Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ο τουρκικός επεκτατισμός συναντά την όξυνση του προσφυγικού

Σπύρος Παναγιώτου


Τεστ υπαναχωρήσεων από την παρουσία του Oruc Reis


Τα όσα συντελέστηκαν στο Αιγαίο την περασμένη βδομάδα αποτελούν εικόνες από το άμεσο μέλλον. Εικόνες που έχουν εξαγγελθεί με τη μεγαλύτερη σαφήνεια από το καθεστώς της Άγκυρας, που δοκιμάζονται συστηματικά και με επιτυχία τα τελευταία χρόνια και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν τα κατάλαβε.

Όπως είναι γνωστό, την ημέρα της επετείου των 24 χρόνων από τα γεγονότα στα Ίμια, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis εισήλθε σε θαλάσσια περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στα ανοικτά του Καστελόριζου σε μια καταφανή πράξη αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή και δημιουργίας τετελεσμένων στο κλίμα της αναζήτησης διεξόδου στις ελληνοτουρκικές διαφορές μέσω προσφυγής στη Χάγη.

Την πρακτική αυτή η Άγκυρα την εφαρμόζει συστηματικά σε Αιγαίο και Κύπρο. Με συνεχείς παραβιάσεις του εναερίου χώρου των 10 ναυτικών μιλίων και υπερπτήσεις πολεμικών αεροπλάνων πάνω από κατοικημένα νησιά η Άγκυρα επιχειρεί κάτι παραπάνω από μια προσπάθεια εκφοβισμού. Στέλνει ένα καθημερινό μήνυμα σε Ελλάδα και διεθνώς ότι τα σύνορα στο Αιγαίο είναι ασαφή και γκρίζα. Εκμεταλλεύεται παράλληλα την ανοχή και υποχωρητικότητα της Ελλάδας για να αξιοποιήσει, σε μελλοντική φάση, ότι η στάση της δεν ήταν έκφραση μιας παραβατικής συμπεριφοράς αλλά διαχρονική απόδειξη ότι στις ελληνοτουρκικές διαφορές εξέχουσα θέση έχουν θέματα θαλάσσιων και εναέριων συνόρων στο Αιγαίο όπως και ζήτημα κυριαρχίας σε ορισμένα νησιά. Η επιλογή ώστε η πρόσφατη «δοκιμασία» αμφισβήτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας να γίνει στα ακραία όριά της δεν ήταν τυχαία. Το ερευνητικό σκάφος αφού παρέμεινε στην περιοχή για αρκετές ώρες αποχώρησε για την Κύπρο. Και αμέσως μετά ανακοινώθηκε άσκηση του τουρκικού ναυτικού πολύ πιο κοντά, στα ανατολικά παράλια της Κρήτης. Παράλληλα ανακοινώθηκε και έναρξη ερευνητικών εργασιών στα όρια της ΑΟΖ που συμφωνήθηκε μετά την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης. Η πρώτη δοκιμασία «ωρίμασε» τις προϋποθέσεις για τις επόμενες. Αναμένονται αρκετά και απρόβλεπτα ενδιάμεσα βήματα.

Την ίδια πολιτική, άλλωστε, εφάρμοσε η Άγκυρα στην Κύπρο. Πρώτα αμφισβήτησε την ανακήρυξη ΑΟΖ από την Κυπριακή Δημοκρατία. Μετά προειδοποίησε εμπλεκόμενα κράτη και εταιρείες ότι δεν θα επιτρέψει καμιά εργασία χωρίς την έγκρισή της εφαρμόζοντας μάλιστα αυτήν τη δήλωση απομακρύνοντας με τη χρήση βίας το ιταλικό σκάφος της ΕΝΙ που πραγματοποιούσε εργασίες σε περιοχή που της είχε παραχωρηθεί. Στην πορεία κλιμάκωσε με ερευνητικές εργασίες αλλά και γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ εκμεταλλευόμενη πλήρως την αδράνεια της ελληνοκυπριακής πλευράς και την ανοχή της «διεθνούς κοινότητας» παρά τις καταγγελίες για «επικίνδυνη συμπεριφορά». Η Τουρκία επιχειρεί να καταστήσει την επιθετική της συμπεριφορά ως γεωπολιτικό δεδομένο αξιώνοντας έτσι να ληφθεί υπόψη σε όποια μελλοντική διευθέτηση. Το γεγονός είναι ότι οι διεθνείς πιέσεις σε Αθήνα και Λευκωσία για συμβιβασμό «δικαιώνουν» την πολιτική της Άγκυρας.

Ακόμα και η επιλογή της ημέρας δεν ήταν τυχαία. Η Τουρκία θέλησε να υπενθυμίσει ότι το πρακτικό αποτέλεσμα των γεγονότων στα Ίμια ήταν η συμφωνία του Ελσίνκι που αναγνώριζε εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν υπενθύμιζε ότι η Ελλάδα θα υποχρεωθεί σε νέες παραχωρήσεις είτε μέσω ενός θερμού επεισοδίου, είτε μέσω διαλόγου με αποδοχή των τετελεσμένων.

Υποκρισία και υποχωρητικότητα σε γραμμή Χάγης


Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στις τελευταίες προκλήσεις της Άγκυρας ίσως μελλοντικά διδάσκεται στις ανά τον κόσμο σχολές διπλωματίας ως ανέκδοτο.

Στην αρχή διέδωσε ότι το ερευνητικό σκάφος πραγματοποιεί «αβλαβή διέλευση» και παρακολουθείται στενά από ελληνικό σκάφος. Όταν διέρρευσε ότι έχει απλωμένα τα ερευνητικά του καλώδια υποστήριξε ότι «παρασύρθηκε από τον ισχυρό άνεμο και δεν μπορεί να αλλάξει πορεία». Και όταν αργότερα ειδικοί στην μετεωρολογία απέδειξαν ότι ο καιρός ήταν καλός, η κυβέρνηση σιώπησε. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο πρώην υπουργός Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ, απόστρατος στρατηγός Αποστολάκης. Το κυριότερο, η κυβέρνηση απέφυγε έστω να υπονοήσει ότι το τουρκικό σκάφος πραγματοποιούσε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας για να μην ερεθίσει περισσότερο την Τουρκία. Για να δικαιολογηθεί η παρουσία του ελληνικού πολεμικού πλοίου έγινε αναφορά για έρευνες εντός του FIR Αθηνών. Το δραματικό, στα όρια του γελοίου, δεν είναι η καταγγελία μιας θαλάσσιας έρευνας στον εναέριο χώρο. Η παράλειψη κάθε αναφοράς στην ελληνική υφαλοκρηπίδα όχι μόνο μετριάζει την τουρκική πρόκληση, αλλά νομιμοποιεί και τις αμφισβητήσεις που εγείρει η Άγκυρα.

Μέσα σε αυτό το ιλαροτραγικό κλίμα αναμενόμενη ήταν η κυβερνητική αμηχανία. Την στιγμή που ο πρωθυπουργός επισκεπτόταν τη Σαουδική Αραβία για να εισπράξει τα ανταλλάγματα από την παραχώρηση των ελληνικών Patriot, ο υπουργός Άμυνας διέψευδε τη δήλωση Ερντογάν περί συμφωνίας μη εορτασμού της επετείου των Ιμίων, για να αυτοδιαψευστεί αμέσως μετά. Η στάση του προκάλεσε τον «εκνευρισμό» του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια που θεώρησε αποτυχημένη την επικοινωνιακή διαχείριση της παρουσίας του τουρκικού πλοίου και διαφώνησε με την επίσημη δήλωση ότι η Τουρκία «τεστάρει τα ελληνικά αντανακλαστικά». Θύμισε μάλιστα ότι ο ίδιος έχει ορκιστεί να «φυλάττει πίστη στο Σύνταγμα και την Πατρίδα» χωρίς να αποσαφηνίσει ποιον αφορά η αναφορά.

Υπάρχει ένα συμπέρασμα. Η παρουσία του τουρκικού πλοίου Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα είναι προοίμιο μεταφοράς των όσων συμβαίνουν στην κυπριακή ΑΟΖ στο Αιγαίο. Αποσκοπεί στη συντήρηση και κλιμάκωση μιας επιθετικότητας που δημιουργεί τετελεσμένα ικανά να αξιοποιηθούν πριν ή μετά από ένα θερμό επεισόδιο. Η ελληνική «στρατηγική» που συνίσταται στην ψευδαίσθηση ότι οι συνεχείς παραχωρήσεις σε ΗΠΑ και Ε.Ε. μπορούν να εγγυηθούν τα σύνορα και την ειρήνη στην περιοχή αλλά και μια «δίκαιη» επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη φέρνουν πιο κοντά ένα θερμό επεισόδιο. Και καθιστούν ακόμα πιο πιθανό έναν συμβιβασμό με σημαντικές παραχωρήσεις σε σύνορα και εθνική κυριαρχία.

Αδιέξοδα στη διαχείριση του προσφυγικού 



Ο πρόσφατος ξεσηκωμός προσφύγων και μεταναστών στη Μυτιλήνη και η οξύτητα που κυριαρχεί στα υπόλοιπα νησιά πρώτης υποδοχής αποτελεί και αυτός μια εικόνα από ένα προαναγγελθέν μέλλον.

Η συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, σε άθλιες εγκαταστάσεις ανίκανες να τους «φιλοξενήσουν», αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε εκρήξεις.

Και ταυτόχρονα η επιβάρυνση της καθημερινότητας των χιλιάδων κατοίκων των ακριτικών νησιών, που έρχεται να προστεθεί στα ήδη οξυμένα προβλήματα που γεννά η χρόνια εγκατάλειψή τους από το κράτος είναι αδύνατο να μην φέρει δικαιολογημένες αντιδράσεις.

Δεν τιμά κανέναν πολίτη αυτής της χώρας η μετατροπή των νησιών σε ανθρώπινους φράκτες και μόνιμες, ανοικτές ή κλειστές μικρή σημασία έχει, φυλακές ψυχών. Είναι παράλογο να αγνοείται ότι μια κατεστραμμένη οικονομικά χώρα δεν μπορεί να εξασφαλίσει, ούτε στα νησιά ούτε στην ενδοχώρα, τη φιλοξενία και τη μόνιμη εγκατάσταση ενός απροσδιόριστου και συνεχώς αυξανόμενου αριθμού πολιτών.

Και είναι το ίδια παράλογο να χρεώνονται οι ευθύνες της αδυναμίας διαχείρισης αυτού του προβλήματος στους πολίτες. Αποτελεί έσχατη ιδεοληψία και βαριά αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας η παρουσίαση ως εκδήλωση ρατσισμού, ξενοφοβίας ή φιλοναζισμού των παλλαϊκών αντιδράσεων των κατοίκων των νησιών που αντιδρούν στα ζοφερά αδιέξοδα της ευρωπαϊκής και της σημερινής –συνέχεια της προηγούμενης– κυβερνητικής πολιτικής. Δεν έχουν ανάγκη οι νησιώτες να υπενθυμίζει κανείς την αλληλεγγύη και τον ανυπόκριτο ανθρωπισμό που έδειξαν και δείχνουν.

Αποτελεί πολιτικό παραλογισμό να έρχονται σε αντιπαράθεση τα δικαιώματα των ντόπιων με εκείνα των μεταναστών. Πολύ περισσότερο όταν τα δεύτερα εξυπηρετούνται με το αζημίωτο από οικονομικά συμφέροντα μεγάλης κλίμακας. Ταυτόχρονα δεν είναι δυνατό με έναν εύκολο, ταχυδακτυλουργικό τρόπο να ενώσουμε τις φωνές τους σε μια ενιαία διεκδίκηση. Και είναι πολλοί οι παράγοντες που δεν καθιστούν εφικτό έναν τέτοιο στόχο.

Όπως και να το κάνουμε πρόσφυγες και μετανάστες δεν συνωστίζονται ούτε στο Βέλγιο, ούτε στο Βερολίνο. Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες φρόντισαν και θωράκισαν τα σύνορά τους. Στοιβάχτηκαν στα ακριτικά νησιά και τροφοδοτούνται με συνεχώς αυξανόμενα ρεύματα παρά τις όποιες μεταφορές στην ενδοχώρα. Εγκλωβίστηκαν σχεδιασμένα σε μια χώρα που δεν επέλεξαν ως τελικό προορισμό τους.

Φυλακίστηκαν σε μια περιοχή που βρίσκεται στο επίκεντρο των διεκδικήσεων από τον τουρκικό επεκτατισμό. Σε μια περιοχή που η κυριαρχία της έχει γκριζάρει από την ανεξέλεγκτη δράση ΜΚΟ, μυστικών υπηρεσιών και διάφορων επαγγελματιών της ρευστοποίησης κοινωνιών και χωρών.

Οι ίδιοι οι πρόσφυγες είναι θύματα ενός διπλού εγκλήματος. Από την μια της δυτικής συμμαχίας που κατέστρεψε οικονομικά και στρατιωτικά τις εστίες τους. Από την άλλη του τουρκικού καθεστώτος που τους αξιοποιεί ως εκβιαστικά όπλα στην προσπάθεια αναβάθμισής του στη διεθνή σκηνή. Ενός καθεστώτος που σε ένα παροξυσμό υποκρισίας δηλώνει έτοιμο να «υπερασπιστεί τα δικαιώματα» των θυμάτων του. Ποιος μπορεί να αποκλείσει κάθε είδους «παρέμβασης» ώστε να αξιοποιηθούν και οι διαμαρτυρίες τους για τους ίδιους εκβιαστικούς σκοπούς;

Η αποδοχή της λογικής ότι «το φαινόμενο είναι παγκόσμιο και πρέπει να συνηθίσουμε με αυτό» είναι άλλη μια εκδοχή της ανυπαρξίας κάθε εναλλακτικής. Είναι έκφραση μιας παθητικής αποδοχής των επιλογών των κυρίαρχων.

Το παλλαϊκό αίτημα αποσυμφόρησης των νησιών και άμεσου απεγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών από τα νησιά είναι δίκαιο. Είναι ταυτόχρονα ικανό να ενώσει τους «από κάτω» και να στριμώξει τους «από πάνω».

Πηγή: e-dromos.gr



Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου