Είχα από μέρες παραγγείλει κάποια συμπληρώματα διατροφής, από το Amazon. Δυστυχώς, όμως, για μένα, επέλεξαν να τα στείλουν με τα ΕΛΤΑ. Βρίσκω την προηγούμενη βδομάδα το ειδοποιητήριο στο γραμματοκιβώτιο, να πάω να το παραλάβω απο κεί. Αφήνω να περάσουν μερικές μέρες, γιατί ήταν αρχές του μήνα κι είπα θα γινότανε χαμός. Τελικά, σήμερα, έκανα κουράγιο, έκανα ασκήσεις θάρρους και σηκώθηκα να πάω. Μου χρειάστηκαν και με το παραπάνω, μέχρι της τελευταίας βαθιάς ανάσας...
Δώδεκα και δέκα, ήμουν εκεί. Έξω από το ταχυδρομείο, κεντρικό της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, δεκάδες άνθρωποι περίμεναν. Κανείς δεν ήξερε πού να σταθεί. Ευτυχώς, σήμερα δεν είχε πολύ κρύο. Δεν επιτρέπουν την είσοδο στην αίθουσα, λόγω κόβιντ. Έχουν αγγαρέψει τον σεκιουριτά να κρατάει χαρτάκια με νούμερα στο χέρι, να τα μοιράζει σε όποιον καινούριο έρχεται και να φωνάζει κάθε τόσο τον αριθμό που έχει σειρά να εξυπηρετηθεί. Βρίσκονταν στο 199, εγώ είχα το 254. Ο κόσμος συνωστιζόταν, υποχρεωτικά, αφού όσοι απομακρύνονταν για ν' αραιώνουμε, έπρεπε από την άλλη να στέκονται κάπου κοντά, για ν' ακούν τον σεκιουριτά που φώναζε αγανακτισμένος. Τι να κάνω κι εγώ. Περνούσα απέναντι το δρόμο, ανάμεσα στ' αυτοκίνητα, πήγαινα σα' πάνω, πήγαινα σα' κάτω, ο χρόνος σερνόταν.
Ξάφνου άρχισε να βρέχει. Έντρομος ο κόσμος στριμωχνόταν όπου έβρισκε υπόστεγο. Πέρασα ξανά το δρόμο και στάθηκα κάτω από μια μαρκίζα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Απάνω στη μια ώρα κι ένα τέταρτο αναμονής, ακούω από απέναντι ότι έφτασε το νούμερο 234, οπότε πλησιάζω σιγά σιγά, για να είμαι έτοιμος. Ευτυχώς, στο μεταξύ η βροχή έχει σταματήσει. Βλέπω έναν τύπο να ποζάρει με τη μάσκα κι έναν άλλον να τον ζωγραφίζει στο χαρτί. Πιάσαμε κουβέντα, κρατώντας αποστάσεις άνω των δύο μέτρων. Η ουρά αργούσε χαρακτηριστικά.
Πετάγεται μια κυρία, λέει είναι η τρίτη φορά που έρχομαι και στήνομαι στην ουρά, και πάλι άπραγη θα φύγω. Γυρνάει ο ένας απ' τους συνομιλητές μου και λέει το προφανές: Μας υποχρέωσαν ν' αγοράζουμε τα πάντα μέσω ίντερνετ, όλες οι μεταφορικές παραδίδουν τα δέματα στο σπίτι, όμως τα ΕΛΤΑ είναι από άλλο σόι. Όλα ανατράπηκαν με το λοκντάουν, δεν μπορούσαν, έστω μόνο γι' αυτήν την περίοδο, να κάνουν κι αυτοί το ίδιο; Μας αναγκάζουν να συνωστιζόμαστε εδώ έξω, στη βροχή και στ' αγιάζι, και μετά βγαίνουν και κάνουν τους ανήξερους, γιατί άραγε δεν πέφτουν τα κρούσματα στη Θεσσαλονίκη, άι σιχτίρ, ανίκανοι!!
Ο σεκιουριτάς, ένας τύπος με ξουρισμένο κρανίο, ντουλάπα δίφυλλη, αρχετυπική φιγούρα σύγχρονου φασιστόμουτρου. Έχω, ωστόσο, μάθει να μην κρίνω τους άλλους από την εμφάνισή τους, παρά από τη συμπεριφορά τους. Ήταν απ' ώρα ερεθισμένος. Φώναζε, ούρλιαζε, μιλούσε άσκημα στους παππούδες, που τρέμοντας προσπαθούσανε να ρωτήσουν κάτι ή να δουν αν ήρθε η σειρά τους.
Άξαφνα ακούω να φωνάζει το νούμερό μου, 254. Μέχρι να προλάβω να κόψω την κουβέντα, φωνάζει το 255. Έρχεται ένας ηλικιωμένος κύριος και κάνει να μπει. Τρέχω κι εγώ, τον προλαβαίνω και πιάνω τις τσιριμόνιες, αφού δεν είχα προλάβει ακριβώς: Με συγχωρείτε, δεν πρόλαβα να έρθω κοντά, μόλις περάσατε τη σειρά μου, χίλια συγνώμη, αν θέλει ο κύριος να περάσει πρώτος κι εγώ να περιμένω, κανένα πρόβλημα...
Άξαφνα ακούω να φωνάζει το νούμερό μου, 254. Μέχρι να προλάβω να κόψω την κουβέντα, φωνάζει το 255. Έρχεται ένας ηλικιωμένος κύριος και κάνει να μπει. Τρέχω κι εγώ, τον προλαβαίνω και πιάνω τις τσιριμόνιες, αφού δεν είχα προλάβει ακριβώς: Με συγχωρείτε, δεν πρόλαβα να έρθω κοντά, μόλις περάσατε τη σειρά μου, χίλια συγνώμη, αν θέλει ο κύριος να περάσει πρώτος κι εγώ να περιμένω, κανένα πρόβλημα...
Μου λέει ο παππούς, ευγενέστατος, όχι, κύριε, σας παρακαλώ περάστε, δεν πειράζει. Ο σεκιουριτάς δεν είπε τίποτα, αλλά φάνηκε να βράζει, είχε κοκκινίσει το μούτρο του.
Μπαίνω μέσα, πάω προς το ταμείο, και τότε ξεσπάει κόλαση. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος του πέταξε καμιά κουβέντα, πάντως όχι εγώ. Κι αρχίζει να ωρύεται, να χτυπιέται, να κλωτσάει πόρτες, να ρίχνει μπουνιές στους τοίχους, έξαλλος. Προσπαθούν οι κυρίες που δουλεύουν στα ΕΛΤΑ (μόνο γυναίκες είδα σήμερα) να τον ηρεμήσουν, τίποτα αυτός. Να περνάει από δίπλα μου, να βρίζει, να κλωτσάει, θεριό ανήμερο. Σκλήριζε, τι θέλετε, να σκοτώσω κάποιον για να συνετιστείτε οι υπόλοιποι; Το 'λεγε και το ξανάλεγε.
Γυρνάω και λέω στην κυρία που με εξυπηρετούσε, αυτή η εικόνα δεν τιμά τα ΕΛΤΑ ούτε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, τι κατάσταση είναι αυτή επιτέλους, μαζέψτε τον, σας παρακαλώ. Κούνησε το κεφάλι, του στυλ, ποιος να μαζέψει το θεριό. Κατάλαβα, κούνησα κι εγώ συγκαταβατικά το κεφάλι, το βούλωσα.
Παραλαμβάνω το δέμα μου, βγαίνω έξω, πάω να φύγω, γυρνάει ο ζωγράφος και μου λέει, κάτσε λίγο να τελειώσουμε την κουβέντα. Χαρά κι εγώ, μίλησα με άλλους ανθρώπους, εκτός της οικογένειας, ζωντανά, μετά από δυο μήνες. Βγαίνει άξαφνα ο γορίλας και μου επιτίθεται.
-Σκάσε, ρε μαλάκα, και φύγε από εδώ, εσύ φταις για όλα. Στάθηκα να τον αντιμετωπίσω, δεν έχω μάθει να υποχωρώ μπρος σε φασίστες και μπούληδες. Πάνε, φυσικά, περίπατο τα μέτρα, ποιες αποστάσεις και ποιες μάσκες, όταν ο άλλος σου γρυλίζει στο μισό μέτρο, φτύνοντας τριγύρω, ακόμα και μέσα απ' το πανί. Αν ακούσετε ότι κόλλησα τις επόμενες μέρες, μη ρωτήσετε από πού, ξέρετε ήδη.
-Για πρόσεξε πώς μου μιλάς, δεν ντρέπεσαι λίγο, του λέω.
-Γιατί, ρε, τι θα μου κάνεις;
Ηλίθιε, σκέφτηκα, υπάρχουν πολλά που μπορώ να σου κάνω κι όχι με τις γροθιές, μα δεν το είπα.
-Τίποτα δεν θα σου κάνω, τίποτα απολύτως. Αλλά αυτή τη συμπεριφορά δεν την ανέχομαι, κατάλαβες;
-Πες μου, ρε μαλάκα, τι θα μου κάνεις, λέγε ρε!! συνέχισε να μουγκρίζει το κτήνος.
-Θα πάρω τηλέφωνο την αστυνομία και θα σου κάνω μήνυση, και μετά θα κάνω αγωγή και θα ζητήσω αποζημίωση από την εταιρεία σεκιούριτι, αυτό θα κάνω, τόλμα να μ' αγγίξεις. Μάνιασε αυτός. Βγήκαν οι κυρίες, τον τραβούσαν, κείνος γκάριζε ακατάληπτα. Κάνει πάλι να μου επιτεθεί, έχω σφίξει τις γροθιές και τον περιμένω. Του λέω, πρόσεξε, θα χάσεις τη δουλειά σου, έτσι και κάνεις ένα βήμα ακόμα, δεν είναι κωλάδικο του Βαρδάρη εδώ, να συμπεριφέρεσαι έτσι. Έκανε πίσω, συνέχισε όμως να βρίζει. Τον στόλισα κι εγώ, αλητάμπουρα και δίποδο, τον μαζέψανε οι κυρίες, εξαφανίστηκε. Μου λένε οι άλλοι γύρω, εντάξει, δίκιο έχεις, αλλά ξέρεις πώς είναι τα πράματα, ο κόσμος έχει λαλήσει παντελώς μ' όλ' αυτά. Ξέρω, ξέρω δυστυχώς...
Τους χαιρέτησα και γύρισα να φύγω. Στο δρόμο σκεφτόμουν, στο βάθος δεν φταίει ο σεκιουριτάς, αλλά η διεύθυνση του καταστήματος. Έβαλαν έναν άνθρωπο χωρίς καμία κοινωνική δεξιότητα, που είχε μάθει να στέκεται αμίλητος σε μια γωνιά και να φυλάει τα μπόσικα, να κάνει μια δουλειά που μπορούσε να γίνει και χωρίς να εμπλακεί κανένας εργαζόμενος. Αρκεί να τους έκοβε λίγο και λύσεις μπορώ να φανταστώ διάφορες. Μα πάντοτε οι ανίκανοι σκαρφαλώνουν στις διευθυντικές θέσεις, στον καταραμένο τόπο. Κι αυτή ικανότητα είναι. Ναι, είχα τις καλές μου σήμερα.
Συνεχίστε το λοκντάουν κάνα μήνα ακόμα, παίδες, και όλα θα πάνε καλά, να 'σαστε βέβαιοι.
Βοήθα, καλέ μου, μη φαγωθούμε μεταξύ μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου