ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΡΓΙΩΤΗ
Στις 6.45 χθες το πρωί, στο παγκάκι που βρίσκεται πίσω απ’ την Αψίδα του Ανδριανού, εκεί που η Βασιλίσσης Όλγας συναντά την Συγγρού, ξάπλωνε ένας άντρας. Είχε βολέψει το αριστερό του πόδι πάνω στο ξύλο που ακουμπά κανείς την πλάτη του όταν κάθεται. Το αριστερό του χέρι κρέμονταν στο έδαφος. Το παντελόνι του είχε πέσει και το λευκό βρακί του είχε γίνει καφέ. Λίγο πιο δίπλα, μια σύριγγα. Πιθανότατα είχε μετα βίας καταφέρει να σύρει τον εαυτό του σε αυτό το παγκάκι από τον Εθνικό Κήπο ή το Ζάππειο, ή από κάπου κοντά τέλος πάντων.
Λίγο πιο πάνω δυο πλανόδιοι έστηναν τους πάγκους τους για τα πελατάκια που θα κατέφθαναν σε μια ώρα περίπου. Ο ένας ψηλός με κάτασπρα γένια και κοιλιά. Τιτάνιος τύπος, έμοιαζε του Άτλαντα και ο άλλος σαν εκπεσών άγιος, κέρινος και ρουφηγμένος απ’ την ίδια την ζωή. Πουλούσαν χρυσά στεφάνια και Παρθενώνες-μαγνητάκια σε ανυποψίαστους τουρίστες.
Οι τουρίστες ήταν ανυποψίαστοι αναφορικά με τον ελληνικό πολιτισμό. Περπατώντας στο αθηναϊκό κέντρο θεωρούσαν πως βρίσκονται στην χώρα που γέννησε τη δημοκρατία. Φανταζόντουσαν τον Περικλή και τους μεγάλους τραγικούς. Σε καμία περίπτωση δεν υποπτεύονταν την ύπαρξη των τραγικών νεοελλήνων και την ποιότητα του σύγχρονου πολιτισμού τους.
Δεν γνώριζαν πως αυτή η χώρα δεν τιμώρησε ποτέ τους δοσίλογους της κατοχής, ούτε επέστρεψε τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, πως δεν έχει διαχωρίσει ακόμα την εκκλησία από το κράτος, πως στα νησιά της φιλοξενεί σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πως αυτά συντηρούνται από την φορολογία του αδιαμαρτύρητου ελληνάκου.
Δεν είχαν ιδέα πως ο ελληνάκος δεν μένει αδιαμαρτύρητος μόνο για τα στρατόπεδα, αλλά και για την διαχείριση της πανδημίας. Πως στην πραγματικότητα επισκέφθηκαν την χώρα των ζωντανών νεκρών και πως όσοι δεν πεθάνανε δουλεύοντας οκτάωρο για την εξυπηρέτηση των τουριστών στους 50 βαθμούς κελσίου, πεθάνανε αδιαμαρτύρητα και από επιλογή. Επέλεξαν να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Δεν μέτρησαν ποτέ τα κυβερνητικά λάθη, παρά μετρούσαν ανάστροφα τις μέρες για την απελευθέρωσή τους, όπως οι φαντάροι και οι φυλακισμένοι.
Και πως όταν «απελευθερώθηκαν» τους έλλειπε τόσο η συνείδηση, που αδυνατούσαν να αντιληφθούν πως συνεχίζουν να είναι πολιορκημένοι.
Τόσο ως έγκλειστοι, όσο και ως ελεύθεροι - πολιορκημένοι επέλεγαν να ενημερώνονται από φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, να ψυχαγωγούνται παρακολουθώντας παραστάσεις του «Όλοι μαζί μπορούμε», να δέχονται παθητικά, να μην έχουν άποψη, να κοιτούν τον κώλο τους, να μην αμφισβητούν, να συντηρούν το σύστημα και να κλωσούν τα αυγά του.
Με δύο λόγια οι τουρίστες αδυνατούσαν να διανοηθούν πως στη γη της δημοκρατίας, το αυγό του φιδιού είχε πλέον εκκολαφθεί και είχε πάρει διαστάσεις δράκου.
Μπορεί κάτι να υποπτεύθηκαν γύρω στο μεσημέρι, όταν ο ουρανός έγινε γκριζοκόκκινος και άρχισε να ξερνάει στάχτες τις περιουσίες των ανθρώπων που έμεναν στη Βαρυμπόμπη.
Αυτά, την πιο ζεστή και επικίνδυνη (για πυρκαγιές) μέρα της τελευταίας τριακονταετίας.
Φυσικά δεν θα μάθουν πως για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς δεν υπήρχαν αρκετοί πυροσβέστες, ενώ υπήρχαν στρατοί αστυνομικών.
Πως η κρατική τηλεόραση «έκοψε» όσους μιλούσαν για αργοπορημένη ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού.
Ούτε για την μιντιακή παραπληροφόρηση που μετέτρεψε τα 2 μποφόρ σε 8, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αχρηστοσύνη τους.
Ευτυχώς που οι τουρίστες μας δεν θα μείνουν αρκετά ώστε να αντιληφθούν πως ακριβώς επειδή δεν περάσαμε ποτέ Διαφωτισμό σήμερα βιώνουμε μια απ’ τις πιο ακραίες περιπτώσεις Συσκοτισμού στην Ευρώπη.
Άλλωστε το αντίστροφο του Διαφωτισμού δεν θα μπορούσε να ‘ναι άλλο απ’ τον Συσκοτισμό.
Ευτυχώς οι τουρίστες μας θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα τσιμεντένια μονοπάτια της Ακρόπολης για να πλησιάσουν όσα μας συμφέρει να θυμόμαστε απ’ τον πολιτισμό μας. Ευτυχώς θα πουλήσουμε χιλιάδες παρθενώνες- μαγνητακια και χρυσά στεφάνια.
Το μεσημέρι, ενώ είχε ξεσπάσει η πυρκαγιά και την ώρα που η ζέστη γινόταν ανυπόφορη αγγίζοντας τους 46 βαθμούς υπό σκιά, ο άντρας είχε σηκωθεί απ’ το παγκάκι, προσπαθούσε να πιάσει στην παλάμη του τις στάχτες που είχε φέρει ο αέρας ως το κέντρο.
Στην αρχή φώναζε στους περαστικούς «Αποκάλυψη! Έρχεται το τέλος!», μετά «Είμαστε όλοι νεκροί! Δεν το ξέρετε; Έχουμε πεθάνει όλοι!».
Και είχε πραγματικά απόλυτο δίκιο.
Η μυρωδιά αυτής της πόλης είναι η βοθρίλα.
Ο ήχος της: η σειρήνα του ασθενοφόρου.
Η εικόνα της: Η εικόνα του νεαρού ρακοσυλλέκτη που συνάντησα επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά το μεσημέρι. Ένα παιδί γύρω στα 15, ξυπόλητο να ψάχνει τα σκουπίδια. Τα πόδια του ήταν γεμάτα πληγές απ’ την ξυπολησιά, η άσφαλτος έκαιγε σαν λάβα εκείνη την ώρα.
Βρήκε ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά δεν μπορούσε να τα φορέσει με τόσο σακατεμένα πόδια, οπότε πήρε δύο μωρομάντιλα χρησιμοποιημένα (απ’ τα σκουπίδια κι αυτά), τα άπλωσε πάνω στα πόδια του σαν να ‘τανε πετσέτες ή κάλτσες και φόρεσε τα «καινούρια» του παπούτσια.
Οι τουρίστες δεν ξέρουν πως σ’ αυτή τη χαβούζα μπορούν να ζήσουν μόνο οι εξαθλιωμένοι επιζήσαντες, οι νεκροί, τα λυματα (το κυρίαρχο είδος του ελληνικού βιότοπου), οι τουρίστες και οι αυτοκτονικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου