Πολίτες της Αθήνας, στοιβαγμένοι και γαντζωμένοι όπως - όπως στο τρένο, ξεκινούν για το αλβανικό μέτωπο
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου του 1940 το ελληνικό Εθνικό Θέατρο εγκαινίαζε τη χειμερινή του περίοδο με την παράσταση «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι από τη Λυρική Σκηνή. Παρόντες στην παράσταση, όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής, η κυβέρνηση του Μεταξά, ο ίδιος ο δικτάτορας, ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του, η ηγεσία της ιταλικής πρεσβείας, ενώ προσκεκλημένος της κυβέρνησης παραβρέθηκε στην παράσταση και ο γιος του Πουτσίνι με τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι η ιταλική πρεσβεία έδωσε δεξίωση, στην οποία είχε προσκληθεί σχεδόν όλος ο «καλός κόσμος» της προηγούμενης βραδιάς και φυσικά η ελληνική κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια. Εντούτοις, η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίστηκε στις παρουσίες του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών Νικ. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδη. Η δεξίωση, ακολουθώντας τις ελληνικές συνήθειες, ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε ως τα ξημερώματα. Τα τραπέζια ήταν διακοσμημένα με ελληνικές και ιταλικές σημαίες, ενώ η τούρτα έφερε πάνω τη φράση «Ζήτω η Ελλάς»1.
Η εικόνα και των δύο εκδηλώσεων άφηνε την εντύπωση πως οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αντιμετώπιζαν άμεσα την απειλή κάποιας ρήξης, αλλά τούτο μάλλον ήταν περισσότερο ένα διπλωματικό παιχνίδι παρά η αλήθεια. Πίσω από τη βιτρίνα, η πραγματικότητα φάνταζε σκληρή και αδυσώπητη.
Λίγο πριν την έναρξη, και κατά τη διάρκεια της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της λάμβαναν κομματιαστά - σε τέσσερις δόσεις - ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα, η αποκρυπτογράφηση του οποίου θα το καθιστούσε το σημαντικότερο, ίσως, ιστορικό ντοκουμέντο της σύγχρονης ιστορίας των ελληνοϊταλικών σχέσεων.
Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του 1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα κι άρχισε να το διαβάζει. Επρόκειτο για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία μεταξύ άλλων έλεγε2:
«Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δε θα ηδύνατο να οδηγήση εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη. Οθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν - ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας - το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, διά της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».
Το κείμενο της διακοίνωσης συνοδευόταν από μια σειρά οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί το θέμα η ηγεσία της πρεσβείας. Γράφει ο Γκράτσι στις αναμνήσεις του3: «Το περίφημο αυτό έγγραφο κακοπιστίας συνοδεύετο από τις εξής οδηγίες. Η επίδοση της διακοινώσεως έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και την επίδοση της διακοινώσεως θα έπρεπε να ακολουθήσει η προφορική ανακοίνωση ότι οι κινήσεις των στρατευμάτων μας θα άρχιζαν την 6 πρωινή της ίδιας ημέρας. Τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος».
Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Δέκα περίπου λεπτά πριν την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας κι ένας διερμηνέας έφτασαν έξω από την κατοικία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Η εικόνα και των δύο εκδηλώσεων άφηνε την εντύπωση πως οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αντιμετώπιζαν άμεσα την απειλή κάποιας ρήξης, αλλά τούτο μάλλον ήταν περισσότερο ένα διπλωματικό παιχνίδι παρά η αλήθεια. Πίσω από τη βιτρίνα, η πραγματικότητα φάνταζε σκληρή και αδυσώπητη.
Λίγο πριν την έναρξη, και κατά τη διάρκεια της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της λάμβαναν κομματιαστά - σε τέσσερις δόσεις - ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα, η αποκρυπτογράφηση του οποίου θα το καθιστούσε το σημαντικότερο, ίσως, ιστορικό ντοκουμέντο της σύγχρονης ιστορίας των ελληνοϊταλικών σχέσεων.
Η κήρυξη του πολέμου
Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του 1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα κι άρχισε να το διαβάζει. Επρόκειτο για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία μεταξύ άλλων έλεγε2:
«Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δε θα ηδύνατο να οδηγήση εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη. Οθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν - ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας - το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, διά της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».
Το κείμενο της διακοίνωσης συνοδευόταν από μια σειρά οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί το θέμα η ηγεσία της πρεσβείας. Γράφει ο Γκράτσι στις αναμνήσεις του3: «Το περίφημο αυτό έγγραφο κακοπιστίας συνοδεύετο από τις εξής οδηγίες. Η επίδοση της διακοινώσεως έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και την επίδοση της διακοινώσεως θα έπρεπε να ακολουθήσει η προφορική ανακοίνωση ότι οι κινήσεις των στρατευμάτων μας θα άρχιζαν την 6 πρωινή της ίδιας ημέρας. Τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος».
Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Δέκα περίπου λεπτά πριν την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας κι ένας διερμηνέας έφτασαν έξω από την κατοικία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Στη σχετική έκθεσή του ο διοικητής της υπηρεσίας της σχετικής με τα ζητήματα ασφάλειας του πρωθυπουργού γράφει4:
«Το υπ' αριθ. Δ. Σ. 75 αυτοκίνητον του οποίου επέβαιναν ο πρεσβευτής της Ιταλίας μεθ' ενός άλλου προσώπου σταθμεύει προς της εισόδου της εν Κηφισία οικίας όπου διαμένει ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Ευθύς ως το αυτοκίνητον εστάθμευσε προ της εισόδου της οικίας, ο σκοπός χωροφύλαξ πλησιάσας όπως διαπιστώση την ταυτότητα των επιβαινόντων είδε κατερχόμενους τον πρεσβευτή της Ιταλίας, κρατούντα ανά χείρας ένα φάκελλον, και τον άγνωστον συνοδόν του οίτινες και του εδήλωσαν ότι είναι απολύτως ανάγκη να παρουσιασθή αμέσως ο κ. Πρέσβυς εις τον κ. Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ο χωροφύλαξ αμέσως ειδοποίησε τον υπαξιωματικόν της υπηρεσίας, ο οποίος μετέβη και εκτύπησε κατ' επανάληψιν τον κώδωνα της επί της οδού Κεφαλληνίας εισόδου της οικίας, αλλά δεν του εδόθη απάντησις. Επειδή δ' ο πρέσβυς επέμενε τονίζων ότι οπωσδήποτε πρέπει να παρουσιασθή εις τον κ. Πρόεδρον, ο υπαξιωματικός της υπηρεσίας αφύπνισε τον αρχιφύλακα ενωματάρχην Τραυλόν, ο οποίος εκάλεσεν από τηλεφώνου τον κ. Πρόεδρον εις τον οποίον και ανέφερεν ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας ευρίσκετο έξωθι της οικίας και επέμενε να παρουσιασθή ενώπιόν του. Ο κ. Πρόεδρος του απήντησεν επί λέξει: "Καλά, τέτοια ώρα! Τι θέλει;". Εις απάντησιν δε του ενωμοτάρχου ότι δεν εγνώριζε το σκοπόν της αφίξεώς του, απήντησε "καλά περίμενε". Ακολούθως ο κ. Πρόεδρος εξήλθεν της θύρας και εκάλεσε τον πρεσβευτήν, εισήλθον δε και οι δύο μαζύ εντός της οικίας».
Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Γκράτσι, μόλις οι δύο άνδρες μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού και κάθισαν σ' ένα μικρό σαλονάκι, ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε στον Ελληνα δικτάτορα το κείμενο της διακοίνωσης. «Ο Μεταξάς - γράφει ο Γκράτσι5 - άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Οταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: "Alors, c' est la querre" (σ.σ. ώστε έχουμε πόλεμο)».
Ο Γκράτσι επιχείρησε να αποφορτίσει το κλίμα, ισχυριζόμενος ότι η προσφυγή στα όπλα δεν ήταν αναγκαστική εφόσον η Ελλάδα έδειχνε τη διάθεση να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις. Εντούτοις δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στο συνομιλητή του ποια στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους έπρεπε να τεθούν υπό ιταλική κατοχή. Πέραν όμως τούτου, ούτε ο Μεταξάς ήταν ηλίθιος για να μην καταλαβαίνει πως ακόμη κι αν ήθελε να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις, δεν ήταν σε θέση να το πράξει μέσα στο χρονικό περιθώριο των τριών ωρών που του δινόταν, δεδομένου ότι στις 6 το πρωί θα άρχιζε η προέλαση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, αν και στις τάξεις του δικτατορικού καθεστώτος ήταν τουλάχιστον ισχυρή, αν όχι κυρίαρχη, η άποψη ότι θα γινόταν μόνο για μερικές ημέρες και μόνο για την τιμή των όπλων. Αλλά τότε γιατί δεν προτίμησαν το συμβιβασμό; Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση έρχεται μέσα από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα που εδώ και εξήντα τόσα χρόνια κυριαρχεί στις συζητήσεις των Ελλήνων: Ποιος είπε το πραγματικό ΟΧΙ, ο Μεταξάς ή ο λαός; ΄Η αλλιώς πιο ακριβέστερα: Το «ΟΧΙ» του Μεταξά ήταν της ίδιας βαρύτητας και της ίδιας σημασίας με το ΟΧΙ του ελληνικού λαού;
Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Γκράτσι, μόλις οι δύο άνδρες μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού και κάθισαν σ' ένα μικρό σαλονάκι, ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε στον Ελληνα δικτάτορα το κείμενο της διακοίνωσης. «Ο Μεταξάς - γράφει ο Γκράτσι5 - άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Οταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: "Alors, c' est la querre" (σ.σ. ώστε έχουμε πόλεμο)».
Ο Γκράτσι επιχείρησε να αποφορτίσει το κλίμα, ισχυριζόμενος ότι η προσφυγή στα όπλα δεν ήταν αναγκαστική εφόσον η Ελλάδα έδειχνε τη διάθεση να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις. Εντούτοις δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στο συνομιλητή του ποια στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους έπρεπε να τεθούν υπό ιταλική κατοχή. Πέραν όμως τούτου, ούτε ο Μεταξάς ήταν ηλίθιος για να μην καταλαβαίνει πως ακόμη κι αν ήθελε να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις, δεν ήταν σε θέση να το πράξει μέσα στο χρονικό περιθώριο των τριών ωρών που του δινόταν, δεδομένου ότι στις 6 το πρωί θα άρχιζε η προέλαση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, αν και στις τάξεις του δικτατορικού καθεστώτος ήταν τουλάχιστον ισχυρή, αν όχι κυρίαρχη, η άποψη ότι θα γινόταν μόνο για μερικές ημέρες και μόνο για την τιμή των όπλων. Αλλά τότε γιατί δεν προτίμησαν το συμβιβασμό; Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση έρχεται μέσα από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα που εδώ και εξήντα τόσα χρόνια κυριαρχεί στις συζητήσεις των Ελλήνων: Ποιος είπε το πραγματικό ΟΧΙ, ο Μεταξάς ή ο λαός; ΄Η αλλιώς πιο ακριβέστερα: Το «ΟΧΙ» του Μεταξά ήταν της ίδιας βαρύτητας και της ίδιας σημασίας με το ΟΧΙ του ελληνικού λαού;
Το «ΟΧΙ» του Μεταξά και το ΟΧΙ του λαού
Ενας παλιός αστός πολιτικός του λεγόμενου Δημοκρατικού Κέντρου, ο Γεώργιος Καφαντάρης είχε πει με δεικτικό τρόπο για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»6. Το λογοπαίγνιο αυτό του Καφαντάρη ήταν ευθεία αναφορά στις ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες που είχε ο ίδιος ο δικτάτορας και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με τα φασιστικά κινήματα της Ευρώπης εκείνης της ιστορικής περιόδου, ιδιαίτερα δε με το ιταλικό φασιστικό κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι.
Ομως το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην εσωτερική και διεθνή τους διάσταση. Ο Μεταξάς το γνώριζε αυτό πολύ καλά - ίσως καλύτερα από πολλούς άλλους στον κύκλο των ηγετών του δικτατορικού καθεστώτος - και μάλιστα πολύ πριν από το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Στις 3 Μαρτίου του 1934 για παράδειγμα, μιλώντας στο Συμβούλιο των Πολιτικών αρχηγών, έλεγε κατά λέξη7: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι».
Την πολιτική αυτή ο Μεταξάς τη συνέχισε και στην περίοδο της δικτατορίας του. Για την ακρίβεια ήταν τέτοια η αγγλική επιρροή πάνω στην Ελλάδα που ούτε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπόρεσε να αμφισβητήσει παρά τον πολιτικοϊδεολογικό του προσανατολισμό προς τα φασιστικά ευρωπαϊκά καθεστώτα και τις στενές οικονομικές σχέσεις που ανέπτυξε μ' αυτά. Δεν επρόκειτο βέβαια μόνο για πολιτική επιρροή, αλλά και για οικονομική, αφού οι σχέσεις του ελληνικού κεφαλαίου με το αγγλικό ήταν ιδιαίτερα ισχυρές.
Για παράδειγμα, στο διάστημα 1922-1932 παρουσιάζεται στην Ελλάδα μια τεράστια εισβολή ξένων κεφαλαίων, σχεδόν διπλάσια απ' αυτή που είχαμε την εποχή του Τρικούπη. Το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Συστηματικοί δανειστές της χώρας - αγοραστές δηλαδή ελληνικών χρεογράφων - ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου (γνωστός από τα δάνεια της εποχής του Τρικούπη), το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά. Επίσης ένα ποσό 108 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου το 20% του συνολικού εξωτερικού χρέους) ήταν χρεόγραφα, οι κάτοχοι των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα8.
Αντιλαμβάνεται κανείς τι τεράστια οικονομικά συμφέροντα παίζονταν στην Ελλάδα και πόση μεγάλη ήταν η οικονομική επιρροή της Αγγλίας στη χώρα. Ετσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η μεταξική δικτατορία δεν κλόνισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοαγγλικές σχέσεις9: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα»... Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον - ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο - τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω10: «Είμεθα ουδέτεροι εφ' όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Εντούτοις ο Μεταξάς μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με την Ιταλία επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης. Να πώς ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα στη συνάντηση που είχε με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτώβρη του 1940:
«Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. 'Η ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε....
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμείξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη "Νέαν Τάξιν".
Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ "ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος".
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις τη Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως "ασήμαντοι" εμπρός εις τα "οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα" τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι' όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό τη Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο "εις το ελάχιστον δυνατόν". Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι ούτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των...
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες.
Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών, η οποία είχεν φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικωτέρους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η "Δημοκρατική" θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "δευτέρας" Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της»11.
Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Μεταξάς ομολογεί ότι κατ' ουσίαν εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο με την Ιταλία, ασφαλώς δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερα σχόλια.
Αν όμως το «Οχι» του Μεταξά ήταν υποχρεωτικό στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών της εποχής και των ιδιαίτερων δεσμών του ελληνικού με το ξένο κεφάλαιο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού πήγαζε από τις παραδόσεις, την ιστορία του, το αναφαίρετο δικαίωμά του και τον αναμφισβήτητο πόθο του να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Ο ελληνικός λαός όχι μόνο δεν ταλαντεύτηκε στο δικό του ΟΧΙ, αλλά ήταν και ο μόνος που πίστευε στη νίκη κόντρα στα όσα πίστευε και στα όσα περίμενε από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η δικτατορία.
Για να φανεί πόσο τεράστια ήταν η απόσταση των δικτατόρων από τις διαθέσεις του λαού, αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Την επομένη της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτώβρη του 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη»12. Τον ανησυχούσε δηλαδή το υψηλό ηθικό του λαού, το ότι το λαό τον διακατείχε στο μέγιστο βαθμό ο κυριότερος ψυχολογικός όρος για τη διεξαγωγή ενός νικηφόρου πολέμου!!!
Αλλά αν ο Μεταξάς και η δικτατορία ήταν σε αναντιστοιχία με τα αισθήματα του ελληνικού λαού, σε πλήρη αντιστοιχία μ' αυτά βρίσκονταν οι κομμουνιστές.
Το ΚΚΕ στις παραμονές του πολέμου
Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου βρήκε το ΚΚΕ αποδεκατισμένο, την ηγεσία και τα στελέχη του στις φυλακές και τις εξορίες, τις οργανώσεις του σμπαραλιασμένες και όσες υπήρχαν ακόμη, υπό το καθεστώς του άγριου διωγμού. Η μεταξική δικτατορία είχε καταφέρει ισχυρότατο πλήγμα στο σώμα του Κόμματος, αφού στο πρόσωπό του - όπως προαναφέραμε - έβλεπε τον κύριο και ανυποχώρητο εχθρό της.
Την 28η Οκτώβρη 1940, περίπου δυο χιλιάδες κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας. Για παράδειγμα στην Ακροναυπλία (μαζί με την Πύλο) ήταν 625, στον Αϊ-Στράτη 230, στην Ανάφη 220, στην Αίγινα 170, στην Τρίπολη και άλλες φυλακές 500, στη Φολέγανδρο 140, στην Κίμωλο 36, στην Κέρκυρα και στα νησιά Ιο, Σίφνο, Αμοργό κλπ περίπου 50, στα σανατόρια (φυματικοί) γύρω στους 40 κ.ο.κ.
Επίσης, όλη σχεδόν η ηγεσία του ΚΚΕ που είχε εκλεγεί από το 6ο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1935) βρισκόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους εξόριστους. Ο ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Ν. Ζαχαριάδης, από τις αρχές του 1940, είχε μεταφερθεί από τις φυλακές της Κέρκυρας στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Στην Κέρκυρα βρίσκονταν τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Σιάντος, Βασίλης Νεφελούδης και Μήτσος Παρτσαλίδης, καθώς και το μέλος της ΚΕ Γιάννης Ζεύγος. Στην Ακροναυπλία βρίσκονταν ο Γιάννης Ιωαννίδης μέλος του ΠΓ και τα μέλη της ΚΕ Κώστας Θέος, Βασίλης Βερβέρης, Μήτσος Παπαρήγας, Μιχάλης Σινάκος και Ανδρέας Τσίπας. Στην Κίμωλο τα μέλη της ΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Στη Φολέγανδρο τα μέλη της ΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης και Παντελής Καραγγίτσης - Σίμος. Στη Γαύδο το μέλος της ΚΕ Λεωνίδας Στρίγκος. Τέλος, στο σανατόριο της Αθήνας «Σωτηρία» νοσηλευόταν το μέλος της ΚΕ Ν. Πλουμπίδης.
Για να έχουμε την ακριβή και ολοκληρωμένη εικόνα του Κόμματος εκείνης της εποχής είναι απαραίτητο να σταθούμε και στην κατάσταση που παρουσίαζαν οι παράνομες οργανώσεις. Καταρχήν κεντρικός παράνομος καθοδηγητικός μηχανισμός ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει μετά τη σύλληψη του Γιώργη Σιάντου και του Γρηγόρη Σκαφίδα, το Νοέμβρη του 1939. Η ομάδα στελεχών (Μήτσος Παπαγιάννης, Β. Κτιστάκης, Χρήστος Κανάκης, Σταματία Βιτσαρά κ.ά.) που εμφανίστηκε ως ΚΕ του Κόμματος και έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «παλιά ΚΕ», πέραν του ότι θεωρήθηκε ύποπτη και καταγγέλθηκε, ήταν απομονωμένη από τις κομματικές δυνάμεις και δεν τις επηρέαζε.
Το κενό της κομματικής καθοδήγησης επιχείρησε να «καλύψει» η Ασφάλεια έχοντας προφανή στόχο να κατευθύνει τις κομματικές δυνάμεις, τους εργαζόμενους και το λαό σύμφωνα με τα συμφέροντα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Ετσι στις αρχές του 1940 εμφανίστηκε η «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» που διεκδικούσε την ηγεσία του Κόμματος και καθοδηγούνταν απευθείας από τον Μανιαδάκη, υφυπουργό Ασφαλείας του Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η «παλιά ΚΕ» όσο και η «Προσωρινή Διοίκηση» έβγαζαν η καθεμία το δικό της «Ριζοσπάστη».
Σε ό,τι αφορά τις κομματικές οργανώσεις, παρά την τρομοκρατία που είχε επιβάλει το Μεταξικό καθεστώς, είχαν διατηρηθεί ορισμένοι κομματικοί πυρήνες που συνέχιζαν τη δράση τους τόσο σε Αθήνα - Πειραιά όσο και στις άλλες περιοχές της χώρας. Κατά κανόνα οι οργανώσεις αυτές δεν είχαν εμπιστοσύνη ούτε στην «παλιά ΚΕ» ούτε στην «Προσωρινή Διοίκηση» και δρούσαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Εμπιστεύονταν μόνο τις ομάδες των φυλακισμένων και εξόριστων στελεχών του κόμματος με τις οποίες επιδίωκαν να αποκτήσουν επαφή. Το ανώτερο κομματικό όργανο που κατάφερε να διατηρηθεί ήταν το Μακεδονικό Γραφείο της ΚΕ που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης των οργανώσεων στη Μακεδονία και τη Θράκη13.
Η ιταλική επιδρομή και η στάση των κομμουνιστών
Υπό τις συνθήκες που προαναφέραμε κανένα πολιτικό κόμμα δε θα ήταν σε θέση να παρέμβει στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, πολύ περισσότερο δε, σε τόσο συνταρακτικές εξελίξεις όπως ένας πόλεμος. Και για του λόγου το αληθές σημειώνουμε την ανυπαρξία των αστικών κομμάτων καθ' όλη τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αλλά και όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επιδρομή. Ομως το ΚΚΕ δεν ήταν ένα συνηθισμένο κόμμα. Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η στρατιωτική επιδρομή της Ιταλίας η ηγεσία του, τα μέλη και τα στελέχη του από τις φυλακές και τις εξορίες παρέμβηκαν και η παρέμβασή τους αυτή ήταν ουσιαστική, ενεργή και αποφασιστική δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό.
Χρονολογικά πρώτοι αντέδρασαν οι ακροναυπλιώτες, οι οποίοι στις 29 Οκτωβρίου 1940 - μια μέρα μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου - με υπόμνημα τους (που υπογραφόταν από το Γ. Ιωαννίδη και τον Κ. Θέο) προς την κυβέρνηση Μεταξά, ζητούσαν να πάνε στην πρώτη γραμμή του πυρός για να πολεμήσουν14. Οι ακροναυπλιώτες πέραν του προαναφερόμενου υπομνήματος έστειλαν προς τη Μεταξική κυβέρνηση άλλα δύο κείμενα: Ενα «ανοιχτό γράμμα» στις 6/11/1940 κι ένα υπόμνημα στις 13/11/1940. Το «ανοιχτό γράμμα» εξέφραζε τη συμφωνία τους με το περιεχόμενο του γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη και το υπόμνημα της 13/11 ήταν η απάντηση προς την κυβέρνηση του Μεταξά, επειδή η τελευταία τους ζητούσε δηλώσεις μετανοίας για να τους επιτρέψει να πάνε πολεμήσουν στο μέτωπο τον Ιταλό επιδρομέα.
Να ποια ήταν η περήφανη απάντηση των κομμουνιστών της Ακροναυπλίας στο υπόμνημά τους στις 13/11/1940. «Οι ιδέες μας είναι πάντοτε και έχουν για κίνητρο, αφετηρία και σκοπό την εξύψωση και την ευημερία του ελληνικού λαού και του έθνους, ολόκληρο δε το παρελθόν μας είναι μια συνεπής και συνεχής προσπάθεια για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Στον αγώνα αυτόν δώσαμε ό,τι πολύτιμο είχαμε, υποστήκαμε αγόγγυστα επί σειρά ετών όλα τα μαρτύρια και τις στερήσεις της εξορίας και της φυλακής και πολλοί από μας έχουν θυσιάσει και τη ζωή τους, χωρίς κανένα υπολογισμό προσωπικών μας ωφελημάτων. Και σήμερα, ακριβώς διότι μένουμε πιστοί στις αρχές μας και διότι έχουμε για έμβλημά μας "Πάνω απ' όλα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού" τασσόμεθα ανεπιφύλακτα στο πλευρό της κυβέρνησης, που διευθύνει την αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια στον επιδρομέα»15.
Το πιο γνωστό όμως ντοκουμέντο του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αυτό που σφράγισε τις σχέσεις του με τον ελληνικό λαό και αποτέλεσε τον καθοδηγητικό μπούσουλα για την οργάνωση της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης είναι το «Ανοιχτό Γράμμα προς το λαό της Ελλάδας» του τότε ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 2 Νοέμβρη του 1940.
Το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη - η προοπτική και το συμπέρασμα
«Ο φασισμός του Μουσολίνι - έλεγε το γράμμα16- χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να την εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Ελληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.
Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940
Νίκος Ζαχαριάδης
Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ».
Το περιεχόμενο του γράμματος προκάλεσε το θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων του ΚΚΕ. «Η πρώτη αντίδραση του κόμματος - γράφει ο Ευαγ. Αβέρωφ αναφερόμενος στη στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο17 - υπήρξε απρόβλεπτη. Στις 30 Οκτωβρίου του 1940 (σ.σ. 31 Οκτωβρίου είναι το σωστό), ο Ζαχαριάδης από τη φυλακή όπου βρισκόταν τρεισήμισι περίπου χρόνια, απηύθυνε μια επιστολή προς τον Μανιαδάκη. Δημοσιεύτηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες. Επρόκειτο για μια ωραία έκκληση υπέρ της αμύνης και κατέληγε ως εξής: "Όλοι στον αγώνα, καθένας στη θέση του, η νίκη θα ανήκη στην Ελλάδα και στο λαό της. Οι εργάτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο πλευρό μας". Ηταν κείμενο επιδέξιο από την πλευρά του (η νίκη στο λαό, όχι στη δικτατορία, οι εργάτες όλου του κόσμου) αλλά ήταν συγχρόνως κείμενο χρήσιμο για τον αγώνα. Ηταν επίσης ευθυγραμμισμένο με τις δηλώσεις όλων των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι αντετίθεντο όλοι στο δικτατορικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν κηρυχτεί υπέρ της ενόπλου αντιστάσεως κατά του εισβολέως».
Τα σημεία του γράμματος που στρέφονται κατά της δικτατορίας δεν είναι μόνο αυτά που επισημάνει ο Αβέρωφ. Η φράση «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα» είναι ίσως το ισχυρότερο χαστούκι κατά της δικτατορίας και μία σαφέστατη έκκληση προς τον ελληνικό λαό να είναι εχθρικός απέναντί της κι απέναντι στα όργανά της. Αλλά το γράμμα δε σταματούσε εκεί. Εδινε προοπτική στο λαό και προσδιόριζε με ακρίβεια το χαρακτήρα της πάλης του όταν έλεγε πως «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
Αυτή την προοπτική ήθελε να εμποδίσει η άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της όργανα, δηλαδή τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας. Για το λόγο αυτό όχι μόνο αρνήθηκαν στους φυλακισμένους κομμουνιστές να πάνε να πολεμήσουν στο μέτωπο, αλλά και τους παρέδωσαν στους κατακτητές όταν το μέτωπο κατέρρευσε την άνοιξη του '41, ύστερα από τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη.
1 Δ. Κόκκινου: «Οι δύο πόλεμοι 1940 - 1941», Εκδοτική Εταιρία «Ο Πλάτων», Αθήναι 1946, τόμος Β', σελ. 167 - 170 και Heinz A. Richter: «Η Ιταλογερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος», εκδόσεις «Γκοβόστη», σελ. 121-122
2 Βασιλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών: «Η Ελληνική Λευκή Βίβλος 1940 - Διπλωματικά έγγραφα: Η Ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος», Αθήναι 1940, σελ. 145-146
3 Εμμανουέλε Γκράτσι: «Η αρχή του τέλους - Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 274
4 Δ.Κ. Σβολόπουλου: «Ο πόλεμος των Ελλήνων 1940 - 1941», Αθήναι 1945 / Τύποις «ΠΥΡΣΟΥ», ΑΕ, τόμος Α', σελ. Ζ'
5 Εμμανουέλε Γκράτσι, στο ίδιο, σελ. 285
6 Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344
7 Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ' σελ. 77
8 «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών» τόμος ΙΕ, σελ. 335-338
9 Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25
10 «Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76
11 Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ' σελ. 522-524
12 Ιωάννου Μεταξά, στο ίδιο, σελ. 520
13 Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α', σελ. 342-347
14 Το υπόμνημα δε σώθηκε στα αρχεία του ΚΚΕ αλλά σίγουρα υπάρχει κάπου στα αρχεία του κράτους. Οι πληροφορίες που έχουμε γι' αυτό προέρχονται από μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν στο «Ριζοσπάστη» της 28/10/1945 κι από την εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» της 28/10/1965 όπου δημοσιεύτηκε το τελευταίο μέρος του, προερχόμενο προφανώς από τα κρατικά αρχεία.
15 «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 28/10/1945.
16 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 5ος, σελ. 9-10
17 Ευάγγελου Αβέρωφ: «Φωτιά και τσεκούρι», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 93.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου