουρμούρισε κάτι ακόμα.

Το ασανσέρ έφτασε. Η γειτόνισσα άνοιξε την πόρτα και του έκανε νόημα να μπει.

«Εμείς κατεβαίνουμε πρώτοι», είπε δείχνοντας τον Ρόκι. «Εμείς τρίτο, εσείς πέμπτο.»

Για λίγο την κοίταξε με απορία. Ο Ρόκι κι η γειτόνισσα τον περίμεναν. Στον καθρέφτη του ασανσέρ είδε το πρόσωπο του. Τόσο παλιός.

«Ανεβείτε. Κάτι ξέχασα στο αυτοκίνητο», είπε ο Έψιλον κι έκανε να φύγει.

Πήγε μέχρι την εξώπορτα, αλλά μόλις το ασανσέρ ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει, ο Έψιλον στάθηκε. Την περίμενε να φτάσει στον όροφο της. Να μπει στο σπίτι της. Μετά κάλεσε το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί για το υπόγειο.

~~

Το υπόγειο ήταν για τους ένοικους η αποθήκη των άχρηστων πραγμάτων που δεν ήθελαν να πετάξουν -ακόμη. Έπιπλα πολυκαιρισμένα. Χαρτόκουτα με βιβλία. Ένα ποδήλατο γυμναστικής. Παιδικά παιχνίδια. Μια ρόδα αυτοκινήτου. Μερικοί κουβάδες με πλαστικό χρώμα. Σακιά με στόκο. Ένα πλυντήριο.

Τράβηξε στην άκρη το στατικό ποδήλατο και ξεκλείδωσε την πόρτα του καυστήρα. Κάποτε η πολυκατοικία είχε κεντρική θέρμανση και καυστήρα πετρελαίου και τσακωμούς για το πετρέλαιο. Πλέον όλοι είχαν ατομικούς λέβητες φυσικού αερίου. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Μπήκε μέσα, κλείδωσε πίσω του.

Η Δέλτα καθόταν στο τραπέζι του διαλείμματος και κάπνιζε Σέρτικα Λαμίας. Βαριά τσιγάρα άφιλτρα, κάθε ρουφηξιά υπερβολική δόση.

«Καλή η ταινία;» του είπε.

«Καλή ακούστηκε. Ο κόσμος χειροκροτούσε.»

«Ο κόσμος χειροκροτούσε και τον Χίτλερ.»

Ο Έψιλον έβγαλε τη ζακέτα του. Την άφησε στην καρέκλα. Κοίταξε τα ράφια στον τοίχο. Στους τοίχους.

Αρχείο Θανάτων, έγραφε. Κι ήταν αλφαβητικά.

«Πότε θα σταματήσεις ν’ απογοητεύεσαι;» του είπε η Δέλτα.

«Όταν θα σταματήσω ν’ αγαπάω.»

Η Δέλτα έκανε μια γκριμάτσα δυσανάγνωστη.

Ο Έψιλον την αντιλήφθηκε ως: «Σου το ‘χα πει».

Ή μπορεί και ως: «Καλά να πάθεις τότε.»

Ή μπορεί κάτι ενδιάμεσο -αν υπάρχουν ενδιάμεσα στις λέξεις.

«Θες καφέ;» τον ρώτησε.

«Οπωσδήποτε.»

Έβγαλε απ’ την τσέπη του την καρτέλα της Κάππα. Κοιτούσε τη φωτογραφία μέχρι να του φέρει τον εσπρέσο.

«Ζάχαρη θες;»

«Σήμερα θέλω. Τρεις.»

Η Δέλτα έριξε τρεις κουταλιές κι ανακάτεψε. Του έδωσε το φλιτζάνι. Έπειτα άναψε σέρτικο, πήρε μια πρώτη ρουφηξιά και του το έβαλε στα χείλη. Πήγε να πάρει την καρτέλα της Κάππα απ’ το χέρι του. Εκείνος αντιστάθηκε για λίγο.

«Έλα», έκανε η Δέλτα σαν να παρηγορούσε παιδί, «τελείωσε τώρα.»

Ο Έψιλον άφησε την κάρτα. Η Δέλτα κοίταξε για μια στιγμή τη φωτογραφία, μετά πήγε στα ράφια. Άνοιξε εκείνο που έγραφε Θ-Κ. Την έβαλε στη σωστή θέση κι έκλεισε το συρτάρι. Έκατσε απέναντι του. Του έπιασε το χέρι.

«Αυτή είναι η δουλειά μας», του είπε.

«Τη μισώ τη δουλειά μας.»

«Αλλά την κάνεις καλά. Είσαι ο καλύτερος.»

«Και σε τι ωφελεί;» της είπε κι έδειξε με το δεξί χέρι το Αρχείο Θανάτων.

Ήταν έτοιμος να κλάψει πάλι.

«Άκου!» του είπε η Δέλτα. Ο Έψιλον δεν της έδωσε σημασία.

«Άκουσέ με!» του είπε ξανά και του χτύπησε το χέρι. Είχε κερδίσει την προσοχή του. «Μέχρι εκεί φτάνει η δικαιοδοσία μας. Το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;»

Εκείνος έγνεψε ότι το ήξερε.

«Κάποιοι δεν σώζονται», του είπε.

«Η Κάππα άξιζε να σωθεί.»

Η Μαρία τινάχτηκε πάνω.

«Ρε γαμώτο, Έψιλον… Ελευθερία βούλησης, το ξέρεις.»

«Το ξέρω», είπε εκείνος με το κεφάλι σκυμμένο. Η Δέλτα τον κοιτούσε άγρια ακόμα.

«Δεν επιτρέπεται…» ξεκίνησε να λέει η Δέλτα.

«Στ’ αρχίδια μου!»

Ο Έψιλον έσβησε το τσιγάρο. Σηκώθηκε και την κοίταξε στα μάτια, όχι άγρια, αλλά με σιγουριά. Πήγε στο Αρχείο Θανάτων κι άνοιξε το Θ-Κ.

«Δεν μπορείς να τη σώσεις.» του είπε η Δέλτα.

«Μπορώ.»

«Δεν επιτρέπεται.»

«Στ’ αρχίδια μου.»

Πήρε την καρτέλα και φόρεσε τη ζακέτα. Η Δέλτα δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει. Έκατσε κι άναψε τσιγάρο. Πριν βγει του είπε μόνο μια κουβέντα:

«Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη να φανερωθεί ολόκληρη.»

«Σεφέρης;»

«Καρούζος.»

«Σ’ ευχαριστώ, Δέλτα.»

«Καλή τύχη.»

~~{}~~

Βγήκε τρέχοντας. Οδηγούσε σαν τρελός για το σπίτι της Κάππα. Είχε μποτιλιάρισμα.

«Μπορώ να τα καταφέρω», έλεγε κάθε τόσο.

Καταλάβαινε ότι οι συνέπειες της ανταρσίας του θα ήταν καταστροφικές, βιβλικής καταστροφής συνέπειες, μπορεί και χειρότερα. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Μόνο να σώσει την Κάππα.

Παράτησε το αυτοκίνητο σε μια πυλωτή. Ούτε καν κλείδωσε. Άνοιξε την εξώπορτα με το κλειδί του. Ανέβηκε απ’ τις σκάλες. Μπήκε στο σπίτι της. Χαμογέλασε κι ήταν έτοιμος να φωνάξει ότι… Ήταν έτοιμος να φωνάξει κάτι που ξέχασε. Ήταν έτοιμος να φωνάξει κάτι όταν άκουσε τα βογγητά.

Δεν μίλησε. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω του και πήγε ήσυχα προς την κρεβατοκάμαρα. Κοίταξε να δει.

Η Κάππα καβαλούσε κάποιον. Τα μαλλιά της, τα βυζιά της, το πρόσωπο της, ήταν όλα εκεί, ελεύθερα κι όμορφα όπως πάντα. Από κάτω της ένας νεαρός. Αυτός είδε τον Έψιλον στην πόρτα.

«Τι σκατά;» έκανε ο νεαρός.

Η Κάππα γύρισε και τον είδε. Χαμογέλασε περιφρονητικά.

Ο Έψιλον όρμησε και της έκοψε το κεφάλι με ένα χτύπημα.

Η Κάππα έπεσε στο πλάι. Το κεφάλι της κάπου αλλού. Ο νεαρός ούρλιαζε. Και ούρλιαζε.

Ο Έψιλον δεν έκλαψε. Πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε κι έπεσε.

Έκπτωτος.


«Θα γυρίσουμε στην ομορφιά μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.»


Νίκος Καρούζος


Η φωτογραφία είναι του Matt Black

Πηγή: sanejoker.info



Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου