Γελωτοποιός
Ο Θανάσης Βέγγος κι ο Νίκος Κούνδουρος ήταν μαζί στη Μακρόνησο. Αυτή είναι μια ιστορία που κυκλοφορεί γι’ αυτούς τους δύο. Δεν γνωρίζω κατά πόσο είναι αληθινή. Η δραματοποίηση είναι δική μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έβρεχε απ’ το πρωί εκείνη τη μέρα. Είχαν αφήσει τις καραβάνες με τον χυλό στην άκρη. Ούτε να τον κοιτάξουν δεν ήθελαν.
Την ιδέα την είχε ο Ν.Κ. Ψάρεμα. Ο Θ.Β. γέλασε.
«Υπάρχει θάλασσα, δεν υπάρχει;» είπε ο Ν.Κ.
«Νησί είναι, θάλασσα έχει», είπε ο Θ.Β.
«Κι η θάλασσα έχει ψάρια, δεν έχει;»
«Έχει, έχει. Και ψάρια έχει και καρχαρίες.»
«Ωραία. Θα ψαρέψουμε.»
Η ιδέα ήταν ωραία. Η εφαρμογή της δύσκολη. Το πιο επικίνδυνο ήταν τα σκυλόψαρα. Όχι της θάλασσας, πού να τους πιάσουν αυτά. Τ’ άλλα, της ξηράς. Έπρεπε να προσέξουν να μην τους πάρουν χαμπάρι οι δεσμοφύλακες. Να βρουν κάποια κενή ώρα. Μα δεν είχαν τέτοιες ώρες στο νησί. Όλη μέρα εργασία και χαρά και ξύλο.
«Η μπάλα», είπε ο Θ.Β.
«Ποια μπάλα;»
«Την Τετάρτη παίζει ο Θρύλος με τη δική μας.»
«Με τη μικτή Μακρονήσου! Και θα μαζευτούν όλοι ν’ ακούσουν το ματς στο ραδιόφωνο!» Ο Ν.Κ. τον χτύπησε στον ώμο. «Αγαπητέ Θανάση, είσαι μεγαλοφυΐα.»
Ο Θ.Β. γέλασε πάλι.
Του άρεσε να γελάει. Πάντα γελούσε. Από παιδί, όταν πεινούσε γελούσε. Όταν τον βαρούσαν γελούσαν. Όταν έτρεχε γελούσε. Όταν κουραζόταν γελούσε. Ακόμα κι όταν έκλαιγε γελούσε.
«Θα έχουμε μιάμιση ώρα», είπε ο Ν.Κ. «Να κατέβουμε, να ψαρέψουμε και να ‘ρθουμε. Προλαβαίνουμε.»
«Και με τι θα ψαρέψουμε, αφεντικό;» του είπε ο Θ.Β. γελώντας.
Ο Ν.Κ. συννέφιασε. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Χρειάζονταν πετονιά, αγκίστρι, δόλωμα. Με τι θα ψάρευαν; Άλλος ένας ανεμόμυλος του μυαλού του, πάντα έτσι ήταν, σαν τον ιππότη της ελεεινής μορφής.
«Μη σε νοιάζει, αφεντικό, μη σε νοιάζει», του είπε ο Σάντσο Πάντσα. «Θα τη βρω εγώ την άκρη, μη σε νοιάζει.»
Ο Ν.Κ. ήταν σπουδαγμένος, είχε διαβάσει πολλά βιβλία. Ο Θ.Β. λίγα πρόλαβε απ’ το σχολείο, βγήκε παιδί στη βιοπάλη. Μα το μυαλό του είχε μάθει να βρίσκει λύσεις. Μόνο έτσι επιβιώνεις απ’ τον καταχανά.
Οι σκηνές τους ήταν από κανναβόσχοινο, που ‘χει την πιο ανθεκτική ίνα. Κρυφά και σταθερά ξεκίνησε να μαδάει κλωστές απ’ όλες τις σκηνές, για να μη φανεί. Μάζεψε μπόλικες και τις έπλεξε. Έφτιαξε μια πετονιά που θα κρατούσε και τον ξιφία του Σαντιάγκο.
Γι’ αγκίστρι έκοψε μια σούστα απ’ το κρεβάτι του. Την κοπάνησε με την πέτρα να γίνει μυτερή.
Το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν το δόλωμα. Θέλανε κάτι άλλο, όχι την κουραμάνα που τους τάιζαν. Βρήκε τη λύση και σ’ αυτό. Ήταν στο νησί μερικές κυψέλες. Οι μέλισσες έκαναν ρεικόμελο χρυσό. Τις ζάλισε καίγοντας ξεράδια κι έκλεψε μια χούφτα προνύμφες. Τον τσιμπήσανε λιγάκι. Ο Θ.Β. γέλασε κι έφυγε τρέχοντας.
Την Κυριακή τα είχαν όλα έτοιμα. Περίμεναν να φύγουν τα σκυλόψαρα. Τότε κατέβηκαν προς τη θάλασσα. Τους έτρεχαν τα σάλια ήδη.
«Να πιάναμε καμιά πέστροφα», είπε ο Ν.Κ. στην κατεβασιά.
«Δεν έχει πέστροφες στη θάλασσα, αφεντικό.»
«Δεν έχει;»
«Μπα.»
«Τι έχει;»
«Ψάρια.»
«Κι οι πέστροφες δεν είναι ψάρια;»
«Πού να ξέρω, αφεντικό; Σάμπως έχω δει πέστροφα ποτέ;»
«Γιατί με λες αφεντικό;» του είπε ο Ν.Κ. «Ίδια ηλικία είμαστε.»
«Έχεις τέτοια μούρη και φέρσιμο. Αφεντικού. Γι’ αυτό.»
Έφτασαν στο νερό. Είχε ωραία μέρα. Έκανε κρύο, αλλά δεν φυσούσε. Η θάλασσα ήταν πετράδι. Δολώσανε με τις κάμπιες, βάλανε πέτρα για βαρίδι, το ρίξανε. Κι έκατσαν να περιμένουν το τσίμπημα.
«Και πώς θα τα ψήσουμε;» ρώτησε ο Ν.Κ. λίγο μετά. «Θα μας μυρίσουν.»
«Στον ήλιο», είπε ο Θ.Β. που το ‘χε σκεφτεί ήδη. «Θα τα ξαντεριάσουμε, θα τα κάνουμε γούνα και θα ψηθούν στον ήλιο. Δόξα τω θεώ, ήλιο έχουμε πολύ.»
Περίμεναν. Κοιτούσαν απέναντι, προς το Λαύριο. Ο καθένας έβλεπε τα δικά του πράγματα. Απ’ το στρατόπεδο ακούστηκαν πανηγυρισμοί. Ο Πατινιώτης, της μικτής Μακρονήσου είχε κάνει το 1-2, πέντε λεπτά πριν τη λήξη. Τα απόβλητα της κοινωνίας βρέθηκαν να κερδίζουν τους πρωταθλητές στην έδρα τους.
«Τι ομάδα είσαι, αφεντικό;»
«Παναθηναϊκός.»
«Φαίνεται.»
Τότε ήταν που τσίμπησε. Ο Θ.Β. το ‘βγαλε με σίγουρες κινήσεις. Πειραιώτης ήταν. Το είδαν να στραφταλίζει καθώς ανέβαινε. Ήταν ένα γοφάρι πάνω από κιλό.
«Πρόσεχε τα δόντια του», είπε ο Θ.Β. «κόβουν και τριχιά.»
Το τίναξε και το τράβηξε έξω.
Το ψάρι σπαρταρούσε στην ακροθαλασσιά.
Οι δύο κρατούμενοι το κοιτούσαν από ψηλά.
Ο Θ.Β. έσκυψε και το ‘πιασε προσεκτικά απ’ τη ράχη. Του ‘βγαλε το αγκίστρι.
«Άντε», είπε στο ψάρι. «Φύγε ‘συ που μπορείς.»
Και το πέταξε πίσω στη θάλασσα.
Ο Ν.Κ. συμφώνησε χωρίς να μιλήσει.
Γύρισαν ανάλαφροι στο στρατόπεδο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το φιλικό του Ολυμπιακού με τη μικτή Μακρονήσου, 26 Ιανουαρίου 1949
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Ο Θανάσης Βέγγος κι ο Νίκος Κούνδουρος ήταν μαζί στη Μακρόνησο. Αυτή είναι μια ιστορία που κυκλοφορεί γι’ αυτούς τους δύο. Δεν γνωρίζω κατά πόσο είναι αληθινή. Η δραματοποίηση είναι δική μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έβρεχε απ’ το πρωί εκείνη τη μέρα. Είχαν αφήσει τις καραβάνες με τον χυλό στην άκρη. Ούτε να τον κοιτάξουν δεν ήθελαν.
Την ιδέα την είχε ο Ν.Κ. Ψάρεμα. Ο Θ.Β. γέλασε.
«Υπάρχει θάλασσα, δεν υπάρχει;» είπε ο Ν.Κ.
«Νησί είναι, θάλασσα έχει», είπε ο Θ.Β.
«Κι η θάλασσα έχει ψάρια, δεν έχει;»
«Έχει, έχει. Και ψάρια έχει και καρχαρίες.»
«Ωραία. Θα ψαρέψουμε.»
Η ιδέα ήταν ωραία. Η εφαρμογή της δύσκολη. Το πιο επικίνδυνο ήταν τα σκυλόψαρα. Όχι της θάλασσας, πού να τους πιάσουν αυτά. Τ’ άλλα, της ξηράς. Έπρεπε να προσέξουν να μην τους πάρουν χαμπάρι οι δεσμοφύλακες. Να βρουν κάποια κενή ώρα. Μα δεν είχαν τέτοιες ώρες στο νησί. Όλη μέρα εργασία και χαρά και ξύλο.
«Η μπάλα», είπε ο Θ.Β.
«Ποια μπάλα;»
«Την Τετάρτη παίζει ο Θρύλος με τη δική μας.»
«Με τη μικτή Μακρονήσου! Και θα μαζευτούν όλοι ν’ ακούσουν το ματς στο ραδιόφωνο!» Ο Ν.Κ. τον χτύπησε στον ώμο. «Αγαπητέ Θανάση, είσαι μεγαλοφυΐα.»
Ο Θ.Β. γέλασε πάλι.
Του άρεσε να γελάει. Πάντα γελούσε. Από παιδί, όταν πεινούσε γελούσε. Όταν τον βαρούσαν γελούσαν. Όταν έτρεχε γελούσε. Όταν κουραζόταν γελούσε. Ακόμα κι όταν έκλαιγε γελούσε.
«Θα έχουμε μιάμιση ώρα», είπε ο Ν.Κ. «Να κατέβουμε, να ψαρέψουμε και να ‘ρθουμε. Προλαβαίνουμε.»
«Και με τι θα ψαρέψουμε, αφεντικό;» του είπε ο Θ.Β. γελώντας.
Ο Ν.Κ. συννέφιασε. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Χρειάζονταν πετονιά, αγκίστρι, δόλωμα. Με τι θα ψάρευαν; Άλλος ένας ανεμόμυλος του μυαλού του, πάντα έτσι ήταν, σαν τον ιππότη της ελεεινής μορφής.
«Μη σε νοιάζει, αφεντικό, μη σε νοιάζει», του είπε ο Σάντσο Πάντσα. «Θα τη βρω εγώ την άκρη, μη σε νοιάζει.»
Ο Ν.Κ. ήταν σπουδαγμένος, είχε διαβάσει πολλά βιβλία. Ο Θ.Β. λίγα πρόλαβε απ’ το σχολείο, βγήκε παιδί στη βιοπάλη. Μα το μυαλό του είχε μάθει να βρίσκει λύσεις. Μόνο έτσι επιβιώνεις απ’ τον καταχανά.
Οι σκηνές τους ήταν από κανναβόσχοινο, που ‘χει την πιο ανθεκτική ίνα. Κρυφά και σταθερά ξεκίνησε να μαδάει κλωστές απ’ όλες τις σκηνές, για να μη φανεί. Μάζεψε μπόλικες και τις έπλεξε. Έφτιαξε μια πετονιά που θα κρατούσε και τον ξιφία του Σαντιάγκο.
Γι’ αγκίστρι έκοψε μια σούστα απ’ το κρεβάτι του. Την κοπάνησε με την πέτρα να γίνει μυτερή.
Το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν το δόλωμα. Θέλανε κάτι άλλο, όχι την κουραμάνα που τους τάιζαν. Βρήκε τη λύση και σ’ αυτό. Ήταν στο νησί μερικές κυψέλες. Οι μέλισσες έκαναν ρεικόμελο χρυσό. Τις ζάλισε καίγοντας ξεράδια κι έκλεψε μια χούφτα προνύμφες. Τον τσιμπήσανε λιγάκι. Ο Θ.Β. γέλασε κι έφυγε τρέχοντας.
~~
Την Κυριακή τα είχαν όλα έτοιμα. Περίμεναν να φύγουν τα σκυλόψαρα. Τότε κατέβηκαν προς τη θάλασσα. Τους έτρεχαν τα σάλια ήδη.
«Να πιάναμε καμιά πέστροφα», είπε ο Ν.Κ. στην κατεβασιά.
«Δεν έχει πέστροφες στη θάλασσα, αφεντικό.»
«Δεν έχει;»
«Μπα.»
«Τι έχει;»
«Ψάρια.»
«Κι οι πέστροφες δεν είναι ψάρια;»
«Πού να ξέρω, αφεντικό; Σάμπως έχω δει πέστροφα ποτέ;»
«Γιατί με λες αφεντικό;» του είπε ο Ν.Κ. «Ίδια ηλικία είμαστε.»
«Έχεις τέτοια μούρη και φέρσιμο. Αφεντικού. Γι’ αυτό.»
Έφτασαν στο νερό. Είχε ωραία μέρα. Έκανε κρύο, αλλά δεν φυσούσε. Η θάλασσα ήταν πετράδι. Δολώσανε με τις κάμπιες, βάλανε πέτρα για βαρίδι, το ρίξανε. Κι έκατσαν να περιμένουν το τσίμπημα.
«Και πώς θα τα ψήσουμε;» ρώτησε ο Ν.Κ. λίγο μετά. «Θα μας μυρίσουν.»
«Στον ήλιο», είπε ο Θ.Β. που το ‘χε σκεφτεί ήδη. «Θα τα ξαντεριάσουμε, θα τα κάνουμε γούνα και θα ψηθούν στον ήλιο. Δόξα τω θεώ, ήλιο έχουμε πολύ.»
Περίμεναν. Κοιτούσαν απέναντι, προς το Λαύριο. Ο καθένας έβλεπε τα δικά του πράγματα. Απ’ το στρατόπεδο ακούστηκαν πανηγυρισμοί. Ο Πατινιώτης, της μικτής Μακρονήσου είχε κάνει το 1-2, πέντε λεπτά πριν τη λήξη. Τα απόβλητα της κοινωνίας βρέθηκαν να κερδίζουν τους πρωταθλητές στην έδρα τους.
«Τι ομάδα είσαι, αφεντικό;»
«Παναθηναϊκός.»
«Φαίνεται.»
Τότε ήταν που τσίμπησε. Ο Θ.Β. το ‘βγαλε με σίγουρες κινήσεις. Πειραιώτης ήταν. Το είδαν να στραφταλίζει καθώς ανέβαινε. Ήταν ένα γοφάρι πάνω από κιλό.
«Πρόσεχε τα δόντια του», είπε ο Θ.Β. «κόβουν και τριχιά.»
Το τίναξε και το τράβηξε έξω.
Το ψάρι σπαρταρούσε στην ακροθαλασσιά.
Οι δύο κρατούμενοι το κοιτούσαν από ψηλά.
Ο Θ.Β. έσκυψε και το ‘πιασε προσεκτικά απ’ τη ράχη. Του ‘βγαλε το αγκίστρι.
«Άντε», είπε στο ψάρι. «Φύγε ‘συ που μπορείς.»
Και το πέταξε πίσω στη θάλασσα.
Ο Ν.Κ. συμφώνησε χωρίς να μιλήσει.
Γύρισαν ανάλαφροι στο στρατόπεδο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το φιλικό του Ολυμπιακού με τη μικτή Μακρονήσου, 26 Ιανουαρίου 1949
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου