Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Για την αγάπη της!

Σάνια Μωραΐτου


Τόσες μέρες κλεισμένος μέσα στο σπίτι δεν άντεχε πια! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί σ΄αυτό το μικρό νησάκι με τις μετρημένες ψυχές, εκατό πενήντα όλες κι όλες στην πρωτεύουσα και τριάντα στον οικισμό από την άλλη πλευρά του νησιού, σ΄έναν τόπο που όλοι σχεδόν ήταν συγγενείς μόνον μέχρι την αυλή μπορούσε να βγει. Κατ΄οίκον περιορισμός για όλους λέει, επειδή το ζευγάρι που ήρθε από την Αθήνα στο εξοχικό του, πριν δυο βδομάδες, αρρώστησε και πριν αρρωστήσει είχε έρθει σ΄επαφή με πολλούς κατοίκους και τον πατέρα του, ανάμεσά τους.

Τέτοια εποχή άλλες χρονιές το νησί πλημμύριζε από κόσμο, ντόπιους που ερχόταν για το Πάσχα και τουρίστες. Φέτος ερημιά. Με τους γονείς του τι να πει; Άσε που όλη την ώρα για αυτόν τον ιό μιλούσαν κι ήταν καρφωμένοι μπροστά στην τηλεόραση που μόνον θανάτους μετρούσε. Ούτε ως το καΐκι τους μπορούσε να πάει, πρώτη μεγάλη βδομάδα που δεν έφαγαν θαλασσινά. Τα απαραίτητα για το σπίτι τα παραλάμβανε ο πρόεδρος από το καράβι και τα μοίραζε ο ίδιος στα σπίτια, ούτε καν η κόρη του ν΄ανταλλάξει από μακριά μια κουβέντα.

Ο χρόνος είχε σταματήσει κι εκείνος δεν άντεχε πια να περιμένει άλλο για να βρεθεί κοντά της. Μιλούσαν βέβαια τηλεφωνικά πολλές φορές τη μέρα, την έβλεπε κιόλας μέσω viber, δεν ήταν όμως το ίδιο! Του έλειπαν τόσο τα χάδια, τα φιλιά η αγκαλιά της! Ακόμη και τα γλυκόλογα γεμάτα υποσχέσεις για το αύριο, έμοιαζαν ψεύτικα από τόση απόσταση. δέκα - δώδεκα χιλιόμετρα δρόμος. Ανησυχούσε για αυτήν κι ας τον διαβεβαίωνε πως είναι μια χαρά. Θα τα καταφέρει ολομόναχη; Κι αν της συμβεί κάτι, ποιος θα τη βοηθήσει;

Άρχισε να μην τρώει, να μην κοιμάται τις νύχτες, να βουρκώνουν τα μάτια του με το παραμικρό. Κλείστηκε στο δωμάτιο του, μάταια οι δικοί του προσπαθούσαν να τον κάνουν να ξεχαστεί. Ως κι ομελέτα που του άρεσε, του έφτιαξε, Μεγάλη Τετάρτη, η θρήσκια μάνα του, μήπως φάει κάτι, τίποτα δεν πήγαινε κάτω!

Έπρεπε να βρεθεί κοντά της πάση θυσία, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, τον σκότωνε μέρα τη μέρα η απουσία της. Ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής, πριν λαλήσουν τα κοκόρια,πήρε ένα μπουκάλι νερό, γέμισε τις τσέπες με τα μύγδαλα που είχε καθαρίσει η μάνα του για να φτιάξει κάποιο γλυκό και βγήκε έξω. Παρά το μπουφάν, ανατρίχιασε από το κρύο. Ο Γιώργης, το σκυλί τους σηκώθηκε τον ακολούθησε ως την αυλόπορτα μα σαν είδε την αδιαφορία του επέστρεψε θιγμένος στο σπιτάκι του.

Κοντοστάθηκε για λίγο ως ν΄αποφασίσει αν θα πάει ακρογιαλιά - ακρογιαλιά που ήταν πιο ίσιος ο δρόμος, αλλά δυο τρία χιλιόμετρα μακρύτερα από το σπίτι της ή θα διασχίσει εγκάρσια το νησί, το σπίτι της όπως υπολόγιζε βρισκόταν ακριβώς στα απέναντι ριζά του λόφου που ακουμπούσε το σπίτι τους. Δύσκολο το ανέβασμα ανάμεσα στα δένδρα, μα δεν ήταν και κανένας γέρος, μετά την κορφή θα έτρεχε στην κατηφόρα και θα τρύπωνε πολύ πιο γρήγορα δίπλα της, στο κρεβάτι της.

Το μισοσκόταδο της αυγής δυσκόλευε τα βήματά του, άσε που έριχνε περίεργες, αλλόκοτες σκιές γύρω του. Ήρθαν στο νου του οι ιστορίες για τις νεράιδες και τους δράκους που του διηγιόταν η γιαγιά του, ο μακαρίτης πια παππούς του ορκιζόταν πως τις είχε συναντήσει, κινδύνεψε μάλιστα να του κλέψουν τη λαλιά, επειδή τις είδε να χορεύουν γυμνές σ΄ένα ξέφωτο, πλάι στο ρυάκι. Τον έσωσε ο σταυρός με άγιο ξύλο που φορούσε. Εκείνη την ώρα, έφτασε στ΄αυτιά του ο ήχος του νερού από την μικρή νερομάνα, Ασυναίσθητα άρχισε να μουρμουρίζει το πάτερ ημών και λοξοδρόμησε λίγο, ν΄αποφύγει το ρυάκι. Δεν πρόσεξε όμως την ξεκολλημένη κοτρόνα, πάτησε πάνω της και κουτρουβάλησε μαζί της στη μικρή ρεματιά.

Παρατρίχα δεν βρέθηκε μέσα στο νερό. Ήταν αδύνατον όμως να κουνήσει το αριστερό του πόδι, ο αστράγαλος του έμοιαζε με σακούλι που μέσα χοροπηδούσαν σε κάθε κίνηση, μικρά - μικρά κοκαλάκια κάνοντας τον να σφαδάζει από τους πόνους, Τα δάκρυα που τόσες μέρες δεν ξεχείλιζαν από τα πάντα υγρά μάτια του, άρχισαν τώρα να τρέχουν βροχή, από θυμό, από φόβο μα πιότερο από πόνο. Σύρθηκε σφαδάζοντας ως το μπουκάλι το νερό που είχε τσουλήσει λίγο πιο πέρα και ήπιε με λαχτάρα, λες και βρισκόταν στην έρημο μέρες. Άρχισε να φωνάζει ξέπνοα ¨βοήθεια", ποιος να τον ακούσει όμως και ποιος να τον βρει, εδώ χάμου, χωμένον ανάμεσα στους θάμνους;

Τουλάχιστον ακίνητος δεν πονούσε τόσο και στο νησί του δεν υπήρχαν αγρίμια. Ο ήλιος που βγήκε σκόρπισε τους φόβους του, τον αναθάρρυνε κι ακίνητος δεν πονούσε πολύ. Ήταν σίγουρος πως θα βγουν να τον ψάξουν, οι γονείς του τουλάχιστον / Κι όσο κι αν απαγορεύονται οι επαφές, η γριά Βασιλική, η πρακτική γιάτρισσα, θα του στεριώσει το πόδι με τα καλαμάκια και τον επίδεσμο γύρω - γύρω, ως να γιάνει με τον καιρό. Εκείνη μόνον δεν πρόλαβε να συναντήσει που για χάρη της τα έπαθε όλα!

Πράγματι οι γονείς σαν είδαν άδειο το κρεβάτι του, τον έψαξαν σ΄όλες τις πιθανές κρυψώνες, πόσο μακριά να πάει ένα οκτάχρονο, κι όταν απελπίστηκαν ειδοποίησαν τον λιμενάρχη. Σε λίγο το μεγάφωνο της κοινότητας ενημέρωνε τους κατοίκους για την εξαφάνιση του μικρού Ευθύμη και τους καλούσε να βγουν με μάσκες και τηρώντας τις αποστάσεις να τον ψάξουν. Δυο τρεις με βάρκες με κοντάρια έψαχναν στη θάλασσα κι οι υπόλοιποι στον λόφο. Το πίσω χωριό ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά κι αυτό. Πρώτη έτρεξε ξετρελαμένη από την αγωνία η Βαγγελιώ, μια γεροδεμένη εξηνταπεντάρα, η γιαγιά του κι αυτή ήταν που τον βρήκε τελικά, στο ξέφωτο που στήνουν χορό οι νεράιδες! Τον άρπαξε στην αγκαλιά της, αφού πρώτα του ακινητοποίησε πρόχειρα το πόδι, όπως έκανε στα κατσίκια της σαν έσπαζαν κάποιο άκρο κι έτρεξε για την εμπειρική γιάτρισσα και γειτόνισσα της.

Τι να σου κάνω κύριε Τσιόρδα μου, ψέλλισε, θες δεν θες έτσι που ήρθαν τα πράγματα, θα κάνω Ανάσταση με τον εγγονό μου.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ



Σάνια Μωραΐτου: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου