Τα φώτα της δημοσιότητας έσβησαν για το Γηροκομείο Χανίων, οι καταγγελίες πήραν το δρόμο της “τάχιστης κι αδέκαστης δικαιοσύνης”, οι αστυνομικές αρχές διαμηνύουν πως έκαναν τη δουλειά τους, τα ερωτήματα, οι αμφιβολίες, οι υποψίες πολλές… Τι μένει στο τέλος αυτής της άσχημης ιστορίας; Μένουν οι 73 ψυχές που έφυγαν, 64 μέσα στο 2020 και 9 μέσα στο 2021, όλοι από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση.
Δεν είναι όμως μόνο το Γηροκομείο Χανίων, το ζήτημα είναι ευρύτερο, βαθύτερο, η κατάσταση πολύ άσχημη, και φυσικά δεν αναμένουμε τα αγαθά ΜΜΕ να την αναδείξουν ολόπλευρα και ουσιαστικά. Όσοι εργάζονται ή έχουν εργαστεί σε Γηροκομεία όλα όσα βγήκαν στη δημοσιότητα δεν φαίνονται ούτε αδιανόητα ούτε πολύ περίεργα. Έχουν αρκετά δει, αρκετά ακούσει κι άλλα τόσα καταλάβει, όλα όσα ο νόμος της σιωπής θάβει.
Στους σύγχρονους καιρούς και ρυθμούς ζωής της κοινωνίας μας, αρκετοί ηλικιωμένοι, μοναχικοί και μη, με χρόνιες ή οξείες παθήσεις, έχοντες απαιτητικές καθημερινές ανάγκες φροντίδας κι επίβλεψης από εξειδικευμένο προσωπικό καταλήγουν σε οίκους ευγηρίας, ιδιωτικούς κατά κύριο λόγο, καθώς το οικογενειακό περιβάλλον αδυνατεί να σηκώσει αυτά τα βάρη και τις ευθύνες. Η δε παντελής έλλειψη κρατικής πρόνοιας και δημόσιων δομών επιφορτίζει τους ίδιους τους ηλικιωμένους και τις οικογένειές τους με υπέρογκα οικονομικά έξοδα.
Όπως έχουν καταγγελθεί στο Σωματείο Εργαζομένων Ιδιωτικών Κλινικών, Γηροκομείων Αθήνας αλλά και στο τύπο αρκετές φορές οι συνθήκες που επικρατούν σε πολλούς οίκους ευγηρίας ιδιωτικών συμφερόντων είναι κάθε άλλο παρά ιδανικές: μικροί χώροι, κακές συνθήκες υγιεινής, χαμηλής ποιότητας φαγητό, τραγικές ανεπάρκειες βοηθητικού, νοσηλευτικού κι ιατρικού προσωπικού. Ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που εφαρμόζονται απαράδεκτες μέθοδοι όπως η καθήλωση. Περιστατικά λεκτικής ή σωματικής βίας σε βάρος φιλοξενούμενων στις δομές δεν είναι εκτός διάταξης δυστυχώς.
Σύμφωνα με την ερευνητική επιστημονική σελίδα Plos One σε έρευνα υπό την καθηγήτρια ψυχιατρικής Dr. Claudia Coper, οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό και υλικά δημιουργούν σοβαρά ζητήματα στον τρόπο λειτουργίας των Γηροκομείων και σχετίζονται και με την εκδήλωση άσχημων συμπεριφορών απέναντι στους ηλικιωμένους.
Κατά καιρούς έχουν υπάρξει πολλές παρεμβάσεις από το κλαδικό σωματείο και με την εμπλοκή των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών, αρκετές από τις οποίες κατέληξαν και σε πρόστιμα σε ορισμένους οίκους. Ωστόσο στη μεγάλη εικόνα καταγράφεται η επικράτηση του νόμου της σιωπής. Επικρατεί ο φόβος των εργαζομένων που στη μεν επαρχία σημαίνει πως μία ενδεχόμενη απόλυση ισοδυναμεί με ανεργία και φτώχεια ενώ στις μεγάλες πόλεις, όπως στην Αθήνα, ο φόβος πως θα δουλέψουν τα τηλέφωνα των ίδιων των ιδιοκτήτων μία ενδεχόμενη απόλυση κι ο στιγματισμός του εργαζομένου μπορεί να σημαίνει μέχρι κι αλλαγή κλάδου για αυτόν που μίλησε, αντέδρασε, δημοσιοποίησε.
Στην εποχή της πανδημίας η κατάσταση στα Γηροκομείο φάνηκε πως έχει επιδεινωθεί. Μέσα σ’ένα χρόνο δημοσιοποιήθηκαν πάνω από δέκα περιπτώσεις γηροκομείων που αποτέλεσαν εστίες μόλυνσης και διασποράς του κορωνοϊού, λόγω ανεπάρκειας μέτρων προστασίας, ειδικά την πρώτη περίοδο, με τραγικά και θανατηφόρα αποτελέσματα για τους τρόφιμους ηλικιωμένους, με ευθύνες που βαραίνουν και τους ιδιοκτήτες αλλά και την ίδια την κυβέρνηση και τον ΕΟΔΥ.
Σήμερα για τις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων ισχύει η Υπουργική Απόφαση του 2007 που ορίζει τις προϋποθέσεις ίδρυσης, λειτουργίας ΜΦΗ από ιδιώτες, κερδοσκοπικού και μη χαρακτήρα ΜΦΗ. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις πολλές προϋποθέσεις ειδικά αυτές που αφορούν τη σύνθεση του προσωπικού μένουν μόνο στα χαρτιά. Σύμφωνα με ήδη δημοσιοποιημένα στοιχεία οι νόμιμες ΜΦΗ σημειώνουν κέρδη που φτάνουν συνολικά τα 270 εκ ευρώ. Από αυτά τα 83εκ αφορούν σε κέρδη μη κερδοσκοπικών ΜΦΗ που σχετίζονται με την εκκλησία και απασχολούν περίπου 3000 εργαζομένους και περιθάλπουν περίπου 14000 τρόφιμους. Παράλληλα σημειώνεται πως ένα στα πέντε Γηροκομεία λειτουργεί χωρίς άδεια, ενώ υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πως η πραγματική αναλογία είναι πολύ μεγαλύτερη. Οι όποιες εξαγγελίες για κλείσιμο παράνομων δομών φροντίδας ηλικιωμένων, όπως αυτές του Πατούλη το Σεπτέμβρη του 2020 πέφτουν στο κενό. Τα “παραθυράκια” του νόμου επιτρέπουν ακόμα την παράτυπη λειτουργία αρκετών δομών, που πατάνε στις μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν στην κοινωνία όσον αφορά τη φροντίδα των ηλικιωμένων προσφέροντας μάλιστα ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές σαν τυράκι.
Ωστόσο όπως ισχύει και στην κοινωνία έτσι και στα Γηροκομεία οι ταξικές διαβαθμίσεις διαπερνούν και την παροχή αυτών των υπηρεσιών. Έτσι έχουμε δομές υψηλών προδιαγραφών με υψηλές τιμές τροφείων, κι έχουμε και τη σκοτεινή πλευρά των πιο “οικονομικών”, που πολλές φορές λειτουργούν και παράνομα, και απευθύνονται σε πιο μικρά πορτοφόλια. Από όλα αυτά δεν εξαιρούνται κι οι δομές που σχετίζονται με την εκκλησία και προβάλλουν ένα φιλανθρωπικό προφίλ και προσφέρουν σε πολλές περιπτώσεις αμφιλεγόμενες υπηρεσίες. Ωστόσο το ζήτημα της εκκλησίας και των επιχειρήσεών της είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που δε χωρά στο παρόν άρθρο. Αυτή η αγορά των δομών για ηλικιωμένους σχηματοποιήθηκε κατά αυτόν τον τρόπο έπειτα από το 1981. Η τότε ανάπτυξη, η γήρανση του πληθυσμού με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η αλλαγή και η χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών στην Ελληνική κοινωνία αύξησαν και τις ανάγκες φροντίδας των ηλικιωμένων και δημιούργησαν την ανάγκη μίας νέας αγοράς. Η αγορά αυτή παραμένει ακόμα σχετικά μικρή, φαίνεται πως δεν έχει τεθεί ακόμα σε καθεστώς μονοπωλίου από μεγάλους ομίλους κι η κρίση του 2009 κατέγραψε μία κάποια μείωση των κερδών της. Ενώ τα τελευταία χρόνια μπήκαν και νέες εταιρίες στο παιχνίδι προσφέροντας κατ οίκον φροντίδα και νοσηλεία με αυτοκινούμενους νοσηλευτές και γιατρούς, πατώντας πάνω στις δυσεύρετες σχεδόν ανύπαρκτες δημόσιες δομές κατ οίκον φροντίδας.
Στην Ελλάδα η περίθαλψη της τρίτης ηλικίας ποτέ δεν ήταν υπόθεση της οργανωμένης πολιτείας. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι άκληροι κι οι μοναχικοί ηλικιωμένοι περιθάλπονταν από τη Εκκλησία και τις διάφορες φιλανθρωπικές ενώσεις. Ούτε στη δεκαετία του 80 με τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική των “περήφανων γηρατειών” και την ίδρυση των ΚΑΠΗ τέθηκαν ισχυρά θεμέλια για τη φροντίδα της τρίτης ηλικίας. Αργότερα στις κουτσουρεμένες δημόσιες δομές ήρθαν να προστεθούν διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα που αφορούσαν κατ οίκον νοσηλεία και φροντίδα ηλικιωμένων, τα οποία μάλιστα συρρικνώθηκαν τα χρόνια της κρίσης. Ποτέ όμως δε συγκροτήθηκε ένα ενιαίο, πανελλαδικό σχέδιο δημόσιων δομών φροντίδας και περίθαλψης της τρίτης ηλικίας.
Σήμερα δεν υπάρχει περιθώριο για αυταπάτες. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθείται από όλες τις τελευταίες κυβερνήσεις ανεξαιρέτως δεν έχει καμία έγνοια για την τρίτη ηλικία, οι ανάγκες της είναι κι αυτές ένα πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
Η φροντίδα των ηλικιωμένων επειδή αποτελεί μία μεγάλη κοινωνική ανάγκη χρειάζεται να γίνει υπόθεση διεκδίκησης όλου του λαού και πρωτίστως της εργατικής τάξης. Να γίνει ζήτημα διεκδίκησης των συνδικαλιστικών ενώσεων των εργαζομένων αλλά και των συνταξιουχικών ενώσεων, πλάι πλάι με τα αιτήματα για κοινωνική ασφάλιση.
Ζοφερό διαφαίνεται σήμερα το άμεσο μέλλον των απόμαχων της εργασίας, με τις περικοπές των συντάξεων, την εντεινόμενη φτώχεια και τους διαρρηγμένους οικογενειακούς δεσμούς. Μεγάλη αναγκαιότητα να οργανωθεί ο αγώνας για την υγεία, την περίθαλψη, την ίδια τη ζωή. Σήμερα απαιτείται άμεσα: Αύξηση των δαπανών για την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, την κοινωνική ασφάλιση με κεντρικό κρατικό σχεδιασμό έξω από τα κερδοσκοπικά πλαίσια. Στήριξη των δομών κατ οίκον φροντίδας και νοσηλείας ηλικιωμένων από τον εθνικό προϋπολογισμό. Όλα τα νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και οι μεγάλες εκκλησιαστικές δομές ή τα φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως το Γηροκομείο Αθηνών να κρατικοποιηθούν άμεσα, να περιέλθουν υπό την ευθύνη των Δήμων και των Περιφερειών. Οι ιδιωτικές ΜΦΗ να εθνικοποιηθούν και να ενταχθούν σ’ένα κεντρικό σχεδιασμό υπό την ευθύνη του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Με επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο μόνιμο προσωπικό, με αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς, επαρκές εξοπλισμό και παροχές ώστε η παροχή φροντίδας να είναι σύγχρονη κι αναβαθμισμένη όπως απαιτείται. Σ’ αυτά τα αιτήματα αγώνα και ζωής μπορούν να ακουμπήσουν οι απόμαχοι της εργασίας για να μη ζήσουν στα χρόνια που τους απομένουν μία επίγεια κόλαση.
Ο τίτλος του άρθρου είναι εμπνευσμένος από το θεατρικό έργο που παίχτηκε το 2014 του Μ. Κορρέ με εξαίρετους γνώριμους ηθοποιούς Οίκος Ευγηρίας, ...Η ευτυχισμένη Δύσις
Όπως έχουν καταγγελθεί στο Σωματείο Εργαζομένων Ιδιωτικών Κλινικών, Γηροκομείων Αθήνας αλλά και στο τύπο αρκετές φορές οι συνθήκες που επικρατούν σε πολλούς οίκους ευγηρίας ιδιωτικών συμφερόντων είναι κάθε άλλο παρά ιδανικές: μικροί χώροι, κακές συνθήκες υγιεινής, χαμηλής ποιότητας φαγητό, τραγικές ανεπάρκειες βοηθητικού, νοσηλευτικού κι ιατρικού προσωπικού. Ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που εφαρμόζονται απαράδεκτες μέθοδοι όπως η καθήλωση. Περιστατικά λεκτικής ή σωματικής βίας σε βάρος φιλοξενούμενων στις δομές δεν είναι εκτός διάταξης δυστυχώς.
Σύμφωνα με την ερευνητική επιστημονική σελίδα Plos One σε έρευνα υπό την καθηγήτρια ψυχιατρικής Dr. Claudia Coper, οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό και υλικά δημιουργούν σοβαρά ζητήματα στον τρόπο λειτουργίας των Γηροκομείων και σχετίζονται και με την εκδήλωση άσχημων συμπεριφορών απέναντι στους ηλικιωμένους.
Κατά καιρούς έχουν υπάρξει πολλές παρεμβάσεις από το κλαδικό σωματείο και με την εμπλοκή των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών, αρκετές από τις οποίες κατέληξαν και σε πρόστιμα σε ορισμένους οίκους. Ωστόσο στη μεγάλη εικόνα καταγράφεται η επικράτηση του νόμου της σιωπής. Επικρατεί ο φόβος των εργαζομένων που στη μεν επαρχία σημαίνει πως μία ενδεχόμενη απόλυση ισοδυναμεί με ανεργία και φτώχεια ενώ στις μεγάλες πόλεις, όπως στην Αθήνα, ο φόβος πως θα δουλέψουν τα τηλέφωνα των ίδιων των ιδιοκτήτων μία ενδεχόμενη απόλυση κι ο στιγματισμός του εργαζομένου μπορεί να σημαίνει μέχρι κι αλλαγή κλάδου για αυτόν που μίλησε, αντέδρασε, δημοσιοποίησε.
Στην εποχή της πανδημίας η κατάσταση στα Γηροκομείο φάνηκε πως έχει επιδεινωθεί. Μέσα σ’ένα χρόνο δημοσιοποιήθηκαν πάνω από δέκα περιπτώσεις γηροκομείων που αποτέλεσαν εστίες μόλυνσης και διασποράς του κορωνοϊού, λόγω ανεπάρκειας μέτρων προστασίας, ειδικά την πρώτη περίοδο, με τραγικά και θανατηφόρα αποτελέσματα για τους τρόφιμους ηλικιωμένους, με ευθύνες που βαραίνουν και τους ιδιοκτήτες αλλά και την ίδια την κυβέρνηση και τον ΕΟΔΥ.
Σήμερα για τις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων ισχύει η Υπουργική Απόφαση του 2007 που ορίζει τις προϋποθέσεις ίδρυσης, λειτουργίας ΜΦΗ από ιδιώτες, κερδοσκοπικού και μη χαρακτήρα ΜΦΗ. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις πολλές προϋποθέσεις ειδικά αυτές που αφορούν τη σύνθεση του προσωπικού μένουν μόνο στα χαρτιά. Σύμφωνα με ήδη δημοσιοποιημένα στοιχεία οι νόμιμες ΜΦΗ σημειώνουν κέρδη που φτάνουν συνολικά τα 270 εκ ευρώ. Από αυτά τα 83εκ αφορούν σε κέρδη μη κερδοσκοπικών ΜΦΗ που σχετίζονται με την εκκλησία και απασχολούν περίπου 3000 εργαζομένους και περιθάλπουν περίπου 14000 τρόφιμους. Παράλληλα σημειώνεται πως ένα στα πέντε Γηροκομεία λειτουργεί χωρίς άδεια, ενώ υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πως η πραγματική αναλογία είναι πολύ μεγαλύτερη. Οι όποιες εξαγγελίες για κλείσιμο παράνομων δομών φροντίδας ηλικιωμένων, όπως αυτές του Πατούλη το Σεπτέμβρη του 2020 πέφτουν στο κενό. Τα “παραθυράκια” του νόμου επιτρέπουν ακόμα την παράτυπη λειτουργία αρκετών δομών, που πατάνε στις μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν στην κοινωνία όσον αφορά τη φροντίδα των ηλικιωμένων προσφέροντας μάλιστα ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές σαν τυράκι.
Ωστόσο όπως ισχύει και στην κοινωνία έτσι και στα Γηροκομεία οι ταξικές διαβαθμίσεις διαπερνούν και την παροχή αυτών των υπηρεσιών. Έτσι έχουμε δομές υψηλών προδιαγραφών με υψηλές τιμές τροφείων, κι έχουμε και τη σκοτεινή πλευρά των πιο “οικονομικών”, που πολλές φορές λειτουργούν και παράνομα, και απευθύνονται σε πιο μικρά πορτοφόλια. Από όλα αυτά δεν εξαιρούνται κι οι δομές που σχετίζονται με την εκκλησία και προβάλλουν ένα φιλανθρωπικό προφίλ και προσφέρουν σε πολλές περιπτώσεις αμφιλεγόμενες υπηρεσίες. Ωστόσο το ζήτημα της εκκλησίας και των επιχειρήσεών της είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που δε χωρά στο παρόν άρθρο. Αυτή η αγορά των δομών για ηλικιωμένους σχηματοποιήθηκε κατά αυτόν τον τρόπο έπειτα από το 1981. Η τότε ανάπτυξη, η γήρανση του πληθυσμού με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η αλλαγή και η χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών στην Ελληνική κοινωνία αύξησαν και τις ανάγκες φροντίδας των ηλικιωμένων και δημιούργησαν την ανάγκη μίας νέας αγοράς. Η αγορά αυτή παραμένει ακόμα σχετικά μικρή, φαίνεται πως δεν έχει τεθεί ακόμα σε καθεστώς μονοπωλίου από μεγάλους ομίλους κι η κρίση του 2009 κατέγραψε μία κάποια μείωση των κερδών της. Ενώ τα τελευταία χρόνια μπήκαν και νέες εταιρίες στο παιχνίδι προσφέροντας κατ οίκον φροντίδα και νοσηλεία με αυτοκινούμενους νοσηλευτές και γιατρούς, πατώντας πάνω στις δυσεύρετες σχεδόν ανύπαρκτες δημόσιες δομές κατ οίκον φροντίδας.
Στην Ελλάδα η περίθαλψη της τρίτης ηλικίας ποτέ δεν ήταν υπόθεση της οργανωμένης πολιτείας. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι άκληροι κι οι μοναχικοί ηλικιωμένοι περιθάλπονταν από τη Εκκλησία και τις διάφορες φιλανθρωπικές ενώσεις. Ούτε στη δεκαετία του 80 με τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική των “περήφανων γηρατειών” και την ίδρυση των ΚΑΠΗ τέθηκαν ισχυρά θεμέλια για τη φροντίδα της τρίτης ηλικίας. Αργότερα στις κουτσουρεμένες δημόσιες δομές ήρθαν να προστεθούν διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα που αφορούσαν κατ οίκον νοσηλεία και φροντίδα ηλικιωμένων, τα οποία μάλιστα συρρικνώθηκαν τα χρόνια της κρίσης. Ποτέ όμως δε συγκροτήθηκε ένα ενιαίο, πανελλαδικό σχέδιο δημόσιων δομών φροντίδας και περίθαλψης της τρίτης ηλικίας.
Σήμερα δεν υπάρχει περιθώριο για αυταπάτες. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθείται από όλες τις τελευταίες κυβερνήσεις ανεξαιρέτως δεν έχει καμία έγνοια για την τρίτη ηλικία, οι ανάγκες της είναι κι αυτές ένα πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
Η φροντίδα των ηλικιωμένων επειδή αποτελεί μία μεγάλη κοινωνική ανάγκη χρειάζεται να γίνει υπόθεση διεκδίκησης όλου του λαού και πρωτίστως της εργατικής τάξης. Να γίνει ζήτημα διεκδίκησης των συνδικαλιστικών ενώσεων των εργαζομένων αλλά και των συνταξιουχικών ενώσεων, πλάι πλάι με τα αιτήματα για κοινωνική ασφάλιση.
Ζοφερό διαφαίνεται σήμερα το άμεσο μέλλον των απόμαχων της εργασίας, με τις περικοπές των συντάξεων, την εντεινόμενη φτώχεια και τους διαρρηγμένους οικογενειακούς δεσμούς. Μεγάλη αναγκαιότητα να οργανωθεί ο αγώνας για την υγεία, την περίθαλψη, την ίδια τη ζωή. Σήμερα απαιτείται άμεσα: Αύξηση των δαπανών για την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, την κοινωνική ασφάλιση με κεντρικό κρατικό σχεδιασμό έξω από τα κερδοσκοπικά πλαίσια. Στήριξη των δομών κατ οίκον φροντίδας και νοσηλείας ηλικιωμένων από τον εθνικό προϋπολογισμό. Όλα τα νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και οι μεγάλες εκκλησιαστικές δομές ή τα φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως το Γηροκομείο Αθηνών να κρατικοποιηθούν άμεσα, να περιέλθουν υπό την ευθύνη των Δήμων και των Περιφερειών. Οι ιδιωτικές ΜΦΗ να εθνικοποιηθούν και να ενταχθούν σ’ένα κεντρικό σχεδιασμό υπό την ευθύνη του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Με επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο μόνιμο προσωπικό, με αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς, επαρκές εξοπλισμό και παροχές ώστε η παροχή φροντίδας να είναι σύγχρονη κι αναβαθμισμένη όπως απαιτείται. Σ’ αυτά τα αιτήματα αγώνα και ζωής μπορούν να ακουμπήσουν οι απόμαχοι της εργασίας για να μη ζήσουν στα χρόνια που τους απομένουν μία επίγεια κόλαση.
Ο τίτλος του άρθρου είναι εμπνευσμένος από το θεατρικό έργο που παίχτηκε το 2014 του Μ. Κορρέ με εξαίρετους γνώριμους ηθοποιούς Οίκος Ευγηρίας, ...Η ευτυχισμένη Δύσις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου