Kostas Vostantzoglou
Χτες βράδυ, στη συγκέντρωση των βετεράνων κολυμβητών, μια φίλη μου ζήτησε να κάνω μαθήματα ιστορίας από το fb, λες και ξέρω κάτι παραπάνω από την τύφλα μου και σαν να με σύστηνε για πρώτη φορά, ενώ γνωριζόμασταν όλοι εκεί μέσα σαν κάλπικες δεκάρες, εδώ και σαράντα με πενήντα χρόνια, είπε σε μιαν άλλη φίλη που ήξερε για δεξιά, παινεύοντάς με αδέξια: δεν ξέρεις πόσο αγαπάει αυτός την Ελλάδα.
Ξαφνιάστηκα από την διατύπωση. Για μένα είναι αυτονόητο όπως ανασαίνω, το να αγαπάω την πατρίδα.
Αγαπάω τον τόπο που μεγάλωσα, που έμαθα όσα έμαθα και που πάλεψα να σταθώ. Αγαπάω τον τόπο που με τυράννησε κι ας είναι πολλά άδικος. Στάθηκα τυχερός στη ζήση μου κι ακούμπησα τρυφερά με το χέρι μου όσους κι όσες αγάπησα. Που αλλού θα έβρισκα αποκούμπι στην ζέστα αρχαίων αγαλμάτων; Που αλλού θα μάθαινα τις παλιές ξεθωριασμένες ιστορίες για τους ανθρώπους τους μεγάλους, τους γενναίους και περήφανους που ζήσανε σ' αλλοτινούς καιρούς;
Τούτος ο τόπος γέννησε ανθρώπους που δρασκέλησαν τους αιώνες σαν στιγμή, άκοπα και διδάσκουν ακόμα και σήμερα, την αλήθεια, το κάλλος, την αρετή, την τιμή, την ηθική και τις αξίες καθενός που θέλει να λέγεται άνθρωπος απανταχού του κόσμου. Γίνεται να μην αγαπάς τέτοιον τόπο; Γίνεται να μην αγαπάς τα πεύκα του; Τις ελιές, τα στάρια του που κυματίζουν στον λίβα του καλοκαιριού; Tα κυπαρίσσια του που τρυπάνε τον ουρανό και τα σύννεφα που αρμενίζουν πάνωθέ του;
Τον τόπο που ακούς τσίγκινους ήχους από μπαγλαμάδες που διαλύουν τα σκότη; Τον τόπο που ηχεί το τουμπελέκι και ο ζουρνάς των πανηγυριών; Γίνεται να μην αγαπάς τα φουρτουνιασμένα γαλάζια νερά στο αρχιπέλαγος; Τα καΐκια που χορεύουνε με το κύμα; Τα νησιά με τα άσπρα σπίτια; Τα ξωκλήσια στα φρύδια των γκρεμών; Τ' αγρίμια κι αγριμάκια του; Τον ήλιο τον ηλιάτορα που φωτίζει τις μέρες μας και καψαλίζει τη φρυγμένη γη; Tα κορίτσια του με τα τεράστια μαύρα μάτια που βαδίζουν ελαφίσια, ορθόστητα σαν τα ακρόπρωρα;
Γίνεται να μην αγαπάς τον τόπο που είναι θαμμένοι οι δικοί σου άνθρωποι; Πως να απαρνηθείς και να ξεμακρύνεις από τα κόκαλα εκείνων που σ' ανάθρεψαν; Είναι αφύσικο να αγαπάς τον τόπο που αποθέτεις δυο αγριολούλουδα κι ελπίζεις μια μέρα -σαν έρθει ο καλός καιρός- να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς; Τον τόπο που ζούνε οι φίλοι σου, οι συγγενείς και οι δάσκαλοί σου; Οι σύντροφοί σου; Τον τόπο που ονειρεύτηκες τις νύχτες όνειρα μεγάλα; Γίνεται να απαρνηθείς τον τόπο που έφαγες ζεστό ψωμί και ήπιες δροσερό νερό της πηγής; Που μοίρασες και μοιράστηκες τη ζωή σου; Τον τόπο που έχει θρύλους και νεράιδες γίνεται να μην τον αγαπάς; Εγώ, λέω πως δε γίνεται.
Θεωρούσα ανόητα λοιπόν, πως για όσους γεννήθηκαν εδώ, το να αγαπάνε αυτόν τον χιλιοβασανισμένο ανεμοδαρμένο ξερότοπο τον σπαρμένο κατσάβραχα, είναι το ίδιο αυτονόητο.
Κι όμως. Γελιόμουνα. Όσο σκεφτόμουνα κι ανάτρεχα στα περασμένα, έρχονταν στο νου μου πόσο πολλοί αρνήθηκαν την Ελλάδα. Πόσο πολλοί, πάμπολλοι, την γέλασαν, την πρόδωσαν και την ξεπούλησαν για ένα κομμάτι ψωμί. Πόσοι της φέρθηκαν και φέρθηκαν σ' αυτούς τους ξεροκέφαλους με τα σκαμμένα, πρόωρα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, τα καλοσυνάτα σοφά μάτια και τα αργασμένα χέρια που πατάνε πάνω στα άγια χώματά της, τα ματωμένα, με τον χειρότερο τρόπο. Τρόπο που δεν αξίζει σε κανέναν.
Αυτοί οι χαμένοι, αντί να φιλάνε τα χέρια δεσποτάδων και να κοψομεσιάζονται σκύβοντας σ' όσους έχουν χρήμα, έπρεπε να κάνουν εικονίσματα και να γονατίσουν μπροστά στους ανθρώπους που αξίζουν πραγματικά. Μπροστά στους «ποιητές» μ' όλες τις σημασίες της λέξης. Αυτούς που είπανε λαπάδες. Τους μαστόρους που περιφρόνησαν και λήστεψαν. Τους δουλευτάδες που κορόιδεψαν κι άφησαν στους πέντε δρόμους. Τους τίμιους που έφτυσαν. Τους άξιους που λοιδόρησαν και κυνήγησαν αλύπητα.
Τέτοια η κατάντια τους. Θεώρησαν τους εαυτούς τους «άριστους» επειδή αντιγράψανε σαν τις μαϊμούδες φερσίματα και συνήθεια ξενικά. Η «αριστεία» τους εξαντλείται στο να είναι «άριστοι» υπάλληλοι και σφουγκοκολάριοι ξένων δυναστών που τους νομίζουν για ανώτερους και αιώνιους. Τόσο ψοφοδεείς. Άνθρωποι που το φιλότιμο δεν το μάθανε ποτέ. Κι όμως. Αυτό φιλότιμο μαζί με τη γνώση του τι είμαστε, θα μπορούσε να μας σώσει κάποτε αν το κρατούσαμε ραμμένο στη φανέλα μας σαν φυλαχτό.
Αργά, αργά, κατάλαβα πως η φίλη μου ήθελε να πει για μένα: αυτός, αν και είναι κομμουνιστής, αγαπάει την Ελλάδα.
Είχε πέσει κι αυτή, άθελά της, στο σφάλμα που κάνουνε οι πάντες στον τόπο μας. Οι από πάνω κάνανε καλή δουλειά τόσα χρόνια. Πιπιλίσανε το μυαλά του κόσμου και τα διαλύσανε. Τα λόγια των αρχόντων και των κυβερνητών μας ντελαλούσανε δεξιά κι αριστερά, όπου στεκόσαντε κι όπου βρισκόσαντε, πως οι αριστεροί δεν αγαπάμε την Ελλάδα ισάξια μ' άλλους. Πως οι δεξιοί μόνον έχουν αυτό το προνόμιο της αγάπης στην πατρίδα. Πως εγώ σαν κομμουνιστής, αγαπώντας έτσι πολύ που αγαπώ την Ελλάδα, είμαι μια εξαίρεση που ξεφεύγει από τον κανόνα. Ένας αιρετικός.
Αχ μωρέ! Τι λάθος. Τι φρικτό ψέμα. Δεν είμαι εξαίρεση. Ο κανόνας είμαι. Οι κομμουνιστές κι αν αγαπάμε την Ελλάδα. Χύσαμε ποτάμια το αίμα για δαύτη. Θυσιαστήκαμε και βασανιστήκαμε στην αρένα της για ένα γαμώτο. Για ένα πουκάμισο αδειανό. Κι επειδή την αγαπάμε τόσο πολύ, τόσο παθιασμένα, θέλουμε να αλλάξει. Κρατώντας τα καλά της. Τα τιμαλφή της. Τα προικιά της. Τα όνειρά της. ...Κι έχει μπόλικα κι όμορφα. Θέλουμε τα παιδιά της να στέκουν όρθια. Την ίδια να ξεντυθεί τα κουρέλια και να σταθεί αρχόντισσα. Να μη στέκει κακομοίρα και ζητιάνα με σκυφτό κεφάλι στα τρίστρατα του κόσμου.
Δεν είμαστε αιθεροβάμονες. Δεν πάσχουμε από την ανίατη ασθένεια της ηλιθιότητας, ούτε από άνοια. Είμαστε ρεαλιστές κι ας κοροϊδεύουν τον ρεαλισμό μας σαν ανέφικτο. Πιο ρεαλιστές από εμάς, δεν υπάρχουνε. Ξέρουμε πως να αγαπάμε. Και αγαπάμε. Ολόψυχα. Και ξέρουμε πως αυτό το όνειρο που έχουμε δει και φανταστεί, μπορεί να γίνει αληθινό. Πρέπει να γίνει αληθινό. Αργά ή γρήγορα.
...Και θα γίνει.
Kostas Vostantzoglou: Σχετικά με τον συντάκτη
Χτες βράδυ, στη συγκέντρωση των βετεράνων κολυμβητών, μια φίλη μου ζήτησε να κάνω μαθήματα ιστορίας από το fb, λες και ξέρω κάτι παραπάνω από την τύφλα μου και σαν να με σύστηνε για πρώτη φορά, ενώ γνωριζόμασταν όλοι εκεί μέσα σαν κάλπικες δεκάρες, εδώ και σαράντα με πενήντα χρόνια, είπε σε μιαν άλλη φίλη που ήξερε για δεξιά, παινεύοντάς με αδέξια: δεν ξέρεις πόσο αγαπάει αυτός την Ελλάδα.
Ξαφνιάστηκα από την διατύπωση. Για μένα είναι αυτονόητο όπως ανασαίνω, το να αγαπάω την πατρίδα.
Αγαπάω τον τόπο που μεγάλωσα, που έμαθα όσα έμαθα και που πάλεψα να σταθώ. Αγαπάω τον τόπο που με τυράννησε κι ας είναι πολλά άδικος. Στάθηκα τυχερός στη ζήση μου κι ακούμπησα τρυφερά με το χέρι μου όσους κι όσες αγάπησα. Που αλλού θα έβρισκα αποκούμπι στην ζέστα αρχαίων αγαλμάτων; Που αλλού θα μάθαινα τις παλιές ξεθωριασμένες ιστορίες για τους ανθρώπους τους μεγάλους, τους γενναίους και περήφανους που ζήσανε σ' αλλοτινούς καιρούς;
Τούτος ο τόπος γέννησε ανθρώπους που δρασκέλησαν τους αιώνες σαν στιγμή, άκοπα και διδάσκουν ακόμα και σήμερα, την αλήθεια, το κάλλος, την αρετή, την τιμή, την ηθική και τις αξίες καθενός που θέλει να λέγεται άνθρωπος απανταχού του κόσμου. Γίνεται να μην αγαπάς τέτοιον τόπο; Γίνεται να μην αγαπάς τα πεύκα του; Τις ελιές, τα στάρια του που κυματίζουν στον λίβα του καλοκαιριού; Tα κυπαρίσσια του που τρυπάνε τον ουρανό και τα σύννεφα που αρμενίζουν πάνωθέ του;
Τον τόπο που ακούς τσίγκινους ήχους από μπαγλαμάδες που διαλύουν τα σκότη; Τον τόπο που ηχεί το τουμπελέκι και ο ζουρνάς των πανηγυριών; Γίνεται να μην αγαπάς τα φουρτουνιασμένα γαλάζια νερά στο αρχιπέλαγος; Τα καΐκια που χορεύουνε με το κύμα; Τα νησιά με τα άσπρα σπίτια; Τα ξωκλήσια στα φρύδια των γκρεμών; Τ' αγρίμια κι αγριμάκια του; Τον ήλιο τον ηλιάτορα που φωτίζει τις μέρες μας και καψαλίζει τη φρυγμένη γη; Tα κορίτσια του με τα τεράστια μαύρα μάτια που βαδίζουν ελαφίσια, ορθόστητα σαν τα ακρόπρωρα;
Γίνεται να μην αγαπάς τον τόπο που είναι θαμμένοι οι δικοί σου άνθρωποι; Πως να απαρνηθείς και να ξεμακρύνεις από τα κόκαλα εκείνων που σ' ανάθρεψαν; Είναι αφύσικο να αγαπάς τον τόπο που αποθέτεις δυο αγριολούλουδα κι ελπίζεις μια μέρα -σαν έρθει ο καλός καιρός- να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς; Τον τόπο που ζούνε οι φίλοι σου, οι συγγενείς και οι δάσκαλοί σου; Οι σύντροφοί σου; Τον τόπο που ονειρεύτηκες τις νύχτες όνειρα μεγάλα; Γίνεται να απαρνηθείς τον τόπο που έφαγες ζεστό ψωμί και ήπιες δροσερό νερό της πηγής; Που μοίρασες και μοιράστηκες τη ζωή σου; Τον τόπο που έχει θρύλους και νεράιδες γίνεται να μην τον αγαπάς; Εγώ, λέω πως δε γίνεται.
Θεωρούσα ανόητα λοιπόν, πως για όσους γεννήθηκαν εδώ, το να αγαπάνε αυτόν τον χιλιοβασανισμένο ανεμοδαρμένο ξερότοπο τον σπαρμένο κατσάβραχα, είναι το ίδιο αυτονόητο.
Κι όμως. Γελιόμουνα. Όσο σκεφτόμουνα κι ανάτρεχα στα περασμένα, έρχονταν στο νου μου πόσο πολλοί αρνήθηκαν την Ελλάδα. Πόσο πολλοί, πάμπολλοι, την γέλασαν, την πρόδωσαν και την ξεπούλησαν για ένα κομμάτι ψωμί. Πόσοι της φέρθηκαν και φέρθηκαν σ' αυτούς τους ξεροκέφαλους με τα σκαμμένα, πρόωρα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, τα καλοσυνάτα σοφά μάτια και τα αργασμένα χέρια που πατάνε πάνω στα άγια χώματά της, τα ματωμένα, με τον χειρότερο τρόπο. Τρόπο που δεν αξίζει σε κανέναν.
Αυτοί οι χαμένοι, αντί να φιλάνε τα χέρια δεσποτάδων και να κοψομεσιάζονται σκύβοντας σ' όσους έχουν χρήμα, έπρεπε να κάνουν εικονίσματα και να γονατίσουν μπροστά στους ανθρώπους που αξίζουν πραγματικά. Μπροστά στους «ποιητές» μ' όλες τις σημασίες της λέξης. Αυτούς που είπανε λαπάδες. Τους μαστόρους που περιφρόνησαν και λήστεψαν. Τους δουλευτάδες που κορόιδεψαν κι άφησαν στους πέντε δρόμους. Τους τίμιους που έφτυσαν. Τους άξιους που λοιδόρησαν και κυνήγησαν αλύπητα.
Τέτοια η κατάντια τους. Θεώρησαν τους εαυτούς τους «άριστους» επειδή αντιγράψανε σαν τις μαϊμούδες φερσίματα και συνήθεια ξενικά. Η «αριστεία» τους εξαντλείται στο να είναι «άριστοι» υπάλληλοι και σφουγκοκολάριοι ξένων δυναστών που τους νομίζουν για ανώτερους και αιώνιους. Τόσο ψοφοδεείς. Άνθρωποι που το φιλότιμο δεν το μάθανε ποτέ. Κι όμως. Αυτό φιλότιμο μαζί με τη γνώση του τι είμαστε, θα μπορούσε να μας σώσει κάποτε αν το κρατούσαμε ραμμένο στη φανέλα μας σαν φυλαχτό.
Αργά, αργά, κατάλαβα πως η φίλη μου ήθελε να πει για μένα: αυτός, αν και είναι κομμουνιστής, αγαπάει την Ελλάδα.
Είχε πέσει κι αυτή, άθελά της, στο σφάλμα που κάνουνε οι πάντες στον τόπο μας. Οι από πάνω κάνανε καλή δουλειά τόσα χρόνια. Πιπιλίσανε το μυαλά του κόσμου και τα διαλύσανε. Τα λόγια των αρχόντων και των κυβερνητών μας ντελαλούσανε δεξιά κι αριστερά, όπου στεκόσαντε κι όπου βρισκόσαντε, πως οι αριστεροί δεν αγαπάμε την Ελλάδα ισάξια μ' άλλους. Πως οι δεξιοί μόνον έχουν αυτό το προνόμιο της αγάπης στην πατρίδα. Πως εγώ σαν κομμουνιστής, αγαπώντας έτσι πολύ που αγαπώ την Ελλάδα, είμαι μια εξαίρεση που ξεφεύγει από τον κανόνα. Ένας αιρετικός.
Αχ μωρέ! Τι λάθος. Τι φρικτό ψέμα. Δεν είμαι εξαίρεση. Ο κανόνας είμαι. Οι κομμουνιστές κι αν αγαπάμε την Ελλάδα. Χύσαμε ποτάμια το αίμα για δαύτη. Θυσιαστήκαμε και βασανιστήκαμε στην αρένα της για ένα γαμώτο. Για ένα πουκάμισο αδειανό. Κι επειδή την αγαπάμε τόσο πολύ, τόσο παθιασμένα, θέλουμε να αλλάξει. Κρατώντας τα καλά της. Τα τιμαλφή της. Τα προικιά της. Τα όνειρά της. ...Κι έχει μπόλικα κι όμορφα. Θέλουμε τα παιδιά της να στέκουν όρθια. Την ίδια να ξεντυθεί τα κουρέλια και να σταθεί αρχόντισσα. Να μη στέκει κακομοίρα και ζητιάνα με σκυφτό κεφάλι στα τρίστρατα του κόσμου.
Δεν είμαστε αιθεροβάμονες. Δεν πάσχουμε από την ανίατη ασθένεια της ηλιθιότητας, ούτε από άνοια. Είμαστε ρεαλιστές κι ας κοροϊδεύουν τον ρεαλισμό μας σαν ανέφικτο. Πιο ρεαλιστές από εμάς, δεν υπάρχουνε. Ξέρουμε πως να αγαπάμε. Και αγαπάμε. Ολόψυχα. Και ξέρουμε πως αυτό το όνειρο που έχουμε δει και φανταστεί, μπορεί να γίνει αληθινό. Πρέπει να γίνει αληθινό. Αργά ή γρήγορα.
...Και θα γίνει.
Kostas Vostantzoglou: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου