Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Οι ανθρώπινες επαφές σε καραντίνα

Σπύρος Μανουσέλης


Δικαιολογείται και πώς η διατήρηση πολλών απαγορευτικών μέτρων που ελήφθησαν κατά τη Φάση 1 της πανδημίας; Δεν θα έπρεπε, ενώ εισερχόμαστε στη Φάση 2, να εγκαταλείψουμε τις επιστημονικά αυθαίρετες πολιτικές πρακτικές της ατομικής ενοχοποίησης και της μαζικής περιθωριοποίησης των ανθρώπων στο όνομα της προστασίας από τη νέα ιογενή πανδημία;

Απαγόρευση της χειραψίας λόγω κορονοϊού, παρότι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η σωματική επαφή –μέσω της χειραψίας ή μέσω της ανταλλαγής φιλιών– είχε υιοθετηθεί από τις πιο διαφορετικές κοινωνίες ως πολυσήμαντο μέσο μετάδοσης και αμοιβαίας ανταλλαγής των πιο διαφορετικών πληροφοριών.

Πόσο συνάδουν με τις λειτουργίες και τις ανάγκες του εγκεφάλου μας η «κοινωνική απομάκρυνση» και οι νέες «ασώματες» σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, που επιβλήθηκαν μαζικά στο όνομα της προστασίας από τη νέα ιογενή πανδημία; Και ποιες ορατές αλλαγές έχει ήδη επιφέρει στις προσωπικές εμπειρίες μας και στην κοινωνική συμπεριφορά μας η σχεδόν καθολική υιοθέτηση των αφύσικων μέτρων κατά της διάδοσης του κορονοϊού;

Ερωτήματα που ίσως να ακούγονται ενοχλητικά στην εποχή της πανδημίας, αλλά που είναι απολύτως νόμιμα, δεδομένου ότι η επιστημονική τεκμηρίωση και συνεπώς η πολιτική νομιμοποίηση της καθολικά επιβεβλημένης «κατάστασης εξαίρεσης» ήταν και παραμένει ενοχλητικά ασαφής. Στόχος του σημερινού –και του επόμενου άρθρου– είναι να εξετάσουμε αν ορισμένες ακραίες στρατηγικές που υιοθετήθηκαν μαζικά κατά την πρώτη φάση της πανδημίας πρέπει να διατηρηθούν και στη δεύτερη φάση. Μολονότι δεν συμφωνούν με τα όσα γνωρίζει η επιστήμη για τις βιοψυχολογικές ανάγκες των ανθρώπων.

Οι ανθυγιεινές πτυχές της στέρησης των σωματικών επαφών


Το κλείσιμο των σχολείων και των δημόσιων χώρων, ο κατ’ οίκον περιορισμός και η εργασία από το σπίτι, η απαγόρευση των ελεύθερων μετακινήσεων και των μαζικών συγκεντρώσεων, η παρότρυνση να φοράμε μάσκες και γάντια όταν είμαστε στον ίδιο χώρο με άλλους ανθρώπους, ακόμη και με τα πιο οικία μας πρόσωπα, είναι μερικά από τα επώδυνα μέτρα που υιοθετήθηκαν κατά της νέας πανδημίας (Φάση-1).

Πρόκειται για τη στρατηγική της πλανητικά επιβεβλημένης «κοινωνικής απομάκρυνσης» (social distancing), που στη «Φάση-1» ήταν καθολική και μη στοχευμένη, αφού απέβλεπε, όχι στην ανέφικτη εξάλειψη του νέου κορονοϊού, αλλά στην πρόσκαιρη αντιμετώπιση της άμεσης κατάρρευσης του υγειονομικού συστήματος λόγω πανδημίας και στη χρονική μετατόπιση στο μέλλον της αντιμετώπισης της σοβαρής κοινωνικοοικονομικής κρίσης που αυτή συνεπάγεται.

Σήμερα, ορισμένα από αυτά τα ακραία μέτρα αρχίζουν σταδιακά να ανακαλούνται, ακόμη και στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο κατά τη Φάση-1 της πανδημίας. Μια κάθε άλλο παρά απρόσμενη εξέλιξη, δεδομένου ότι η παράταση της κατασταλτικής «Φάσης-1» θα επέφερε στις ανθρώπινες κοινωνίες πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από την ελεύθερη διάδοση του κορονοϊού. Ποιες αλλαγές, όμως, έχουν ήδη επιφέρει στις κοινωνικές συμπεριφορές μας η πρόσκαιρη στέρηση των ανθρώπινων σωματικών επαφών και η σχεδόν καθολική υιοθέτηση τέτοιων αφύσικων μέτρων κοινωνικής απομάκρυνσης;

Οι άμεσες συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων τής μέχρι πρόσφατα επιβεβλημένης κοινωνικής και εργασιακής απομόνωσης δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί επαρκώς. Εντούτοις, από παλαιότερες κλινικές και νευροψυχολογικές μελέτες γνωρίζουμε ότι αν η απομόνωση και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός παραταθούν για μακρύ χρονικό διάστημα, τότε αυξάνουν οι πιθανότητες εμφάνισης σοβαρών διαταραχών, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η σωματική κατάπτωση, η κατάθλιψη, τα οποία, μακροπρόθεσμα, μπορεί να οδηγήσουν σε πρόωρο θάνατο.

Σε άρθρο της στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Science», η Julianne Holt-Lunstad, επιφανής ψυχολόγος ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ (Brigham Young University), υποστηρίζει ότι από τη συγκριτική ανάλυση των δεδομένων από τις σχετικές έρευνες που δημοσιεύτηκαν στη διεθνή γραμματεία το έτος 2015, προκύπτει ότι η χρόνια κοινωνική απομόνωση μπορεί να αυξήσει την ανθρώπινη θνησιμότητα κατά 29%.

Η πιο εύλογη εξήγηση της Αμερικανίδας ερευνήτριας για αυτό το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας είναι ότι η κοινωνική απομόνωση και συνεπώς η στέρηση των ανθρώπινων επαφών αποτελεί μία αφύσικη κατάσταση που μας καταβάλλει, επειδή θέτει σε σκληρή δοκιμασία τις ανθρώπινες συνεργατικές ικανότητες και ανάγκες.

«Απτοπενία»: η στέρηση των σωματικών επαφών


Τις ημέρες της υποχρεωτικής καραντίνας, ήρθε στην επικαιρότητα η «στέρηση σωματικής επαφής», η πολυσυζητημένη έννοια των Νευροεπιστημών, που ονομάζεται, αγγλιστί, και «skin hunger», δηλαδή κυριολεκτικά «φτώχεια του δέρματος» ή, ακριβέστερα, «απτική πενία». Όσο λοιπόν διαρκεί η νέα ιογενής πανδημία, οι εναγκαλισμοί, τα φιλιά, οι χειραψίες και οι σεξουαλικές επαφές πρέπει να αποφεύγονται, ως δυνητικοί φορείς της λοίμωξης από τον SARS-CoV-2.

Μια έξωθεν επιβεβλημένη και παρατεταμένη στέρηση από τις οικείες σωματικές επαφές που ενδέχεται να έχει σοβαρές ψυχοσωματικές επιπτώσεις. Δεδομένου ότι αυτές οι σωματικές επαφές παίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο για τη διατήρηση των διανθρώπινων σχέσεων, αλλά και για την καλή φυσική και ψυχολογική κατάσταση των μεμονωμένων ατόμων.

Πράγματι, η σωματική επαφή αποτελεί πρωτογενή ανάγκη και προϋπόθεση για τη φυσιολογική ανάπτυξη των ανθρώπων, αλλά και όλων των πρωτευόντων θηλαστικών. Γι’ αυτό, μόλις γεννηθούν τα νεογέννητα τοποθετούνται πάνω στο στήθος της μητέρας τους, επειδή είναι ζωτικής σημασίας η ικανοποίηση της εγγενούς ψυχολογικής τους ανάγκης για άμεση και παρατεταμένη επαφή με ένα οικείο ανθρώπινο σώμα.

Κάτι που επιβεβαιώνεται από πλήθος νευροψυχολογικών, κλινικών και ηθολογικών μελετών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κλασικές πια έρευνες της στέρησης των νεογέννητων πιθήκων μακάκων από την άμεση σωματική επαφή με το γυμνό σώμα της μητέρας τους και την αντικατάστασή του από μια κούκλα, άλλοτε μεταλλική και άλλοτε πουπουλένια.

Πρωτοποριακές έρευνες που πραγματοποίησε ο Αμερικανός Χάρι Χάρλοου (Harry Harlow) κατά τη δεκαετία του 1950, δείχνοντας ότι αν τα νεογέννητα πιθηκάκια έπρεπε να επιλέξουν, ως υποκατάστατο της πραγματικής τους μητέρας, μεταξύ μιας μαλακής-ζεστής και μιας ψυχρής-μεταλλικής κούκλας, επέλεγαν πάντα την πρώτη, μολονότι η δεύτερη μεταλλική κούκλα τούς παρείχε γάλα.

Η αγχολυτική δράση των σωματικών επαφών



Το ότι οι σωματικές επαφές αποτελούν μια θεμελιώδη βιολογική ανάγκη όχι μόνο για τους βρεφικούς ή παιδικούς εγκεφάλους αλλά και για τους εγκεφάλους των ενήλικων, επιβεβαιώνεται από πολλές νευροβιολογικές έρευνες. Οι οποίες όχι μόνο έδειξαν την ευεργετική επίδραση των καθημερινών σωματικών επαφών, αλλά μας αποκάλυψαν και τους βαθύτερους εγκεφαλικούς μηχανισμούς της, χάρη στους οποίους εκδηλώνονται και γίνονται αντιληπτές αυτές οι βασικές ψυχολογικές λειτουργίες.

Έτσι διαπίστωσαν ότι τα βασικά συναισθήματα –φόβος, θυμός, χαρά, ηδονή κ.ά.– παράγονται από την ενεργοποίηση διαφορετικών, αλλά όχι απομονωμένων μεταξύ τους, εγκεφαλικών κυκλωμάτων. Κατάφεραν, μάλιστα, να εντοπίσουν κάποιες παλαιοεγκεφαλικές δομές (δηλαδή τις εξελικτικά αρχαιότερες δομές του εγκεφάλου) που δραστηριοποιούνται όποτε εκδηλώνουμε ή όποτε γινόμαστε αποδέκτες κάποιας ευχάριστης και καθησυχαστικής ή, αντίθετα, δυσάρεστης επιθετικής συμπεριφοράς.

Οι άμεσες σωματικές αντιδράσεις του οργανισμού μας όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με ευχάριστες και καθησυχαστικές ή, εναλλακτικά, με αγχογόνες και δυσάρεστες καταστάσεις είναι ότι ο καρδιακός μας ρυθμός, η αρτηριακή μας πίεση, καθώς και ο ρυθμός της αναπνοής μας αυξομειώνεται, το στόμα μας υγραίνεται ή ξηραίνεται και οι μύες μας χαλαρώνουν ή τεντώνονται σε μια στάση επιφυλακής.

Ποιος ρυθμίζει όλες αυτές τις σωματικές αντιδράσεις; Η απάντηση είναι: προφανώς ο εγκέφαλος. Ναι, αλλά ποιες συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται όποτε αισθανόμαστε ασφαλείς ή αγχωμένοι; Πριν από μόλις πενήντα χρόνια αγνοούσαμε την απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα.

Σήμερα, χάρη στις νέες τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου (τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, λειτουργική μαγνητική τομογραφία κ.ά.) οι νευροεπιστήμονες είναι πλέον σε θέση να παρακολουθούν ζωντανά και άρα να εντοπίζουν επακριβώς το εγκεφαλικό υπόβαθρο της χαράς και του άγχους.

Έτσι, επιβεβαίωσαν την υποψία ότι ο υποθάλαμος, μια δομή στο βάθος του εγκεφάλου που ρυθμίζει τις αυτόνομες ενδοκρινικές και σπλαχνικές αντιδράσεις μας, παίζει αποφασιστικό ρόλο και στη ρύθμιση των αντιδράσεών μας στο στρες.

Πιο συγκεκριμένα, όποτε αντιμετωπίζουμε (ή νομίζουμε ότι αντιμετωπίζουμε) μια απειλητική ή στρεσογόνο κατάσταση ενεργοποιείται ο υποθάλαμος, ο οποίος, με τη σειρά του, θέτει σε κίνηση δυο διαφορετικούς αλλά συμπληρωματικούς μηχανισμούς «πανικού».

Ο πρώτος και ταχύτερος μηχανισμός αντίδρασης ενεργοποιεί το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, το οποίο αμέσως αντιδρά στα νευρικά σήματα που προέρχονται από τον υποθάλαμο, κινητοποιώντας το καρδιαγγειακό και το αναπνευστικό σύστημα και τους λείους μυς που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του: η καρδιά μας πάει να σπάσει, αναπνέουμε πιο γρήγορα, αυξάνοντας την παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο και οι μύες μας τεντώνονται και, το σημαντικότερο, αρχίζουν να εκκρίνονται οι ορμόνες του στρες (επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη ).

Ο δεύτερος βραδύτερος μηχανισμός αντίδρασης σε ό,τι μας προκαλεί στρες ενεργοποιείται μόλις το σήμα από τον υποθάλαμο φτάνει στη υπόφυση. Αυτή με τη σειρά της εκκρίνει τη φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη (ACTH), η οποία μέσω του αίματος φτάνει στην επιφάνεια των επινεφριδίων και τότε αυτά αρχίζουν να εκκρίνουν την ορμόνη κορτιζόλη.

Η κορτιζόλη είναι ένα φυσικό γλυκοκορτικοειδές που συντίθεται από τον φλοιό των επινεφριδίων και όταν υπάρχει σε φυσιολογικές ποσότητες λειτουργεί ως «ορμόνη του αντι-στρες», ενώ σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις λειτουργεί ως παράγοντας που μπορεί να επιτείνει το στρες.

Ποιες εγκεφαλικές δραστηριότητες ενεργοποιούνται και ποιες απενεργοποιούνται όταν ανταλλάσσουμε μία φιλική χειραψία ή ένα φιλί, όταν κάποιος μας χτυπά φιλικά στην πλάτη για να μας καθησυχάσει ή όταν μας αγκαλιάζει ένα αγαπημένο σώμα;

Οι θετικές εμπειρίες από τις κοινωνικές και σωματικές επαφές μας μεταφέρονται, ταυτοχρόνως, σε διάφορα εγκεφαλικά κέντρα –π.χ. στον υποθάλαμο, στο μεταιχμιακό σύστημα, στην αμυγδαλή και σε άλλες εγκεφαλικές δομές– και εκεί ενεργοποιούν τα εξειδικευμένα νευρωνικά κυκλώματα για την επεξεργασία αυτών των εμπειριών, με αποτέλεσμα τελικά να μειώνεται στον εγκέφαλό μας η συγκέντρωση των στρεσογόνων ορμονών, ενώ αυξάνεται η σεροτονίνη, η επονομαζόμενη και «ορμόνη της χαράς» ή «νευροδιαβιβαστής της ευτυχίας».

Πιο πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν την ενεργοποίηση και τη συνεργασία διαφορετικών «κέντρων» του εγκεφαλικού μας φλοιού που ρυθμίζουν αυτές τις λεπτές βιοχημικές ισορροπίες και γεννούν τα αισθήματα ευχαρίστησης και ηδονής από αυτές τις σωματικές εμπειρίες.

Ευχάριστες σωματικές επαφές –χαϊδολογήματα, φιλιά και αγκαλιές– ενεργοποιούν πάντα τη έκκριση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, ενώ χαμηλά επίπεδα έκκρισης αυτής της ορμόνης σχετίζονται άμεσα με δυσάρεστες ή αδιάφορες σωματικές εμπειρίες, ενώ επίσης συνδέονται με σοβαρές διαταραχές του ύπνου, με εκδηλώσεις έντονου άγχους και με τα αισθήματα κατάθλιψης.

Θα έπρεπε, λοιπόν, να είναι σε όλους σαφές ότι τόσο το σώμα μας όσο και οι εγκέφαλός μας έχουν διαμορφωθεί από τη βιολογική μας εξέλιξη, ώστε να αναγνωρίζουν και να ικανοποιούν τις ιδιαίτερα πλούσιες κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπινου είδους.

Κατανοούμε, λοιπόν, το μέγεθος της θυσίας που απαιτείται για την αντιμετώπιση της νέας πανδημίας, όταν μας ζητείται να παραβλέψουμε, δηλαδή να θέσουμε σε καραντίνα τις ανάγκες του εγκεφάλου μας για μια πλούσια κοινωνική ζωή.

Το τέλος της χειραψίας λόγω του κορονοϊού;



Ένα από τα πρώτα θύματα της νέας πανδημίας ήταν η ρητή απαγόρευση της χειραψίας και των φιλιών στο μάγουλο μεταξύ των ανθρώπων που συναντιούνται. Μια συμβατική αλλά πανάρχαια κοινωνική πρακτική για την εκδήλωση των φιλικών μας διαθέσεων απέναντι στους άλλους.

Επί χιλιετίες, οι άνθρωποι κατέφευγαν στη χειραψία για να εκδηλώσουν τα πιο διαφορετικά κοινωνικά ή προσωπικά τους αισθήματα απέναντι στους άλλους. Πράγματι, η ιστορία της χειραψίας, ως κοινωνικού ήθους, χάνεται στα βάθη του χρόνου. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για αυτή τη συνήθεια υπάρχουν στην «Ιλιάδα» και στη «Οδύσσεια» και σε άλλα αρχαία κείμενα (αιγυπτιακά και περσικά), ενώ η χειραψία αποτυπώνεται και σε πολλά αρχαία αγάλματα.

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η σωματική επαφή μέσω χειραψίας υιοθετήθηκε για τις πιο διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις, ως μέσω μετάδοσης και αμοιβαίας ανταλλαγής των πιο διαφορετικών πληροφοριών: το κλείσιμο μιας συμφωνίας σε μια εμπορική συναλλαγή, την επικύρωση μιας στρατιωτικής ή πολιτικής συμφωνίας, την έκφραση του θρησκευτικού σεβασμού σε έναν κληρικό και την έκφραση της χαράς για τη γνωριμία με ένα άγνωστο πρόσωπο.

Αντίθετα, το φιλί στο μάγουλο ως μορφή χαιρετισμού δεν έχει μικρότερη ιστορία. Αρχικά, ως τριπλός ασπασμός ήταν ένας μυστικός κώδικας, σημείο αναγνώρισης των πρώτων χριστιανών και μόνο πολύ αργότερα μετεξελίχθηκε σε μια έκφραση της φιλικών αισθηματιών μεταξύ γνωστών. Δυο πολυσήμαντοι και πανάρχαιοι κοινωνικοί κώδικές επικοινωνίας των ανθρώπινων συναισθημάτων και διαθέσεων, που πρέπει να τους ξεχάσουμε όσο κυκλοφορεί ο νέος κορονοϊός.

Πηγή: efsyn.gr



Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου