Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Πόλεμος μέχρι τελικής πτώσης 0

Κώστας Νάκος 


Οι λαοί σήμερα όλου του κόσμου με τρόμο παρακολουθούν την εξέλιξη της πανδημίας. Όχι μόνο την υγειονομική αλλά και την οικονομική. Τρέμουν για το οικονομικό περιβάλλον που θα συναντήσουν, όσοι επιζήσουν, όταν ξεπεραστεί η πανδημία. Εντύπωση πάντως προκαλεί ο οικονομικός πόλεμος που υποβόσκει εν μέσω πανδημίας, ως συνέχεια του εμπορικού πολέμου που είχε ξεκινήσει πριν έρθει στο προσκήνιο ο κορωνοϊός. Ένας πόλεμος, κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, όχι μόνο σε επίπεδο γεωπολιτικό, αλλά και οικονομικό και τεχνολογικό. Με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την τεχνολογία G5 και το ποιος θα επιβληθεί στις αγορές.

ΗΠΑ, Κίνα και Ευρώπη (λέγε με Γερμανία) έχουν θέσει ως πρωταρχικό στόχο τους να βγει ο καθένας νικητής έναντι των αντιπάλων του. Να είναι αυτός που μετά την πανδημία θα είναι ο επικυρίαρχος έναντι του άλλου, ή έστω, να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από αυτήν που είχε πριν την πανδημία. Είναι γνωστό εξάλλου ότι οι περίοδοι των μεγάλων οικονομικών κρίσεων θεωρούνται ως οι εν δυνάμει ευκαιρίες μέσα από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν και οι μεγάλες οικονομικές ανατροπές.

Στην κεφαλαιοκρατική οικονομία (ιδιαίτερα στην νεοφιλελεύθερη μορφή της) για να υπάρξει ανάπτυξη, για να μπορέσει δηλαδή μια οικονομία να είναι ανταγωνιστική, εκτός από τις επενδύσεις χρειάζονται άλλοι δύο παράγοντες: χαμηλό κόστος παραγωγής και εύρωστες αγορές για να μπορούν να πουληθούν τα εμπορεύματα. Όταν όμως επιδιώκεται χαμηλό κόστος παραγωγής, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις μειωμένες αποδοχές του μισθωτού ως βασικού συντελεστή της παραγωγής. Η πολιτική αυτή όμως έρχεται σε αντίθεση με την άλλη ιδιότητα του μισθωτού, αυτήν του καταναλωτή, αφού έτσι μειώνεται η αγοραστική του δύναμη, άρα στενεύουν και οι δυνατότητες της αγοράς για να πουλήσουν οι κεφαλαιοκράτες τα εμπορεύματά τους. Από εδώ προκύπτει η προσπάθεια της κάθε οικονομικής δύναμης να μειώνει συνεχώς στην εσωτερική της αγορά την αγοραστική δύναμη του μισθωτού (λιτότητα). Θύμα βέβαια σε κάθε περίπτωση, σε αυτόν τον προς τα κάτω ανταγωνισμό, είναι ο μισθωτός.

Η ΚΙΝΑ

Η Κίνα είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Όταν το 1979 η Κίνα άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα προς το διεθνές εμπόριο, οι επενδύσεις άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή λόγω των πολύ φτηνών εργατικών χεριών. Αναπτύχθηκε έτσι η βιομηχανία της, διευρύνθηκε η παραγωγική της βάση και άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά οι δυνατότητες συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτό έδωσε στην οικονομία της και την απαραίτητη τεχνογνωσία, όχι μόνο να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να γίνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες η πιο ανερχόμενη οικονομικά δύναμη, φτάνοντας σήμερα στο σημείο να αμφισβητεί την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ. Έχοντας εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης έχει φτάσει το ΑΕΠ κοντά στα 14 δισ. δολάρια, σε σχέση με τις ΗΠΑ που είναι στα 20,5 δισ. και πολύ πίσω να ακολουθούν η Ιαπωνία και η Γερμανία με 5 και 4 δισ. δολάρια αντιστοίχως. Το κυριότερο όμως είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης των δύο οικονομιών, που για την Κίνα είναι της τάξης του 6,6% του ΑΕΠ ενώ για τις ΗΠΑ 2,9%.

Αυτή η μεγέθυνση και η ανάπτυξη της κινέζικης οικονομίας οφείλεται, σε ένα μεγάλο βαθμό, στο ότι η οικονομία της βρίσκεται σε θέση ισχύος και ως προς τον άλλον παράγοντα της παραγωγής, αυτόν του χαμηλού κόστους. Παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς των Κινέζων τα τελευταία χρόνια, η χώρα αυτή εξακολουθεί να είναι μια φτωχή χώρα, αφού με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται στην 121η θέση παγκοσμίως. Για το κεφάλαιο όμως της Κίνας αυτή η τεράστια (φτωχή) αγορά είναι μια παρακαταθήκη, που προς το παρόν παραμένει ανεκμετάλλευτη.

Είναι αυτά ακριβώς τα δεδομένα που, σύμφωνα με την έκθεση του Αμερικανικού Συμβουλίου Πληροφοριών για τις παγκόσμιες τάσεις, η Κίνα προβλέπεται μέχρι το 2030 να γίνει η κυρίαρχη δύναμη παγκοσμίως, εκτοπίζοντας τις ΗΠΑ. Μία εκτίμηση βέβαια που έγινε πριν εμφανιστεί η πανδημία του κορωνοϊού. Τώρα πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα βγει η κάθε οικονομία από την οικονομική κρίση που σήμερα βιώνουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλες οι οικονομίες θα βγουν τραυματισμένες. Για την οικονομία όμως των Ηνωμένων Πολιτειών όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι θα βρεθεί μπροστά σε εφιάλτη. Για ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά πρωτίστως για την παγκόσμια οικονομία. Με άρθρο του πάντως το Bloomberg μας προδιαθέτει, πως ίσως ο κορωνοϊός επιταχύνει τις παγκόσμιες εξελίξεις και φέρει στο προσκήνιο την Κίνα, τερματίζοντας πρόωρα την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ. Υπερβολές; Σε κάθε περίπτωση αυτό μένει να αποδειχθεί.

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Η Γερμανία, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, γνωρίζει ότι αν θέλει να ανταγωνιστεί την Κίνα θα πρέπει και αυτή να μεγαλώσει την παραγωγική της βάση και να μειώσει το κόστος παραγωγής. Οι περίοδοι των οικονομικών κρίσεων αποτελούν τον σημαντικότερο παράγοντα για την επίτευξη και των δύο αυτών στόχων. Στην δεκαετία του ’90 οι άλλοτε χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» βρίσκονταν σε δεινή θέση. Διένυαν μια μεγάλη οικονομική κρίση, την κρίση της μετάβασης. Η Γερμανία ως η πιο ισχυρή και τότε δύναμη, αγόρασε φτηνά το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγικών υποδομών αυτών των χωρών, διευρύνοντας έτσι την παραγωγική της βάση. Ταυτόχρονα εντάσσοντας αυτές τις χώρες στην Ε.Ε. κατάφερε να ρίξει σημαντικά το μέσο όρο στο κόστος παραγωγής. Η διεύρυνση της Ε.Ε. προς ανατολάς της εξασφάλιζε φθηνό, αλλά και καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, με στόχο την αντιμετώπιση του Κινέζικου επεκτατισμού. Κατάφερε δηλαδή να βελτιώσει τους δύο σημαντικούς αυτούς παράγοντες για να είναι πιο ανταγωνιστική στο εμπόριο εκτός Ε.Ε., που είναι και το κυρίως ζητούμενο.

Το ίδιο έκανε και κατά την οικονομική κρίση του 2008. Αυτό φάνηκε πολύ ανάγλυφα στο πώς λειτούργησε απέναντι σε μια πτωχευμένη χώρα όπως η Ελλάδα. Η Γερμανία αγόρασε σε τιμές ευκαιρίας όλα τα χρυσαφικά της Ελληνικής οικονομίας και ταυτόχρονα έριξε το κόστος παραγωγής στα τάρταρα. Μπορεί να έχασε το λιμάνι του Πειραιά από τους Κινέζους, πράγμα που δεν συγχωρεί στον εαυτό της, γιαυτό και σήμερα αντιδρούν μαζί με την Ουάσιγκτον προσπαθώντας να ακυρώσουν το περίφημο master plan της Cosco. Η Γερμανία όμως μέσα στην κρίση ολοκλήρωσε την αγορά του ΟΤΕ, ίσως της πιο κερδοφόρας ελληνικής επιχείρησης. Αγόρασε με την Fraport 14 ελληνικά αεροδρόμια με ετήσιο κέρδος πάνω από 150 εκατομμύρια το χρόνο, όπως και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις σπουδαιότερες αγορές του γερμανικού κεφαλαίου. Χωρίς να υπολογίζουμε τα 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ της γερμανικής κεντρικής τράπεζας από την αγορά ελληνικών ομολόγων (2010-2017) που υλοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Την ίδια περίοδο μειώθηκε η αγοραστική δύναμη του Έλληνα μισθωτού κατά 24%, μειώνοντας έτσι και το κόστος παραγωγής. Κάτι αντίστοιχο έγινε και στην Ισπανία και την Πορτογαλία, αν και όχι στην ίδια έκταση με αυτό που έγινε στην Ελλάδα.

Η συμπεριφορά του γερμανικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι διαφορετική και στην περίοδο της πανδημίας. Γιαυτό και ζητάει μνημόνιο και για την Ιταλία. Γιαυτό και είναι η βασική παίκτρια με την εταιρεία AVIALLIANCE GMBh για την αγορά του 30% του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος. Γιαυτό διαπραγματεύεται με την ΔΕΗ την απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ενέργειας της Δυτικής Μακεδονίας, όπως και τα αιολικά πάρκα. Δύο ζητήματα προκαλούν τριγμούς στην ελληνική κοινωνία. Μη κρίνοντας εδώ την χρησιμότητα αυτών των αλλαγών, διαπιστώνεται ότι το ξεπούλημα συνεχίζεται, αφού οι δανειστές εκμεταλλευόμενοι την παρατεταμένη κρίση, εξακολουθούν να μοιράζουν καθρεφτάκια και χάντρες στους εδώ «ιθαγενείς».

Οι αναφορές και οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες της κρίσης της πανδημίας στους μισθούς και στις συντάξεις τρομάζουν. Πόση λιτότητα ακόμη; Για δέκα χρόνια υπήρχε το αφήγημα ότι ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, ότι έπρεπε να μας κοντύνουν. Τώρα; Πόσο περισσότερο μπορούν να μας κοντύνουν; Η πείνα είναι κάτι παραπάνω από μία εκδοχή, με την ανεργία να φτάνει σε ιστορικά ρεκόρ. Οι χώρες του Νότου ζητούν ένα σωσίβιο, μια ασπιρίνη. Η Ελλάδα ζητούσε ευρωομόλογα, η Ιταλία ζητάει κορνο-ομόλογα, αλλά λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Άλλοι οι στόχοι του Βερολίνου.

ΓΙΑΥΤΟ…

Αυτό που γίνεται φανερό λοιπόν είναι ότι η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει την Ε.Ε. ως αγορά για τις εξαγωγές της, αλλά κυρίως ως δική της παραγωγική δύναμη. Γιαυτό και οι διαπιστώσεις ότι την Γερμανία την συμφέρει να συμβάλει στη διάσωση των προβληματικών αγορών, δεν έχουν καμία βάση. Η Γερμανία θέλει να είναι ανταγωνιστική έναντι των Κινέζων και των Αμερικανών. Θέλει μια (Γερμανική) διευρυμένη παραγωγική βάση με φτηνό κόστος παραγωγής. Η κινεζοποίηση της παραγωγής είναι το πρότυπό της.

Άρχισε να κτίζει την αυτοκρατορία της από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μια αυτοκρατορία που ξεκίνησε με την δημιουργία ενός ισχυρού νομίσματος, του γερμανικού ευρώ. Ενός νομίσματος που παρά τις αντιδράσεις του Ευρωπαϊκού Νότου αυτό εκπληρώνει πλήρως τα σχέδια των εμπνευστών του. Και η ζωή κύκλους κάνει. Για να θυμηθούμε ότι όταν ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ως υπουργός οικονομικών, συνάντησε το 1970 τον ομόλογό του στις ΗΠΑ Κόναλι και του διαμαρτυρήθηκε για την ισοτιμία του δολαρίου, αυτός του απάντησε: «Το δολάριο είναι το νόμισμά μας και το πρόβλημά σας» (The Dollar is our currency and your problem). Ο Κόναλι, το ίδιο αλαζόνας, το ίδιο αδίστακτος, όσο και ο Σόιμπλε ή ο σημερινός Όλαφ Σολτς.

Η Γερμανία εξακολουθεί να κτίζει την αυτοκρατορία της και δεν θα αφήσει καμία οικονομική κρίση να περάσει ανεκμετάλλευτη για την ίδια.

Πηγή: nostimonimar.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου