«Ώρα να πηγαίνω, δεν έχω άλλο στήθος», έγραφε έξοχα ο Νίκος Καρούζος. Και ήρθε βέβαια η στιγμή (Σεπτέμβριος 1990) που το στήθος του έσβησε για πάντα και ο Νίκος Καρούζος πήγε να κατοικήσει εκεί όπου ανήκει: στο αίεν των στίχων του. από κει μας χαιρετά και μας υπενθυμίζει: «Θέλει δύστυχο χώμα η ελιά˙ το δράμα της ποιότητας». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα χρόνια που φεύγουν, επειδή δεν έχουν άλλο στήθος. Και μας αφήνουν να παλέψουμε με «δράμα της ποιότητας» στα καλλιεργήσιμα εδάφη της ανθρώπινης περιπέτειας. Μ’ αυτό τον ιδρώτα της προσπάθειας από εκατομμύρια επί εκατομμυρίων ανθρώπων να στάζει και να γίνεται ποτάμι που θα αρδεύσει και θα κάνει έφορο το «δυστυχισμένο χώμα». Έτσι που να μην καταστραφούν οι καρποί της μνήμης και τα φυλλώματα της ελπίδας. Αλλιώς δεν έχει νόημα ο χρόνος που πάντοτε περνάει και πάντοτε είναι εδώ. Ο χρόνος που πάντοτε έρχεται, αλλά είναι καμωμένος από παρελθόν. Αυτό το αντιστύλι του άγνωστου, αυτό το κατακτημένο δάκρυ της απαραίτητης απώλειας, καθώς τα χρόνια περνούν, ολοένα περνούν και χάνονται μέσα στον χρόνο που είναι πανταχού παρών και χάνεται αλλιώς μέσα στο χάος: το τεράστιο στήθος όπου συμβαίνει το σχεσιακό άπειρο.
Εδώ είμαστε και τώρα. Στον παρηγορητικό επιμερισμό της αρίθμησης, στο ζωτικό ψεύδος (αφού ο άνθρωπος είναι παρηγορητικό όν) ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε. Δηλαδή να ζήσουμε την μία και μοναδική αθανασία μας με το απαραίτητο θάρρος: το θάρρος που σε κάνει να μην φεύγεις, να μην «εγκαταλείπεις τη χαρά στους ανίδεους» όπως έγραφε ο Γιώργος Σαραντάρης. Γιατί τότε θα σήμαινε πως δεν είσαι ποιητής. Δηλαδή δεν ποιείς, δεν πλάθεις τον χρόνο, δεν συμμετέχεις στο «δυστυχισμένο χώμα» της ύπαρξης.
Ώστε απώλεια δεν είναι να λιγοστεύει διαρκώς το στήθος, αλλά να μην αντιλαμβάνεσαι τον χρόνο ως κοινή πατρίδα πάντων και πασών. Και να καταντάς μια αυτιστική περίπτωση, ένα «άχθος αρούρης». Ένας «νεκρός» που περιφέρεται ανερμάτιστος και αδαής. Ένας ανόητος και αχάριστος που δεν υπήρξε ποτέ, γιατί ποτέ δεν απέκτησε στήθος. Δηλαδή σθένος ώστε να γεωργήσει το «δυστυχισμένο χώμα» και να φυτρώσουν οι ελιές. Και στο μεταξύ τα χρόνια να περνάνε. Και να περνάνε και να περνάνε…
Άχρηστα χρόνια για τους απατεώνες της ζωής (αλλά και του θανάτου). Έρχονται και φεύγουν χωρίς να συμμετάσχουν στη γέννηση ακόμα και του τελευταίου φύλου μια ελιάς. Άρα επιβλαβείς και επιζήμιοι, τοξικοί φορείς μια φονικής αδιαφορίας που σκοτώνει το ίδιο, αλλά με άλλα μαχαίρια, τους απροστάτευτους όσο σκοτώνει και η συνειδητή γενοκτονία του ανθρώπινου γένους που την βλέπουμε (;) να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας. Είναι όλοι τους φονικά επιζήμιοι γιατί αποξηραίνουν το έδαφος και τον ουρανό των ανθρώπων. Ξεραίνουν τα δάκρυα και εξαχνώνουν το γέλιο. Δηλαδή στερούν το σθένος από το στήθος. Και φεύγουν για πάντα οι αθώοι που θα μπορούσαν να είναι απίστευτα χρήσιμοι, για να μην γίνει ο χρόνος εφιάλτης. Έτσι που να έχει νόημα λυγρής συνεννοήσεως το «χρόνια πολλά».
Μόνο έτσι έχουν αξία τα «χρόνια πολλά»: όταν ο χρόνος του ενός είναι προϋπόθεση για τον χρόνο όλων και όχι αιτία καταστροφής του χρόνου των άλλων. Όταν ο χρόνος του ενός γίνεται εκατόμβη για τους άλλους, τότε πράγματι, δεν «υπάρχει άλλο στήθος». Και η απώλεια είναι καθολική.
Αλλιώς, λοιπόν, να πούμε «χρόνια πολλά». Να μην αφήσουμε την σκοτεινή χαρά του χρόνου στους ανίδεους. Στους φονιάδες.
Χρόνια πολλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου