Γελωτοποιός
Ξεχείλιζε. Έτσι ένιωθε. Ανέβαινε το δρόμο προς το σπίτι κι είχε ξεκινήσει να βρέχει. Ομπρέλα δεν είχε, μα δεν τον πείραζε. Τίποτα δεν μπορούσε να τον πειράξει πια, ήταν πιο άτρωτος κι απ’ τον Αχιλλέα.
Είχε φιλήσει την Νι. Ήταν στο Must, το κλαμπ που πήγαιναν τα Σαββατόβραδα. Πίσω απ’ τον καναπέ όπου καθόταν η παρέα είχε μια οθόνη. Κι έπαιζε το Come as you are, το βίντεο απ’ το Unplugged των Nirvana στη Νέα Υόρκη. Ο Cobain δεν είχε αυτοκτονήσει ακόμα.
Η Νι με τον Γάμμα κοιτούσαν το βίντεο.
“Του μοιάζεις”, είπε η Νι.
Ο Γάμμα το ήξερε. Δεν υπήρχαν πολλοί ξανθοί στο Κιάτο. Το είχε δουλέψει λιγάκι. Κατάλληλα ρούχα, τη ζακέτα της γιαγιάς του, λιγδωμένα μαλλιά και μπλαζέ ύφος. Του έμοιαζε.
Βρήκε το θάρρος κι έσκυψε προς το μέρος της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια. Φιλήθηκαν. Και συνέχισαν να φιλιούνται μέχρι που τους έδιωξαν.
Κανόνισαν να βρεθούν το επόμενο μεσημέρι. Δεν το είπανε, αλλά τα είχαν φτιάξει. Κι ο Γάμμα σφύριζε στη βροχή.
Μετά τραγούδησε: “I m singing in the rain, just singing in the rain”. Δεν θυμόταν τα λόγια παρακάτω. Είπε το ίδιο. Κι άρχισε να κάνει και το χορευτικό, στις τέσσερις το πρωί, ένας ερωτευμένος Kurt Cobain.
Ένα φως άναψε. Κάποιος βγήκε στο μπαλκόνι και του φώναξε: “Σσσσσσσ, κοιμόμαστε, κωλόπαιδο.”
Ο Γάμμα σήκωσε τους ώμους, όπως ακριβώς κι ο Τζιν Κέλι στην ταινία, και συνέχισε να χορεύει, σφυρίζοντας σιγά. Τίποτα δεν μπορούσε να του χαλάσει τη διάθεση.
Μπήκε στο σπίτι βρεγμένος. Η Γιαγιά τον περίμενε στην πόρτα με μια πετσέτα.
“Θ’ απογοητευτείς”, του είπε και γύρισε στην τηλεόραση.
Είχε γράψει σε βίντεο όλον τον κύκλο της Λάμψης του Φώσκολου. Το έβλεπε ξανά και ξανά, μέρα νύχτα, αφού η Γιαγιά δεν κοιμόταν ποτέ.
Γονείς δεν είχε ο Γάμμα. Είχαν σκοτωθεί σ’ αυτοκινητιστικό, τόσο παλιά που δεν τους θυμόταν καν. Μόνο τη μυρωδιά τους είχε κρατήσει. Η μητέρα μύριζε Johnsons Baby shampoo και σοκολάτα. Ο πατέρας του καπνό πίπας και Old Spice after shave.
“Γιατί το λες αυτό;” φώναξε ο Γάμμα πηγαίνοντας προς το ζεστό-δωμάτιο.
Η Γιαγιά είχε κλειστή την πόρτα, για να μη φεύγει η ζέστη. Τα βγάζαν πέρα κουτσά στραβά με τη σύνταξη της. Το μόνο θερμαντικό σώμα στο σπίτι ήταν μια σόμπα υγραερίου, με ρόδες. Αυτή την πήγαιναν σ’ όποιο δωμάτιο κάθονταν. Τα υπόλοιπα πάγωναν.
Μπροστά στη σόμπα ήταν ξαπλωμένος ο Μαουρίνιο. Σαν είδε τον Γάμμα σηκώθηκε και τον πλησίασε νιαουρίζοντας.
“Γιατί το λες αυτό;” ξαναείπε.
Η Γιαγιά ήταν προσηλωμένη στη σειρά. Η Βίρνα ρωτούσε τον Γιάγκο το ίδιο πράγμα, δέκα φορές, για να γεμίσει ο τηλεοπτικός χρόνος
Ο Γάμμα έκλεισε την τηλεόραση.
“Γιατί το λες αυτό;”
“Γιατί ξέρω τι θα συμβεί”, του είπε η Γιαγιά.
“Εγώ δεν ξέρω.”
“Θα σου πω.”
“Δεν θέλω να ξέρω”, είπε ο Γάμμα κι έφυγε απ’ το δωμάτιο.
Ό,τι ωραίο ένιωθε ως εκείνη την ώρα του το ‘χε γκρεμίσει η Γιαγιά. Πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε το ψυγείο. Έβγαλε λίγα μπιφτέκια λαχανικών. Τα ‘ριξε στο τηγάνι και πήγε στο παράθυρο. Έξω συνέχιζε να βρέχει, αλλά εκείνος είχε χάσει κάθε διάθεση για τραγούδι.
Η Γιαγιά μπήκε στην κουζίνα με το παλτό της, σπρώχνοντας τη σόμπα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Χρειαζόταν λίγη ώρα για να ζεσταθεί ο χώρος.
“Ήταν τόσο ωραία”, είπε ο Γάμμα. “Ξέρεις πόσο καιρό ήθελα να τη φιλήσω;”
“Ξέρω.”
“Είναι το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.”
“Υπερβολές.”
“Στο Κιάτο σίγουρα.”
“Εντάξει, αυτό το συζητάω.”
Τα μπιφτέκια άρχισαν να τσιτσιρίζουν. Τα γύρισε με άνεση επαγγελματία σεφ.
“Μυρίζει τόσο… οικεία. Οικεία και ζεστά. Σαν τα Χριστούγεννα.”
“Κανέλα”, είπε η Γιαγιά.
“Και λίγο μοσχοκάρυδο”, συμπλήρωσε ο Γάμμα.
“Αλλά…” έκανε η Γιαγιά χαμογελώντας.
“Ναι. Δεν είναι μόνο ζάχαρη. Έχει και κάτι καυτερό. Τσίλι ή ξύλα στη φωτιά.”
“Αν ήταν μόνο γλυκιά θα σε λίγωνε. Η φωτιά κι η γλύκα, αυτό είναι το μυστικό. Η μικρή είναι μάγισσα και δεν το ξέρει.”
Ο Γάμμα έβγαλε τα μπιφτέκια. Άνοιξε μια κυπριακή πίτα και τα ‘βαλε μέσα. Συμπλήρωσε με φέτα, ντομάτα και ταμπάσκο. Το έκοψε στη μέση κι έδωσε το μισό στη Γιαγιά. Εκείνη δοκίμασε κι είπε ότι χρειάζεται κάτι ακόμα.
“Αν είχαμε μαρούλι”, είπε ο Γάμμα.
“Καλύτερα τριμμένο καρότο”, είπε η Γιαγιά.
Έτριψαν και το πρόσθεσαν. Έγινε τέλειο.
“Είμαι ερωτευμένος”, της είπε μόλις έφαγε.
“Το ξέρω.”
“Πρώτη φορά νιώθω έτσι.”
“Αλλά όχι τελευταία.”
“Γιατί;”
Η Γιαγιά άφησε κάτω το σάντουιτς. Χωρίς δόντια ήταν δύσκολο να τρώει.
“Δεν πρέπει να μείνεις μ’ αυτό το κορίτσι. Θ’ απογοητευτείς.”
“Πού το ξέρεις;”
Τον κοίταξε άγρια.
“Το ξέρεις ότι το ξέρω.”
Η Γιαγιά του ήταν μάγισσα. Είχε μόνο μια ικανότητα, που ίσως να ήταν και κατάρα. Ήξερε το μέλλον, αλλά μόνο όσα άσχημα θα συνέβαιναν. Δεν την είχε βοηθήσει και πολύ. Έπρεπε να τραβάει τη σόμπα απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο. Τον πατέρα της τον είχε δαγκώσει λυσσασμένη αλεπού. Τον άντρα της τον εκτέλεσαν, όταν δεν υπέγραψε δήλωση. Η κόρη της είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα. Κι ο εγγονός της όδευε προς την ερωτική απογοήτευση και την απόπειρα αυτοκτονίας.
“Δεν μπορώ να σου πω τι θα γίνει”, του είπε. “Αλλά πρέπει να με ακούσεις.”
“Και τι θες να κάνω;”
“Να την αφήσεις.”
Ο Γάμμα δεν το σκέφτηκε καθόλου. Χαμογέλασε και αρνήθηκε.
“Δεν με νοιάζει”, της είπε.
“Τι πράγμα;”
“Τι θα συμβεί. Δεν με νοιάζει.”
Η Γιαγιά, εντελώς απροειδοποίητα, χτύπησε την παλάμη της στο τραπέζι, με όλη της τη δύναμη. Ο Γάμμα τινάχτηκε πίσω.
“Το ίδιο μου ‘χε πει κι η μάνα σου! Το ίδιο!”
Είναι κατάρα να ξέρεις το μέλλον και να μην μπορείς να το αλλάξεις. Όταν η μητέρα του Γάμμα γνώρισε τον πατέρα του ερωτεύτηκαν εκρηκτικά. Δεν μπορούσε να γίνει πιο ταιριαστό ζευγάρι, το είπαν όλοι, φίλοι και εχθροί. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, σαν να είχαν βγει από Άρλεκιν.
Μόνο η Γιαγιά διαφώνησε. Γιατί είδε το μέλλον τους. Κι ήταν όμορφο, λαμπερό, αλλά μικρό. Δυο χρόνια μετά τη γνωριμία τους θα σκοτώνονταν μαζί. Και θ’ άφηναν ένα μωρό ορφανό, να το μεγαλώσει η γιαγιά του.
“Αν με είχε ακούσει τώρα θα ‘ταν ζωντανή. Της τα είχα πει όλα. Δεν επιτρέπεται να το κάνω, το ήξερα, αλλά ήταν το παιδί μου, σκασίλα μου για τους κανόνες.”
“Κι εκείνη; Τι είπε;”
Η Γιαγιά κοίταξε το ταβάνι.
“Με ρώτησε πώς θα ήσουν όταν θα μεγάλωνες. Της έδειξα. Σε έδειξα όπως είσαι τώρα περίπου.”
“Τι έκανε;”
“Έκλαψε. Τι να κάνει; Είδε το αγέννητο παιδί της, όπως θα ήταν σε είκοσι χρόνια. Κι ήξερε ότι δεν θα ζούσε αρκετά για να το δει να μεγαλώνει. Έκλαψε. Τι ήθελες να κάνει;”
Ο Γάμμα άρχισε να τρώει τα νύχια του. Τον βοηθούσε να χαλαρώνει. Η Γιαγιά δεν του είπε τίποτα. Είχε κόψει το κάπνισμα. Τα νύχια δεν πείραζαν τους πνεύμονες.
“Τι σου είπε η μάνα μου; Ακριβώς πες μου.”
“Εντάξει, ωραία”, έκανε η Γιαγιά κι έβγαλε το παλτό της. Χαμήλωσε τη σόμπα. “Νύχτα αποκαλύψεων.”
Δεν του μίλησε άλλο. Του έδειξε, μέσα στο μυαλό του, τη βραδιά εκείνη.
Η μητέρα του είναι εκεί. Φοράει ρούχα της δεκαετίας του εβδομήντα, αρχές ογδόντα. Μιλάει ήρεμα, κι έχει όμορφη φωνή.
(Ο Γάμμα θυμήθηκε τη φωνή της. Την άκουγε μες στην κοιλιά, την άκουγε και μετά. Την είχε ξεχάσει. Αλλά ήταν η φωνή της.)
“Θα ζήσω”, λέει η μητέρα του, “δυο χρόνια έρωτα με τον Δημήτρη, έτσι; Θα κάνουμε αυτό το γλυκό μωρό που θα γίνει αυτός ο όμορφος νέος. Αλλά θα σκοτωθούμε. Κι αν αφήσω τον Δημήτρη;”
“Θα ζήσετε κι οι δύο. Μέχρι τα βαθιά γεράματα”, λέει η φωνή της Γιαγιάς, λίγο πιο νέα, αλλά πάντα γιαγιά.
“Χώρια.”
“Ναι, χώρια.”
“Χωρίς έρωτα.”
“Ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος”, λέει η Γιαγιά.
“Κι η ζωή χωρίς έρωτα αδιάφορη”, λέει η μητέρα του.
“Κι ο πατέρας μου; Ήξερε;” ρώτησε ο Γάμμα.
“Καλός ήταν κι αυτός, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.”
Του έκανε νέα μετάδοση. Η μητέρα του με τον πατέρα του στο σπίτι, ακούνε όσα έχει να πει η Γιαγιά. Η μητέρα λέει τι θέλει να κάνει. Εκείνος γελάει.
“Οπότε”, λέει ο πατέρας σκουπίζοντας τα μάτια του, “παραιτούμαι απ’ τη δουλειά αύριο. Τι αύριο; Σήμερα. Θα τους πάρω τηλέφωνο. Έχω κάτι λεφτά στην άκρη. Πουλάω και το διαμέρισμα και ζούμε δυο χρόνια όπως θέλουμε να ζήσουμε. Ελεύθεροι. Πού θα πάμε πρώτα; Παταγονία;”
Η μετάδοση σταμάτησε. Ο Γάμμα είχε στο δωμάτιο του αναμνηστικά απ’ την Παταγονία, τη λίμνη Τιτικάκα, την Κούβα, το Καράκας… Εκείνος είχε γεννηθεί στον Παναμά. Είχαν φτάσει ως την Αλάσκα.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Η Γιαγιά χάιδευε τον Μαουρίνιο. Εκείνος θα ζούσε δεκαπέντε χρόνια ακόμα.
“Εγώ θα πεθάνω; Αν μείνω μαζί της;”
“Σχεδόν”, είπε η Γιαγιά.
Ο Γάμμα γύρισε.
“Τα ξέρεις όλα;” τη ρώτησε.
“Τα βλέπω, δεν τα ξέρω.”
“Θα κάνουμε σεξ;”
Η Γιαγιά έπιασε το κεφάλι της, σε μια θεατρινίστικη μίμηση απόγνωσης.
“Θα κάνουμε; Πες!”
“Ναι, θα κάνετε.”
Ο Γάμμα γέλασε, ακριβώς όπως γελούσε κι ο πατέρας του.
“Ε, γι’ αυτό αξίζει να πεθάνει κανείς.”
“Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά”, είπε η Γιαγιά.
Ο Γάμμα άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Άπλωσε το χέρι του στη βροχή. Είχε αρχίσει να φεγγίζει στην ανατολή. Σφύριξε την εισαγωγή απ’ το Singing in the rain. Σε λίγες ώρες είχε ραντεβού με τη Νι.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Ξεχείλιζε. Έτσι ένιωθε. Ανέβαινε το δρόμο προς το σπίτι κι είχε ξεκινήσει να βρέχει. Ομπρέλα δεν είχε, μα δεν τον πείραζε. Τίποτα δεν μπορούσε να τον πειράξει πια, ήταν πιο άτρωτος κι απ’ τον Αχιλλέα.
~~
Είχε φιλήσει την Νι. Ήταν στο Must, το κλαμπ που πήγαιναν τα Σαββατόβραδα. Πίσω απ’ τον καναπέ όπου καθόταν η παρέα είχε μια οθόνη. Κι έπαιζε το Come as you are, το βίντεο απ’ το Unplugged των Nirvana στη Νέα Υόρκη. Ο Cobain δεν είχε αυτοκτονήσει ακόμα.
Η Νι με τον Γάμμα κοιτούσαν το βίντεο.
“Του μοιάζεις”, είπε η Νι.
Ο Γάμμα το ήξερε. Δεν υπήρχαν πολλοί ξανθοί στο Κιάτο. Το είχε δουλέψει λιγάκι. Κατάλληλα ρούχα, τη ζακέτα της γιαγιάς του, λιγδωμένα μαλλιά και μπλαζέ ύφος. Του έμοιαζε.
Βρήκε το θάρρος κι έσκυψε προς το μέρος της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια. Φιλήθηκαν. Και συνέχισαν να φιλιούνται μέχρι που τους έδιωξαν.
Κανόνισαν να βρεθούν το επόμενο μεσημέρι. Δεν το είπανε, αλλά τα είχαν φτιάξει. Κι ο Γάμμα σφύριζε στη βροχή.
Μετά τραγούδησε: “I m singing in the rain, just singing in the rain”. Δεν θυμόταν τα λόγια παρακάτω. Είπε το ίδιο. Κι άρχισε να κάνει και το χορευτικό, στις τέσσερις το πρωί, ένας ερωτευμένος Kurt Cobain.
Ένα φως άναψε. Κάποιος βγήκε στο μπαλκόνι και του φώναξε: “Σσσσσσσ, κοιμόμαστε, κωλόπαιδο.”
Ο Γάμμα σήκωσε τους ώμους, όπως ακριβώς κι ο Τζιν Κέλι στην ταινία, και συνέχισε να χορεύει, σφυρίζοντας σιγά. Τίποτα δεν μπορούσε να του χαλάσει τη διάθεση.
~~
Μπήκε στο σπίτι βρεγμένος. Η Γιαγιά τον περίμενε στην πόρτα με μια πετσέτα.
“Θ’ απογοητευτείς”, του είπε και γύρισε στην τηλεόραση.
Είχε γράψει σε βίντεο όλον τον κύκλο της Λάμψης του Φώσκολου. Το έβλεπε ξανά και ξανά, μέρα νύχτα, αφού η Γιαγιά δεν κοιμόταν ποτέ.
Γονείς δεν είχε ο Γάμμα. Είχαν σκοτωθεί σ’ αυτοκινητιστικό, τόσο παλιά που δεν τους θυμόταν καν. Μόνο τη μυρωδιά τους είχε κρατήσει. Η μητέρα μύριζε Johnsons Baby shampoo και σοκολάτα. Ο πατέρας του καπνό πίπας και Old Spice after shave.
“Γιατί το λες αυτό;” φώναξε ο Γάμμα πηγαίνοντας προς το ζεστό-δωμάτιο.
Η Γιαγιά είχε κλειστή την πόρτα, για να μη φεύγει η ζέστη. Τα βγάζαν πέρα κουτσά στραβά με τη σύνταξη της. Το μόνο θερμαντικό σώμα στο σπίτι ήταν μια σόμπα υγραερίου, με ρόδες. Αυτή την πήγαιναν σ’ όποιο δωμάτιο κάθονταν. Τα υπόλοιπα πάγωναν.
Μπροστά στη σόμπα ήταν ξαπλωμένος ο Μαουρίνιο. Σαν είδε τον Γάμμα σηκώθηκε και τον πλησίασε νιαουρίζοντας.
“Γιατί το λες αυτό;” ξαναείπε.
Η Γιαγιά ήταν προσηλωμένη στη σειρά. Η Βίρνα ρωτούσε τον Γιάγκο το ίδιο πράγμα, δέκα φορές, για να γεμίσει ο τηλεοπτικός χρόνος
Ο Γάμμα έκλεισε την τηλεόραση.
“Γιατί το λες αυτό;”
“Γιατί ξέρω τι θα συμβεί”, του είπε η Γιαγιά.
“Εγώ δεν ξέρω.”
“Θα σου πω.”
“Δεν θέλω να ξέρω”, είπε ο Γάμμα κι έφυγε απ’ το δωμάτιο.
Ό,τι ωραίο ένιωθε ως εκείνη την ώρα του το ‘χε γκρεμίσει η Γιαγιά. Πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε το ψυγείο. Έβγαλε λίγα μπιφτέκια λαχανικών. Τα ‘ριξε στο τηγάνι και πήγε στο παράθυρο. Έξω συνέχιζε να βρέχει, αλλά εκείνος είχε χάσει κάθε διάθεση για τραγούδι.
Η Γιαγιά μπήκε στην κουζίνα με το παλτό της, σπρώχνοντας τη σόμπα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Χρειαζόταν λίγη ώρα για να ζεσταθεί ο χώρος.
“Ήταν τόσο ωραία”, είπε ο Γάμμα. “Ξέρεις πόσο καιρό ήθελα να τη φιλήσω;”
“Ξέρω.”
“Είναι το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.”
“Υπερβολές.”
“Στο Κιάτο σίγουρα.”
“Εντάξει, αυτό το συζητάω.”
Τα μπιφτέκια άρχισαν να τσιτσιρίζουν. Τα γύρισε με άνεση επαγγελματία σεφ.
“Μυρίζει τόσο… οικεία. Οικεία και ζεστά. Σαν τα Χριστούγεννα.”
“Κανέλα”, είπε η Γιαγιά.
“Και λίγο μοσχοκάρυδο”, συμπλήρωσε ο Γάμμα.
“Αλλά…” έκανε η Γιαγιά χαμογελώντας.
“Ναι. Δεν είναι μόνο ζάχαρη. Έχει και κάτι καυτερό. Τσίλι ή ξύλα στη φωτιά.”
“Αν ήταν μόνο γλυκιά θα σε λίγωνε. Η φωτιά κι η γλύκα, αυτό είναι το μυστικό. Η μικρή είναι μάγισσα και δεν το ξέρει.”
Ο Γάμμα έβγαλε τα μπιφτέκια. Άνοιξε μια κυπριακή πίτα και τα ‘βαλε μέσα. Συμπλήρωσε με φέτα, ντομάτα και ταμπάσκο. Το έκοψε στη μέση κι έδωσε το μισό στη Γιαγιά. Εκείνη δοκίμασε κι είπε ότι χρειάζεται κάτι ακόμα.
“Αν είχαμε μαρούλι”, είπε ο Γάμμα.
“Καλύτερα τριμμένο καρότο”, είπε η Γιαγιά.
Έτριψαν και το πρόσθεσαν. Έγινε τέλειο.
~~
“Είμαι ερωτευμένος”, της είπε μόλις έφαγε.
“Το ξέρω.”
“Πρώτη φορά νιώθω έτσι.”
“Αλλά όχι τελευταία.”
“Γιατί;”
Η Γιαγιά άφησε κάτω το σάντουιτς. Χωρίς δόντια ήταν δύσκολο να τρώει.
“Δεν πρέπει να μείνεις μ’ αυτό το κορίτσι. Θ’ απογοητευτείς.”
“Πού το ξέρεις;”
Τον κοίταξε άγρια.
“Το ξέρεις ότι το ξέρω.”
Η Γιαγιά του ήταν μάγισσα. Είχε μόνο μια ικανότητα, που ίσως να ήταν και κατάρα. Ήξερε το μέλλον, αλλά μόνο όσα άσχημα θα συνέβαιναν. Δεν την είχε βοηθήσει και πολύ. Έπρεπε να τραβάει τη σόμπα απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο. Τον πατέρα της τον είχε δαγκώσει λυσσασμένη αλεπού. Τον άντρα της τον εκτέλεσαν, όταν δεν υπέγραψε δήλωση. Η κόρη της είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα. Κι ο εγγονός της όδευε προς την ερωτική απογοήτευση και την απόπειρα αυτοκτονίας.
“Δεν μπορώ να σου πω τι θα γίνει”, του είπε. “Αλλά πρέπει να με ακούσεις.”
“Και τι θες να κάνω;”
“Να την αφήσεις.”
Ο Γάμμα δεν το σκέφτηκε καθόλου. Χαμογέλασε και αρνήθηκε.
“Δεν με νοιάζει”, της είπε.
“Τι πράγμα;”
“Τι θα συμβεί. Δεν με νοιάζει.”
Η Γιαγιά, εντελώς απροειδοποίητα, χτύπησε την παλάμη της στο τραπέζι, με όλη της τη δύναμη. Ο Γάμμα τινάχτηκε πίσω.
“Το ίδιο μου ‘χε πει κι η μάνα σου! Το ίδιο!”
~~
Είναι κατάρα να ξέρεις το μέλλον και να μην μπορείς να το αλλάξεις. Όταν η μητέρα του Γάμμα γνώρισε τον πατέρα του ερωτεύτηκαν εκρηκτικά. Δεν μπορούσε να γίνει πιο ταιριαστό ζευγάρι, το είπαν όλοι, φίλοι και εχθροί. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, σαν να είχαν βγει από Άρλεκιν.
Μόνο η Γιαγιά διαφώνησε. Γιατί είδε το μέλλον τους. Κι ήταν όμορφο, λαμπερό, αλλά μικρό. Δυο χρόνια μετά τη γνωριμία τους θα σκοτώνονταν μαζί. Και θ’ άφηναν ένα μωρό ορφανό, να το μεγαλώσει η γιαγιά του.
“Αν με είχε ακούσει τώρα θα ‘ταν ζωντανή. Της τα είχα πει όλα. Δεν επιτρέπεται να το κάνω, το ήξερα, αλλά ήταν το παιδί μου, σκασίλα μου για τους κανόνες.”
“Κι εκείνη; Τι είπε;”
Η Γιαγιά κοίταξε το ταβάνι.
“Με ρώτησε πώς θα ήσουν όταν θα μεγάλωνες. Της έδειξα. Σε έδειξα όπως είσαι τώρα περίπου.”
“Τι έκανε;”
“Έκλαψε. Τι να κάνει; Είδε το αγέννητο παιδί της, όπως θα ήταν σε είκοσι χρόνια. Κι ήξερε ότι δεν θα ζούσε αρκετά για να το δει να μεγαλώνει. Έκλαψε. Τι ήθελες να κάνει;”
Ο Γάμμα άρχισε να τρώει τα νύχια του. Τον βοηθούσε να χαλαρώνει. Η Γιαγιά δεν του είπε τίποτα. Είχε κόψει το κάπνισμα. Τα νύχια δεν πείραζαν τους πνεύμονες.
“Τι σου είπε η μάνα μου; Ακριβώς πες μου.”
“Εντάξει, ωραία”, έκανε η Γιαγιά κι έβγαλε το παλτό της. Χαμήλωσε τη σόμπα. “Νύχτα αποκαλύψεων.”
Δεν του μίλησε άλλο. Του έδειξε, μέσα στο μυαλό του, τη βραδιά εκείνη.
~~
Η μητέρα του είναι εκεί. Φοράει ρούχα της δεκαετίας του εβδομήντα, αρχές ογδόντα. Μιλάει ήρεμα, κι έχει όμορφη φωνή.
(Ο Γάμμα θυμήθηκε τη φωνή της. Την άκουγε μες στην κοιλιά, την άκουγε και μετά. Την είχε ξεχάσει. Αλλά ήταν η φωνή της.)
“Θα ζήσω”, λέει η μητέρα του, “δυο χρόνια έρωτα με τον Δημήτρη, έτσι; Θα κάνουμε αυτό το γλυκό μωρό που θα γίνει αυτός ο όμορφος νέος. Αλλά θα σκοτωθούμε. Κι αν αφήσω τον Δημήτρη;”
“Θα ζήσετε κι οι δύο. Μέχρι τα βαθιά γεράματα”, λέει η φωνή της Γιαγιάς, λίγο πιο νέα, αλλά πάντα γιαγιά.
“Χώρια.”
“Ναι, χώρια.”
“Χωρίς έρωτα.”
“Ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος”, λέει η Γιαγιά.
“Κι η ζωή χωρίς έρωτα αδιάφορη”, λέει η μητέρα του.
~~
“Κι ο πατέρας μου; Ήξερε;” ρώτησε ο Γάμμα.
“Καλός ήταν κι αυτός, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.”
~~
Του έκανε νέα μετάδοση. Η μητέρα του με τον πατέρα του στο σπίτι, ακούνε όσα έχει να πει η Γιαγιά. Η μητέρα λέει τι θέλει να κάνει. Εκείνος γελάει.
“Οπότε”, λέει ο πατέρας σκουπίζοντας τα μάτια του, “παραιτούμαι απ’ τη δουλειά αύριο. Τι αύριο; Σήμερα. Θα τους πάρω τηλέφωνο. Έχω κάτι λεφτά στην άκρη. Πουλάω και το διαμέρισμα και ζούμε δυο χρόνια όπως θέλουμε να ζήσουμε. Ελεύθεροι. Πού θα πάμε πρώτα; Παταγονία;”
~~
Η μετάδοση σταμάτησε. Ο Γάμμα είχε στο δωμάτιο του αναμνηστικά απ’ την Παταγονία, τη λίμνη Τιτικάκα, την Κούβα, το Καράκας… Εκείνος είχε γεννηθεί στον Παναμά. Είχαν φτάσει ως την Αλάσκα.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Η Γιαγιά χάιδευε τον Μαουρίνιο. Εκείνος θα ζούσε δεκαπέντε χρόνια ακόμα.
“Εγώ θα πεθάνω; Αν μείνω μαζί της;”
“Σχεδόν”, είπε η Γιαγιά.
Ο Γάμμα γύρισε.
“Τα ξέρεις όλα;” τη ρώτησε.
“Τα βλέπω, δεν τα ξέρω.”
“Θα κάνουμε σεξ;”
Η Γιαγιά έπιασε το κεφάλι της, σε μια θεατρινίστικη μίμηση απόγνωσης.
“Θα κάνουμε; Πες!”
“Ναι, θα κάνετε.”
Ο Γάμμα γέλασε, ακριβώς όπως γελούσε κι ο πατέρας του.
“Ε, γι’ αυτό αξίζει να πεθάνει κανείς.”
“Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά”, είπε η Γιαγιά.
Ο Γάμμα άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Άπλωσε το χέρι του στη βροχή. Είχε αρχίσει να φεγγίζει στην ανατολή. Σφύριξε την εισαγωγή απ’ το Singing in the rain. Σε λίγες ώρες είχε ραντεβού με τη Νι.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου