«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλάει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Εμείς οι ελεύθεροι Ελληνες φοιτητές, που για τρίτη σήμερα μέρα εξακολουθούμε τον αγώνα μας, δηλώνουμε ότι είμαστε άοπλοι. Βρισκόμαστε άοπλοι απέναντι στα τανκς. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο…».
Χρονικό της Σχολής Πολυτεχνείου
Χρονικό ενός αγώνα που κράτησε τρία ολόκληρα εικοσιτετράωρα και σημάδεψε τη ζωή μας. Χρονικό μιας εποχής συγκεκριμένης. Ετος: 1973. Τόπος: Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα: Αθήνα. Ακόμα πιο συγκεκριμένα: Νοέμβριος στην Αθήνα. Χώρος επώνυμος: Πολυτεχνείο. Ημέρες τρεις. Ημέρες και νύχτες και εποχές. Χρονικό της πολιορκίας. Τελευταίες ώρες. Βράδυ Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Αριθμοί και περιγραφές που συνοψίζουν το εικοσιτετράωρο της Παρασκευής σε τρία οκτάωρα. Συγκεκριμένα:
Πρώτο οκτάωρο: Προσέλευση του ανώνυμου πλήθους για να δηλώσει συμπαράσταση στους φοιτητές που βρίσκονται τρία εικοσιτετράωρα κλεισμένοι στη Σχολή. Η προσέλευση έχει όψη από πανηγύρι.
Δεύτερο οκτάωρο: Προκηρύξεις και διακοπή κυκλοφορίας. Η όψη του χώρου, μέσα και έξω, θυμίζει εορταστική εκδήλωση. Χαρακτηριστικό σημάδι σ’ αυτόν τον έγκλειστο χρόνο, η φωνή των ελεύθερων Ελλήνων, μια φωνή νέου παιδιού που εκπέμπει στους 1.050 χιλιόκυκλους μηνύματα αισιοδοξίας.
Τρίτο οκτάωρο: Σημειώνουμε μόνο: Αριθμός συγκεντρωμένων εντός και εκτός Πολυτεχνείου πάνω από είκοσι χιλιάδες. Ωσπου νύχτωσε.
Βράδυ Παρασκευής 16 Νοεμβρίου. Από νωρίς το απόγευμα επικρατεί ένας ηλεκτρισμένος διάχυτος πανικός στους δρόμους, στα βιαστικά βήματα των περαστικών, στα γεμάτα καφενεία. Μισόλογα και γρήγορες κοφτές κινήσεις. Αποφάσεις που παίρνονται σε μια μόνο στιγμή μέσα. Στον τοίχο του καφενείου γράφει «σερβίρομεν ζεστό Nescafe. Οι θαμώνες διαβάζουν βιαστικά «ή τώρα ή ποτέ» και συνεννοούνται με γρήγορες αποσπασματικές φράσεις, «ελευθερία ή θάνατος».
Ωρα 8 μ.μ. Στους δρόμους υγρά μάτια που τσούζουν. Οι παλιοί θυμούνται τον πόλεμο. Κλείνονται στα σπίτια τους. Οι πιο νέοι σφίγγουν το στόμα με πείσμα, «φασίστες» ή κάτι παρόμοιο και φτύνουν μολύβι λιωμένο. «Τα δακρυγόνα επιδρούν βλαβερώς εις το αναπνευστικόν σύστημα». Ανακοίνωση πρώτη: Θα ακολουθήσουν πολλές παρόμοιες. Στους δρόμους όλο και πιο νέοι, σχεδόν παιδιά.
Δάκρυα και κρατημένη αναπνοή για να μην εισπνεύσουν δηλητήριο. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Δεν τραγουδάνε, αλλά το τραγούδι το μαντεύεις ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια. Χαφιέδες και δακρυγόνα.
Ωρα 9 μ.μ. Σε διάστημα μιας ώρας έγιναν όλα όσα θα χρειάζονταν μια βδομάδα για να χωρέσουν άνετα με κανονική εξέλιξη των γεγονότων. Συνοπτικά: Σκοτώθηκε ένα νεαρό αγόρι, αγνώστων στοιχείων, που χαρακτηρίστηκε αμέσως «αναρχικός». Μ’ αυτή την ονομασία πέρασε από τον τάφο στη δημοσιότητα κι από τη δημοσιότητα στη μνήμη εκείνων που ορκίστηκαν να θυμούνται. Συγκράτησαν έτσι το γαλάζιο τριμμένο πουκάμισό του με το σκισμένο γιακά. Το καναρινί πουλόβερ του, που ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του, και έπλεε πάνω του σαν ξένο. Το σχήμα που είχε το στόμα του και ήταν ένα σχήμα χαμόγελου, εντελώς παράλογο και ίσως άκαιρο. Τα μάτια του δεν τα είδαν γιατί του τα ‘κλεισε βιαστικά ο απέναντι περιπτεράς, που έτρεξε συγχρόνως με τους πυροβολισμούς και κατάπιε τη φωνή του «ρουφιάνοι το παιδί», και μόνο αρκέστηκε στη φράση «πέθανε, να ειδοποιήσουμε τους δικούς του». Κάποιος έπιασε τα δάχτυλα του παιδιού και τα ‘τριψε στις χούφτες του αδέξια. «Είναι πεθαμένος», ξαναείπε ο περιπτεράς και κατάπιε την ίδια φράση για δεύτερη φορά. «Το φάγατε το παιδί, ρουφιάνοι». Και ο κόσμος που είχε μαζευτεί σ’ εκείνο το σημείο και χάζευε, διαλύθηκε βίαια από τα όργανα της τάξεως που είχαν ένα ύφος παράξενο. Κάτι ανάμεσα στην υπεροχή και την επάρκεια.
(….) Ωρα 12.55΄. Η είδηση: «Τα τανκς κατευθύνονται μέσα στη νύχτα με προορισμό το χώρο συγκεντρώσεως των φοιτητών». Με προορισμό το τραγούδι. Με προορισμό να πολτοποιήσουν το τραγούδι. Να εξουδετερώσουν το τραγούδι. Να το ξεκολλήσουν απ’ τους τοίχους. Να το σκοτώσουν στα τρία βήματα επιτόπου. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα τανκς. Για κανένα τέτοιο φρικαλέο ήχο δεν υπάρχει πρόβλημα. Χωράει παντού. Κι αν δεν χωρέσει, πάντα υπάρχει τρόπος να εξουδετερώσει του όγκους και να τους εξαφανίσει με την εμφάνισή του.
Εμφανίζονται λοιπόν τα τανκς. Ενα, δυο, τρία, πέντε, αμέτρητα. Ογκοι και καταπάνω στο τραγούδι. Το τραγούδι γίνεται πανικός. Μεταβάλλεται σε πανικό, όπως μεταβάλλονται μέσα σε μια νύχτα τα τραγούδια σε μοιρολόγια και τ’ ανάποδο. Τώρα οι δρόμοι στενεύουν. ΟΙ άνθρωποι τρέχουν στις πόρτες των σπιτιών, τις ανοίγουν, μπαίνουν.
Δεν τους χωράει η νύχτα και η καρδιά τους. Η καρδιά είναι μια πέρδικα. Δεν τραγουδάει. Λουφάζει. Πουλί και παραμονεύει τους ήχους. Παραμονεύει την κίνηση των ανθρώπων από τη μάζα, τραγούδι στις ανοιχτές σκοτεινές πόρτες των σπιτιών του. Η καρδιά των ανθρώπων μέσα στη νύχτα, πέρδικα και τρέμει.
Ωρα 1.17΄ π.μ. Γέμισε ο δρόμος μαύρους όγκους και προβολείς. Στο δρόμο έχουν μείνει εκατό ίσκιοι. Μετριούνται στο άσπρο φως των προβολέων. Τα μεγάφωνα τους καλούν μαλακά να σκεφτούν. Να τρέξουν ή να μπουν μέσα, στον κλειστό χώρο, μαζί με τα παιδιά. Χίλια παιδιά και εκατό ίσκιοι θα είναι κιόλας μια πραγματικότητα για τα τανκς που έρπουν νωθρά στην άσφαλτο. Οποιος θέλει να μείνει. Οποιος θέλει να φύγει. Τα μεγάφωνα είναι η φωνή της καρδιάς και τρέμει. «Παιδιά, μη φοβάστε τα τανκς!» λένε τα μεγάφωνα. «Δεν πρόκειται να μας χτυπήσουν. Οσοι από εσάς θέλουν να φύγουν, να μπουν μέσα στ’ αυτοκίνητα που υπάρχουν έξω και να φύγουν. Οσοι θέλουν, πάλι, να μπούνε μέσα».
Μικρά, ευαίσθητα μαγνητόφωνα στα χέρια των ίσκιων που μετεωρίζονται ανάμεσα στα φώτα των προβολέων, καταγράφουν τα πάντα. Από τους ήχους μέχρι τις παύσεις. Από τα λόγια που λέγονται στα μεγάφωνα μέχρι εκείνα τα λόγια που δεν λέγονται καθόλου. «Αδέρφια, δεν θα μας χτυπήσετε, το ξέρουμε καλά».
Τα τανκς δεν έχουν αυτιά και μάτια και αίσθηση, μετράνε με αριθμούς το χρόνο.
Ωρα 1.21΄ π.μ. Δακρυγόνα θρηνούν πρόχειρα το επερχόμενο τέλος.
Ωρα 1.22΄ π.μ. Τα παιδιά τραγουδάνε.
Ωρα 1.24΄ π.μ. Μερικοί από τους ίσκιους διαλύθηκαν μέσα στη νύχτα. Αλλοι μπήκαν μέσα. Ενώθηκαν στο σκοτάδι με τις φωνές των παιδιών. Εγιναν αμέσως τραγούδι. Ενα συγκεκριμένο τραγούδι.
Ωρα 1.29΄ π.μ. Η ατμόσφαιρα πλημμύρισε δηλητηριώδη αέρια. Κλαίνε τα μάτια ελεύθερα. Τα παιδιά στον περίβολο τραγουδάνε. Το μεγάφωνο πολλαπλασιάζει σε χιλιάδες φράσεις τη μια και μοναδική φράση: ΔΕΝ ΘΑ ΧΤΥΠΗΣΟΥΝ. (…)
(…) Ωρα 2.48΄ π.μ. Πίσω από τον άδειο από φωνή τηλεβόα, η σιωπηρή συμφωνία σαν παράγγελμα βουβό, χωρίς καμία λέξη. «Εφ’ όπλου λόγχη». Παράγγελμα και πράξη ταυτόσημα. Σύγχρονα. Αυτοματισμός στην κίνηση και στον τρόπο που διαλέγεις να είσαι με τους από δω ή με τους άλλους. Ολα γίνονται αυτόματα. Γρήγορα και μονοκόμματα. Καμιά ελαφριά κίνηση. Καμιά εύκαμπτη κλίση. Κανένας ελιγμός. Ξερά και άνευρα. Εφ’ όπλου λόγχη. Και απέναντι συνθήματα, τραγούδια… Και απέναντι σφιγμένα πρόσωπα. Και η σιωπή στις προσπάθειες να τους αποσπάσουν υποσχέσεις.
Απάντηση: σιωπή. Οπλα παρά πόδας. Εφ’ όπλου λόγχη. Ενας άνθρωπος που άλλοτε θα ήταν σαν όλους τους άλλους και τώρα πια όχι, ένας άνθρωπος με κράνος παίρνει τον τηλεβόα από τον ανθρωπάκο της ιστορίας και μιλάει με τη δική του φωνή που δεν είναι πια κανενός η φωνή, ούτε η δική του ούτε του τηλεβόα ούτε του ανθρωπάκου. Δεν ακούγεται τίποτα ή μάλλον ακούγεται η φωνή του κράνους, κάτι ανάμεσα σε διαταγή και διαταγή. Ολοι περιμένουν το αποτέλεσμα. Τελευταίες ενέργειες και από τις δυο μεριές: Σταματάνε τα συνθήματα. Ο ανθρωπάκος με τον τηλεβόα προσπαθεί πάντα να μπει μέσα στο χώρο που βρίσκονται τα παιδιά, έστω και χωρίς τηλεβόα, αλλά πάντα εμποδίζεται. Τα όπλα και οι λόγχες οπισθοχωρούν και παρατάσσονται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εντρομη σιωπή που μπορούσε να χρονομετρηθεί σε δευτερόλεπτα και να θεωρηθεί σαν το κυρίως γεγονός της βραδιάς.
Ωρα 2.56΄ π.μ. Δυο πυροβολισμοί. Η σιωπή έσπασε στα εξήντα δευτερόλεπτα. Ο υπόλοιπος χρόνος είναι σπασμωδικός. Δεν προχωρεί ούτε ακινητεί. Δεν καταγράφει ούτε κρίνει. Δεν σχολιάζει και δεν πάσχει μαζί με τα πρόσωπα. Είναι ένα χρόνος ουδέτερος και αδρανής. Χρόνος μετέωρος.
Ωρα 2.57΄. Τα τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν ή πολτοποιούνται.
Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Υμνο.
Ωρα 2.56΄ π.μ. Δυο πυροβολισμοί. Η σιωπή έσπασε στα εξήντα δευτερόλεπτα. Ο υπόλοιπος χρόνος είναι σπασμωδικός. Δεν προχωρεί ούτε ακινητεί. Δεν καταγράφει ούτε κρίνει. Δεν σχολιάζει και δεν πάσχει μαζί με τα πρόσωπα. Είναι ένα χρόνος ουδέτερος και αδρανής. Χρόνος μετέωρος.
Ωρα 2.57΄. Τα τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν ή πολτοποιούνται.
Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Υμνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου