Άρης Χατζηστεφάνου
Η απειλή του Τραμπ να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις παρουσιάζεται σαν θλιβερή εξαίρεση στην ιστορία μιας δημοκρατικής χώρας. Στην πραγματικότητα το σύγχρονο αμερικανικό κράτος οικοδομήθηκε χάρη στις συνεχείς επεμβάσεις του στρατού εναντίον των ιθαγενών, των εργατών και των μαύρων.
Ένα παλιό ανέκδοτο έλεγε ότι στις ΗΠΑ δεν πραγματοποιούνται πραξικοπήματα γιατί δεν υπάρχει αμερικανική πρεσβεία. Ένα καλύτερο ανέκδοτο θα έλεγε ότι δεν χρειάζονται πραξικοπήματα, καθώς για δεκαετίες η χώρα βρισκόταν υπό τη στρατιωτική κατοχή… του Πενταγώνου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο πανεπιστημιακός Ντέιβιντ Ανταμς υπολόγισε ότι από το 1886 (οπότε υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) μέχρι το 1990, στο εσωτερικό των ΗΠΑ σημειώνονταν κατά μέσο όρο «18 στρατιωτικές παρεμβάσεις με τη συμμετοχή 12.000 στρατιωτών, τον χρόνο».
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει βέβαια να αναφερθούμε στην τυπική διάκριση μεταξύ της εθνοφρουράς και των ενόπλων δυνάμεων. Λέμε «τυπική», γιατί η εθνοφρουρά, που ενεργεί σε επίπεδο πολιτείας, υπάγεται απευθείας στον στρατό ξηράς και την πολεμική αεροπορία. Στο κείμενο δεν θα ασχοληθούμε επίσης με τις στρατιωτικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων ούτε με τις παρακολουθήσεις πολιτών από τις ένοπλες δυνάμεις. Δεν θα συζητήσουμε επίσης για το γεγονός ότι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας χρησιμοποιούν οπλισμό και τεχνικές που αναπτύχθηκαν για πολεμικές αναμετρήσεις σε χώρες όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Θα ασχοληθούμε με τις παρεμβάσεις του ομοσπονδιακού στρατού των ΗΠΑ σε αυτό που το Πεντάγωνο χαρακτηρίζει «κοινωνική αναταραχή» (civil disturbance).
Ο Ανταμς χρησιμοποιεί τον Αμερικανικό Εμφύλιο και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να χωρίσει την ιστορία των στρατιωτικών επεμβάσεων σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη ο στρατός αναλάμβανε, ως επί το πλείστον, να καταπνίξει εξεγέρσεις ιθαγενών και σκλάβων, στη δεύτερη απεργών και στην τρίτη ανέργων και φυλετικών μειονοτήτων που εξεγείρονταν.
Στην πρώτη περίοδο, τα όρια μεταξύ του στρατού και των τοπικών ομάδων ενόπλων είναι συχνά δυσδιάκριτα. Το 1835, πάντως, το αμερικανικό κράτος θα χρησιμοποιήσει το σύνολο του στρατού ξηράς, μαζί με 1.000 ναύτες, αρκετούς πεζοναύτες και παραστρατιωτικές δυνάμεις 30.000 ενόπλων, στον λεγόμενο Δεύτερο Πόλεμο του Σέμινολ εναντίον ιθαγενών. Είχε προηγηθεί ανάλογη κινητοποίηση λίγα χρόνια νωρίτερα, στον Πόλεμο του Μαύρου Γερακιού.
Μετά τον εμφύλιο ο ομοσπονδιακός στρατός θα κινητοποιηθεί άλλες 943 φορές εναντίον ιθαγενών. Η τελευταία σχετική παρέμβαση, μάλιστα, γίνεται το 1973, επί προεδρίας Νίξον, όταν ο στρατός συνδράμει το έργο της εθνοφρουράς και του FBI για τον έλεγχο της εξέγερσης των Ινδιάνων Σιού στην περιοχή Wounded Knee (Πληγωμένο Γόνατο). Πρόκειται παρεμπιπτόντως για την ίδια περιοχή όπου το 1890 ο αμερικανικός στρατός είχε σφαγιάσει εκατοντάδες ιθαγενείς – οι μισοί από τους οποίους ήταν γυναίκες και παιδιά.
Στην περίοδο πριν από τον Εμφύλιο ο Ανταμς καταγράφει και τουλάχιστον 250 εξεγέρσεις σκλάβων στον αμερικανικό Νότο, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν από στρατιώτες. Εικάζει μάλιστα ότι η διαρκής άντληση στρατιωτών από τις δυνάμεις των Νοτίων, για τον έλεγχο των σκλάβων, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ήττα που υπέστησαν στον εμφύλιο πόλεμο.
Από το 1877 μάλιστα, δηλαδή 12 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ο αμερικανικός στρατός στρέφεται ανοιχτά εναντίον των εργατών και του συνδικαλιστικού κινήματος που προσπαθεί να οργανωθεί. Με αφορμή τη μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών εκείνης της χρονιάς, η εθνοφρουρά λαμβάνει τα χαρακτηριστικά με τα οποία τη γνωρίζουμε και σήμερα, με στόχο να απαλλάξει τις ένοπλες δυνάμεις από την ανάγκη συνεχούς μεταφοράς δυνάμεων για την αντιμετώπιση απεργιών. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο στρατηγός Μακ Κλέλαν υποστήριζε τότε ότι «οι μάχες του βιομηχανικού πολέμου πρέπει να δίνονται από τα στρατεύματα των Πολιτειών (εθνοφρουρά)», ο περιβόητος στρατηγός Απτον επέμενε ότι «ο ομοσπονδιακός στρατός είναι το καλύτερο εργαλείο για τους πολέμους των απεργιών».
Τελικά, ο ομοσπονδιακός στρατός θα συνεχίσει να επιχειρεί παράλληλα με την εθνοφρουρά εναντίον απεργών μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η βασική διαφορά των δυο Σωμάτων ήταν ότι η εθνοφρουρά συχνά πληρωνόταν απευθείας από επιχειρηματίες όπως ο Ροκφέλερ, που ήθελαν να διαλύσουν απεργίες στις βιομηχανίες τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η σφαγή του Λάντλοου το 1914, όπου η εθνοφρουρά σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις του Ροκφέλερ άρχισαν να πολυβολούν τις γυναίκες και τα παιδιά απεργών ανθρακωρύχων που είχαν κατασκηνώσει σε περιοχές του Κολοράντο.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εσωτερικές επεμβάσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στρέφονται ως επί το πλείστον εναντίον κοινωνικών εξεγέρσεων που δεν αφορούν τόσο τους εργάτες όσο τους ανέργους και το αντιπολεμικό κίνημα. Από το 1961 έως το 1968 τουλάχιστον 200.000 στρατιώτες (εθνοφρουρά και ομοσπονδιακός στρατός) χρησιμοποιούνται εναντίον εξεγέρσεων. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ντέιβιντ Ανταμς, οι επιχειρήσεις συνεχίζονται με ανάλογους ρυθμούς και τη δεκαετία του 1970, αν και το Πεντάγωνο σταμάτησε να δημοσιεύει σχετικά στατιστικά στοιχεία.
Ο απόηχος αυτών των επεμβάσεων φτάνει μέχρι την εξέγερση του Λος Αντζελες το 1992 – την τελευταία φορά που κινητοποιούνται δυνάμεις του Πενταγώνου στο εσωτερικό της αμερικανικής επικράτειας. Νωρίτερα, πάντως, 30.000 ομοσπονδιακοί στρατιώτες χρησιμοποιήθηκαν σαν απεργοσπάστες τις απεργίες στα ταχυδρομεία, ενώ το 1982 ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θα αναθέσει σε 1.248 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας της Πολεμικής Αεροπορίας να σπάσουν την απεργία των πιλότων και του προσωπικού των αεροδρομίων – το κύκνειο άσμα του μεταπολεμικού συνδικαλισμού στις ΗΠΑ.
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα κατηγορήσει τον Ντόναλντ Τραμπ ότι υπερέβη τα εσκαμμένα της αστικής δημοκρατίας των ΗΠΑ, μπορούμε να του θυμίσουμε ότι αυτός ο φριχτός πρόεδρος είναι ίσως ο σημαντικότερος υμνητής μιας μακροχρόνιας αμερικανικής παράδοσης. Της παράδοσης επάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο καπιταλισμός των ΗΠΑ.
Πηγή: efsyn.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Η απειλή του Τραμπ να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις παρουσιάζεται σαν θλιβερή εξαίρεση στην ιστορία μιας δημοκρατικής χώρας. Στην πραγματικότητα το σύγχρονο αμερικανικό κράτος οικοδομήθηκε χάρη στις συνεχείς επεμβάσεις του στρατού εναντίον των ιθαγενών, των εργατών και των μαύρων.
Ένα παλιό ανέκδοτο έλεγε ότι στις ΗΠΑ δεν πραγματοποιούνται πραξικοπήματα γιατί δεν υπάρχει αμερικανική πρεσβεία. Ένα καλύτερο ανέκδοτο θα έλεγε ότι δεν χρειάζονται πραξικοπήματα, καθώς για δεκαετίες η χώρα βρισκόταν υπό τη στρατιωτική κατοχή… του Πενταγώνου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο πανεπιστημιακός Ντέιβιντ Ανταμς υπολόγισε ότι από το 1886 (οπότε υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) μέχρι το 1990, στο εσωτερικό των ΗΠΑ σημειώνονταν κατά μέσο όρο «18 στρατιωτικές παρεμβάσεις με τη συμμετοχή 12.000 στρατιωτών, τον χρόνο».
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει βέβαια να αναφερθούμε στην τυπική διάκριση μεταξύ της εθνοφρουράς και των ενόπλων δυνάμεων. Λέμε «τυπική», γιατί η εθνοφρουρά, που ενεργεί σε επίπεδο πολιτείας, υπάγεται απευθείας στον στρατό ξηράς και την πολεμική αεροπορία. Στο κείμενο δεν θα ασχοληθούμε επίσης με τις στρατιωτικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων ούτε με τις παρακολουθήσεις πολιτών από τις ένοπλες δυνάμεις. Δεν θα συζητήσουμε επίσης για το γεγονός ότι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας χρησιμοποιούν οπλισμό και τεχνικές που αναπτύχθηκαν για πολεμικές αναμετρήσεις σε χώρες όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Θα ασχοληθούμε με τις παρεμβάσεις του ομοσπονδιακού στρατού των ΗΠΑ σε αυτό που το Πεντάγωνο χαρακτηρίζει «κοινωνική αναταραχή» (civil disturbance).
Ο Ανταμς χρησιμοποιεί τον Αμερικανικό Εμφύλιο και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να χωρίσει την ιστορία των στρατιωτικών επεμβάσεων σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη ο στρατός αναλάμβανε, ως επί το πλείστον, να καταπνίξει εξεγέρσεις ιθαγενών και σκλάβων, στη δεύτερη απεργών και στην τρίτη ανέργων και φυλετικών μειονοτήτων που εξεγείρονταν.
Στην πρώτη περίοδο, τα όρια μεταξύ του στρατού και των τοπικών ομάδων ενόπλων είναι συχνά δυσδιάκριτα. Το 1835, πάντως, το αμερικανικό κράτος θα χρησιμοποιήσει το σύνολο του στρατού ξηράς, μαζί με 1.000 ναύτες, αρκετούς πεζοναύτες και παραστρατιωτικές δυνάμεις 30.000 ενόπλων, στον λεγόμενο Δεύτερο Πόλεμο του Σέμινολ εναντίον ιθαγενών. Είχε προηγηθεί ανάλογη κινητοποίηση λίγα χρόνια νωρίτερα, στον Πόλεμο του Μαύρου Γερακιού.
Μετά τον εμφύλιο ο ομοσπονδιακός στρατός θα κινητοποιηθεί άλλες 943 φορές εναντίον ιθαγενών. Η τελευταία σχετική παρέμβαση, μάλιστα, γίνεται το 1973, επί προεδρίας Νίξον, όταν ο στρατός συνδράμει το έργο της εθνοφρουράς και του FBI για τον έλεγχο της εξέγερσης των Ινδιάνων Σιού στην περιοχή Wounded Knee (Πληγωμένο Γόνατο). Πρόκειται παρεμπιπτόντως για την ίδια περιοχή όπου το 1890 ο αμερικανικός στρατός είχε σφαγιάσει εκατοντάδες ιθαγενείς – οι μισοί από τους οποίους ήταν γυναίκες και παιδιά.
Στην περίοδο πριν από τον Εμφύλιο ο Ανταμς καταγράφει και τουλάχιστον 250 εξεγέρσεις σκλάβων στον αμερικανικό Νότο, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν από στρατιώτες. Εικάζει μάλιστα ότι η διαρκής άντληση στρατιωτών από τις δυνάμεις των Νοτίων, για τον έλεγχο των σκλάβων, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ήττα που υπέστησαν στον εμφύλιο πόλεμο.
Από το 1877 μάλιστα, δηλαδή 12 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ο αμερικανικός στρατός στρέφεται ανοιχτά εναντίον των εργατών και του συνδικαλιστικού κινήματος που προσπαθεί να οργανωθεί. Με αφορμή τη μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών εκείνης της χρονιάς, η εθνοφρουρά λαμβάνει τα χαρακτηριστικά με τα οποία τη γνωρίζουμε και σήμερα, με στόχο να απαλλάξει τις ένοπλες δυνάμεις από την ανάγκη συνεχούς μεταφοράς δυνάμεων για την αντιμετώπιση απεργιών. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο στρατηγός Μακ Κλέλαν υποστήριζε τότε ότι «οι μάχες του βιομηχανικού πολέμου πρέπει να δίνονται από τα στρατεύματα των Πολιτειών (εθνοφρουρά)», ο περιβόητος στρατηγός Απτον επέμενε ότι «ο ομοσπονδιακός στρατός είναι το καλύτερο εργαλείο για τους πολέμους των απεργιών».
Τελικά, ο ομοσπονδιακός στρατός θα συνεχίσει να επιχειρεί παράλληλα με την εθνοφρουρά εναντίον απεργών μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η βασική διαφορά των δυο Σωμάτων ήταν ότι η εθνοφρουρά συχνά πληρωνόταν απευθείας από επιχειρηματίες όπως ο Ροκφέλερ, που ήθελαν να διαλύσουν απεργίες στις βιομηχανίες τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η σφαγή του Λάντλοου το 1914, όπου η εθνοφρουρά σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις του Ροκφέλερ άρχισαν να πολυβολούν τις γυναίκες και τα παιδιά απεργών ανθρακωρύχων που είχαν κατασκηνώσει σε περιοχές του Κολοράντο.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εσωτερικές επεμβάσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στρέφονται ως επί το πλείστον εναντίον κοινωνικών εξεγέρσεων που δεν αφορούν τόσο τους εργάτες όσο τους ανέργους και το αντιπολεμικό κίνημα. Από το 1961 έως το 1968 τουλάχιστον 200.000 στρατιώτες (εθνοφρουρά και ομοσπονδιακός στρατός) χρησιμοποιούνται εναντίον εξεγέρσεων. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ντέιβιντ Ανταμς, οι επιχειρήσεις συνεχίζονται με ανάλογους ρυθμούς και τη δεκαετία του 1970, αν και το Πεντάγωνο σταμάτησε να δημοσιεύει σχετικά στατιστικά στοιχεία.
Ο απόηχος αυτών των επεμβάσεων φτάνει μέχρι την εξέγερση του Λος Αντζελες το 1992 – την τελευταία φορά που κινητοποιούνται δυνάμεις του Πενταγώνου στο εσωτερικό της αμερικανικής επικράτειας. Νωρίτερα, πάντως, 30.000 ομοσπονδιακοί στρατιώτες χρησιμοποιήθηκαν σαν απεργοσπάστες τις απεργίες στα ταχυδρομεία, ενώ το 1982 ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θα αναθέσει σε 1.248 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας της Πολεμικής Αεροπορίας να σπάσουν την απεργία των πιλότων και του προσωπικού των αεροδρομίων – το κύκνειο άσμα του μεταπολεμικού συνδικαλισμού στις ΗΠΑ.
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα κατηγορήσει τον Ντόναλντ Τραμπ ότι υπερέβη τα εσκαμμένα της αστικής δημοκρατίας των ΗΠΑ, μπορούμε να του θυμίσουμε ότι αυτός ο φριχτός πρόεδρος είναι ίσως ο σημαντικότερος υμνητής μιας μακροχρόνιας αμερικανικής παράδοσης. Της παράδοσης επάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο καπιταλισμός των ΗΠΑ.
Πηγή: efsyn.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου