Κείμενα-Επιμέλεια: Κώστας Γκιώνης
Α΄ μέρος
Μακρόνησος, Κυριακή 29 Φλεβάρη – Δευτέρα 1 Μάρτη του δίσεκτου (όπως και φέτος…) έτους 1948: 72 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την πιο μαύρη σελίδα της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Δυο μέρες, 36 εφιαλτικές ώρες για την ακρίβεια, που δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ. Επειδή, όπως έλεγε ο παλιός πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Γιάννης Καραβίδας προλογίζοντας το βιβλίο από το οποίο αντλούμε πολλά στοιχεία*, «οι μαρτυρίες που είναι γραμμένες με το ίδιο το αίμα των μαρτύρων, βοηθούν να μην ξεχνάμε το μέγεθος του κακού, ώστε να μην το ζήσουμε ακόμα μεγαλύτερο». Αλλά και γιατί είναι υποχρέωση στην εντολή εκείνου του παλικαριού που, λίγο πριν ξεψυχήσει, είπε για λογαριασμό των σφαγμένων συντρόφων του: «Σύντροφοι πεθαίνω, όποιος ζήσει να γράψει»…
Με το τέλος του πολέμου και μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών, οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες, βαφτίστηκαν έντιμοι πατριώτες. Αυτοί που πολέμησαν τον εχθρό χαρακτηρίστηκαν προδότες και εαμοβούλγαροι: ούτε την πιο απλή δουλειά δεν μπορούσαν να βρουν χωρίς «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που απαιτούσε την αποκήρυξη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Οι διώξεις ήταν καθημερινές, τρομοκρατία επικρατούσε παντού, κατά χιλιάδες έβγαιναν οι καταδικαστικές αποφάσεις (μόνο με το «Νόμο περί εκτάκτων μέτρων – Γ΄ ψήφισμα» εκδόθηκαν 7.800 καταδίκες σε θάνατο), κάθε αυγή γίνονταν εκτελέσεις. Στην επαρχία τα πράγματα ήταν ακόμα πιο τραγικά: ομάδες παρακρατικών έκαιγαν, λεηλατούσαν, σκότωναν όποιον ήθελαν. Χαρακτηριστική είναι η κάτωθι «διαταγή», την οποία παραθέτουμε με την αυθεντική αν-ορθογραφία της:
«Αρχιγίον Εθνικοφρόνον Θεσαλίας
Διατάσο την εκσόντοσι όλον των κουκουέδων. Όσι δεν εχτελέσουν τη διαταγί μου θα τιμοριθούν αφστιρά με θάνατο. Ι στρατιωτικαίς αρχές δεν πρέπι να πιράξουν τους ανθρόπους μου γιατί κάνο εθνικό έργο.
Ζίτο ο βασιλέφς Γεόργιος – Ζίτο ο Τσόρτσιλ
Κάτο η Ρουσία – Θάνατος στους Κουκουέδες
Ο Αρχιγός Γρ. ΣΟΥΡΛΑΣ
Φάρσαλα 25 Απρίλι 1945»
Μέσα σε αυτό το κλίμα αποφασίζεται, στις 19 Φλεβάρη του 1947, η δημιουργία τριών στρατοπέδων στη Μακρόνησο, ειδικά για στρατεύσιμους που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στην εμφυλιακή κυβέρνηση: «Απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα, δια να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας των παρεσύροντο από τα απατηλά συνθήματα των ερυθρών»… Ας σημειωθεί ότι η Μακρόνησος δεν ήταν ποτέ τόπος κατοικήσιμος. Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ως τόπος κράτησης χιλιάδων Τούρκων αιχμαλώτων στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων: οι περισσότεροι πέθαναν από δίψα και χολέρα. Το 1921 έφεραν 20.000 Πόντιους που ήρθαν από τη Ρωσία: και αυτοί αποδεκατίστηκαν από δυσεντερία και πανούκλα.
Τον Μάρτη του 1947 οι πρώτοι φαντάροι εκτοπίζονται στη Μακρόνησο, σε «τάγματα σκαπανέων». Ένα χρόνο αργότερα οι εκτοπισμένοι φτάνουν τις 30 χιλιάδες. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για τους κυβερνώντες: θέλουν πάνω απ’ όλα να τους τσακίσουν το δημοκρατικό φρόνημα. Κάθε μέσο χρησιμοποιείται για την πλήρη υποταγή τους: δολοφονίες, ολονύκτιοι ξυλοδαρμοί στη χαράδρα, εικονικές εκτελέσεις, πείνα και δίψα. Οι κυριότεροι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του στρατοπέδου ήταν ο Γεώργιος Στράτος, ο Κωνσταντίνος Βεντήρης, ο Κωνσταντίνος Ρέντης και ο Γεώργιος Μπαϊρακτάρης.
Όμως παρ’ όλη την αγριότητα και τα φρικτά βασανιστήρια (που σταδιακά, με τη βοήθεια και Αμερικανών «ειδικών», αποκτούσαν «επιστημονική» μορφή…), δεν κατάφερναν να αποσπάσουν καμιά πολυπόθητη υπογραφή από τους σκαπανείς του Α΄ Τάγματος, τους «αμετανόητους». Αυτό τους έκανε να σκυλιάζουν όλο και πιο πολύ. Τις νύχτες αφρισμένοι αξιωματικοί και αλφαμίτες τους χτυπούσαν στη χαράδρα με ινδικά μπαμπού, με στριφτά καλώδια, με συρματόσχοινα, βούρδουλες, σκινόριζες και ρόπαλα από γκασμάδες. Κεφάλια άνοιγαν, πλευρά, χέρια και πόδια έσπαγαν, οι σάρκες σκίζονταν λουρίδες, μετά από λίγο το σώμα γίνονταν μια άμορφη κρεάτινη μπάλα… τίποτε δεν θύμιζε άνθρωπο!
Έτσι φτάνουμε στις 28 Φλεβάρη 1948, ημέρα Σάββατο. Το μεσημέρι, στη σύνταξη του δελτίου αναφοράς που στάλθηκε στην ΑΣΔΑΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών-Νήσων), οι καταμετρηθέντες στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων ήταν 5.509 φαντάροι. Το ίδιο βράδυ οι επιλοχίες ειδοποιούν ότι το επόμενο πρωί στο χώρο του αμφιθεάτρου θα γίνει υποχρεωτικός εκκλησιασμός και κήρυγμα από τον παπά Στυλιανό Κορνάρο – τον μετέπειτα Μητροπολίτη Πρεβέζης, τον επονομαζόμενο και Άγιο Πρεβέζης των γνωστών σκανδάλων… Αυτός όρμαγε πάνω στους φαντάρους και τους φώναζε: «Είστε προδότες. Σηκώσατε τα όπλα εναντίον της έννομης τάξης. Πολεμήσατε τους Γερμανούς, που ήταν θέλημα Θεού να ‘ρθουν στο τόπο μας(!!!). Αμαρτήσατε, γιατί εναντιωθήκατε στη θέλησή Του. Και τώρα θα πληρώσετε, εαμοβούλγαροι. Ή θα γίνετε πατριώτες, ή η πατρίδα θα σας συντρίψει»… Πολλοί παραξενεύτηκαν από τη διαταγή να συμμετέχουν άπαντες υποχρεωτικά στον εκκλησιασμό: αυτό γινόταν για πρώτη φορά. Βέβαια κανενός το μυαλό δεν πήγαινε στα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
29 Φλεβάρη 1948, ημέρα Κυριακή: ο καιρός μουντός, ψιλόβρεχε κατά διαστήματα, το κρύο τσουχτερό, η θάλασσα ανταριασμένη… Μετά το πρωινό προσκλητήριο έγινε η πρωινή αναφορά στις 10, από τον υπολοχαγό Καστρίτση. Μετά το τέλος της αναφοράς διέταξε να κατευθυνθούν όλοι προς το αμφιθέατρο. Ανάμεσα στους σκαπανείς τριγύριζε σαν λύκος ο ανθυπολοχαγός Καρδαράς: «Σήμερα θα μιλήσει ο Χριστός με το πιστόλι», φώναζε… Στο δρόμο προς το αμφιθέατρο οι αλφαμίτες Ζαμπέτρος, Τσιμπούκης (Πλάκας) και Λιάπης, θεριά ανήμερα, έβριζαν, ούρλιαζαν, χτυπούσαν με τις ζωστήρες όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Όταν η κύρια μάζα των φαντάρων είχε κάτσει στο έδαφος απέναντι από τη σκηνή, διέκριναν πίσω από τον μαντρότοιχο της σκηνής, σ’ ένα βουναλάκι, παρατεταγμένους αλφαμίτες, με πρώτο τον αρχιβασανιστή Ρενιέρη, με πλήρη πολεμική εξάρτηση και με τέσσερα οπλοπολυβόλα τοποθετημένα ακριβώς απέναντί τους.
Περίπου στις 10:30 ακούστηκε ένα παρατεταμένο σφύριγμα από τη μεριά του Διοικητηρίου, από τον ανθυπολοχαγό Χρήστο Σαλβαρά. Και κατόπιν η φωνή του Καρδαρά να ουρλιάζει: «Ανοίξατε πυρ!». Το μακέλεμα είχε ξεκινήσει. Πανικός. Οι περισσότεροι φωνάζουν «αίσχος-αίσχος», άλλοι τρέχουν αλλόφρονες, οι πρώτοι νεκροί είναι γεγονός, τραυματίες σφαδάζουν στο έδαφος. Το ανθρώπινο κοπάδι προσπαθεί να επιστρέψει στο Τάγμα, κουβαλώντας νεκρούς και τραυματίες. Φτάνουν στο γήπεδο, κατεβάζουν τη σημαία μεσίστια, τοποθετούν ευλαβικά ανάμεσα στον Α΄ και Β΄ Λόχο τους 5 νεκρούς τους: Θωμάς Ζάχος, Βαγγέλης Σακαγιάννης, Θανάσης Λάμπρου, Βασίλης Λαντούρης και Βέργος Σιβρής. Οι τραυματίες είναι 50, εκ των οποίων οι 10 βαριά. Η κατάσταση είναι έκρυθμη. Ο Καρδαράς, ο Χούλιας, ο Μάντζος και ο Γκούφας κυκλοφορούν προκλητικοί μέσα στο πλήθος. Κάποιοι κινούνται εναντίον τους, αλλά τους εμποδίζουν οι περισσότεροι, λέγοντάς τους ότι δεν αξίζει να λερώσουν τα χέρια τους για τέτοια σκουλήκια.
Μια επιτροπή σκαπανέων συναντάται με τον διοικητή Αντώνιο Βασιλόπουλο, ο οποίος απουσίαζε από τα γεγονότα, και αποφασίζεται οι τραυματίες να μεταφερθούν σε νοσοκομεία των Αθηνών και να έρθει την επόμενη μέρα κυβερνητικό κλιμάκιο να διερευνήσει την υπόθεση. Αργότερα ο Βασιλόπουλος, ο οποίος τους έδινε το λόγο της στρατιωτικής τιμής του, ότι θα κρατήσει την υπόσχεση του, θα καταθέσει στο Στρατοδικείο Λαυρίου: «Έδωσα την εντύπωση στους σκαπανείς ότι υιοθετώ τα αιτήματά τους, για να μπορέσω ευκολότερα να τους κτυπήσω την επομένην»! Τη νύκτα κανένας δεν έκλεισε μάτι. Οι φαντάροι στάθμιζαν την κατάσταση. Κατέληγαν ότι όλο αυτό το φονικό είχε σκοπό να τους τρομοκρατήσει, να τους σπάσει τα νεύρα και να κουρελιάσει το φρόνημά τους για να απαρνηθούν το περήφανο πνεύμα της Αντίστασης και να συρθούν να υπογράψουν τις δηλώσεις αποκήρυξης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Απέναντί τους είχαν πάρει θέση 4 Τζέιμς με αναμένουν τους προβολείς να φωτίζουν τις σκηνές, ώστε να ελέγχουν τις κινήσεις των σκαπανέων…
1 Μάρτη 1948, ημέρα Δευτέρα: το φως της ημέρας τους βρήκε κυκλωμένους από δυνάμεις 400 οπλισμένων ανδρών. Στις 8 η ώρα τα μεγάφωνα τους ζητούν επιτακτικά να παραδώσουν τους πέντε νεκρούς. Οι σκαπανείς υποχωρούν για να μην δώσουν άλλοθι για νέα επίθεση.
Ώρα 9 το πρωί προσεγγίζει την παραλία το πολεμικό σκάφος 37. Μία ώρα αργότερα τα μεγάφωνα καλούν τους σκαπανείς να πάνε στον 7ο Λόχο να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Οι σκαπανείς περιφρονούν τις παροτρύνσεις.
Ώρα 11, φορτηγά Τζέιμς φέρνουν από το Γ΄ Τάγμα άλλους 500 ένοπλους με ατομικά αυτόματα όπλα και κράνη, οι οποίοι παίρνουν θέση στο γήπεδο. Το πολεμικό 37 πλέον εφάπτεται με την ακτή: 2 κανόνια και 4 μυδράλια σημαδεύουν τον καταυλισμό. Ο ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης τους μιλάει από τα μεγάφωνα του σκάφους και τους δίνει 5 λεπτά προθεσμία:
«Όσοι είναι Έλληνες να πάνε στον 7ο Λόχο. Οι εαμοβούλγαροι να μείνουν στις θέσεις τους»!
Μόλις 30-40 σκαπανείς κινούνται προς τον 7ο Λόχο. Η φωνή του στρατιώτη Πέτρου Πασχαλίδη αντηχεί: «Τιμή ή Θάνατος!». Ο Σκαλούμπακας έχει το γενικό πρόσταγμα, ο Μπαρούχος σηκώνει το όπλο του και ρίχνει μια πιστολιά. Είναι το σύνθημα. Κόλαση πυρός, φαντάροι τρέχουν πανικόβλητοι προς τη θάλασσα, πολλοί πέφτουν μέσα, κάποιοι πνίγονται, οι υπόλοιποι δέχονται πυκνά πυρά από το σκάφος 37. Η τραγωδία δεν περιγράφεται. Όταν τα όπλα σιγούν, ορμούν οι ροπαλοφόροι και τσακίζουν όποιον βλέπουν μπροστά τους. Οι τραυματίες αποτελειώνονται με χαριστική βολή. Αρκετοί σκαπανείς στέκουν ακίνητοι τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, αποφασισμένοι να πεθάνουν! Ο ανθυπολοχαγός Καμπούρογλου, ο Κατσιμίχας, ο Σαλβαράς, φωνάζουν «σκοτώστε τα σκυλιά, στο ψαχνό, στο ψαχνό». Ο μονόφθαλμος ανθυπολοχαγός Μπαρούχος σαρώνει τις σκηνές και εκτελεί ακατάπαυστα!
Τους νεκρούς και τους τραυματίες τους φόρτωναν στα καμιόνια και άλλους τους μετέφεραν στην τέντα που είχε στηθεί στο Γ΄ Τάγμα, ή στο λιμάνι, όπου γινόταν η καταγραφή. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ανθυπολοχαγός Βασίλης Σκόρδας. Όσους μπορούσαν να περπατήσουν τους συγκέντρωναν στο Γ΄ Τάγμα, όπου εκ νέου τους ζητήθηκε να υπογράψουν: 500 από αυτούς λύγισαν. Όσοι αρνούνται και μένουν στις θέσεις τους δέχονται νέα λυσσαλέα επίθεση από 300 ροπαλοφόρους κατ’ εντολή του Σκαλούμπακα. Ο αλφαμίτης Γεώργιος Καράτσος διακρίνεται για το αιμοβόρο πάθος του. Αρκετοί αρνούμενοι να υπογράψουν εκτελούνται επί τόπου. Τελικά, από το πολεμικό 37 ακούγεται τρεις φορές η σάλπιγγα του Μπαϊρακτάρη: «Παύσατε πυρ». Η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί…
Ένα καΐκι, ο «Άγιος Νικόλαος» με καπετάνιο τον Μίμη Βρονταμίτη, το οποίο ο στρατός είχε επιτάξει έναντι 8.000 δραχμών το μήνα με σκοπό να κουβαλάει από το Λαύριο πολιτικούς υπόδικους, φαντάρους, νερό σε βαρέλια και άλλες προμήθειες, βρίσκεται εκεί την επομένη το πρωί. Ο Βρονταμίτης, με το πιστόλι του Σκαλούμπακα στο κεφάλι του, αναγκάζεται να φορτώσει τους νεκρούς φαντάρους. Ένα-ένα τα πτώματα τοποθετούνταν στο αμπάρι, σαν τις παστές σαρδέλες στο κονσερβοκούτι, από τους αλφαμίτες Λαγό και Χουμή. Όταν γέμισε το αμπάρι, άρχισαν να στιβάζουν τις σορούς και στο κατάστρωμα, σχηματίζοντας ένα βουναλάκι. Στο πρώτο δρομολόγιο φορτώθηκαν 185 νεκροί σκαπανείς. Τη νύχτα το καΐκι ανοιγόταν προς το Κάβο Ντόρο. Στη βραχονησίδα Σαν Τζιόρτζιο τους περίμενε πολεμικό πλοίο: οι ναύτες έπαιρναν τους δολοφονημένους, τους έχωναν σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό. Ο καπετάνιος πολλά χρόνια αργότερα θα πει ότι μέτρησε έναν-έναν τους νεκρούς φαντάρους: ήταν 350…
Ανακοινωθέν του Υπουργείου Στρατιωτικών εκ του γραφείου του υπουργού των Στρατιωτικών κ. Στράτου εξεδόθη αργά την νύκτα η κάτωθι ανακοίνωσις δια τα αιματηρά γεγονότα της Μακρονήσου:
«Την 29/2/48 άνδρες του στρατοπέδου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί κατά την διάρκεια θρησκευτικής εορτής επετέθησαν κατά της φρουράς του στρατοπέδου προς αφοπλισμόν. Η τελευταία αμυνόμενη έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις αποκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών: 17 νεκροί και 61 τραυματίαι. Ημετέρων: 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμών. Οι τραυματίαι μεταφέρθηκαν εις στρατιωτικόν νοσοκομείον.»
Αυτοί που συνέλαβαν, αλλά και αυτοί που με τόσο ζήλο υλοποίησαν το μακάβριο σχέδιο εξόντωσης των «αμετανόητων», προκαλούν ένα ερώτημα: πώς τελικά κάποιος που, εμφανισιακά τουλάχιστον, θυμίζει άνθρωπο, μετατρέπεται σε τέρας που όμοιό του δεν έχει ξαναϋπάρξει;
Ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ έφτασε στην Ελλάδα στο αποκορύφωμα του εμφυλίου, τον Φλεβάρη του 1948, και αμέσως τοποθετήθηκε επικεφαλής του κυβερνητικού στρατού. Σε αυτόν απευθυνόμενος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τότε υπουργός Στρατιωτικών, είχε πει την περίφημη φράση: «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας»… Ο Βαν Φλιτ συνεχάρη τον Μπαϊρακτάρη για τη σφαγή της Μακρονήσου με την ακόλουθη επιστολή:
«Αγαπητέ ταξίαρχε κ. Μπαϊρακτάρη, επιθυμώ να σας συγχαρώ διά το εξαιρετικόν έργον το οποίον οργανώσατε και επιτελείτε εις το στρατόπεδον της Μακρονήσου.
Ειλικρινώς υμέτερος,
Στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ»
* Συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο, μεταξύ άλλων με μαρτυρίες αυτών που επέζησαν της σφαγής.
Πηγή: e-dromos.gr
Κώστας Γκιώνης: Σχετικά με τον συντάκτη
Α΄ μέρος
Η επέτειος της σφαγής του 1948 στη Μακρόνησο
Μακρόνησος, Κυριακή 29 Φλεβάρη – Δευτέρα 1 Μάρτη του δίσεκτου (όπως και φέτος…) έτους 1948: 72 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την πιο μαύρη σελίδα της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Δυο μέρες, 36 εφιαλτικές ώρες για την ακρίβεια, που δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ. Επειδή, όπως έλεγε ο παλιός πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Γιάννης Καραβίδας προλογίζοντας το βιβλίο από το οποίο αντλούμε πολλά στοιχεία*, «οι μαρτυρίες που είναι γραμμένες με το ίδιο το αίμα των μαρτύρων, βοηθούν να μην ξεχνάμε το μέγεθος του κακού, ώστε να μην το ζήσουμε ακόμα μεγαλύτερο». Αλλά και γιατί είναι υποχρέωση στην εντολή εκείνου του παλικαριού που, λίγο πριν ξεψυχήσει, είπε για λογαριασμό των σφαγμένων συντρόφων του: «Σύντροφοι πεθαίνω, όποιος ζήσει να γράψει»…
Με το τέλος του πολέμου και μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών, οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες, βαφτίστηκαν έντιμοι πατριώτες. Αυτοί που πολέμησαν τον εχθρό χαρακτηρίστηκαν προδότες και εαμοβούλγαροι: ούτε την πιο απλή δουλειά δεν μπορούσαν να βρουν χωρίς «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που απαιτούσε την αποκήρυξη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Οι διώξεις ήταν καθημερινές, τρομοκρατία επικρατούσε παντού, κατά χιλιάδες έβγαιναν οι καταδικαστικές αποφάσεις (μόνο με το «Νόμο περί εκτάκτων μέτρων – Γ΄ ψήφισμα» εκδόθηκαν 7.800 καταδίκες σε θάνατο), κάθε αυγή γίνονταν εκτελέσεις. Στην επαρχία τα πράγματα ήταν ακόμα πιο τραγικά: ομάδες παρακρατικών έκαιγαν, λεηλατούσαν, σκότωναν όποιον ήθελαν. Χαρακτηριστική είναι η κάτωθι «διαταγή», την οποία παραθέτουμε με την αυθεντική αν-ορθογραφία της:
«Αρχιγίον Εθνικοφρόνον Θεσαλίας
Διατάσο την εκσόντοσι όλον των κουκουέδων. Όσι δεν εχτελέσουν τη διαταγί μου θα τιμοριθούν αφστιρά με θάνατο. Ι στρατιωτικαίς αρχές δεν πρέπι να πιράξουν τους ανθρόπους μου γιατί κάνο εθνικό έργο.
Ζίτο ο βασιλέφς Γεόργιος – Ζίτο ο Τσόρτσιλ
Κάτο η Ρουσία – Θάνατος στους Κουκουέδες
Ο Αρχιγός Γρ. ΣΟΥΡΛΑΣ
Φάρσαλα 25 Απρίλι 1945»
Μέσα σε αυτό το κλίμα αποφασίζεται, στις 19 Φλεβάρη του 1947, η δημιουργία τριών στρατοπέδων στη Μακρόνησο, ειδικά για στρατεύσιμους που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στην εμφυλιακή κυβέρνηση: «Απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα, δια να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας των παρεσύροντο από τα απατηλά συνθήματα των ερυθρών»… Ας σημειωθεί ότι η Μακρόνησος δεν ήταν ποτέ τόπος κατοικήσιμος. Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ως τόπος κράτησης χιλιάδων Τούρκων αιχμαλώτων στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων: οι περισσότεροι πέθαναν από δίψα και χολέρα. Το 1921 έφεραν 20.000 Πόντιους που ήρθαν από τη Ρωσία: και αυτοί αποδεκατίστηκαν από δυσεντερία και πανούκλα.
Αιματηρός πρόλογος
Τον Μάρτη του 1947 οι πρώτοι φαντάροι εκτοπίζονται στη Μακρόνησο, σε «τάγματα σκαπανέων». Ένα χρόνο αργότερα οι εκτοπισμένοι φτάνουν τις 30 χιλιάδες. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για τους κυβερνώντες: θέλουν πάνω απ’ όλα να τους τσακίσουν το δημοκρατικό φρόνημα. Κάθε μέσο χρησιμοποιείται για την πλήρη υποταγή τους: δολοφονίες, ολονύκτιοι ξυλοδαρμοί στη χαράδρα, εικονικές εκτελέσεις, πείνα και δίψα. Οι κυριότεροι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του στρατοπέδου ήταν ο Γεώργιος Στράτος, ο Κωνσταντίνος Βεντήρης, ο Κωνσταντίνος Ρέντης και ο Γεώργιος Μπαϊρακτάρης.
Όμως παρ’ όλη την αγριότητα και τα φρικτά βασανιστήρια (που σταδιακά, με τη βοήθεια και Αμερικανών «ειδικών», αποκτούσαν «επιστημονική» μορφή…), δεν κατάφερναν να αποσπάσουν καμιά πολυπόθητη υπογραφή από τους σκαπανείς του Α΄ Τάγματος, τους «αμετανόητους». Αυτό τους έκανε να σκυλιάζουν όλο και πιο πολύ. Τις νύχτες αφρισμένοι αξιωματικοί και αλφαμίτες τους χτυπούσαν στη χαράδρα με ινδικά μπαμπού, με στριφτά καλώδια, με συρματόσχοινα, βούρδουλες, σκινόριζες και ρόπαλα από γκασμάδες. Κεφάλια άνοιγαν, πλευρά, χέρια και πόδια έσπαγαν, οι σάρκες σκίζονταν λουρίδες, μετά από λίγο το σώμα γίνονταν μια άμορφη κρεάτινη μπάλα… τίποτε δεν θύμιζε άνθρωπο!
Έτσι φτάνουμε στις 28 Φλεβάρη 1948, ημέρα Σάββατο. Το μεσημέρι, στη σύνταξη του δελτίου αναφοράς που στάλθηκε στην ΑΣΔΑΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών-Νήσων), οι καταμετρηθέντες στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων ήταν 5.509 φαντάροι. Το ίδιο βράδυ οι επιλοχίες ειδοποιούν ότι το επόμενο πρωί στο χώρο του αμφιθεάτρου θα γίνει υποχρεωτικός εκκλησιασμός και κήρυγμα από τον παπά Στυλιανό Κορνάρο – τον μετέπειτα Μητροπολίτη Πρεβέζης, τον επονομαζόμενο και Άγιο Πρεβέζης των γνωστών σκανδάλων… Αυτός όρμαγε πάνω στους φαντάρους και τους φώναζε: «Είστε προδότες. Σηκώσατε τα όπλα εναντίον της έννομης τάξης. Πολεμήσατε τους Γερμανούς, που ήταν θέλημα Θεού να ‘ρθουν στο τόπο μας(!!!). Αμαρτήσατε, γιατί εναντιωθήκατε στη θέλησή Του. Και τώρα θα πληρώσετε, εαμοβούλγαροι. Ή θα γίνετε πατριώτες, ή η πατρίδα θα σας συντρίψει»… Πολλοί παραξενεύτηκαν από τη διαταγή να συμμετέχουν άπαντες υποχρεωτικά στον εκκλησιασμό: αυτό γινόταν για πρώτη φορά. Βέβαια κανενός το μυαλό δεν πήγαινε στα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
Η σφαγή ξεκινά
Το αφιέρωμα στη σφαγή του 1948 συμπληρώνεται από μοναδικές φωτογραφίες, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά: πρόκειται για υλικό που μας παραχώρησε ο Δημήτρης Παπαχρήστος από το προσωπικό του αρχείο. Τις φωτογραφίες αυτές του τις έδωσε ο συγχωριανός του, από τον Άγιο Γεώργιο Ιστιαίας, Τάσος Γερογιάννης. Ο Γερογιάννης υπηρέτησε τη θητεία του στο Α΄ Τάγμα Μακρονήσου το 1953, λόγω «βεβαρημένου παρελθόντος» στην Κατοχή – έστω κι αν ήταν τότε μόλις 10 ετών… Μια μέρα ο τότε διοικητής Νίκος Μαρούλιας, κοντοχωριανός του από την Αιδηψό, τον κάλεσε στο γραφείο του και του ανέθεσε να πάρει μια κούτα, να πάει σε μια χαράδρα και να την κάψει. Όταν έφτασε στο σημείο, ο Γερογιάννης από περιέργεια άνοιξε την κούτα. Αυτό που αντίκρισε τον σόκαρε: ήταν 300 φωτογραφίες, όλες σχεδόν με ακρωτηριασμένους στη σφαγή του 1948. Κράτησε μερικές, και τις άλλες τις έκαψε. Πολλά χρόνια αργότερα παρέδωσε μερικές στο ΚΚΕ και μερικές στον Δημήτρη Παπαχρήστο – τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση. |
29 Φλεβάρη 1948, ημέρα Κυριακή: ο καιρός μουντός, ψιλόβρεχε κατά διαστήματα, το κρύο τσουχτερό, η θάλασσα ανταριασμένη… Μετά το πρωινό προσκλητήριο έγινε η πρωινή αναφορά στις 10, από τον υπολοχαγό Καστρίτση. Μετά το τέλος της αναφοράς διέταξε να κατευθυνθούν όλοι προς το αμφιθέατρο. Ανάμεσα στους σκαπανείς τριγύριζε σαν λύκος ο ανθυπολοχαγός Καρδαράς: «Σήμερα θα μιλήσει ο Χριστός με το πιστόλι», φώναζε… Στο δρόμο προς το αμφιθέατρο οι αλφαμίτες Ζαμπέτρος, Τσιμπούκης (Πλάκας) και Λιάπης, θεριά ανήμερα, έβριζαν, ούρλιαζαν, χτυπούσαν με τις ζωστήρες όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Όταν η κύρια μάζα των φαντάρων είχε κάτσει στο έδαφος απέναντι από τη σκηνή, διέκριναν πίσω από τον μαντρότοιχο της σκηνής, σ’ ένα βουναλάκι, παρατεταγμένους αλφαμίτες, με πρώτο τον αρχιβασανιστή Ρενιέρη, με πλήρη πολεμική εξάρτηση και με τέσσερα οπλοπολυβόλα τοποθετημένα ακριβώς απέναντί τους.
Περίπου στις 10:30 ακούστηκε ένα παρατεταμένο σφύριγμα από τη μεριά του Διοικητηρίου, από τον ανθυπολοχαγό Χρήστο Σαλβαρά. Και κατόπιν η φωνή του Καρδαρά να ουρλιάζει: «Ανοίξατε πυρ!». Το μακέλεμα είχε ξεκινήσει. Πανικός. Οι περισσότεροι φωνάζουν «αίσχος-αίσχος», άλλοι τρέχουν αλλόφρονες, οι πρώτοι νεκροί είναι γεγονός, τραυματίες σφαδάζουν στο έδαφος. Το ανθρώπινο κοπάδι προσπαθεί να επιστρέψει στο Τάγμα, κουβαλώντας νεκρούς και τραυματίες. Φτάνουν στο γήπεδο, κατεβάζουν τη σημαία μεσίστια, τοποθετούν ευλαβικά ανάμεσα στον Α΄ και Β΄ Λόχο τους 5 νεκρούς τους: Θωμάς Ζάχος, Βαγγέλης Σακαγιάννης, Θανάσης Λάμπρου, Βασίλης Λαντούρης και Βέργος Σιβρής. Οι τραυματίες είναι 50, εκ των οποίων οι 10 βαριά. Η κατάσταση είναι έκρυθμη. Ο Καρδαράς, ο Χούλιας, ο Μάντζος και ο Γκούφας κυκλοφορούν προκλητικοί μέσα στο πλήθος. Κάποιοι κινούνται εναντίον τους, αλλά τους εμποδίζουν οι περισσότεροι, λέγοντάς τους ότι δεν αξίζει να λερώσουν τα χέρια τους για τέτοια σκουλήκια.
Μια επιτροπή σκαπανέων συναντάται με τον διοικητή Αντώνιο Βασιλόπουλο, ο οποίος απουσίαζε από τα γεγονότα, και αποφασίζεται οι τραυματίες να μεταφερθούν σε νοσοκομεία των Αθηνών και να έρθει την επόμενη μέρα κυβερνητικό κλιμάκιο να διερευνήσει την υπόθεση. Αργότερα ο Βασιλόπουλος, ο οποίος τους έδινε το λόγο της στρατιωτικής τιμής του, ότι θα κρατήσει την υπόσχεση του, θα καταθέσει στο Στρατοδικείο Λαυρίου: «Έδωσα την εντύπωση στους σκαπανείς ότι υιοθετώ τα αιτήματά τους, για να μπορέσω ευκολότερα να τους κτυπήσω την επομένην»! Τη νύκτα κανένας δεν έκλεισε μάτι. Οι φαντάροι στάθμιζαν την κατάσταση. Κατέληγαν ότι όλο αυτό το φονικό είχε σκοπό να τους τρομοκρατήσει, να τους σπάσει τα νεύρα και να κουρελιάσει το φρόνημά τους για να απαρνηθούν το περήφανο πνεύμα της Αντίστασης και να συρθούν να υπογράψουν τις δηλώσεις αποκήρυξης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Απέναντί τους είχαν πάρει θέση 4 Τζέιμς με αναμένουν τους προβολείς να φωτίζουν τις σκηνές, ώστε να ελέγχουν τις κινήσεις των σκαπανέων…
Η κορύφωση του εφιάλτη
1 Μάρτη 1948, ημέρα Δευτέρα: το φως της ημέρας τους βρήκε κυκλωμένους από δυνάμεις 400 οπλισμένων ανδρών. Στις 8 η ώρα τα μεγάφωνα τους ζητούν επιτακτικά να παραδώσουν τους πέντε νεκρούς. Οι σκαπανείς υποχωρούν για να μην δώσουν άλλοθι για νέα επίθεση.
Ώρα 9 το πρωί προσεγγίζει την παραλία το πολεμικό σκάφος 37. Μία ώρα αργότερα τα μεγάφωνα καλούν τους σκαπανείς να πάνε στον 7ο Λόχο να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Οι σκαπανείς περιφρονούν τις παροτρύνσεις.
Ώρα 11, φορτηγά Τζέιμς φέρνουν από το Γ΄ Τάγμα άλλους 500 ένοπλους με ατομικά αυτόματα όπλα και κράνη, οι οποίοι παίρνουν θέση στο γήπεδο. Το πολεμικό 37 πλέον εφάπτεται με την ακτή: 2 κανόνια και 4 μυδράλια σημαδεύουν τον καταυλισμό. Ο ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης τους μιλάει από τα μεγάφωνα του σκάφους και τους δίνει 5 λεπτά προθεσμία:
«Όσοι είναι Έλληνες να πάνε στον 7ο Λόχο. Οι εαμοβούλγαροι να μείνουν στις θέσεις τους»!
Μόλις 30-40 σκαπανείς κινούνται προς τον 7ο Λόχο. Η φωνή του στρατιώτη Πέτρου Πασχαλίδη αντηχεί: «Τιμή ή Θάνατος!». Ο Σκαλούμπακας έχει το γενικό πρόσταγμα, ο Μπαρούχος σηκώνει το όπλο του και ρίχνει μια πιστολιά. Είναι το σύνθημα. Κόλαση πυρός, φαντάροι τρέχουν πανικόβλητοι προς τη θάλασσα, πολλοί πέφτουν μέσα, κάποιοι πνίγονται, οι υπόλοιποι δέχονται πυκνά πυρά από το σκάφος 37. Η τραγωδία δεν περιγράφεται. Όταν τα όπλα σιγούν, ορμούν οι ροπαλοφόροι και τσακίζουν όποιον βλέπουν μπροστά τους. Οι τραυματίες αποτελειώνονται με χαριστική βολή. Αρκετοί σκαπανείς στέκουν ακίνητοι τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, αποφασισμένοι να πεθάνουν! Ο ανθυπολοχαγός Καμπούρογλου, ο Κατσιμίχας, ο Σαλβαράς, φωνάζουν «σκοτώστε τα σκυλιά, στο ψαχνό, στο ψαχνό». Ο μονόφθαλμος ανθυπολοχαγός Μπαρούχος σαρώνει τις σκηνές και εκτελεί ακατάπαυστα!
Τους νεκρούς και τους τραυματίες τους φόρτωναν στα καμιόνια και άλλους τους μετέφεραν στην τέντα που είχε στηθεί στο Γ΄ Τάγμα, ή στο λιμάνι, όπου γινόταν η καταγραφή. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ανθυπολοχαγός Βασίλης Σκόρδας. Όσους μπορούσαν να περπατήσουν τους συγκέντρωναν στο Γ΄ Τάγμα, όπου εκ νέου τους ζητήθηκε να υπογράψουν: 500 από αυτούς λύγισαν. Όσοι αρνούνται και μένουν στις θέσεις τους δέχονται νέα λυσσαλέα επίθεση από 300 ροπαλοφόρους κατ’ εντολή του Σκαλούμπακα. Ο αλφαμίτης Γεώργιος Καράτσος διακρίνεται για το αιμοβόρο πάθος του. Αρκετοί αρνούμενοι να υπογράψουν εκτελούνται επί τόπου. Τελικά, από το πολεμικό 37 ακούγεται τρεις φορές η σάλπιγγα του Μπαϊρακτάρη: «Παύσατε πυρ». Η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί…
Τους φουντάρανε στο βυθό…
Ένα καΐκι, ο «Άγιος Νικόλαος» με καπετάνιο τον Μίμη Βρονταμίτη, το οποίο ο στρατός είχε επιτάξει έναντι 8.000 δραχμών το μήνα με σκοπό να κουβαλάει από το Λαύριο πολιτικούς υπόδικους, φαντάρους, νερό σε βαρέλια και άλλες προμήθειες, βρίσκεται εκεί την επομένη το πρωί. Ο Βρονταμίτης, με το πιστόλι του Σκαλούμπακα στο κεφάλι του, αναγκάζεται να φορτώσει τους νεκρούς φαντάρους. Ένα-ένα τα πτώματα τοποθετούνταν στο αμπάρι, σαν τις παστές σαρδέλες στο κονσερβοκούτι, από τους αλφαμίτες Λαγό και Χουμή. Όταν γέμισε το αμπάρι, άρχισαν να στιβάζουν τις σορούς και στο κατάστρωμα, σχηματίζοντας ένα βουναλάκι. Στο πρώτο δρομολόγιο φορτώθηκαν 185 νεκροί σκαπανείς. Τη νύχτα το καΐκι ανοιγόταν προς το Κάβο Ντόρο. Στη βραχονησίδα Σαν Τζιόρτζιο τους περίμενε πολεμικό πλοίο: οι ναύτες έπαιρναν τους δολοφονημένους, τους έχωναν σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό. Ο καπετάνιος πολλά χρόνια αργότερα θα πει ότι μέτρησε έναν-έναν τους νεκρούς φαντάρους: ήταν 350…
Ανακοινωθέν του Υπουργείου Στρατιωτικών εκ του γραφείου του υπουργού των Στρατιωτικών κ. Στράτου εξεδόθη αργά την νύκτα η κάτωθι ανακοίνωσις δια τα αιματηρά γεγονότα της Μακρονήσου:
«Την 29/2/48 άνδρες του στρατοπέδου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί κατά την διάρκεια θρησκευτικής εορτής επετέθησαν κατά της φρουράς του στρατοπέδου προς αφοπλισμόν. Η τελευταία αμυνόμενη έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις αποκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών: 17 νεκροί και 61 τραυματίαι. Ημετέρων: 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμών. Οι τραυματίαι μεταφέρθηκαν εις στρατιωτικόν νοσοκομείον.»
Αυτοί που συνέλαβαν, αλλά και αυτοί που με τόσο ζήλο υλοποίησαν το μακάβριο σχέδιο εξόντωσης των «αμετανόητων», προκαλούν ένα ερώτημα: πώς τελικά κάποιος που, εμφανισιακά τουλάχιστον, θυμίζει άνθρωπο, μετατρέπεται σε τέρας που όμοιό του δεν έχει ξαναϋπάρξει;
Ο «ελεύθερος κόσμος» χειροκροτά…
Ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ έφτασε στην Ελλάδα στο αποκορύφωμα του εμφυλίου, τον Φλεβάρη του 1948, και αμέσως τοποθετήθηκε επικεφαλής του κυβερνητικού στρατού. Σε αυτόν απευθυνόμενος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τότε υπουργός Στρατιωτικών, είχε πει την περίφημη φράση: «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας»… Ο Βαν Φλιτ συνεχάρη τον Μπαϊρακτάρη για τη σφαγή της Μακρονήσου με την ακόλουθη επιστολή:
«Αγαπητέ ταξίαρχε κ. Μπαϊρακτάρη, επιθυμώ να σας συγχαρώ διά το εξαιρετικόν έργον το οποίον οργανώσατε και επιτελείτε εις το στρατόπεδον της Μακρονήσου.
Ειλικρινώς υμέτερος,
Στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ»
* Συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο, μεταξύ άλλων με μαρτυρίες αυτών που επέζησαν της σφαγής.
Πηγή: e-dromos.gr
Κώστας Γκιώνης: Σχετικά με τον συντάκτη