Άρης Χατζηστεφάνου
Τα πρώτα θερμά επεισόδια ενός πολέμου που όλοι φοβόντουσαν, είναι πλέον γεγονός. Η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να ρίξει στην αγορά μεγάλες ποσότητες πετρελαίου σε χαμηλότερες τιμές οδήγησε τον «μαύρο χρυσό» στη μεγαλύτερη ελεύθερη πτώση που έχει γνωρίσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου.
Αφορμή αποτέλεσε η ανακοίνωση της Ρωσίας ότι δεν θα ακολουθήσει την απόφαση άλλων πετρελαιοπαραγωγών κρατών του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) -ουσιαστικά μια πρόταση της Σαουδικής Αραβίας- για μείωση της παραγωγής, με την οποία θα διατηρούνταν η τιμή του μαύρου χρυσού σε υψηλά επίπεδα.
Θέλοντας να εδραιώσει την πολιτική κυριαρχία της στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ και την οικονομική κυριαρχία της στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε, λοιπόν, να «πνίξει» προσωρινά τον κόσμο στο φθηνό πετρέλαιο. Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε να αρπάξει ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς από τη Μόσχα και έτσι να μπορεί να καθορίζει ελεύθερα την τιμή σε βάθος χρόνου.
Σηκώνοντας, όμως, το γάντι της «μονομαχίας», η Ρωσία ακύρωσε αυτό τον σχεδιασμό και έφερε το Ριάντ αντιμέτωπο με τις ευθύνες του: ή θα κλιμάκωνε περαιτέρω έναν ενεργειακό πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες για το ίδιο και την παγκόσμια οικονομία, ή θα κατέληγε να οδηγηθεί το ίδιο στη συνθηκολόγηση.
Με μια πρώτη (απλουστευτική) ματιά, η αμερικανική κυβέρνηση θα είχε κάθε λόγο να στηρίζει τη σαρωτική πτώση των τιμών που προωθεί η Σαουδική Αραβία σε αυτόν τον πετρελαϊκό πόλεμο. Καταρχάς, σε μια κρίσιμη πολιτική στιγμή, με το βλέμμα όλων στραμμένο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο Τραμπ θα προσέφερε στους ψηφοφόρους του τις χαμηλές τιμές που υπόσχεται σε κάθε προεκλογική εκστρατεία. Κατά δεύτερον, η διατήρηση χαμηλών τιμών θα έχει καταστροφικές συνέπειες για διεθνείς αντιπάλους της Ουάσιγκτον, όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, που εξαρτώνται από το πετρέλαιο για να επιβιώσουν από τις καταστροφικές κυρώσεις που τους έχει επιβάλλει η υπερδύναμη. Όπως μου εξηγούσε παλαιότερα η οικονομολόγος Πασκουαλίνα Κούρτσιο, από τη Βενεζουέλα, η Σαουδική Αραβία έχει λειτουργήσει αρκετές φορές στο παρελθόν σαν ένα εργαλείο, με το οποίο η Ουάσιγκτον ρίχνει την τιμή του πετρελαίου σε κρίσιμες πολιτικές περιόδους, προκειμένου να προκαλέσει πολιτική αναταραχή και, τελικά, ανατροπή καθεστώτων σε πετρελαιοπαραγωγά κράτη.
Αν προσθέσει κανείς σε αυτή την εικόνα και τη μεγάλη μάχη απέναντι στη Ρωσία για την κυριαρχία στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ, η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να στηρίξει τον πετρελαϊκό πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας.
Σωστά; Όχι ακριβώς.
Καταρχήν, η ραγδαία μείωση της τιμής του «μαύρου χρυσού» μπορεί να δώσει τη χαριστική βολή σε δεκάδες αμερικανικές επιχειρήσεις shale (το λεγόμενο μη συμβατικό πετρέλαιο που παράγεται από θραύσματα πετρωμάτων σχιστολιθικού πετρελαίου). Οι shale companies, οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν μόνο με αρκετά υψηλές τιμές πετρελαίου, δίνουν μια χαμένη μάχη με το χρόνο, καθώς η δραστηριότητά τους, εκτός από την τρομακτική καταστροφή που προκαλεί στο περιβάλλον, είναι ζημιογόνος με τους σημερινούς όρους της αγοράς. Οι περισσότερες επιβιώνουν χάρη σε μια φούσκα επισφαλών χρηματοδοτήσεων, η οποία μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή με σημαντικές συνέπειες για το σύνολο της αμερικανικής οικονομίας και την ισχύ του δολαρίου.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, από μια παρατεταμένη μείωση της τιμής του πετρελαίου, είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση την ίδια τη Σαουδική Αραβία. Παρά τις διαβεβαιώσεις για την ευμάρεια του βασιλείου, ο οίκος των Σαούντ έχει φλερτάρει αρκετές φορές, τα τελευταία χρόνια, με τον κίνδυνο μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, που θα μπορούσε να προκαλέσει και πολιτικό χάος. Η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων της νεολαίας, που είδαμε από την εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν πάντα αποτέλεσμα οικονομικών διακυμάνσεων που δεν επέτρεπαν στο βασίλειο να προσφέρει το κοινωνικό συμβόλαιο που υποσχόταν στους πολίτες του.
Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, επισημαίνουν ότι ο πρόσφατος ενεργειακός πόλεμος και η οικονομική ανησυχία ίσως συνδέονται με τη σύλληψη περίπου 20 μελών της βασιλικής οικογένειας που φέρονται να συνωμοτούσαν εναντίον του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Αν και οι λεπτομέρειες παραμένουν συγκεχυμένες, η πολιτική αναταραχή στη Σαουδική Αραβία είναι σχεδόν πάντα συνυφασμένη με περιόδους οικονομικής δυσπραγίας.
Αν στηρίξει, λοιπόν, τον πετρελαϊκό πόλεμο του Ριάντ, ο Τραμπ κινδυνεύει να πυροβολήσει τα πόδια του τόσο στο εσωτερικό, καταστρέφοντας ένα κλάδο της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και σε διεθνές επίπεδο βλέποντας τον βασικό χωροφύλακα της Ουάσιγκτον να αποσταθεροποιείται.
Με την παγκόσμια οικονομία να μπαίνει σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής κρίσης (έχοντας σαν πυροκροτητή, αλλά όχι πραγματική αιτία τον κορωνοϊό) η Σαουδική Αραβία έρχεται να ρίξει πετρέλαιο στη φωτιά. Το ερώτημα είναι αν θα προλάβει να κάψει τους αντιπάλους της ή θα αυτοπυρποληθεί...
Πηγή: sputniknews.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τα πρώτα θερμά επεισόδια ενός πολέμου που όλοι φοβόντουσαν, είναι πλέον γεγονός. Η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να ρίξει στην αγορά μεγάλες ποσότητες πετρελαίου σε χαμηλότερες τιμές οδήγησε τον «μαύρο χρυσό» στη μεγαλύτερη ελεύθερη πτώση που έχει γνωρίσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου.
Αφορμή αποτέλεσε η ανακοίνωση της Ρωσίας ότι δεν θα ακολουθήσει την απόφαση άλλων πετρελαιοπαραγωγών κρατών του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) -ουσιαστικά μια πρόταση της Σαουδικής Αραβίας- για μείωση της παραγωγής, με την οποία θα διατηρούνταν η τιμή του μαύρου χρυσού σε υψηλά επίπεδα.
Θέλοντας να εδραιώσει την πολιτική κυριαρχία της στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ και την οικονομική κυριαρχία της στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε, λοιπόν, να «πνίξει» προσωρινά τον κόσμο στο φθηνό πετρέλαιο. Με τον τρόπο αυτό ήλπιζε να αρπάξει ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς από τη Μόσχα και έτσι να μπορεί να καθορίζει ελεύθερα την τιμή σε βάθος χρόνου.
Σηκώνοντας, όμως, το γάντι της «μονομαχίας», η Ρωσία ακύρωσε αυτό τον σχεδιασμό και έφερε το Ριάντ αντιμέτωπο με τις ευθύνες του: ή θα κλιμάκωνε περαιτέρω έναν ενεργειακό πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες για το ίδιο και την παγκόσμια οικονομία, ή θα κατέληγε να οδηγηθεί το ίδιο στη συνθηκολόγηση.
Με μια πρώτη (απλουστευτική) ματιά, η αμερικανική κυβέρνηση θα είχε κάθε λόγο να στηρίζει τη σαρωτική πτώση των τιμών που προωθεί η Σαουδική Αραβία σε αυτόν τον πετρελαϊκό πόλεμο. Καταρχάς, σε μια κρίσιμη πολιτική στιγμή, με το βλέμμα όλων στραμμένο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο Τραμπ θα προσέφερε στους ψηφοφόρους του τις χαμηλές τιμές που υπόσχεται σε κάθε προεκλογική εκστρατεία. Κατά δεύτερον, η διατήρηση χαμηλών τιμών θα έχει καταστροφικές συνέπειες για διεθνείς αντιπάλους της Ουάσιγκτον, όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, που εξαρτώνται από το πετρέλαιο για να επιβιώσουν από τις καταστροφικές κυρώσεις που τους έχει επιβάλλει η υπερδύναμη. Όπως μου εξηγούσε παλαιότερα η οικονομολόγος Πασκουαλίνα Κούρτσιο, από τη Βενεζουέλα, η Σαουδική Αραβία έχει λειτουργήσει αρκετές φορές στο παρελθόν σαν ένα εργαλείο, με το οποίο η Ουάσιγκτον ρίχνει την τιμή του πετρελαίου σε κρίσιμες πολιτικές περιόδους, προκειμένου να προκαλέσει πολιτική αναταραχή και, τελικά, ανατροπή καθεστώτων σε πετρελαιοπαραγωγά κράτη.
Αν προσθέσει κανείς σε αυτή την εικόνα και τη μεγάλη μάχη απέναντι στη Ρωσία για την κυριαρχία στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ, η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να στηρίξει τον πετρελαϊκό πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας.
Σωστά; Όχι ακριβώς.
Καταρχήν, η ραγδαία μείωση της τιμής του «μαύρου χρυσού» μπορεί να δώσει τη χαριστική βολή σε δεκάδες αμερικανικές επιχειρήσεις shale (το λεγόμενο μη συμβατικό πετρέλαιο που παράγεται από θραύσματα πετρωμάτων σχιστολιθικού πετρελαίου). Οι shale companies, οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν μόνο με αρκετά υψηλές τιμές πετρελαίου, δίνουν μια χαμένη μάχη με το χρόνο, καθώς η δραστηριότητά τους, εκτός από την τρομακτική καταστροφή που προκαλεί στο περιβάλλον, είναι ζημιογόνος με τους σημερινούς όρους της αγοράς. Οι περισσότερες επιβιώνουν χάρη σε μια φούσκα επισφαλών χρηματοδοτήσεων, η οποία μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή με σημαντικές συνέπειες για το σύνολο της αμερικανικής οικονομίας και την ισχύ του δολαρίου.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, από μια παρατεταμένη μείωση της τιμής του πετρελαίου, είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση την ίδια τη Σαουδική Αραβία. Παρά τις διαβεβαιώσεις για την ευμάρεια του βασιλείου, ο οίκος των Σαούντ έχει φλερτάρει αρκετές φορές, τα τελευταία χρόνια, με τον κίνδυνο μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, που θα μπορούσε να προκαλέσει και πολιτικό χάος. Η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων της νεολαίας, που είδαμε από την εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν πάντα αποτέλεσμα οικονομικών διακυμάνσεων που δεν επέτρεπαν στο βασίλειο να προσφέρει το κοινωνικό συμβόλαιο που υποσχόταν στους πολίτες του.
Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, επισημαίνουν ότι ο πρόσφατος ενεργειακός πόλεμος και η οικονομική ανησυχία ίσως συνδέονται με τη σύλληψη περίπου 20 μελών της βασιλικής οικογένειας που φέρονται να συνωμοτούσαν εναντίον του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Αν και οι λεπτομέρειες παραμένουν συγκεχυμένες, η πολιτική αναταραχή στη Σαουδική Αραβία είναι σχεδόν πάντα συνυφασμένη με περιόδους οικονομικής δυσπραγίας.
Αν στηρίξει, λοιπόν, τον πετρελαϊκό πόλεμο του Ριάντ, ο Τραμπ κινδυνεύει να πυροβολήσει τα πόδια του τόσο στο εσωτερικό, καταστρέφοντας ένα κλάδο της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και σε διεθνές επίπεδο βλέποντας τον βασικό χωροφύλακα της Ουάσιγκτον να αποσταθεροποιείται.
Με την παγκόσμια οικονομία να μπαίνει σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής κρίσης (έχοντας σαν πυροκροτητή, αλλά όχι πραγματική αιτία τον κορωνοϊό) η Σαουδική Αραβία έρχεται να ρίξει πετρέλαιο στη φωτιά. Το ερώτημα είναι αν θα προλάβει να κάψει τους αντιπάλους της ή θα αυτοπυρποληθεί...
Πηγή: sputniknews.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη