Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Κωδικός Χ – ένα όνειρο.

Θάνος Αθανασιάδης


Είναι απόγευμα, ο ήλιος πλησιάζει στη δύση του, από δω που είμαι. Ποτέ δε μου άρεσε το ηλιοβασίλεμα, ό,τι κι αν έχω πει.

Κι αν το απαθανάτισα κάποιες φορές, ήταν για να ξορκίσω το Κακό.

«Για μένα ο Υπερίων θα έπρεπε να βρίσκεται πάνω στο Στερέωμα κατά το δοκούν» λέω στον εαυτό μου – και γελάω μαζί μου. Λατρεύω τα αδύνατα, επίσης. Με περιορίζουν, δίνοντάς μου όριο να ξεπεράσω.

Κάποτε είχα βάλει στόχο κάποια στιγμή στη ζωή μου να μπορώ να κινούμαι συνεχώς προς την κατεύθυνσή του, εκείνο το go west, young man που λέγαν παλιά. Έτσι το είχα ερμηνεύσει.

Όμως είναι απόγευμα και ο ήλιος πάει να μου ξεφύγει και για σήμερα.

Οδηγώ προς νότον, προς τον παλιό αστικό ιστό. Δε βλέπω άλλο αυτοκίνητο στο δρόμο. Δε βλέπω ούτε άλλον άνθρωπο. Περνάω το Φόρο, μπαίνω στη Λεωφόρο Ειρήνης.

Κι αυτή αλλάζει. Τα κακότεχνα γνωστά κτίρια έχουν εξαφανιστεί, τα ελάχιστα φανάρια κι εκείνα φευγάτα. Ο δρόμος είναι περιστοιχισμένος από δέντρα μεσαίου ύψους, τα οποία δημιουργούν μια αλέα. Θαυμάζω την αλλαγή, γιατί συνοδεύεται κι από μια απλοχωριά, η οποία έχει να κάνει με τα σπίτια και τα μαγαζιά, τα οποία έχουν ομοιόμορφα χρώματα, στην ώχρα, το κόκκινο του πηλού και το πορτοκαλί του ήλιου. Τα προϊόντα που εκτίθενται αφύλακτα είναι ως επί το πλείστον χειροποίητα, τα ρούχα ανοιχτόχρωμα, τα τραπεζάκι των καφέ τακτοποιημένα. Είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκομαι σε μια Πρέβεζα, η οποία δεν υπάρχει.

Ένα σημείο διαφέρει από τη γενική εικόνα. Εκεί που υπολογίζω ότι βρίσκονταν τα παλιά ΚΤΕΛ, αντικριστά υπάρχουν δυο καταστήματα: στη βιτρίνα του δεξιού φαίνονται ξεκάθαρα μαύρα κοστούμια, στη βιτρίνα του αριστερού εκτίθενται μικρά μαύρα φορέματα.

Νιώθω ότι το αυτοκίνητο επιβραδύνει χωρίς τη θέλησή μου, για να σταματήσει τελικά λίγα μετρά πριν από τα δύο αυτά καταστήματα. Έχω πανοραμική εικόνα τους, βλέπω και τα δύο συγχρόνως. Θέλω να φύγω, αλλά έχω και τη σιγουριά ότι θα γίνω μάρτυρας σε κάτι. Μπροστά μου ο δρόμος που απομένει ως το τέρμα πριν τα καλάμια, παραμένει άδειος και τουλάχιστον ελκυστικός, αμφίπλευρα τα όμορφα οικήματα, από πάνω μου η υπέροχη αλέα. Κι ο Ήλιος στο ανοιχτό της κέντρο λάμπει. Ο Χρόνος δεν είναι στη στιγμή του ηλιοβασιλέματος.

Νιώθω ότι κάποιος με πλησιάζει έξω από το αυτοκίνητο. Είναι αλήθεια, αλλά δεν κατευθύνεται προς εμένα όλο αυτό το πλήθος που ξαφνικά μαζεύτηκε και κινείται γυμνό προς τα δυο καταστήματα, οι άντρες από τα δεξιά, προς το κατάστημα με τα κοστούμια, οι γυναίκες από τα αριστερά, προς το κατάστημα με τα φορέματα.

Τα σώματα γηρασμένα, ως επί το πλείστον, αν και ξεχωρίζουν κάποια νεώτερα. Τα πρόσωπα καταπονημένα, αλλά οι κορμοί στητοί, όσο το επιτρέπει το γήρας. Δεν είναι χυδαία η εικόνα, πιο πολύ θυμίζει διαδρόμους προς κρεματόριο. Δεν ακούγεται ούτε ένας ήχος βαρυγκωμιάς. Μου κάνει εντύπωση, έχω συνδυάσει το πλήθος με τη γκρίνια και το διαγκωνίζειν.

Οι γυμνοί άνθρωποι εξαφανίζονται ένας ένας μέσα στα καταστήματα με τα μαύρα ρούχα. Είναι πολλοί, τα καταστήματα πρέπει να έχουν τεράστιο εσωτερικό.

Περνάει ένα λεπτό ή μια αιωνιότητα και ένας ένας αρχίζουν να συγκεντρώνονται έξω στα πεζοδρόμιά τους. Δυο μαύρα πλήθη, ντυμένα ομοιόμορφα, καπέλα Μπορσαλίνο, κοστούμια με λευκά πουκάμισα και μαύρες γραβάτες οι άντρες, μικρά μαύρα Σανέλ φορέματα, μαργαριτάρια στους λαιμούς και γόβες λουστρίνι οι γυναίκες.

Κι έχουν αλλάξει. Όλα έχουν αλλάξει. Οι άνθρωποι δημιουργούν ζευγάρια και αρχίζουν να περπατούν στο δρόμο και τα πεζοδρόμια, κομψοί και ανέμελοι όλοι, με κατεύθυνση το τέλος του δρόμου.

******

Ο κύριος από το κατάστημα στα δεξιά πλησιάζει προς το μέρος μου. Ελάχιστα πιο πίσω του η κυρία από το αριστερό κατάστημα. Φτάνουν στην πόρτα του αυτοκινήτου και μου απευθύνουν το λόγο ταυτόχρονα, μιλώντας χαμογελαστά, σαν σε διωδία. Δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι είναι κάποια πολύ παλιά.

Νομίζω ότι καταλαβαίνω μόνον αυτό: «Ευτυχής αυτός που η ώρα του ήρθε, ενώ το φως του ήλιου έλαμπε στην ψυχή του».

Μόνον αυτό.



Θάνος Αθανασιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου