'Έφη Θάνου
Αν με ρωτούσε κανείς σε τι κοινωνία ζω θα απαντούσα πως ζω σε μια κοινωνία πατριαρχική, μια κοινωνία που κοιτάει από την κλειδαρότρυπα, επικρίνει τις ζωές μας, νουθετεί και ύστερα κωφεύει. Στη κοινωνία που ζω, υπάρχει ομερτά. Υπάρχει ο έντιμος άνθρωπος κυρ-Παντελής, η γειτονιά, φίλοι και γνωστοί, ο περίγυρος, που μια ζωή γνώριζαν τα πάντα, έβλεπαν τα πάντα αλλά σώπαιναν. Σε αυτή την κοινωνία, η κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία αντιμετωπίζεται τις περισσότερες φορές σαν κάτι φυσιολογικό. Πόσες φορές άλλωστε έχουμε ακούσει τη φράση «Άντρας είναι, θα χτυπήσει και το χέρι στο τραπέζι» ή την περιβόητη φράση «Δεν μπορεί, κάτι θα έκανες ώστε να αντιδράσει έτσι» ή ακόμη και εκείνη την πλέον διαδεδομένη φράση «Εσύ φταις! Τα ’θελες και τα ’παθες έτσι που ντύθηκες. Τον προκάλεσες».
Σε αυτή την κοινωνία, υπάρχουν γυναίκες που καθημερινά κακοποιούνται λεκτικά, σωματικά, ψυχικά και σεξουαλικά από τις οικογένειες τους, από συγγενείς, από τους συζύγους και τους συντρόφους τους, από συναδέλφους, από τ ’αφεντικά τους αλλά και από άτομα που κρύβονται πίσω από τη θέση εξουσίας που τους έχει δώσει κάποιος. Σε αυτή την κοινωνία, υπάρχουν σιωπηροί βιασμοί και ξυλοδαρμοί γυναικών που δεν καταγγέλλονται ποτέ. Τις περισσότερες φορές οι γυναίκες αυτές είναι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, είναι στη γειτονιά μας, στην οικογένειά μας. Νιώθουν φόβο, ενοχή και ντροπή. Βλέπεις, τούτη εδώ η κοινωνία κάνει τις γυναίκες από θύματα-θύτες. Η ευθύνη μετατίθεται σε αυτές και οι ζωές τους παύουν να έχουν αξία.
Αυτή είναι η κοινωνία που ζω, μια κοινωνία σαθρή και σάπια που πέφτει από τα σύννεφα όταν κάποια γυναίκα αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή της και να καταγγείλει τον κακοποιητή της, που πέφτει από τα σύννεφα όταν σε μια τοπική κοινωνία συμβαίνουν γυναικοκτονίες αλλά επιλέγει να κλείσει το στόμα της και όταν χρειάζεται να μιλήσει, απλά σιωπά.
Για την Ελένη και την κάθε Ελένη, για όλες τις Σοφίες του κόσμου, για τη Μυρτώ την Ασπασία και την Αγγελική, για τη Susan, για εκείνες τις οροθετικές γυναίκες που διαπομπεύθηκαν και διασύρθηκαν, για την Κατερίνα, για όλες τις αδερφές μας που χάθηκαν αλλά και για όλες τις γυναίκες εκεί έξω, υπάρχει ακόμη, ένα μικρό κομμάτι τούτης της κοινωνίας που ζω το οποίο είναι γεμάτο φως και ελπίδα, αντιδρά, αντιστέκεται, διεκδικεί, παλεύει, φωνάζει με κάθε τρόπο «Ούτε μια λιγότερη», σπάει τα πατριαρχικά πρότυπα και μας ψιθυρίζει τη νύχτα κάπου-κάπου στ’ αυτί εκείνους τους στίχους του Ναζίμ Χικμέτ «Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο. Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει. Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα.»
Αν με ρωτούσε κανείς σε τι κοινωνία ζω θα απαντούσα πως ζω σε μια κοινωνία πατριαρχική, μια κοινωνία που κοιτάει από την κλειδαρότρυπα, επικρίνει τις ζωές μας, νουθετεί και ύστερα κωφεύει. Στη κοινωνία που ζω, υπάρχει ομερτά. Υπάρχει ο έντιμος άνθρωπος κυρ-Παντελής, η γειτονιά, φίλοι και γνωστοί, ο περίγυρος, που μια ζωή γνώριζαν τα πάντα, έβλεπαν τα πάντα αλλά σώπαιναν. Σε αυτή την κοινωνία, η κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία αντιμετωπίζεται τις περισσότερες φορές σαν κάτι φυσιολογικό. Πόσες φορές άλλωστε έχουμε ακούσει τη φράση «Άντρας είναι, θα χτυπήσει και το χέρι στο τραπέζι» ή την περιβόητη φράση «Δεν μπορεί, κάτι θα έκανες ώστε να αντιδράσει έτσι» ή ακόμη και εκείνη την πλέον διαδεδομένη φράση «Εσύ φταις! Τα ’θελες και τα ’παθες έτσι που ντύθηκες. Τον προκάλεσες».
Σε αυτή την κοινωνία, υπάρχουν γυναίκες που καθημερινά κακοποιούνται λεκτικά, σωματικά, ψυχικά και σεξουαλικά από τις οικογένειες τους, από συγγενείς, από τους συζύγους και τους συντρόφους τους, από συναδέλφους, από τ ’αφεντικά τους αλλά και από άτομα που κρύβονται πίσω από τη θέση εξουσίας που τους έχει δώσει κάποιος. Σε αυτή την κοινωνία, υπάρχουν σιωπηροί βιασμοί και ξυλοδαρμοί γυναικών που δεν καταγγέλλονται ποτέ. Τις περισσότερες φορές οι γυναίκες αυτές είναι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, είναι στη γειτονιά μας, στην οικογένειά μας. Νιώθουν φόβο, ενοχή και ντροπή. Βλέπεις, τούτη εδώ η κοινωνία κάνει τις γυναίκες από θύματα-θύτες. Η ευθύνη μετατίθεται σε αυτές και οι ζωές τους παύουν να έχουν αξία.
Αυτή είναι η κοινωνία που ζω, μια κοινωνία σαθρή και σάπια που πέφτει από τα σύννεφα όταν κάποια γυναίκα αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή της και να καταγγείλει τον κακοποιητή της, που πέφτει από τα σύννεφα όταν σε μια τοπική κοινωνία συμβαίνουν γυναικοκτονίες αλλά επιλέγει να κλείσει το στόμα της και όταν χρειάζεται να μιλήσει, απλά σιωπά.
Για την Ελένη και την κάθε Ελένη, για όλες τις Σοφίες του κόσμου, για τη Μυρτώ την Ασπασία και την Αγγελική, για τη Susan, για εκείνες τις οροθετικές γυναίκες που διαπομπεύθηκαν και διασύρθηκαν, για την Κατερίνα, για όλες τις αδερφές μας που χάθηκαν αλλά και για όλες τις γυναίκες εκεί έξω, υπάρχει ακόμη, ένα μικρό κομμάτι τούτης της κοινωνίας που ζω το οποίο είναι γεμάτο φως και ελπίδα, αντιδρά, αντιστέκεται, διεκδικεί, παλεύει, φωνάζει με κάθε τρόπο «Ούτε μια λιγότερη», σπάει τα πατριαρχικά πρότυπα και μας ψιθυρίζει τη νύχτα κάπου-κάπου στ’ αυτί εκείνους τους στίχους του Ναζίμ Χικμέτ «Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο. Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει. Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα.»
Κοινωνική Λειτουργός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου