Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ακουστεί από τους Ευρωπαίους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδυθεί σε σειρά παρεμβάσεων και εκκλήσεων για το μεταναστευτικό / προσφυγικό ζήτημα, το οποίο γίνεται όλο και οξύτερο για την Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, πότε με συνεντεύξεις του (εσχάτως στις εφημερίδες της Γερμανίας «Handelsblatt» και της Ιταλίας «Corriere della Serra»), πότε από το βήμα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ζάγκρεμπ και πότε με την ευκαιρία των διεθνών συναντήσεών του (τελευταία αυτή με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζουζέπε Κόντε) επιχειρεί να δείξει το αυτονόητο: ότι η ένταση του μεταναστευτικού / προσφυγικού προβλήματος ξεπερνάει κατά πολύ τις διαχειριστικές δυνατότητες της χώρας.
Άλλωστε, όπως έχουμε συστηματικά, επίμονα και από πολύ καιρό επισημάνει, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στη δυσμενή σημερινή εικόνα, αλλά κυρίως στην προβολή της στο όχι μακρινό μέλλον, αφ’ ης στιγμής η Τουρκία, όπως πλέον ομολογούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, χρησιμοποιεί τη συστηματική προώθηση μεταναστών και προσφύγων ως εργαλείο πολλαπλής πίεσης προς την Ελλάδα – αλλά και την Κύπρο.
Είναι χαρακτηριστικά τα εξής στοιχεία:
● Οι αφίξεις στην Ελλάδα, το πρώτο εννεάμηνο του 2019, από ξηρά και θάλασσα ανήλθαν σε 46.100, αυξημένες κατά 24% σε σχέση με το 2018, ενώ οι αφίξεις μόνο διά θαλάσσης αυξήθηκαν κατά 54%.
● Σε ημερήσια βάση, τους τελευταίους μήνες, οι αφίξεις ανέρχονται έως και σε εκατοντάδες. Αν υποθέσουμε ότι αυτή την ώρα βρίσκονται στην Ελλάδα 100.000 αιτούντες άσυλο, με ρυθμό μόνο 300 ατόμων την ημέρα ο διπλασιασμός τους είναι ζήτημα ενός χρόνου το πολύ. Και ο πολλαπλασιασμός τους είναι ζήτημα λίγων ετών...
● Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι αιτούντες άσυλο στην Κύπρο φθάνουν ήδη το 1,8% του πληθυσμού, σύντομα θα υπερβούν το 3,5% και, όπως ανέφερε αυτές τις μέρες ο υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Πετρίδης, αν οι ροές παραμείνουν σταθερές, σε πέντε χρόνια θα έχουν ανέλθει σε 100.000 και η αναλογία τους επί του κυπριακού πληθυσμού θα είναι ένας προς οκτώ.
Εσχάτως αρκετοί στη Λευκωσία ανησυχούν ότι επαναλαμβάνεται με διαφορετική μορφή ο εποικισμός που ακολούθησε την τουρκική εισβολή και αλλοίωσε δραματικά τις πληθυσμιακές αναλογίες.
Με αυτά τα δεδομένα και τις προβολές τους στο μέλλον, είναι αρκετό η Τουρκία να συνεχίσει υπομονετικά να ωθεί μερικές εκατοντάδες ανθρώπους ημερησίως προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ώστε να διαμορφώσει συνθήκες ασφυξίας και να κλυδωνίσει έως κατάρρευσης τις αντοχές των δύο κρατών –σε επίπεδο υποδομών, δυνατότητας φιλοξενίας και άσκησης κοινωνικής πολιτικής– αλλά και την κοινωνική συνοχή.
Το μέγεθος της απειλής, σε βάθος χρόνου, είναι τεράστιο και η Άγκυρα φιλοδοξεί καταφανώς να τη χρησιμοποιήσει ως έναν πανίσχυρο μοχλό πίεσης προκειμένου να φέρει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης όλων των ειδών τα ενεργειακά, συνοριακά, πολιτειακά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου.
Ακόμη περισσότερο, όμως, φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τη θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα (σουνίτες μουσουλμάνοι) της μεγάλης πλειονότητας των μεταναστών και προσφύγων και την πιθανότητα μαζικής εγκατάστασής τους σε υπερπληθείς δομές, ώστε να δημιουργήσει συμπαγείς πληθυσμούς των οποίων θα αναλάβει την υπεράσπιση, τη διαχείριση και τη μετατροπή τους σε ομάδες ισχυρής πίεσης – όπως άλλωστε πράττει διαχρονικά στην εξωτερική της πολιτική.
Την ώρα που ο τουρκικός σχεδιασμός ξεδιπλώνεται σε όλη του την έκταση, η Ευρώπη, εντελώς απρόθυμη να φέρει το πρόβλημα στο εσωτερικό της, διεξάγει άγονες συζητήσεις σε επίπεδο κορυφής για το ζήτημα της διαχείρισης των προσφύγων. Ξεχωρίζει η κόντρα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, καθώς το Βερολίνο προκρίνει τη δημιουργία ισχυρών κινήτρων προς τις απρόθυμες χώρες, ενώ το Παρίσι ζητάει την επιβολή σκληρών κυρώσεων αν δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Το μηδενικό αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης ωστόσο έχει αποτέλεσμα μια διπλή ομηρεία της Ελλάδας και της Κύπρου, που αισθάνονται ότι βάλλονται ταυτοχρόνως από την Άγκυρα και τις Βρυξέλλες, οι οποίες έχουν ως κοινό στόχο την ταχεία επίλυση είτε χρονιζουσών (Αιγαίο, Κυπριακό) είτε νέων αντιθέσεων (ενεργειακοί πόροι).
Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση, αισθανόμενη ότι η πίεση είναι ήδη ασφυκτική, επεξεργάζεται σενάρια αποφόρτισης της τρέχουσας πίεσης που σε καμιά περίπτωση δεν αίρουν το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η χώρα. Ήδη έχουν μετεγκατασταθεί 9.500 άτομα σε δομές της ενδοχώρας (από τα 20.000 που προβλέπει ο προγραμματισμός), αλλά τα νησιά ουδόλως έχουν ανακουφιστεί, αφού οι μετακινηθέντες έχουν ταχύτατα αντικατασταθεί από νέες αφίξεις.
Επειδή λοιπόν τα νησιά αφυκτιούν, οι τοπικές αρχές αρνούνται τη δημιουργία νέων κλειστών δομών στις περιοχές τους, ενώ στην ηπειρωτική χώρα οι αντιδράσεις στην απόπειρα μαζικής εγκατάστασης αιτούντων άσυλο εντείνονται συνεχώς και υπάρχει ενδεχόμενο να ενταθούν πολύ περισσότερο, όσο κι αν η κυβέρνηση επιχειρεί με τη συνεργασία των (δικών της άλλωστε) περιφερειαρχών να τις χαμηλώσει.
Στο πλαίσιο αυτό είναι... κοινό μυστικό ότι στην κυβέρνηση έχουν επεξεργαστεί σενάρια εγκατάστασης προαναχωρησιακών κέντρων σε έρημα ή αραιοκατοικημένα νησιά του Αιγαίου, τα οποία προς το παρόν δεν προχωρούν όχι λόγω των αντιρρήσεων της Αριστεράς –που καταγγέλλει «ευρωπαϊκά Γκουαντάναμο»–, αλλά επειδή η ελληνική κυριαρχία στα εν λόγω νησάκια αμφισβητείται από την Τουρκία και η δημιουργία κέντρων εκεί μπορεί να αποτελέσει νέα εστία έντασης.
Ωστόσο, προϊόντος του χρόνου και καθώς θα εντείνεται το αδιέξοδο στη διαχείριση αυξανόμενων πληθυσμών, οι αποφάσεις πιθανότατα θα κινούνται σε όλο και πιο σκληρή κατεύθυνση. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αποφύγει η κυβέρνηση διεθνοποιώντας το πρόβλημα, παρουσιάζοντας το μέγεθός του και ζητώντας την –ανύπαρκτη έως τώρα– ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Ευρισκόμενη σε διπλή ευρωτουρκική ομηρεία, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να τρέμει το ενδεχόμενο μιας εθνικής κρίσης –όρος τον οποίο προσφάτως χρησιμοποίησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής–, η οποία φαίνεται, αργά αλλά σταθερά, να πλησιάζει.
Πηγή: topontiki.gr
Σταύρος Χριστακόπουλος: Σχετικά με το Συντάκτη
Σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ακουστεί από τους Ευρωπαίους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδυθεί σε σειρά παρεμβάσεων και εκκλήσεων για το μεταναστευτικό / προσφυγικό ζήτημα, το οποίο γίνεται όλο και οξύτερο για την Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, πότε με συνεντεύξεις του (εσχάτως στις εφημερίδες της Γερμανίας «Handelsblatt» και της Ιταλίας «Corriere della Serra»), πότε από το βήμα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ζάγκρεμπ και πότε με την ευκαιρία των διεθνών συναντήσεών του (τελευταία αυτή με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζουζέπε Κόντε) επιχειρεί να δείξει το αυτονόητο: ότι η ένταση του μεταναστευτικού / προσφυγικού προβλήματος ξεπερνάει κατά πολύ τις διαχειριστικές δυνατότητες της χώρας.
Άλλωστε, όπως έχουμε συστηματικά, επίμονα και από πολύ καιρό επισημάνει, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στη δυσμενή σημερινή εικόνα, αλλά κυρίως στην προβολή της στο όχι μακρινό μέλλον, αφ’ ης στιγμής η Τουρκία, όπως πλέον ομολογούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, χρησιμοποιεί τη συστηματική προώθηση μεταναστών και προσφύγων ως εργαλείο πολλαπλής πίεσης προς την Ελλάδα – αλλά και την Κύπρο.
Είναι χαρακτηριστικά τα εξής στοιχεία:
● Οι αφίξεις στην Ελλάδα, το πρώτο εννεάμηνο του 2019, από ξηρά και θάλασσα ανήλθαν σε 46.100, αυξημένες κατά 24% σε σχέση με το 2018, ενώ οι αφίξεις μόνο διά θαλάσσης αυξήθηκαν κατά 54%.
● Σε ημερήσια βάση, τους τελευταίους μήνες, οι αφίξεις ανέρχονται έως και σε εκατοντάδες. Αν υποθέσουμε ότι αυτή την ώρα βρίσκονται στην Ελλάδα 100.000 αιτούντες άσυλο, με ρυθμό μόνο 300 ατόμων την ημέρα ο διπλασιασμός τους είναι ζήτημα ενός χρόνου το πολύ. Και ο πολλαπλασιασμός τους είναι ζήτημα λίγων ετών...
● Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι αιτούντες άσυλο στην Κύπρο φθάνουν ήδη το 1,8% του πληθυσμού, σύντομα θα υπερβούν το 3,5% και, όπως ανέφερε αυτές τις μέρες ο υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Πετρίδης, αν οι ροές παραμείνουν σταθερές, σε πέντε χρόνια θα έχουν ανέλθει σε 100.000 και η αναλογία τους επί του κυπριακού πληθυσμού θα είναι ένας προς οκτώ.
Εσχάτως αρκετοί στη Λευκωσία ανησυχούν ότι επαναλαμβάνεται με διαφορετική μορφή ο εποικισμός που ακολούθησε την τουρκική εισβολή και αλλοίωσε δραματικά τις πληθυσμιακές αναλογίες.
Δοκιμασία αντοχής
Με αυτά τα δεδομένα και τις προβολές τους στο μέλλον, είναι αρκετό η Τουρκία να συνεχίσει υπομονετικά να ωθεί μερικές εκατοντάδες ανθρώπους ημερησίως προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ώστε να διαμορφώσει συνθήκες ασφυξίας και να κλυδωνίσει έως κατάρρευσης τις αντοχές των δύο κρατών –σε επίπεδο υποδομών, δυνατότητας φιλοξενίας και άσκησης κοινωνικής πολιτικής– αλλά και την κοινωνική συνοχή.
Το μέγεθος της απειλής, σε βάθος χρόνου, είναι τεράστιο και η Άγκυρα φιλοδοξεί καταφανώς να τη χρησιμοποιήσει ως έναν πανίσχυρο μοχλό πίεσης προκειμένου να φέρει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης όλων των ειδών τα ενεργειακά, συνοριακά, πολιτειακά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου.
Ακόμη περισσότερο, όμως, φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τη θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα (σουνίτες μουσουλμάνοι) της μεγάλης πλειονότητας των μεταναστών και προσφύγων και την πιθανότητα μαζικής εγκατάστασής τους σε υπερπληθείς δομές, ώστε να δημιουργήσει συμπαγείς πληθυσμούς των οποίων θα αναλάβει την υπεράσπιση, τη διαχείριση και τη μετατροπή τους σε ομάδες ισχυρής πίεσης – όπως άλλωστε πράττει διαχρονικά στην εξωτερική της πολιτική.
Πιο σκληρά μέτρα
Την ώρα που ο τουρκικός σχεδιασμός ξεδιπλώνεται σε όλη του την έκταση, η Ευρώπη, εντελώς απρόθυμη να φέρει το πρόβλημα στο εσωτερικό της, διεξάγει άγονες συζητήσεις σε επίπεδο κορυφής για το ζήτημα της διαχείρισης των προσφύγων. Ξεχωρίζει η κόντρα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, καθώς το Βερολίνο προκρίνει τη δημιουργία ισχυρών κινήτρων προς τις απρόθυμες χώρες, ενώ το Παρίσι ζητάει την επιβολή σκληρών κυρώσεων αν δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Το μηδενικό αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης ωστόσο έχει αποτέλεσμα μια διπλή ομηρεία της Ελλάδας και της Κύπρου, που αισθάνονται ότι βάλλονται ταυτοχρόνως από την Άγκυρα και τις Βρυξέλλες, οι οποίες έχουν ως κοινό στόχο την ταχεία επίλυση είτε χρονιζουσών (Αιγαίο, Κυπριακό) είτε νέων αντιθέσεων (ενεργειακοί πόροι).
Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση, αισθανόμενη ότι η πίεση είναι ήδη ασφυκτική, επεξεργάζεται σενάρια αποφόρτισης της τρέχουσας πίεσης που σε καμιά περίπτωση δεν αίρουν το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η χώρα. Ήδη έχουν μετεγκατασταθεί 9.500 άτομα σε δομές της ενδοχώρας (από τα 20.000 που προβλέπει ο προγραμματισμός), αλλά τα νησιά ουδόλως έχουν ανακουφιστεί, αφού οι μετακινηθέντες έχουν ταχύτατα αντικατασταθεί από νέες αφίξεις.
Επειδή λοιπόν τα νησιά αφυκτιούν, οι τοπικές αρχές αρνούνται τη δημιουργία νέων κλειστών δομών στις περιοχές τους, ενώ στην ηπειρωτική χώρα οι αντιδράσεις στην απόπειρα μαζικής εγκατάστασης αιτούντων άσυλο εντείνονται συνεχώς και υπάρχει ενδεχόμενο να ενταθούν πολύ περισσότερο, όσο κι αν η κυβέρνηση επιχειρεί με τη συνεργασία των (δικών της άλλωστε) περιφερειαρχών να τις χαμηλώσει.
Στο πλαίσιο αυτό είναι... κοινό μυστικό ότι στην κυβέρνηση έχουν επεξεργαστεί σενάρια εγκατάστασης προαναχωρησιακών κέντρων σε έρημα ή αραιοκατοικημένα νησιά του Αιγαίου, τα οποία προς το παρόν δεν προχωρούν όχι λόγω των αντιρρήσεων της Αριστεράς –που καταγγέλλει «ευρωπαϊκά Γκουαντάναμο»–, αλλά επειδή η ελληνική κυριαρχία στα εν λόγω νησάκια αμφισβητείται από την Τουρκία και η δημιουργία κέντρων εκεί μπορεί να αποτελέσει νέα εστία έντασης.
Ωστόσο, προϊόντος του χρόνου και καθώς θα εντείνεται το αδιέξοδο στη διαχείριση αυξανόμενων πληθυσμών, οι αποφάσεις πιθανότατα θα κινούνται σε όλο και πιο σκληρή κατεύθυνση. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αποφύγει η κυβέρνηση διεθνοποιώντας το πρόβλημα, παρουσιάζοντας το μέγεθός του και ζητώντας την –ανύπαρκτη έως τώρα– ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Ευρισκόμενη σε διπλή ευρωτουρκική ομηρεία, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να τρέμει το ενδεχόμενο μιας εθνικής κρίσης –όρος τον οποίο προσφάτως χρησιμοποίησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής–, η οποία φαίνεται, αργά αλλά σταθερά, να πλησιάζει.
Πηγή: topontiki.gr
Σταύρος Χριστακόπουλος: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου