Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Η πτώση του οίκου των Ασερρίδων

Γελωτοποιός


«Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου, είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για Ζωή.» Χαλίλ Γκιμπράν

«Το πρώτο μισό της ζωής μας καταστρέφεται από τους γονείς μας και το δεύτερο μισό από τα παιδιά μας.» Clarence Darrow

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε έλεγε πως κάθε ιστορία που αξίζει να ειπωθεί πρέπει να περιέχει έρωτα ή θάνατο. Αν έχει και τα δύο ακόμα καλύτερα.

Το μόνο πιο δραστικό συστατικό αφήγησης απ’ τον έρωτα και τον θάνατο είναι η εκδίκηση. Αν μια ιστορία έχει και τα τρία τότε σίγουρα κάποιος πρέπει να την πει.

Η ιστορία του Θήτα δεν έχει τίποτα απ’ αυτά τα τρία. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

~~~

Στα τριάντα οκτώ του δεν είχε ερωτευτεί. Δεν ήταν παρθένος, ούτε άβγαλτος.

Πρώτη φορά έκανε σεξ στα δεκατέσσερα -αγοραίο σεξ. Είχε έναν θείο ναυτικό, μεγάλο κοπρίτη, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.

Κάποια μέρα που γύρισε από υπεραντλαντικό ταξίδι είπε να πάει τον ανιψιό του σινεμά. Τον πήγε στο Βαρδάρη. Εκεί, πίσω από ένα ζαχαροπλαστείο, υπήρχε μια αναμμένη λάμπα -κι ήταν ακόμα μέρα.

Ο Θήτα δεν θυμόταν πολλά απ’ το ξεπαρθένιασμα του. Κυρίως το άρωμα της γυναίκας, ένα πατσουλί που τον έπνιγε. Θυμόταν και το χάδι της, όταν τέλειωσε. Ήταν μητρικό χάδι. Κι η φωνή της, όλο νικοτίνη, να του λέει: “Εγώ είμαι η πιο ακίνδυνη γυναίκα που θα γνωρίσεις, μικρέ.”

Μετά έκατσαν στο ζαχαροπλαστείο κι έφαγε τουλούμπα. Ο θείος έπινε φραπέ και κάπνιζε Κάμελ. Στο δεξί του χέρι γυάλιζε το δαχτυλίδι του οίκου των Ασερρίδων. Κάποια στιγμή τον χτύπησε στον ώμο.

“Λοιπόν, μικρέ, θα σου πω κάτι που θα σου σώσει τη ζωή. Μ’ ακούς;”

Ο Θήτα δεν μπορούσε ν’ απαντήσει, μπουκωμένος όπως ήταν με την τουλούμπα. Αλλά ένευσε πως άκουγε.

“Το ξέρεις ότι εγώ κι ο πατέρας σου είμαστε δίδυμοι;”

Ο Θήτα έφτυσε την τουλούμπα απ’ την έκπληξη. Ο πατέρας του έμοιαζε σαν γέρος, εκατό χρονών και βάλε. Ο θείος του ήταν τζόβενο.

“Κι είμαι μεγαλύτερος. Μια ώρα.”

Ζήτησε απ’ τον σερβιτόρο ένα κονιάκ κι άναψε τσιγάρο.

“Τι διαφορετικό κάναμε; Μόνο αυτό θα σου πω κι άκουσε με. Αν δεν θες να γεράσεις πριν την ώρα σου μείνε ελεύθερος. Πρόσεχε τον έρωτα. Αν ερωτευτείς την πάτησες. Θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδί κι άντε γεια. Μ’ ακούς που σου μιλάω;”

Ο Θήτα άκουγε.

Λίγους μήνες μετά ο πατέρας του έπεσε του θανατά. Στο νοσοκομείο είχαν μείνει για λίγο οι δυο τους. Του έκανε νόημα να πλησιάσει. Μόλις έφτασε κοντά του άρπαξε το χέρι. Του έβαλε κάτι μέσα και του έκλεισε τη χούφτα. Τον τράβηξε μέσα στο πρόσωπο του που βρόμαγε σαπίλα και ψιθύρισε:

“Με σκότωσες. Σ’ αγαπώ.”

Ο Θήτα τραβήχτηκε πίσω. Άνοιξε το χέρι του. Του είχε δώσει ένα δαχτυλίδι, ίδιο μ’ εκείνο που είχε κι ο θείος του.

Ο πατέρας του πέθανε πριν να ξημερώσει. Τα λόγια των δίδυμων συνδυάστηκαν στο μυαλό του μικρού και πήραν τερατώδεις διαστάσεις. Αλλά η αλήθεια ήταν χειρότερη.

~~

Ο Θήτα με τη μητέρα του μετακόμισαν στη Χίο. Λεφτά δεν είχαν ανάγκη. Ο οίκος των Ασερρίδων ήταν πάντα πλούσιος. Ο προπάππους Ασερρίδης είχε χάσει τα πάντα στη γενοκτονία. Πήγε στη Θεσσαλονίκη με τα ρούχα που φορούσε. Αλλά μέσα στα ρούχα είχε ραμμένες λίρες. Αρκετές για να κάνει νέο ξεκίνημα και να γίνει πάμπλουτος και πάλι.

Στη Χίο ο Θήτα δεν είχε σχέσεις με τις ντόπιες. Μεγαλώνοντας πήγε μερικές φορές σε παράνομα σπίτια. Μετά ανακάλυψε τις τουρίστριες. Τη δεκαετία του ογδόντα το kamaki ήταν διεθνής όρος. Έγινε διεθνής κι εκείνος.

Οι ντόπιες τον απέφευγαν. Μόνο μία, στη τρίτη λυκείου, τον προσέγγισε. Εκείνος έκανε τον παλαβό -δεν ξέρω, δεν είδα, δεν είμαι από δω.

“Τι φοβάσαι;” τον ρώτησε η Δέλτα σ’ ένα μπιτς πάρτι.

“Τι φοβάμαι;”

Ο Θήτα ήπιε λίγο ούζο πορτοκάλι.

“Ποια είναι η μεγαλύτερη σχέση που έχεις κάνει;”

“Σχέση;”

Έριξε ένα καδρόνι στη φωτιά.

“Ήσουν ποτέ με κάποια περισσότερο από μια νύχτα;”

Ο Θήτα γέλασε και μίλησε δυνατά, ν’ ακουστεί πάνω απ’ τον συμμαθητή του που έπαιζε το Να μ’ αγαπάς στην κιθάρα.

“Με τη Μισέλ πηδιόμασταν τρεις μέρες. Εσύ το ‘χει κάνει τάμα το μουνί σου;”

Όλοι στο πάρτι γέλασαν.

“Σε λυπάμαι”, του είπε η Δέλτα. “Θα μείνεις μόνος.”

Κι έφυγε από δίπλα του.

Ο Θήτα δεν της το είπε, αλλά αυτό ακριβώς προσπαθούσε.

~~

Είκοσι χρόνια μετά ήταν στην Αθήνα. Δούλευε freelancer web designer. Συνέχιζε να έχει περιστασιακές σχέσεις. Κυρίως με παντρεμένες ή μικρούλες, που δεν ενδιαφέρονταν για πιο σοβαρά.

Όλοι οι συνομήλικοι του ήταν παντρεμένοι με παιδιά. Όταν τον ρωτούσαν για την άρνηση του να μείνει με μια γυναίκα έλεγε το ανέκδοτο του Αρκά:

Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Νόμιζα ότι οι έξυπνοι άντρες γίνονται καλοί σύζυγοι.

Ο ΣΥΖΥΓΟΣ: Οι έξυπνοι άντρες δεν παντρεύονται.

Κι ο ίδιος αυτό πίστευε. Όπως όλοι οι άνθρωποι έκρυβε κάτι κάτω απ’ το χαλί. Και θα το άφηνε εκεί αν δεν συναντούσε ξανά τη Δέλτα.

~~~

Οι ποιητές λένε ότι υπάρχουν έρωτες μοιραίοι κι αναπόφευκτοι. Οι ποιητές συνήθως ξέρουν τι λένε.

Την πέτυχε τυχαία σ’ ένα μπαράκι στο Θησείο. Ήταν πιο όμορφη απ’ τα δεκαοκτώ της. Ο Θήτα σαγηνεύτηκε. Έπιασαν κουβέντα και μίλησαν μέχρι που έκλεισε το μπαρ. Πήγαν σπίτι του κι έκαναν σεξ. Το πρωί ο Θήτα έλειπε.

“Πρέπει να φύγεις”, της είπε σαν γύρισε.

“Δεν πάω πουθενά”, είπε η Δέλτα.

Έπεσε πάνω της, γδύθηκαν στο πάτωμα.

Ερωτεύτηκαν ποιητικά και κινηματογραφικά. Όμως ο Θήτα δυσκολευόταν. Η Δέλτα το κατάλαβε.

“Τι φοβάσαι;” τον ρώτησε ξανά, όπως τότε.

Ο Θήτα άργησε ν’ απαντήσει. Κάπνισε το τσιγάρο του, ήπιε λίγο τζιν.

“Την κατάρα”, της είπε.

Η Δέλτα γέλασε. Μετά κατάλαβε ότι της μιλούσε σοβαρά.

~~~{}~~

Ο Θήτα έμαθε για την κατάρα των Ασερρίδων όταν βρισκόταν στην Αθήνα. Είχε πάει στο νοσοκομείο να επισκεφτεί έναν φίλο. Καθώς έβγαινε είδε ξαπλωμένο σε ράντζο έναν γέρο.

Λάθος. Δεν είδε τον γέρο, είδε το δαχτυλίδι που φορούσε. Στάθηκε από πάνω του. Ο γέρος άνοιξε τα μάτια.

“Εσύ είσαι, ανιψιέ;” τον ρώτησε.

Είχε να τον δει είκοσι χρόνια. Είχε γεράσει εκατό.

“Τι έγινε;” τον ρώτησε. “Τι έπαθες;”

“Κάποια απ’ όλες έμεινε έγκυος. Κι αποφάσισε να το κρατήσει. Αυτά έχει η ζωή. Ο θάνατος σου ‘ρχεται όταν δεν τον περιμένεις.”

Ο Θήτα δεν μπορούσε να καταλάβει, τι να καταλάβει; Ο θείος του έκανε νόημα να κάτσει δίπλα του, για να του πει όλη την ιστορία.

“Είμαι ο τελευταίος Ασερρίδης που την ξέρει. Πρέπει να τη μάθεις κι εσύ.”

~~{}~~

Οκτώ γενιές πίσω ο Ασερρίδης ήταν ένας απ’ τους πιο πλούσιους της Τραπεζούντας. Είχε κάνει περιουσία με το εμπόριο. Με την Υψηλή Πύλη είχε τις καλύτερες σχέσεις, αφού προμήθευε το παλάτι με όπιο. Είχε μόνο ένα αγόρι, που μόλις έμπαινε στην εφηβεία, αμούστακο ακόμα.

Κάποια μέρα μια Τουρκάλα χτύπησε την πόρτα της έπαυλης. Ήταν ρακένδυτη κι οι υπηρέτες προσπάθησαν να τη διώξουν. Εκείνη δεν έφευγε, φώναζε να δει τον αφέντη. Ο Ασερρίδης ενοχλήθηκε και κατέβηκε.

Η Τουρκάλα του είπε ότι ο μοναχογιός της ήταν άρρωστος. Μόνο οι γιατροί στην Πόλη θα μπορούσαν να τον σώσουν. Αλλά δεν είχε χρυσά, ούτε να πάει ως εκεί ούτε να τους πληρώσει.

“Έχεις κι εσύ παλικάρι σαν το δικό μου, εφέντη. Βοήθα με να σώσω το παιδί μου.”

“Και γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Για να ‘ρχεστε όλοι στη σειρά μετά να ζητιανεύετε;”

“Δεν λέω ψέματα, εφέντη, ο Αλλάχ μας βλέπει.”

“Πήγαινε στον Αλλάχ να σε σώσει”, είπε ο Ασερρίδης και διέταξε να την πετάξουν έξω.

Η Τουρκάλα είπε ότι θα έφευγε μόνη της. Όμως στην πόρτα κοντοστάθηκε και γύρισε. Φώναξε από κει:

“Δεν ξέρω πώς λένε το θεό, Αλλάχ ή Χριστό. Ξέρω πως μ’ ακούει. Άκου με κι εσύ, εφέντη. Άμα πεθάνει ο μοναχογιός μου κατάρα σου δίνω. Να πεθάνεις μόλις ο γιος σου βγάλει μουστάκι. Κι εκείνος να πεθάνει πριν βγάλει ο δικός του μουστάκι. Και να κρατήσει η κατάρα όσο υπάρχει θεός.”

Οι υπηρέτες την κλωτσούσαν μέχρι το δρόμο. Ο Ασερρίδης γελούσε. Αλλά ξεροκατάπιε καθώς ανέβαινε τις σκάλες.

Ένα χρόνο μετά αρρώστησαν τα σπλάχνα του, το αίμα του, η όψη του. Οι γιατροί του έκαναν αφαιμάξεις, του έδωσαν καινούρια φάρμακα, τίποτα. Έστειλε να βρουν την Τουρκάλα, να πάρει πίσω την κατάρα. Τα νέα δεν ήταν καλά. Ο μοναχογιός της είχε πεθάνει. Εκείνη κρεμάστηκε. Κι ο Ασερίδης πέθανε πριν να βγάλει ο γιος του μουστάκι.

Από τότε ο θάνατος ρίζωσε στον οίκο των Ασερρίδων. Όποτε γεννιόταν παιδί, κι ήταν πάντοτε αγόρι, ο πατέρας ήξερε ότι μέτραγε χρόνια.

~~

“Η μητέρα μου ξέρει την κατάρα;” ρώτησε τον θείο του. “Μου ‘λεγε πάντα να μη βιαστώ να παντρευτώ, να ζήσω τη ζωή μου. Μου ‘βαζε προφυλακτικά στη τσέπη.”

“Μπορεί, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία. Η μητέρα αγαπάει το παιδί της πιο πολύ από τον άντρα της.”

“Κι εσύ, γι’ αυτό πήγαινες πάντα με πόρνες;”

“Οι πουτάνες ξέρουν να φυλάγονται. Κι αν κατά λάθος μείνουν έγκυες το ρίχνουν. Αλλά εγώ έτυχα σε κάποια που αποφάσισε να γίνει μάνα. Πώς της ήρθε, ποιος ξέρει;”

Μετά ξεκίνησε να γελάει, γέλιο και πνίξιμο μαζί, μέχρι που έφτυσε αίμα.

“Το πιο αστείο είναι ότι… Δεν ξέρω ποια με σκότωσε. Δεν ξέρω σε ποια χώρα, σε ποια ήπειρο θα γεννηθεί ο γιος μου.”

Ο θείος πέθανε πριν βραδιάσει, στο ράντζο της χώρας που γεννήθηκε.

~~~~

Ο Θήτα τα είπε όλα στη Δέλτα. Εκείνη θύμωσε στην αρχή, νόμισε ότι την κορόιδευε. Μετά θύμωσε περισσότερο, νόμισε ότι τα ‘λεγε για να τη διώξει. Τέλος κατάλαβε ότι ο Θήτα τα πίστευε. Του είπε ότι θα μπορούσε να πάει να δει ψυχίατρο.

“Έκανα κάτι καλύτερο”, είπε εκείνος, “μια έρευνα στο γενεαλογικό μου δέντρο.”

Έφερε τον υπολογιστή και της έδειξε τα στοιχεία που είχε μαζέψει. Όλα έδειχναν το ίδιο. Κάθε Ασερρίδης πέθαινε 13 ή 14 χρόνια μετά τη γέννηση του γιου του.

“Δεν μπορεί να είναι αλήθεια”, είπε η Δέλτα.

“Είναι. Δεν μπορεί, αλλά είναι.”

“Και τι κάνουμε;”

Τα πράγματα ήταν απλά. Μπορούσαν να ζήσουν μαζί, αλλά δεν έπρεπε να κάνουν παιδί.

“Θα πρέπει να το σκεφτώ λίγο”, του είπε. “Σ’ αγαπώ, αλλά δεν είναι εύκολη απόφαση.”

“Το ξέρω. Κι εγώ σ’ αγαπώ, αλλά θέλω να ζήσω.”

Το ίδιο βράδυ η Δέλτα έφυγε.

~~~

Πέρασαν τρεις εβδομάδες απ’ την τελευταία τους συνάντηση. Ο Θήτα το ‘χε πάρει απόφαση ότι δεν θα την ξαναδεί. Είχε πάρει κι άλλη μια μεγάλη απόφαση. Πήγε κι έκανε βαζεκτομή.

“Γιατί θες να το κάνεις αυτό;” τον ρώτησε ο χειρουργός.

“Είναι ένα δώρο στον εαυτό μου.”

“Έχεις παιδιά;”

“Ευτυχώς όχι.”

Έπαιρνε ακόμα αντιβίωση όταν του τηλεφώνησε η Δέλτα. Του ζήτησε να βρεθούν. Όχι στο σπίτι του, σε κάποιο δημόσιο χώρο. Ο Θήτα κατάλαβε. Θα του έλεγε ότι χωρίζουν, οριστικά.

Βρέθηκαν σ’ ένα καφέ κάτω απ’ την Ακρόπολη.

“Έχω κάτι να σου πω”, είπαν ταυτόχρονα, αφού χαιρετήθηκαν, έκατσαν, πήραν καφέ.

“Μίλα πρώτη.”

“Όχι, εσύ.”

“Εντάξει. Έκανα στείρωση. Τώρα είμαι βέβαιος ότι δεν θα κάνω παιδί.”

Η Δέλτα δαγκώθηκε. Ο Θήτα ένιωσε το πεπρωμένο να έρχεται καταπάνω του σαν τρελό φορτηγό.

“Είμαι έγκυος”, είπε η Δέλτα.

[Με τα φώτα σβησμένα, με τα φώτα σβησμένα, να πέφτεις σε μένα]

“Μπορεί να μην είναι δικό μου”, είπε αυθόρμητα ο Θήτα.

“Να πα να γαμηθείς!” είπε κι η Δέλτα, εξίσου αυθόρμητα.

Το είπε τόσο δυνατά που όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν.

“Συγνώμη”, της είπε ο Θήτα.

Ρούφηξε όσο αέρα μπορούσε από τα ρουθούνια του, δεν του έφτανε, πήρε ανάσες κι απ’ το στόμα.

“Μην το κρατήσεις, δεν θέλω”, της είπε μετά.

“Δεν σου πέφτει λόγος. Στη δική μου μήτρα είναι.”

“Αλλά εγώ θα πεθάνω”, φώναξε ο Θήτα.

Ο υπεύθυνος του καταστήματος πλησίασε και τους ζήτησε να μιλούν πιο χαμηλόφωνα.

“Άντε γαμήσου κι εσύ”, του είπαν μαζί.

Ο υπεύθυνος είπε ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο την αστυνομία.

“Πώς έγινε;”, ρώτησε ο Θήτα. “Έπαιρνες χάπι.”

“Δεν είναι εκατό τοις εκατό σίγουρο το χάπι.”

“Φορούσα προφυλακτικό.”

“Μπορεί εκείνη την νύχτα που…”

“Α, ναι… Μπορεί.”

Ο υπεύθυνος γύρισε.

“Η αστυνομία έρχεται”, τους είπε.

“Φεύγουμε”, έκανε ο Θήτα. “Να κι ένα δώρο.”

Κι έχυσε τον καφέ στο πάτωμα.

Βγήκαν έξω να περπατήσουν.

“Θα το κρατήσεις δηλαδή; Γνωρίζοντας ότι έτσι με σκοτώνεις;”

“Χρειάζεσαι επαγγελματική βοήθεια”, του είπε η Δέλτα. “Σ’ αγαπώ, αλλά…”

Κι απομακρύνθηκε κλαίγοντας.

Ο Θήτα γύρισε σπίτι κι έσπασε ό,τι μπορούσε να σπάσει. Μετά ηρέμησε κι έβαλε να πιει ακούγοντας τα βινύλια του. Διάλεξε τον Σταυρό του Νότου.

Έκανε έναν μικρό υπολογισμό. Η Δέλτα θα γεννούσε σε οκτώ μήνες. Συν 13-14 χρόνια. Μπορούσε να ζήσει πολλά μέχρι τότε. Έκατσε όλο το βράδυ και σημείωνε τι έπρεπε να κάνει μέχρι να πεθάνει. Δεκατέσσερα χρόνια είναι πολλά, αν το πάρεις απόφαση να τα ζήσεις κι όχι να τα χαραμίσεις.

~~

Ξύπνησε στο πάτωμα, ανάμεσα σε μπουκάλια άδεια και τασάκια ξέχειλα. Είχε αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Ένα πουλί κελαηδούσε.

Είχε δει ένα όνειρο, εκείνη τη στιγμή, πριν ξυπνήσει. Είδε ότι ήταν πουλί κι αυτός. Κι ότι μάθαινε στον νεοσσό το τραγούδι τους.

Σηκώθηκε παραπατώντας κι άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια. Κάπου εκεί το είχε παραπεταμένο, το δαχτυλίδι του οίκου των Ασερρίδων. Το φόρεσε και πήρε τηλέφωνο τη Δέλτα. Της ζήτησε συγνώμη, της είπε ότι την αγαπούσε κι ότι ήθελε να μεγαλώσουν μαζί το παιδί τους. Η Δέλτα δέχτηκε να συναντηθούν για να μιλήσουν.

Ο Θήτα βγήκε έξω κι έψαξε για το πουλί. Δεν φαινόταν.

Θα μεγάλωνε τον γιο του. Άλλωστε ήταν ο τελευταίος του οίκου των Ασερρίδων.

~~~~~~~~~~~~~~

Ο τελευταίος, μαζί με κάποιον έφηβο σ’ ένα μακρινό λιμάνι, μπορεί στην Κίνα, μπορεί στη Βραζιλία, μπορεί στον Εύξεινο Πόντο, που δεν θα μάθαινε ποτέ για την κατάρα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι από το κλασικό και εμβληματικό photo-book της Sally Mann, Immediate Family 1992.

Πηγή: sanejoker.info



Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου