Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

«Μετά από τη ζωή» (χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)

Κώστας Βάρναλης


Είπες: «Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη» κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: «Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα»· ο παπάς σού έψαλε: «Αιωνία η μνήμη»· και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: «Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943».
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε «ιεροσυλία». Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: «Ο θάνατός σου ζωή μου».
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική· αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους· αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και «παν, παν…»
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την «ταυτότητά» τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός) δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα· θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα «ονόματα» των άλλων· κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι «αυτοί».
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το «εγώ» του.

Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ»
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


Πηγή:logomnimon.wordpress.com



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου