Του Βασίλη Ασημακόπουλου*
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του, το 1889, ο κορυφαίος ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στο σώμα των διανοουμένων της εποχής του και την κοινή λαϊκή συνείδηση για το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας ή ασυνέχειας του ελληνικού έθνους και ειδικότερα το κρίσιμο θέμα του «μεσαιωνικού Ελληνισμού», δηλαδή της βυζαντινής περιόδου. Η κυρίαρχη τάση στη διανόηση των πρώτων δεκαετιών του ελεύθερου πολιτικού βίου των Ελλήνων στη σύγχρονη εποχή –που ήταν και επικρατούσα τάση της άρχουσας τάξης εκείνης της περιόδου όπως αναλύει ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Δημήτρης Μάρτος στις μελέτες του για τον αθηναϊσμό και τον δυτικό ιμπεριαλισμό– ευθέως επηρεασμένη από την κατεύθυνση της Δυτικής ιστορικής επιστήμης (αλλά και της αποικιακής συγκρότησης της Δύσης αφετηριακά σε βάρος των χώρων του ελληνισμού), με πλέον εμβληματικό το έργο του Φαλλμεράιερ –όπως προσαρμοζόταν από την κυρίαρχη εγχώρια διανοητική τάση- ήταν η απόρριψη του «μεσαιωνικού Ελληνισμού». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος «αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γέφυρας». Η άποψη αυτή βρισκόταν σε προφανή αντίθεση με το εθνικο-λαϊκό σώμα, τις μνήμες και τις απελευθερωτικές προσδοκίες των ανθρώπων. Το έργο του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου, όπως και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, συνιστούσε μια επιστημολογική τομή, μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία περιγράφεται υποδειγματικά στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Κώστα Βεργόπουλου, «Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα».
Η οικείωσή της από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, τόσο υπό την ηγεμονία του ανορθωτικού-βενιζελικού κινήματος και της μεσοπολεμικής γενιάς του ’30, αλλά και από εκπροσώπους του αστικού ιδεαλιστικού ρεύματος, όσο και από την αριστερή-κομμουνιστική διανόηση από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και κυρίως υπό την εμπειρία της παλλαϊκής εθνικο-απελευθερωτικής αντίστασης και πάλης στα χρόνια της Κατοχής, με τις μεταξύ τους (πολύ) έντονες διαφορές, οδήγησαν σε μια κοινή αντίληψη για το ζήτημα της πολιτισμικής συνέχειας του ελληνικού έθνους μέσα από την ιστορικότητά του, σε μια συνάρθρωση διανόησης, λαϊκού αλλά και αστικού αισθήματος. Μια εν αντιθέσει ενότητα, σύμφωνα με την ορολογία του Άγγελου Ελεφάντη. Ένα συγκρουσιακό «εμείς». Στο επίπεδο της διανόησης, Παπαρρηγόπουλος, Κανελλόπουλος, Σβορώνος, σχηματικά μιλώντας.
Η εμπειρία της Δικτατορίας, η έξαρση της προπαγανδιστικής πατριδοκαπηλείας και η προδοσία-τραγωδία της Κύπρου, πυροδότησε δύο τάσεις.
Μια έξαρση της αντιιμπεριαλιστικής/εθνικολαϊκής αντι-εξαρτησιακής ιδεολογίας, απέναντι στη μετεμφυλιακή-δικτατορική δεξιά της εθνικοφροσύνης-αμερικανοσύνης, η οποία κυριάρχησε αρχικά στη μεταπολιτευτική αριστερά με όρους μαζικής οργάνωσης και κουλτούρας. Μια εκδοχή της εθνικο-λαϊκής ηγεμονικής ατμόσφαιρας ήταν ο διάλογος μαρξισμού-ορθοδοξίας στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Μια τάση στη διανόηση κυρίως στο χώρο της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς – χωρίς να συγκροτεί ενιαίο ερμηνευτικό ρεύμα – επικέντρωνε στην επιστημονική κριτική του εθνικο-λαϊκού αφηγήματος και του αντι-εξαρτησιακού σχήματος στην Αριστερά, μέσα από την αντι-λαϊκιστική θεώρηση και τη στενά ταξική σύλληψη της ελληνικής πραγματικότητας.
Η αδυναμία ιδεολογικο-πολιτικής ολοκλήρωσης του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ ως χώρου συνάρθρωσης της θεωρίας της εξάρτησης και εθνικο-λαϊκών εμπειριών και κατ’ εξοχήν φορέα εθνικής και κοινωνικής απελεύθερωσης με όρους μαζικούς, η κρατικοποίηση, η ήττα και ο σταδιακός μεταμορφισμός του, σε συνδυασμό με το διεθνές «89» και την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, οδήγησαν σε μια μεγάλη τομή στην εξέλιξη της εγχώριας αριστερής διανόησης ειδικά στο κρίσιμο ζήτημα της θεώρησης του έθνους. Κυριάρχησε η μοντερνιστική θεωρία για το έθνος, που είχε παραχθεί 10-20 χρόνια πριν στα αγγλοσαξωνικά κυρίως πανεπιστήμια (Γκέλνερ, Μπ. Άντερσον, Χόμπσμπαουμ, Κεντούρι), δηλαδή το έθνος ως κατασκευή-επινόηση αφετηριακά της νεωτερικότητας στα τέλη του 18ου αιώνα, είτε της βιομηχανικής επανάστασης και της αστικής τάξης, είτε του κράτους και της εθνικιστικής ιδεολογίας. Μια θεωρία η οποία έχει ήδη δεχθεί καταλυτική κριτική από τη θεωρία του εθνοσυμβολισμού (Σμιθ).
Η ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ υιοθετήθηκε από την ελληνική διανόηση, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν στη συγκυρία κυριαρχούσε η αναβίωση του Μακεδονικού, ως ερμηνευτικό σχήμα για το σύνολο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και τον ελληνικό με όρους δογματικούς και αποκλειστικότητας. Στο στοιχείο αυτό, στην εγχώρια πανεπιστημιακή κοινότητα, συνέκλιναν βασικές τάσεις των πολιτικών επιστημόνων κυρίως και δευτερευόντως των ιστορικών, τόσο από τη φιλελεύθερη-κεντροδεξιά, όσο και την εκσυγχρονιστική-κεντροαριστερά, αλλά και τη ριζοσπαστική-ανανεωτική αριστερά. Η υποχώρηση της αντιιμπεριαλιστικής αιχμής και η εχθρότητα προς το εθνικό, ήταν η ειδικότερη μορφή και το περιεχόμενο που έλαβε η αποδοχή του κοινωνικά ηγεμονικού υπαρκτού ευρωπαϊσμού στις αριστερές μεταεθνικές τάσεις του φοιτητικού και γενικότερα νεολαϊστικού ριζοσπαστικού κινήματος σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, διαμορφώνοντας ουσιαστικά τους όρους ιδεολογικής και υλικής ενσωμάτωσής του, ως συγκεκριμένης φοιτητικής-νεολαϊστικής κατηγορίας μετεξελισσόμενης σε κοινωνικές μερίδες της νέας μικροαστικής τάξης.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του διαχωρισμού-δυισμού μεταξύ της κυρίαρχης τάσης της ελληνικής διανόησης και της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας για το ζήτημα του έθνους. Μια κρίσιμη στιγμή, σ’ ένα θέμα που επανέρχεται, είναι η διαπάλη για τα σχολικά βιβλία ιστορίας, ακριβώς λόγω της κομβικής σημασίας που έχει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός στη διαμόρφωση της εθνικής-ιστορικής συνείδησης μιας κοινωνίας με όρους μαζικούς.
Η προσωρινή υποχώρηση του δυισμού μεταξύ (αριστερής) διανόησης και κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων λόγω της έντονης αντιμνημονιακής συγκυρίας καταγράφηκε στη μαζικοποίηση και την αντιφατική κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά το μνημονιακό συμβιβασμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εκδηλώθηκε εκ νέου ο διαχωρισμός κυρίαρχης αριστερής διανόησης και κυριαρχούμενων τάξεων. Αρχικά με την ενδόρρηξη μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων παραδιακής και νέας μικροαστικής τάξης στην πάλη για το ασφαλιστικό-φορολογικό σε μια έντονα κατακερματισμένη κοινωνική πραγματικότητα και ακολούθως και ιδιαίτερα έντονα στην διαπάλη για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ του Ανατολικού Αιγαίου και στον Έβρο, εκδηλώθηκαν με τη μορφή συλλογικών διακηρύξεων, δύο παρεμβάσεις Πανεπιστημιακών και προσώπων με δημόσιο λόγο. Δεν αναφέρομαι στη διακήρυξη των 70 Ευρωπαίων διανοουμένων στη γαλλική Μοντ που είχε άλλα χαρακτηριστικά και ουσιαστικά αναπαρήγαγε τα βασικά σχήματα της τουρκικής προπαγάνδας. Οι δύο εγχώριες διακηρύξεις των «85» και των «62», αντανακλώντας το ηγεμονικό κλίμα στους κύκλους της διανόησης και ανεξαρτήτως διαφορετικών ατομικών θεωρήσεων, πέραν της αποσιώπησης ή υποβάθμισης αντίστοιχα του ρόλου του τουρκικού κράτους, της άρνησης να τεθεί το τουρκικό πρόβλημα από την οπτική της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και της διεθνοποίησής του σε σχέση με τη διεθνή και ανθρωπιστική φύση του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος, την εισβολή στη Συρία, τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή στην Κύπρο, αμφότερες οι διακηρύξεις επικεντρώνονται στις εκδηλώσεις ακροδεξιού λόγου και μίσους που πράγματι σημειώθηκαν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ενώ αποσιωπάται εντελώς η βούληση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, η πλατιά κινητοποίησή της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που δεν ηγεμονεύονταν από ακροδεξιό λόγο.
Για την πλατιά λαϊκή πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, το έθνος δεν είναι τεχνητή κατασκευή, αλλά έχει μια ιστορική συνέχεια πολιτισμικού κατά βάση χαρακτήρα, με υλική και πνευματική διάσταση, η εξακολούθηση της οποίας τίθεται σε αμφισβήτηση στην πράξη λόγω της εργαλειοποίησης των μεταναστευτικών πληθυσμών από τον τουρκικό επεκατισμό, τη δημογραφία, την ευρύτερη γεωπολιτική κίνηση. Η παραβίαση της αρχής της αριστοτελικής μεσότητας –όπως την αναλύει ο Γιώργος Ρακκάς στη μελέτη του «Σύγχρονες Βαβέλ» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017) και η οποία παρέχει την αντικειμενική δυνατότητα αρμονικής ενσωμάτωσης– στην έλευση και φιλοξενία μεταναστών και προσφύγων βρίσκεται στον πυρήνα της λαϊκής αντίδρασης και της μεταστροφής του κλίματος στα νησιά, αλλά και της μαζικής υποστήριξης της γραμμής κλειστά σύνορα στον Έβρο. Η δημοκρατική λαϊκή πλειοψηφία βρίσκεται απέναντι στα σχήματα πληθυσμιακής αντικατάστασης και κοινωνικής μηχανικής όπως εισηγούνται οι Καλύβας και Λιάκος.
Στη συγκυρία των 200 χρόνων από την Επανάσταση του «21» είναι ώριμες οι συνθήκες να πραγματοποιηθεί μια νέα «αλλαγή παραδείγματος» στην ελληνική διανόηση σε σχέση με τα ζητήματα του έθνους, της ιστορικής συνέχειας και προοπτικής, που θα άρει τον διαχωρισμό και θα εκφράσει τη μεγάλη λαϊκή-κοινωνική πλειοψηφία στην κυρίαρχη δημοκρατική της διάσταση. Οι κυρίαρχες τάσεις της λαϊκής συνείδησης όπως καταγράφονται στην έρευνα της κοινής γνώμης για το «21», για τα ζητήματα έθνους και πατρίδας περιλαμβάνονται στην έκδοση «Το 1821 στη συλλογική μνήμη», σε επιμέλεια του Γιάννη Μαυρή (public issue, 2020). Η διεθνής συγκυρία, όπως διαμορφώνεται από τον κορωνοϊό, θα πιέσει σε γενικότερες αλλαγές με μεγάλες ταχύτητες, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν και κατακλυσμιαίες. Τίποτα δεν φαίνεται πως θα παραμείνει το ίδιο με το χθες.
*Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος-πολιτικός επιστήμονας
Πηγή: edromos.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του, το 1889, ο κορυφαίος ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στο σώμα των διανοουμένων της εποχής του και την κοινή λαϊκή συνείδηση για το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας ή ασυνέχειας του ελληνικού έθνους και ειδικότερα το κρίσιμο θέμα του «μεσαιωνικού Ελληνισμού», δηλαδή της βυζαντινής περιόδου. Η κυρίαρχη τάση στη διανόηση των πρώτων δεκαετιών του ελεύθερου πολιτικού βίου των Ελλήνων στη σύγχρονη εποχή –που ήταν και επικρατούσα τάση της άρχουσας τάξης εκείνης της περιόδου όπως αναλύει ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Δημήτρης Μάρτος στις μελέτες του για τον αθηναϊσμό και τον δυτικό ιμπεριαλισμό– ευθέως επηρεασμένη από την κατεύθυνση της Δυτικής ιστορικής επιστήμης (αλλά και της αποικιακής συγκρότησης της Δύσης αφετηριακά σε βάρος των χώρων του ελληνισμού), με πλέον εμβληματικό το έργο του Φαλλμεράιερ –όπως προσαρμοζόταν από την κυρίαρχη εγχώρια διανοητική τάση- ήταν η απόρριψη του «μεσαιωνικού Ελληνισμού». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος «αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γέφυρας». Η άποψη αυτή βρισκόταν σε προφανή αντίθεση με το εθνικο-λαϊκό σώμα, τις μνήμες και τις απελευθερωτικές προσδοκίες των ανθρώπων. Το έργο του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου, όπως και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, συνιστούσε μια επιστημολογική τομή, μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία περιγράφεται υποδειγματικά στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Κώστα Βεργόπουλου, «Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα».
Η οικείωσή της από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, τόσο υπό την ηγεμονία του ανορθωτικού-βενιζελικού κινήματος και της μεσοπολεμικής γενιάς του ’30, αλλά και από εκπροσώπους του αστικού ιδεαλιστικού ρεύματος, όσο και από την αριστερή-κομμουνιστική διανόηση από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και κυρίως υπό την εμπειρία της παλλαϊκής εθνικο-απελευθερωτικής αντίστασης και πάλης στα χρόνια της Κατοχής, με τις μεταξύ τους (πολύ) έντονες διαφορές, οδήγησαν σε μια κοινή αντίληψη για το ζήτημα της πολιτισμικής συνέχειας του ελληνικού έθνους μέσα από την ιστορικότητά του, σε μια συνάρθρωση διανόησης, λαϊκού αλλά και αστικού αισθήματος. Μια εν αντιθέσει ενότητα, σύμφωνα με την ορολογία του Άγγελου Ελεφάντη. Ένα συγκρουσιακό «εμείς». Στο επίπεδο της διανόησης, Παπαρρηγόπουλος, Κανελλόπουλος, Σβορώνος, σχηματικά μιλώντας.
Η εμπειρία της Δικτατορίας, η έξαρση της προπαγανδιστικής πατριδοκαπηλείας και η προδοσία-τραγωδία της Κύπρου, πυροδότησε δύο τάσεις.
Μια έξαρση της αντιιμπεριαλιστικής/εθνικολαϊκής αντι-εξαρτησιακής ιδεολογίας, απέναντι στη μετεμφυλιακή-δικτατορική δεξιά της εθνικοφροσύνης-αμερικανοσύνης, η οποία κυριάρχησε αρχικά στη μεταπολιτευτική αριστερά με όρους μαζικής οργάνωσης και κουλτούρας. Μια εκδοχή της εθνικο-λαϊκής ηγεμονικής ατμόσφαιρας ήταν ο διάλογος μαρξισμού-ορθοδοξίας στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Μια τάση στη διανόηση κυρίως στο χώρο της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς – χωρίς να συγκροτεί ενιαίο ερμηνευτικό ρεύμα – επικέντρωνε στην επιστημονική κριτική του εθνικο-λαϊκού αφηγήματος και του αντι-εξαρτησιακού σχήματος στην Αριστερά, μέσα από την αντι-λαϊκιστική θεώρηση και τη στενά ταξική σύλληψη της ελληνικής πραγματικότητας.
Η αδυναμία ιδεολογικο-πολιτικής ολοκλήρωσης του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ ως χώρου συνάρθρωσης της θεωρίας της εξάρτησης και εθνικο-λαϊκών εμπειριών και κατ’ εξοχήν φορέα εθνικής και κοινωνικής απελεύθερωσης με όρους μαζικούς, η κρατικοποίηση, η ήττα και ο σταδιακός μεταμορφισμός του, σε συνδυασμό με το διεθνές «89» και την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, οδήγησαν σε μια μεγάλη τομή στην εξέλιξη της εγχώριας αριστερής διανόησης ειδικά στο κρίσιμο ζήτημα της θεώρησης του έθνους. Κυριάρχησε η μοντερνιστική θεωρία για το έθνος, που είχε παραχθεί 10-20 χρόνια πριν στα αγγλοσαξωνικά κυρίως πανεπιστήμια (Γκέλνερ, Μπ. Άντερσον, Χόμπσμπαουμ, Κεντούρι), δηλαδή το έθνος ως κατασκευή-επινόηση αφετηριακά της νεωτερικότητας στα τέλη του 18ου αιώνα, είτε της βιομηχανικής επανάστασης και της αστικής τάξης, είτε του κράτους και της εθνικιστικής ιδεολογίας. Μια θεωρία η οποία έχει ήδη δεχθεί καταλυτική κριτική από τη θεωρία του εθνοσυμβολισμού (Σμιθ).
Η ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ υιοθετήθηκε από την ελληνική διανόηση, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν στη συγκυρία κυριαρχούσε η αναβίωση του Μακεδονικού, ως ερμηνευτικό σχήμα για το σύνολο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και τον ελληνικό με όρους δογματικούς και αποκλειστικότητας. Στο στοιχείο αυτό, στην εγχώρια πανεπιστημιακή κοινότητα, συνέκλιναν βασικές τάσεις των πολιτικών επιστημόνων κυρίως και δευτερευόντως των ιστορικών, τόσο από τη φιλελεύθερη-κεντροδεξιά, όσο και την εκσυγχρονιστική-κεντροαριστερά, αλλά και τη ριζοσπαστική-ανανεωτική αριστερά. Η υποχώρηση της αντιιμπεριαλιστικής αιχμής και η εχθρότητα προς το εθνικό, ήταν η ειδικότερη μορφή και το περιεχόμενο που έλαβε η αποδοχή του κοινωνικά ηγεμονικού υπαρκτού ευρωπαϊσμού στις αριστερές μεταεθνικές τάσεις του φοιτητικού και γενικότερα νεολαϊστικού ριζοσπαστικού κινήματος σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, διαμορφώνοντας ουσιαστικά τους όρους ιδεολογικής και υλικής ενσωμάτωσής του, ως συγκεκριμένης φοιτητικής-νεολαϊστικής κατηγορίας μετεξελισσόμενης σε κοινωνικές μερίδες της νέας μικροαστικής τάξης.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του διαχωρισμού-δυισμού μεταξύ της κυρίαρχης τάσης της ελληνικής διανόησης και της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας για το ζήτημα του έθνους. Μια κρίσιμη στιγμή, σ’ ένα θέμα που επανέρχεται, είναι η διαπάλη για τα σχολικά βιβλία ιστορίας, ακριβώς λόγω της κομβικής σημασίας που έχει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός στη διαμόρφωση της εθνικής-ιστορικής συνείδησης μιας κοινωνίας με όρους μαζικούς.
Η προσωρινή υποχώρηση του δυισμού μεταξύ (αριστερής) διανόησης και κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων λόγω της έντονης αντιμνημονιακής συγκυρίας καταγράφηκε στη μαζικοποίηση και την αντιφατική κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά το μνημονιακό συμβιβασμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εκδηλώθηκε εκ νέου ο διαχωρισμός κυρίαρχης αριστερής διανόησης και κυριαρχούμενων τάξεων. Αρχικά με την ενδόρρηξη μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων παραδιακής και νέας μικροαστικής τάξης στην πάλη για το ασφαλιστικό-φορολογικό σε μια έντονα κατακερματισμένη κοινωνική πραγματικότητα και ακολούθως και ιδιαίτερα έντονα στην διαπάλη για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ του Ανατολικού Αιγαίου και στον Έβρο, εκδηλώθηκαν με τη μορφή συλλογικών διακηρύξεων, δύο παρεμβάσεις Πανεπιστημιακών και προσώπων με δημόσιο λόγο. Δεν αναφέρομαι στη διακήρυξη των 70 Ευρωπαίων διανοουμένων στη γαλλική Μοντ που είχε άλλα χαρακτηριστικά και ουσιαστικά αναπαρήγαγε τα βασικά σχήματα της τουρκικής προπαγάνδας. Οι δύο εγχώριες διακηρύξεις των «85» και των «62», αντανακλώντας το ηγεμονικό κλίμα στους κύκλους της διανόησης και ανεξαρτήτως διαφορετικών ατομικών θεωρήσεων, πέραν της αποσιώπησης ή υποβάθμισης αντίστοιχα του ρόλου του τουρκικού κράτους, της άρνησης να τεθεί το τουρκικό πρόβλημα από την οπτική της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και της διεθνοποίησής του σε σχέση με τη διεθνή και ανθρωπιστική φύση του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος, την εισβολή στη Συρία, τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή στην Κύπρο, αμφότερες οι διακηρύξεις επικεντρώνονται στις εκδηλώσεις ακροδεξιού λόγου και μίσους που πράγματι σημειώθηκαν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ενώ αποσιωπάται εντελώς η βούληση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, η πλατιά κινητοποίησή της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που δεν ηγεμονεύονταν από ακροδεξιό λόγο.
Για την πλατιά λαϊκή πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, το έθνος δεν είναι τεχνητή κατασκευή, αλλά έχει μια ιστορική συνέχεια πολιτισμικού κατά βάση χαρακτήρα, με υλική και πνευματική διάσταση, η εξακολούθηση της οποίας τίθεται σε αμφισβήτηση στην πράξη λόγω της εργαλειοποίησης των μεταναστευτικών πληθυσμών από τον τουρκικό επεκατισμό, τη δημογραφία, την ευρύτερη γεωπολιτική κίνηση. Η παραβίαση της αρχής της αριστοτελικής μεσότητας –όπως την αναλύει ο Γιώργος Ρακκάς στη μελέτη του «Σύγχρονες Βαβέλ» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017) και η οποία παρέχει την αντικειμενική δυνατότητα αρμονικής ενσωμάτωσης– στην έλευση και φιλοξενία μεταναστών και προσφύγων βρίσκεται στον πυρήνα της λαϊκής αντίδρασης και της μεταστροφής του κλίματος στα νησιά, αλλά και της μαζικής υποστήριξης της γραμμής κλειστά σύνορα στον Έβρο. Η δημοκρατική λαϊκή πλειοψηφία βρίσκεται απέναντι στα σχήματα πληθυσμιακής αντικατάστασης και κοινωνικής μηχανικής όπως εισηγούνται οι Καλύβας και Λιάκος.
Στη συγκυρία των 200 χρόνων από την Επανάσταση του «21» είναι ώριμες οι συνθήκες να πραγματοποιηθεί μια νέα «αλλαγή παραδείγματος» στην ελληνική διανόηση σε σχέση με τα ζητήματα του έθνους, της ιστορικής συνέχειας και προοπτικής, που θα άρει τον διαχωρισμό και θα εκφράσει τη μεγάλη λαϊκή-κοινωνική πλειοψηφία στην κυρίαρχη δημοκρατική της διάσταση. Οι κυρίαρχες τάσεις της λαϊκής συνείδησης όπως καταγράφονται στην έρευνα της κοινής γνώμης για το «21», για τα ζητήματα έθνους και πατρίδας περιλαμβάνονται στην έκδοση «Το 1821 στη συλλογική μνήμη», σε επιμέλεια του Γιάννη Μαυρή (public issue, 2020). Η διεθνής συγκυρία, όπως διαμορφώνεται από τον κορωνοϊό, θα πιέσει σε γενικότερες αλλαγές με μεγάλες ταχύτητες, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν και κατακλυσμιαίες. Τίποτα δεν φαίνεται πως θα παραμείνει το ίδιο με το χθες.
*Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος-πολιτικός επιστήμονας
Πηγή: edromos.gr
Η Σφήκα: Επιλογές