Γελωτοποιός
«Τι υπέροχος καιρός σήμερα! Δεν μπορώ να αποφασίσω: να φτιάξω τσάι ή να κρεμαστώ;» (Τσέχωφ)
«Colegiala, colegiala» (Gary Low)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν το είχε επιλέξει να μείνει μόνος. Συνέβη. Ίσως και να ‘φταιγε. Εκείνος δεν το πίστευε. Έλεγε ότι έφταιγαν οι γυναίκες που γνώρισε, η στιγμή που τις γνώρισε, το μέρος, τα άστρα και το λάθος τραγούδι.
Μετά τα σαράντα προσπάθησε να το χρυσώσει. “Καλύτερα μόνος, είμαι ελεύθερος.”
Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε παιδί, δεν είχε γάτα. Το μόνο που ακουγόταν στο σπίτι ήταν ο ήχος απ’ το ρολόι και ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Για τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Για το ρολόι έκανε. Έβγαλε την μπαταρία.
Τότε του ήρθε η ναυτία του Σαρτρ ξανά. Εκείνη η αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα και σημασία. Δεν έπρεπε ν’ αφεθεί. Ήταν Πέμπτη. Είχε το ραντεβού. Ξεκίνησε να τραγουδάει:
“Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονίας της μητέρας του έκανε κι εκείνος μια απόπειρα. Τον έσωσε η μικρότερη αδελφή του και η κακή επιλογή σκοινιού.
Νοσηλεύτηκε για λίγο. Όταν πήρε το εξιτήριο ο ψυχίατρος του έδωσε μια συμβουλή. Κάθε φορά που αγχώνεται ή νιώθει πως η ζωή δεν έχει νόημα, να επαναλαμβάνει ένα μάντρα.
“Εννοείτε κάτι σαν Χάρε Κρίσνα Χάρε Χάρε”, τον ρώτησε ο Χι.
“Δεν χρειάζεται να είναι Ινδικό.”
“Τότε τι; Ιησούς χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει;”
“Είστε θρήσκος;”
“Πάω στην εκκλησία το Πάσχα. Λίγο πριν τη μαγειρίτσα.”
“Τότε όχι, δεν χρειάζεται να είναι θρησκευτικό.”
“Καμύ; Ν’ αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;”
“Προς Θεού, όχι!”
Σίγουρα δεν ήταν καλό να επαναλαμβάνει κάτι τέτοιο. Μπορεί κάποια μέρα να μην ήθελε καφέ. Ούτε τσάι.
“Καλύτερα κάτι χαρούμενο, που να συνδέεται με ευτυχισμένες αναμνήσεις.”
“Δεν μου ‘ρχεται.”
“Δεν χρειάζεται να είναι κάτι σοφό, με βαθύ νόημα. Οι περισσότεροι ασθενείς μου λένε το κουνελάκι.”
“Ποιο κουνελάκι;”
“Αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας.”
“Έχουν θέμα διαχείρισης θυμού;”
Δεν του είπε. Ο Χι έφυγε χωρίς να ‘χει βρει το μάντρα του.
Το είδε στον ύπνο του. Ονειρεύτηκε ότι ήταν οκτώ χρονών. Η μητέρα του κρατούσε τη δίχρονη αδελφή του στην αγκαλιά της και της τραγουδούσαν: Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.
Πήγε ν’ αγοράσει ένα καινούριο παπιγιόν για το ραντεβού. Γραβάτα δεν είχε ξαναφορέσει μετά την απόπειρα.
Βρήκε ένα κόκκινο κριμσόν. Το πρόβαρε στον καθρέφτη. Πίσω του ήταν κάτι έφηβοι ντυμένοι σαν τα Τσακάλια του Δαλιανίδη. Χασκογελούσαν. Ο Χι είπε μόνο ένα κορεγιάλα.
Στο ταμείο είχε ουρά και γκρίνια. Όταν ήρθε η σειρά του έδωσε πενηντάρικο. Η ταμίας το πήρε. Τότε μια συνάδελφος της είπε ότι θα έκανε διάλειμμα.
Η ταμίας μουρμούρισε κάτι αχ, κουνελάκι κουνελάκι κι έδωσε στον Χι τα ρέστα του. Ήταν ρέστα από εικοσάρικο.
“Συγνώμη”, είπε ο Χι, “σας έδωσα πενηντάρικο.”
“Αποκλείεται.”
Ο Χι κοίταξε το πορτοφόλι του για να βεβαιωθεί.
“Ναι, δεν είχα εικοσάρικο.”
“Δεν υπάρχει περίπτωση.”
Τότε πλησίασε πίσω της ο υπεύθυνος του καταστήματος, που θύμιζε Γκεσταπίτη.
“Τι έγινε;” ρώτησε την κοπέλα. Εκείνη δεν μίλησε.
Ο Χι είπε:
“Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Ο Γκεσταπίτης τον κοίταξε παραξενεμένος.
“Τι έγινε;” ρώτησε την ταμία, πιο αυστηρά.
“Ο κύριος…” ξεκίνησε να λέει εκείνη.
“Έκανα λάθος”, είπε ο Χι. “Νόμιζα ότι έδωσα πενηντάρικο, αλλά έκανα λάθος. Εδώ το έχω.”
Το πορτοφόλι του ήταν άδειο.
“Με συγχωρείτε, δεσποινίς.”
Κι έφυγε τραγουδώντας πιο δυνατά το κορεγιάλα. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Η ταμίας τον κοιτούσε.
Το μεσημέρι έφαγε νουντλς. Σκεφτόταν την ταμία. Ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά είχε πολύ μυτερά αυτιά για τα γούστα του. Έπλυνε το πιάτο του, το στέγνωσε. Πήγε να δει μια ταινία Ντίσνεϋ για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Διάλεξε το Πινόκιο.
Όταν ξύπνησε είδε ότι είχε μήνυμα στο κινητό από άγνωστο αριθμό. Του έγραφε:
“Κύριε Πολιτάκο, είμαι η ταμίας. Βρήκα το τηλέφωνο σας απ’ την κάρτα μέλους. Με συγχωρείτε, έκανα λάθος. Ευχαριστώ που με καλύψατε, ο προϊστάμενος είναι μεγάλο καθίκι. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εσάς. Παρακαλώ τηλεφωνήστε μου για να σας επιστρέψω τα χρήματα σας.”
Ο Χι πήγε να φτιάξει έναν ωραίο ζεστό καφέ. Άνοιξε να διαβάσει το ωροσκόπιο του. Έλεγε ότι θα έκανε νέες γνωριμίες.
Μια ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξε να το σηκώσει.
“Ο κύριος Πολιτάκος;”
“Ο ίδιος.”
“Κύριε Πολιτάκο, ονομάζομαι Μαρία Παπαδοπούλου. Εκπροσωπώ την Τράπεζα Πειραιώς.”
Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.
Μες στη χαρά του δεν είχε ελέγξει τον αριθμό. Ήταν η εισπρακτική. Η Μαρία Παπαδοπούλου του είπε ότι η προστασία πρώτης κατοικίας θα έληγε τον Απρίλιο κι ότι η τράπεζα είχε δικαίωμα να εκποιήσει το ακίνητο του, προκειμένου να πληρωθεί το χρέος. Αλλά μπορούσε να συνεχίσει να μένει σ’ εκείνο, πληρώνοντας ενοίκιο της τάξεως των…
Εκεί το ‘κλεισε. Είπε πενήντα φορές το Κορεγιάλα. Δεν βοήθησε. Έστειλε μήνυμα στην αδελφή του:
“Δεν θα πάω.”
Η Σίγμα του χτύπησε το κουδούνι δέκα λεπτά μετά. Ήταν με τις πιτζάμες.
“Τι έγινε;” του είπε και μπήκε φουριόζα.
“Είναι μάταιο.”
“Ποιο απ’ όλα;”
“Όλα.”
Της εξήγησε για το τηλεφώνημα. Εκείνη του είπε να επικεντρωθεί στο ραντεβού.
“Δεν θα πετύχει”, είπε ο Χι. “Τίποτα δεν πετυχαίνει.”
Ούτε η αυτοκτονία μου
“Το idate έχει τον καλύτερο αλγόριθμο. Επιτυχία ενενήντα οκτώ στα εκατό.”
“Εγώ είμαι το δύο που περισσεύει.”
Η Σίγμα του είχε φτιάξει το προφίλ του στο idate. Ο αλγόριθμος έβγαλε πέντε υποψήφιες, με ταύτιση πάνω από εβδομήντα. Ο Χι είδε τις φωτογραφίες, διάλεξε την Αυγή, επειδή του άρεσε το όνομα. Θα ήταν η Ωραία Κοιμωμένη κι εκείνος ο Πρίγκιπας. Έκλεισαν ραντεβού στο Habanera, ένα εστιατόριο με κουζίνα απ’ την Καραϊβική.
“Θυμάσαι τι μου ‘χες πει;” τον ρώτησε η Σίγμα.
“Θυμάμαι.”
“Ότι μου χρωστάς μια χάρη.”
“Θυμάμαι.”
“Αυτή είναι η χάρη μου. Και θα ‘μαστε πάτσι.”
“Μετά θα μ’ αφήσεις να πεθάνω;”
Είδε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα.
“Συγνώμη… Αλλά δεν θα της αρέσω. Ή δε θα μ’ αρέσει. Συνήθισα να ‘μαι μόνος.”
“Σκατά συνήθισες. Θα πας.”
Ο Χι κοίταξε τη μικρή του αδελφή. Δεν τον ένοιαζε που τον είχε σώσει, αλλά δεν ήθελε να τη βλέπει να κλαίει. Του άρεσε να γελάει. Όπως τότε, όταν της τραγουδούσαν το Κολεγιάλα.
“Θα πάω αν μου φτιάξεις το παπιόν”, της είπε.
Εκείνη τον αγκάλιασε.
Πήγε στο Habanera ακριβώς στην ώρα του. Ούτε νωρίτερα, για να μη φανεί απελπισμένος, ούτε αργότερα, να μη φανεί αδιάφορος. Έκατσε στο τραπέζι που είχαν κλείσει και περίμενε. Έπαιζε κουβανέζικη μουσική.
Δέκα λεπτά μετά ήταν έτοιμος να φύγει. Τον είχε στήσει, τι πρωτότυπο. Έκανε να φορέσει το σακάκι του. Άλλαξε γνώμη. Θα έλεγε το κορεγιάλα πενήντα φορές και μετά θα έφευγε.
Στη πεντηκοστή έβδομη είδε μια γυναίκα να μπαίνει. Ήταν η Αυγή. Στη φωτογραφία του idate φαινόταν πιο νέα, αλλά από κοντά ήταν πιο αληθινή. Είχε χοντρά φρύδια, ίσως υπερβολικά σμιχτά. Αλλά είχε τέλεια αυτιά. Στρογγυλά, με χοντρό λοβό και χρυσούς κρίκους.
“Συγνώμη που άργησα”, του είπε κι άπλωσε το χέρι της. “Χαμός γίνεται έξω.”
Ο Χι έμεινε να κοιτάζει τα λουλούδια στο κεφάλι της. Μετά ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκε κι η καρέκλα του έπεσε πίσω. Πήγε να τη σηκώσει, είδε την Αυγή που περίμενε, προτίμησε τη χειραψία.
“Εντάξει”, έκανε η Αυγή, χωρίς ν’ αφήσει το χέρι του. “Να μη λέω ψέματα. Άργησα γιατί δεν ήξερα τι να ντυθώ. Εσύ τι ντύθηκες;”
Ο Χι πρόσεξε καλύτερα το μονόφρυδο της, ήταν φτιαγμένο με μολύβι. Τα λουλούδια στο κεφάλι. Τα έθνικ ρούχα. Ήταν ντυμένη Φρίντα Κάλο.
Μια μικρή έκρηξη στο μυαλό του. Τα πιτσιρίκια που τον κορόιδευαν στο μαγαζί ήταν μασκαρεμένα. Η ταμίας φορούσε αυτιά ξωτικού. Ο υπεύθυνος ήταν ντυμένος αστυνομικός. Ήταν Τσικνοπέμπτη.
“Τι ντύθηκες;” τον ρώτησε ξανά.
“Κώστας Καρυωτάκης.”
“Αν το ήξερα θα ντυνόμουν Πολυδούρη. Είναι η αγαπημένη μου.”
Του άφησε το χέρι κι έκατσε. Σχολίασαν τον χώρο και τη μουσική. Ο Χι προσπαθούσε να το παίζει άνετος, έστω κανονικός, αλλά οι παλάμες του έσταζαν. Του άρεσε. Είχε γυαλάδα στα μάτια, σαν τη μητέρα του.
Ο σερβιτόρος άργησε. Για κάποιον λόγο τον είχαν αφήσει μόνο να εξυπηρετεί δύο ορόφους.
“Τι θα πάρετε;” τους είπε λαχανιασμένος, χωρίς να καλησπερίσει.
“Νουντλς έχετε;” είπε ο Χι.
Ήταν ένα αστείο. Να ζητήσει κινέζικο σ’ ένα εστιατόριο με κουζίνα Καραϊβικής. Το σκάρωνε πολλές μέρες. Στο προφίλ του είχε γράψει ότι είναι χιουμορίστας. Το αστείο στο μυαλό του θα πήγαινε κάπως έτσι:
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Τι θα πάρετε;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Νουντλς έχετε;
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Τα νουντλς είναι κινέζικα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Σπρινγκ ρολς έχετε;
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Κι αυτά κινέζικα είναι.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Έχετε κάτι που να μην είναι κινέζικο;
Κι όλοι θα γελούσαν. Ο σερβιτόρος, η Αυγή, οι υπόλοιποι πελάτες. Έτσι το είχε σχεδιάσει.
Αλλά ο σερβιτόρος δεν γέλασε. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί, λειτουργούσε ρομποτικά.
“Έχουμε μόνο ό,τι γράφει ο κατάλογος… αχ, κουνελάκι κουνελάκι Δείτε τον κι επιστρέφω.”
Έφυγε τρέχοντας.
Η Φρίντα Κάλο κοίταξε τον Χι. Το μονόφρυδο της ήταν κάπως επικριτικό. Ο Χι έκανε ότι κοιτάει το μενού και ξεκίνησε να μουρμουρίζει το μάντρα του.
“Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
“Τι είπες;” τον ρώτησε η Αυγή.
Νόμιζε ότι το έλεγε από μέσα του. Όταν σήκωσε τα μάτια κατάλαβε ότι το έλεγε δυνατά. Η Αυγή τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και φρύδι.
“Συγνώμη”, της είπε. “Όταν αγχώνομαι…”
“Πάρε με τηλέφωνο.”
Ο Χι το ήξερε ότι θα γινόταν έτσι. Ήταν βέβαιη η αποτυχία, όπως πάντα. Η Αυγή θα έφευγε και θα του έβαζε φραγή. Πάρε με τηλέφωνο κι αν το σηκώσω γράψε μου.
“Συγνώμη που ξόδεψες άσκοπα τον χρόνο σου”, της είπε.
“Πάρε με τηλέφωνο”, έκανε η Αυγή. “Τώρα.”
Ο Χι έπιασε το τηλέφωνο του. Του είπε τον αριθμό κι ακούμπησε το δικό της κινητό στο τραπέζι. Την κάλεσε. Τρία δευτερόλεπτα αναμονής κι αμηχανίας. Μετά ακούστηκε το La Colegiala απ’ το τηλέφωνο της. Το είχε για ήχο κλήσης.
“Gary Low”, είπε η Αυγή.
“Είναι η αγαπημένη μου εκτέλεση”, είπε ο Χι.
“Κι εμένα. Μου αρέσει που είναι πιο ντίσκο απ’ το λάτιν αυθεντικό.”
Ο Χι ήθελε να κλάψει, ήθελε να την αγκαλιάσει, ήθελε να τη φιλήσει.
“Περίμενε”, της είπε.
Και κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο του Habanera.
Η Φρίντα Κάλο Αυγή περίμενε στο τραπέζι τους. Τα είχε κάνει θάλασσα πάλι. Είχε ντυθεί, ενώ ο άλλος είχε πάει κανονικά ντυμένος. Και τον είχε ρωτήσει τι είχε ντυθεί. Πόσο ηλίθια; Πάντα κάτι τέτοια έκανε και τους έδιωχνε όλους.
Κόντευε τα σαράντα. Δεν το είχε επιλέξει να μείνει μόνη. Συνέβη. Ίσως και να ‘φταιγε. Εκείνη δεν το πίστευε. Έλεγε ότι έφταιγαν οι άντρες που γνώρισε, η στιγμή που τους γνώρισε, το μέρος, τα άστρα και το λάθος τραγούδι.
Το είχε πάρει απόφαση. Ούτε παιδιά ούτε άντρας. Της το ‘λεγε η μάνα της από παλιά: “Αν δεν κουνήσεις το κωλαράκι σου μην περιμένεις να παντρευτείς.” Δεν το κούνησε, είχε καλύτερα πράγματα να κάνει.
Όλες οι φίλες της είχαν παντρευτεί. Κάποιες είχαν τρία παιδιά. Κι όλο γκρίνιαζαν. Καμιά δεν αγαπούσε τα παιδιά όσο η Αυγή. Αλλά εκείνη είχε μείνει μόνη.
Είδε τον Χι ν’ ανεβαίνει τις σκάλες χαμογελώντας. Στάθηκε εκεί, τρία μέτρα μακριά της και της έκανε σήμα: “Περίμενε.”
Ήταν παράξενος τύπος και της άρεσε.
Τότε ακούστηκε απ’ τα ηχεία του μαγαζιού το La Colegiala, η αυθεντική εκτέλεση. Πήγε κοντά της και της ζήτησε να χορέψουν.
Η Αυγή κατάλαβε τι είχε ντυθεί ο Χι. Είχε ντυθεί ο εαυτός του.
Χόρεψαν σφιχτά αγκαλιασμένοι. Και ψιθύριζε ο ένας στο αυτί του άλλου: “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοιτούσαν και χασκογελούσαν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να χωρίσει αυτούς τους δυο. Τίποτα πια.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Τι υπέροχος καιρός σήμερα! Δεν μπορώ να αποφασίσω: να φτιάξω τσάι ή να κρεμαστώ;» (Τσέχωφ)
«Colegiala, colegiala» (Gary Low)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν το είχε επιλέξει να μείνει μόνος. Συνέβη. Ίσως και να ‘φταιγε. Εκείνος δεν το πίστευε. Έλεγε ότι έφταιγαν οι γυναίκες που γνώρισε, η στιγμή που τις γνώρισε, το μέρος, τα άστρα και το λάθος τραγούδι.
Μετά τα σαράντα προσπάθησε να το χρυσώσει. “Καλύτερα μόνος, είμαι ελεύθερος.”
Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε παιδί, δεν είχε γάτα. Το μόνο που ακουγόταν στο σπίτι ήταν ο ήχος απ’ το ρολόι και ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Για τ’ αυτοκίνητα δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Για το ρολόι έκανε. Έβγαλε την μπαταρία.
Τότε του ήρθε η ναυτία του Σαρτρ ξανά. Εκείνη η αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα και σημασία. Δεν έπρεπε ν’ αφεθεί. Ήταν Πέμπτη. Είχε το ραντεβού. Ξεκίνησε να τραγουδάει:
“Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
~~{}~~
Πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονίας της μητέρας του έκανε κι εκείνος μια απόπειρα. Τον έσωσε η μικρότερη αδελφή του και η κακή επιλογή σκοινιού.
Νοσηλεύτηκε για λίγο. Όταν πήρε το εξιτήριο ο ψυχίατρος του έδωσε μια συμβουλή. Κάθε φορά που αγχώνεται ή νιώθει πως η ζωή δεν έχει νόημα, να επαναλαμβάνει ένα μάντρα.
“Εννοείτε κάτι σαν Χάρε Κρίσνα Χάρε Χάρε”, τον ρώτησε ο Χι.
“Δεν χρειάζεται να είναι Ινδικό.”
“Τότε τι; Ιησούς χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει;”
“Είστε θρήσκος;”
“Πάω στην εκκλησία το Πάσχα. Λίγο πριν τη μαγειρίτσα.”
“Τότε όχι, δεν χρειάζεται να είναι θρησκευτικό.”
“Καμύ; Ν’ αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;”
“Προς Θεού, όχι!”
Σίγουρα δεν ήταν καλό να επαναλαμβάνει κάτι τέτοιο. Μπορεί κάποια μέρα να μην ήθελε καφέ. Ούτε τσάι.
“Καλύτερα κάτι χαρούμενο, που να συνδέεται με ευτυχισμένες αναμνήσεις.”
“Δεν μου ‘ρχεται.”
“Δεν χρειάζεται να είναι κάτι σοφό, με βαθύ νόημα. Οι περισσότεροι ασθενείς μου λένε το κουνελάκι.”
“Ποιο κουνελάκι;”
“Αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας.”
“Έχουν θέμα διαχείρισης θυμού;”
Δεν του είπε. Ο Χι έφυγε χωρίς να ‘χει βρει το μάντρα του.
Το είδε στον ύπνο του. Ονειρεύτηκε ότι ήταν οκτώ χρονών. Η μητέρα του κρατούσε τη δίχρονη αδελφή του στην αγκαλιά της και της τραγουδούσαν: Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.
~~{}~~
Πήγε ν’ αγοράσει ένα καινούριο παπιγιόν για το ραντεβού. Γραβάτα δεν είχε ξαναφορέσει μετά την απόπειρα.
Βρήκε ένα κόκκινο κριμσόν. Το πρόβαρε στον καθρέφτη. Πίσω του ήταν κάτι έφηβοι ντυμένοι σαν τα Τσακάλια του Δαλιανίδη. Χασκογελούσαν. Ο Χι είπε μόνο ένα κορεγιάλα.
Στο ταμείο είχε ουρά και γκρίνια. Όταν ήρθε η σειρά του έδωσε πενηντάρικο. Η ταμίας το πήρε. Τότε μια συνάδελφος της είπε ότι θα έκανε διάλειμμα.
Η ταμίας μουρμούρισε κάτι αχ, κουνελάκι κουνελάκι κι έδωσε στον Χι τα ρέστα του. Ήταν ρέστα από εικοσάρικο.
“Συγνώμη”, είπε ο Χι, “σας έδωσα πενηντάρικο.”
“Αποκλείεται.”
Ο Χι κοίταξε το πορτοφόλι του για να βεβαιωθεί.
“Ναι, δεν είχα εικοσάρικο.”
“Δεν υπάρχει περίπτωση.”
Τότε πλησίασε πίσω της ο υπεύθυνος του καταστήματος, που θύμιζε Γκεσταπίτη.
“Τι έγινε;” ρώτησε την κοπέλα. Εκείνη δεν μίλησε.
Ο Χι είπε:
“Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Ο Γκεσταπίτης τον κοίταξε παραξενεμένος.
“Τι έγινε;” ρώτησε την ταμία, πιο αυστηρά.
“Ο κύριος…” ξεκίνησε να λέει εκείνη.
“Έκανα λάθος”, είπε ο Χι. “Νόμιζα ότι έδωσα πενηντάρικο, αλλά έκανα λάθος. Εδώ το έχω.”
Το πορτοφόλι του ήταν άδειο.
“Με συγχωρείτε, δεσποινίς.”
Κι έφυγε τραγουδώντας πιο δυνατά το κορεγιάλα. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Η ταμίας τον κοιτούσε.
~~{}~~
Το μεσημέρι έφαγε νουντλς. Σκεφτόταν την ταμία. Ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά είχε πολύ μυτερά αυτιά για τα γούστα του. Έπλυνε το πιάτο του, το στέγνωσε. Πήγε να δει μια ταινία Ντίσνεϋ για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Διάλεξε το Πινόκιο.
Όταν ξύπνησε είδε ότι είχε μήνυμα στο κινητό από άγνωστο αριθμό. Του έγραφε:
“Κύριε Πολιτάκο, είμαι η ταμίας. Βρήκα το τηλέφωνο σας απ’ την κάρτα μέλους. Με συγχωρείτε, έκανα λάθος. Ευχαριστώ που με καλύψατε, ο προϊστάμενος είναι μεγάλο καθίκι. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εσάς. Παρακαλώ τηλεφωνήστε μου για να σας επιστρέψω τα χρήματα σας.”
Ο Χι πήγε να φτιάξει έναν ωραίο ζεστό καφέ. Άνοιξε να διαβάσει το ωροσκόπιο του. Έλεγε ότι θα έκανε νέες γνωριμίες.
Μια ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξε να το σηκώσει.
“Ο κύριος Πολιτάκος;”
“Ο ίδιος.”
“Κύριε Πολιτάκο, ονομάζομαι Μαρία Παπαδοπούλου. Εκπροσωπώ την Τράπεζα Πειραιώς.”
Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.
Μες στη χαρά του δεν είχε ελέγξει τον αριθμό. Ήταν η εισπρακτική. Η Μαρία Παπαδοπούλου του είπε ότι η προστασία πρώτης κατοικίας θα έληγε τον Απρίλιο κι ότι η τράπεζα είχε δικαίωμα να εκποιήσει το ακίνητο του, προκειμένου να πληρωθεί το χρέος. Αλλά μπορούσε να συνεχίσει να μένει σ’ εκείνο, πληρώνοντας ενοίκιο της τάξεως των…
Εκεί το ‘κλεισε. Είπε πενήντα φορές το Κορεγιάλα. Δεν βοήθησε. Έστειλε μήνυμα στην αδελφή του:
“Δεν θα πάω.”
~~{}~~
Η Σίγμα του χτύπησε το κουδούνι δέκα λεπτά μετά. Ήταν με τις πιτζάμες.
“Τι έγινε;” του είπε και μπήκε φουριόζα.
“Είναι μάταιο.”
“Ποιο απ’ όλα;”
“Όλα.”
Της εξήγησε για το τηλεφώνημα. Εκείνη του είπε να επικεντρωθεί στο ραντεβού.
“Δεν θα πετύχει”, είπε ο Χι. “Τίποτα δεν πετυχαίνει.”
Ούτε η αυτοκτονία μου
“Το idate έχει τον καλύτερο αλγόριθμο. Επιτυχία ενενήντα οκτώ στα εκατό.”
“Εγώ είμαι το δύο που περισσεύει.”
Η Σίγμα του είχε φτιάξει το προφίλ του στο idate. Ο αλγόριθμος έβγαλε πέντε υποψήφιες, με ταύτιση πάνω από εβδομήντα. Ο Χι είδε τις φωτογραφίες, διάλεξε την Αυγή, επειδή του άρεσε το όνομα. Θα ήταν η Ωραία Κοιμωμένη κι εκείνος ο Πρίγκιπας. Έκλεισαν ραντεβού στο Habanera, ένα εστιατόριο με κουζίνα απ’ την Καραϊβική.
“Θυμάσαι τι μου ‘χες πει;” τον ρώτησε η Σίγμα.
“Θυμάμαι.”
“Ότι μου χρωστάς μια χάρη.”
“Θυμάμαι.”
“Αυτή είναι η χάρη μου. Και θα ‘μαστε πάτσι.”
“Μετά θα μ’ αφήσεις να πεθάνω;”
Είδε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα.
“Συγνώμη… Αλλά δεν θα της αρέσω. Ή δε θα μ’ αρέσει. Συνήθισα να ‘μαι μόνος.”
“Σκατά συνήθισες. Θα πας.”
Ο Χι κοίταξε τη μικρή του αδελφή. Δεν τον ένοιαζε που τον είχε σώσει, αλλά δεν ήθελε να τη βλέπει να κλαίει. Του άρεσε να γελάει. Όπως τότε, όταν της τραγουδούσαν το Κολεγιάλα.
“Θα πάω αν μου φτιάξεις το παπιόν”, της είπε.
Εκείνη τον αγκάλιασε.
~~{}~~
Πήγε στο Habanera ακριβώς στην ώρα του. Ούτε νωρίτερα, για να μη φανεί απελπισμένος, ούτε αργότερα, να μη φανεί αδιάφορος. Έκατσε στο τραπέζι που είχαν κλείσει και περίμενε. Έπαιζε κουβανέζικη μουσική.
Δέκα λεπτά μετά ήταν έτοιμος να φύγει. Τον είχε στήσει, τι πρωτότυπο. Έκανε να φορέσει το σακάκι του. Άλλαξε γνώμη. Θα έλεγε το κορεγιάλα πενήντα φορές και μετά θα έφευγε.
Στη πεντηκοστή έβδομη είδε μια γυναίκα να μπαίνει. Ήταν η Αυγή. Στη φωτογραφία του idate φαινόταν πιο νέα, αλλά από κοντά ήταν πιο αληθινή. Είχε χοντρά φρύδια, ίσως υπερβολικά σμιχτά. Αλλά είχε τέλεια αυτιά. Στρογγυλά, με χοντρό λοβό και χρυσούς κρίκους.
“Συγνώμη που άργησα”, του είπε κι άπλωσε το χέρι της. “Χαμός γίνεται έξω.”
Ο Χι έμεινε να κοιτάζει τα λουλούδια στο κεφάλι της. Μετά ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκε κι η καρέκλα του έπεσε πίσω. Πήγε να τη σηκώσει, είδε την Αυγή που περίμενε, προτίμησε τη χειραψία.
“Εντάξει”, έκανε η Αυγή, χωρίς ν’ αφήσει το χέρι του. “Να μη λέω ψέματα. Άργησα γιατί δεν ήξερα τι να ντυθώ. Εσύ τι ντύθηκες;”
Ο Χι πρόσεξε καλύτερα το μονόφρυδο της, ήταν φτιαγμένο με μολύβι. Τα λουλούδια στο κεφάλι. Τα έθνικ ρούχα. Ήταν ντυμένη Φρίντα Κάλο.
Μια μικρή έκρηξη στο μυαλό του. Τα πιτσιρίκια που τον κορόιδευαν στο μαγαζί ήταν μασκαρεμένα. Η ταμίας φορούσε αυτιά ξωτικού. Ο υπεύθυνος ήταν ντυμένος αστυνομικός. Ήταν Τσικνοπέμπτη.
“Τι ντύθηκες;” τον ρώτησε ξανά.
“Κώστας Καρυωτάκης.”
“Αν το ήξερα θα ντυνόμουν Πολυδούρη. Είναι η αγαπημένη μου.”
Του άφησε το χέρι κι έκατσε. Σχολίασαν τον χώρο και τη μουσική. Ο Χι προσπαθούσε να το παίζει άνετος, έστω κανονικός, αλλά οι παλάμες του έσταζαν. Του άρεσε. Είχε γυαλάδα στα μάτια, σαν τη μητέρα του.
Ο σερβιτόρος άργησε. Για κάποιον λόγο τον είχαν αφήσει μόνο να εξυπηρετεί δύο ορόφους.
“Τι θα πάρετε;” τους είπε λαχανιασμένος, χωρίς να καλησπερίσει.
“Νουντλς έχετε;” είπε ο Χι.
Ήταν ένα αστείο. Να ζητήσει κινέζικο σ’ ένα εστιατόριο με κουζίνα Καραϊβικής. Το σκάρωνε πολλές μέρες. Στο προφίλ του είχε γράψει ότι είναι χιουμορίστας. Το αστείο στο μυαλό του θα πήγαινε κάπως έτσι:
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Τι θα πάρετε;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Νουντλς έχετε;
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Τα νουντλς είναι κινέζικα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Σπρινγκ ρολς έχετε;
ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ: Κι αυτά κινέζικα είναι.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Έχετε κάτι που να μην είναι κινέζικο;
Κι όλοι θα γελούσαν. Ο σερβιτόρος, η Αυγή, οι υπόλοιποι πελάτες. Έτσι το είχε σχεδιάσει.
Αλλά ο σερβιτόρος δεν γέλασε. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί, λειτουργούσε ρομποτικά.
“Έχουμε μόνο ό,τι γράφει ο κατάλογος… αχ, κουνελάκι κουνελάκι Δείτε τον κι επιστρέφω.”
Έφυγε τρέχοντας.
Η Φρίντα Κάλο κοίταξε τον Χι. Το μονόφρυδο της ήταν κάπως επικριτικό. Ο Χι έκανε ότι κοιτάει το μενού και ξεκίνησε να μουρμουρίζει το μάντρα του.
“Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
“Τι είπες;” τον ρώτησε η Αυγή.
Νόμιζε ότι το έλεγε από μέσα του. Όταν σήκωσε τα μάτια κατάλαβε ότι το έλεγε δυνατά. Η Αυγή τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και φρύδι.
“Συγνώμη”, της είπε. “Όταν αγχώνομαι…”
“Πάρε με τηλέφωνο.”
Ο Χι το ήξερε ότι θα γινόταν έτσι. Ήταν βέβαιη η αποτυχία, όπως πάντα. Η Αυγή θα έφευγε και θα του έβαζε φραγή. Πάρε με τηλέφωνο κι αν το σηκώσω γράψε μου.
“Συγνώμη που ξόδεψες άσκοπα τον χρόνο σου”, της είπε.
“Πάρε με τηλέφωνο”, έκανε η Αυγή. “Τώρα.”
Ο Χι έπιασε το τηλέφωνο του. Του είπε τον αριθμό κι ακούμπησε το δικό της κινητό στο τραπέζι. Την κάλεσε. Τρία δευτερόλεπτα αναμονής κι αμηχανίας. Μετά ακούστηκε το La Colegiala απ’ το τηλέφωνο της. Το είχε για ήχο κλήσης.
“Gary Low”, είπε η Αυγή.
“Είναι η αγαπημένη μου εκτέλεση”, είπε ο Χι.
“Κι εμένα. Μου αρέσει που είναι πιο ντίσκο απ’ το λάτιν αυθεντικό.”
Ο Χι ήθελε να κλάψει, ήθελε να την αγκαλιάσει, ήθελε να τη φιλήσει.
“Περίμενε”, της είπε.
Και κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο του Habanera.
~~
Η Φρίντα Κάλο Αυγή περίμενε στο τραπέζι τους. Τα είχε κάνει θάλασσα πάλι. Είχε ντυθεί, ενώ ο άλλος είχε πάει κανονικά ντυμένος. Και τον είχε ρωτήσει τι είχε ντυθεί. Πόσο ηλίθια; Πάντα κάτι τέτοια έκανε και τους έδιωχνε όλους.
Κόντευε τα σαράντα. Δεν το είχε επιλέξει να μείνει μόνη. Συνέβη. Ίσως και να ‘φταιγε. Εκείνη δεν το πίστευε. Έλεγε ότι έφταιγαν οι άντρες που γνώρισε, η στιγμή που τους γνώρισε, το μέρος, τα άστρα και το λάθος τραγούδι.
Το είχε πάρει απόφαση. Ούτε παιδιά ούτε άντρας. Της το ‘λεγε η μάνα της από παλιά: “Αν δεν κουνήσεις το κωλαράκι σου μην περιμένεις να παντρευτείς.” Δεν το κούνησε, είχε καλύτερα πράγματα να κάνει.
Όλες οι φίλες της είχαν παντρευτεί. Κάποιες είχαν τρία παιδιά. Κι όλο γκρίνιαζαν. Καμιά δεν αγαπούσε τα παιδιά όσο η Αυγή. Αλλά εκείνη είχε μείνει μόνη.
Είδε τον Χι ν’ ανεβαίνει τις σκάλες χαμογελώντας. Στάθηκε εκεί, τρία μέτρα μακριά της και της έκανε σήμα: “Περίμενε.”
Ήταν παράξενος τύπος και της άρεσε.
Τότε ακούστηκε απ’ τα ηχεία του μαγαζιού το La Colegiala, η αυθεντική εκτέλεση. Πήγε κοντά της και της ζήτησε να χορέψουν.
Η Αυγή κατάλαβε τι είχε ντυθεί ο Χι. Είχε ντυθεί ο εαυτός του.
Χόρεψαν σφιχτά αγκαλιασμένοι. Και ψιθύριζε ο ένας στο αυτί του άλλου: “Κορεγιάλα, κορεγιάλα, κορεγιάλ’ανανά, κορεγιάλα.”
Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοιτούσαν και χασκογελούσαν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να χωρίσει αυτούς τους δυο. Τίποτα πια.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου