Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Ο εφιάλτης ενός αγίου


Γρηγοριάδης Κώστας


Ο δόκτορας Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ελαφρά κυρτωμένος σήμερα, πήρε μερικές βαθιές ανάσες στο μπαλκόνι του Μοτέλ Λόρεν. Μόνο που δεν ήταν όσο άλλοτε βαθιές και η εκπνοή πιο πολύ με στεναγμό έμοιαζε.

Εκλεισε τα μάτια για να σφαλίσει εντός του λίγη απ' τη δύναμη της δημιουργίας. Μη νομίσετε πως το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου έβλεπε σε τίποτα πρασινάδες και νερά τρεχούμενα. Ενας κανονικός, μεγαλούτσικος δρόμος ήτανε μπροστά του, με όλα όσα μπορεί να κουβαλάει ένας τέτοιος δρόμος στο Μέμφις. Μικρά και μεγάλα μαγαζιά, μικρές και μεγάλες φίρμες, μικρούς και μεγάλους ανθρώπους. Πολλά όνειρα, μικρές χαρές και μεγάλους πόνους.

Αυτός ήταν ο «δρόμος» της εξέλιξης και το είχε χωνέψει πια. Aπ' όταν κήρυξε για πρώτη φορά το λόγο του θεού, πριν είκοσι χρόνια και κάθε μέρα της πολυτάραχης ζωής του. Μόνο που τελευταία τον πολιορκούν αιχμηρά «γιατί», μαζί με μια διηθητική αγωνία, εντελώς ακούσια.

Ηταν γύρω στα μεσάνυχτα που άνοιξε τα μάτια κάθιδρος και ξυλιασμένος. Η γυναίκα του είχε ξυπνήσει πρώτη. Του χάιδευε το μουσκεμένο μέτωπο και τον καθησύχαζε.

-- Κοιμήσου, Καλέ μου. Κακό όνειρο θα ήταν.

Ποιος ξέρει πόση ώρα στριφογυρνούσε στο κρεβάτι. Της φίλησε το χέρι.

«Σε ξύπνησα, γυναίκα; Κοιμήσου, γλυκιά μου, εσύ. Δεν είναι τίποτα. Καλά είμαι. Λίγο αγχωμένος μόνο. Κοιμήσου, Κορέτα. Κοιμήσου.

-- Θα σου κάνω παρέα για όσο χρειαστεί, κύριε Μάρτιν, του ψιθύρισε, μα ήδη βυθιζόταν.

Ηταν και για κείνη δύσκολη η μέρα που πέρασε.

Την άκουσε για λίγο που ρουθούνιζε κι ύστερα θέλησε να θυμηθεί αυτό που τον τάραξε τόσο. Ονειρο ήταν, σίγουρα, μα δεν κατάφερε να το ζωντανέψει αρκετά. Μέσα στις μπερδεμένες εικόνες που ξεθώριαζαν πριν προλάβει να τις μεταγράψει, τα μόνα που επέστρεφαν πάλι και πάλι ήταν τα πρόσωπα των παιδιών του. Συνειρμός κανένας.

Ενας ύπνος διακοπτόμενος ήλθε και κάθισε στα βλέφαρά του, να διευθετήσει τον υπόλοιπο χρόνο της νύχτας μάλλον παρά για να τον ξεκουράσει. Ωστόσο τα ξημερώματα είχε άλλες δύο κρίσεις. Αλλά, έτσι ρηχά που κοιμόταν, δεν ταράχτηκε δυνατά. Η Κορέτα στο πλευρό του συνέχισε τον ύπνο της αμέτοχη.

«Τι σε τρομάζει τόσο πολύ, κύριε Μάρτιν; Ποιος εφιάλτης μπορεί να ξεπεράσει τα σημάδια των δέκα τελευταίων χρόνων που κουβαλάς;». Ετσι αναρωτήθηκε, περνώντας το χέρι του απ' το πλατύ μέτωπο και τα πυκνά, αφρικάνικα μαλλιά του. «Πόσος χρόνος και πόσος πόνος χρειάζονται ακόμα για να ατσαλωθείς μέχρι τον πυρήνα του μυαλού σου;».

Ενώ τα μάτια του περιδιάβαιναν στις καθημερινές, ρέουσες εικόνες του δρόμου, ο μέσα νους, αυτόνομα, ανάπλαθε ανακατεμένα τρυφερά και σκληρά και σπουδαία γεγονότα της ζωής του.

«Εχω ένα όνειρο! Εχω ένα όνειρο ότι τα τέσσερα μικρά παιδιά μου θα ζήσουν μια μέρα σ' ένα έθνος όπου δε θα κρίνονται απ' το χρώμα του δέρματός τους, αλλά απ' την ποιότητα του χαρακτήρα τους. Εχω ένα όνειρο σήμερα». Ετσι άρχισε την ομιλία του πέντε χρόνια πριν, στα σκαλοπάτια του μνημείου για τον πρόεδρο Λίνκολν, σε μια μεγαλειώδη, για όλα τα δεδομένα, συγκέντρωση. Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια και η φράση αυτή, «έχω ένα όνειρο», συγκλονίζει και εμπνέει ακόμα.*

Πλήθυναν στο δρόμο τ' αυτοκίνητα κι οι μεροκαματιάρηδες. Απ' τη θέση του δύσκολα ξεχώριζε το χρώμα τους, μα εύκολα την κοινή μιζέρια στους ώμους και το βάδισμά τους.

Τον τελευταίο καιρό όλο περισσότερο κατανοούσε τη σκληρή ομοιότητα όλων των φτωχών κοινωνικών ομάδων και την ανάγκη να πλατύνει το κίνημα πέρα απ' τα παιδιά της φυλής του. Εβλεπε καθαρά πια τους αφεντάδες να κινούν στο σκοτάδι τα νήματα, καθαρότερα κι απ' αυτούς που βγάζανε τα κάστανα απ' τη φωτιά. Αυτοί, οι τελευταίοι, βρίσκονταν πολλές φορές σε χειρότερη μοίρα κι απ' τους σκλάβους αδερφούς του. Δεν ήταν καλύτεροι αυτοί που προσπάθησαν να σηκώσουν την αξιοπρεπέστατη καθαρίστρια, μαύρη κυρία Ρόζα Παρκς απ' το κάθισμα του λεωφορείου πριν δεκατρία χρόνια, με τις γνωστές συνέπειες. Ούτε όσοι τοποθέτησαν βόμβες τα επόμενα χρόνια στο σπίτι του.

Η τρελή πορεία ενός Φορντ και το δυνατό κορνάρισμα ελάχιστα τον απέσπασαν. Η έντονη, όμως, λογομαχία στο δρόμο τού έφερε, τρέχα γύρευε πώς, τ' όνειρο στη σκέψη του. Και να, που κάτι ξεκαθαρίζει. Ο μικρός του γιος, ο Ντέξτερ, οδηγούσε με σφιγμένο στόμα ένα όχημα, κάτι επικίνδυνο ίσως, κάπου μακριά. Η μικρότερη αδερφή του, η Μπάνυ, τον κυνηγούσε, τσιρίζοντας, θυμάται και αίματα, μα τίποτα παρακάτω. Τότε, γιατί τόση αγωνία; Αυτό γίνεται όλη μέρα. Μπροστά ο Ντέξτερ μ' ένα παιχνίδι και πίσω του η Μπάνυ, πότε πνιγμένη στα γέλια και πότε στα κλάματα.

Και μόνο στη σκέψη, γέλασε βαθιά του. Τέσσερα θαυμάσια παιδιά με τη γλυκιά Κορέτα στο πιάνο να τραγουδούν ή να στρώνουν το τραπέζι. Να ερίζουν για λίγο κι ύστερα ν' αγκαλιάζονται, πιο αγαπημένοι από πριν. Σκούρα προσωπάκια γεμάτα συναισθήματα διανθρώπινα και οικείες εκφράσεις. Τι παραπάνω να ονειρευτεί ένας γονιός, όποιο χρώμα κι αν είχε κληρονομήσει! Ελαμψαν στα μάτια του τα λουλούδια του μπαλκονιού κι εκείνα στα παρτέρια της αυλής. Απόρησε που μόλις τώρα τα πρόσεξε.

Ο ίδιος, από γενιά ιερέων, μόνο ευγνωμοσύνη μπορούσε να νιώθει. Στην ομιλία της προηγούμενης ημέρας, με αφορμή τα βίαια γεγονότα κατά την ειρηνική πορεία χιλιάδων εργατών στην καθαριότητα του Μέμφις από βιαστικούς και οξύθυμους μαύρους αδερφούς, ανάφερε το δικό του, δραματικό περιστατικό, που τον σημάδεψε πριν δέκα χρόνια. Ηταν στην καρδιά του Χάρλεμ, την ώρα που υπέγραφε το καινούριο βιβλίο του. Η Ιζόλα Κάρυ, μια ...«παράφρων κυρία», είπανε, τον μαχαίρωσε για τα καλά στο στήθος. Τόσο βαθιά που, αν φταρνιζόταν εκείνη τη στιγμή, έτσι γράψανε, το δίχως άλλο θα πέθαινε. Ενα κοριτσάκι λευκό, του έγραψε πόσο χαρούμενη ήταν που δε φταρνίστηκε.

«Θέλω κι εγώ να πω το βράδυ αυτό, πως είμαι πολύ χαρούμενος που δε φταρνίστηκα τότε». Κι ακόμα τους ξεκαθάρισε πως δεν τον νοιάζει καθόλου αν θα είναι κι ο ίδιος μαζί τους όταν φτάσουν στη γη της επαγγελίας. Του φτάνει που ανέβηκε ψηλά στο βουνό και την είδε.

Μια ταραχή μέσ' απ' τις πόρτες του δωματίου τον έφερε πίσω. Τα παιδιά ξύπνησαν και η γνώριμη αναστάτωση, καθόλου ενοχλητική, έμπαινε σε λειτουργία. Οπως κάθε πρωί, ο Ντέξτερ πείσμωνε την Μπάνυ κι εκείνη, τι άλλο, τσίριζε. Σήμερα, ωστόσο, οι φωνές αυτές τον ταξίδεψαν στο χρόνο δυο μήνες πριν.

Στο σπίτι τους, στο Εμπενίζερ, το πρωινό τραπέζι πάντα ήταν θορυβώδικο. Προσπαθούσε με ηρεμία να κρατάει τις ισορροπίες, όχι χωρίς κόπο. Ιδίως με τα δυο μικρότερα ζιζάνια. Γιατί, όμως, η σκέψη του έφτασε ίσα μ' εκείνο το πρωινό;

Ο Ντέξτερ κρατούσε στο ένα του χέρι μια φέτα μελωμένο ψωμί και στο άλλο ένα μικρό αεροπλάνο, ομοίωμα των καινούριων πολεμικών, τρέχα γύρευε πού το βρήκε, και επιχειρούσε εικονικούς βομβαρδισμούς στο πιάτο της μικρής Μπάνυ. Εκείνη πρόφτασε ν' αρπάξει το μικρό αεροπλάνο στον αέρα και το κρατούσε σφιχτά. Το ίδιο σφιχτά κλεισμένα τα δοντάκια της, το ίδιο και τ' άλλο χέρι στην τσαλακωμένη φέτα του ψωμιού της. Τον κοιτούσε κατάματα χωρίς να βλεφαρίζει. Ο Ντέξτερ τράβηξε το παιχνίδι του δυνατά μαζί με την αδερφή του και το πιάτο της. Η μητέρα αγανάκτησε.

-- Ντέξτερ, κι εσύ Μπάνυ, ήσυχα. Οχι τέτοια στο πρωινό τραπέζι μας. Μίλησε τους, Μάρτιν. Παρακαλώ!

Κανείς απ' τους ...«αντιμαχόμενους» δεν άκουσε την Κορέτα. Ο Ντέξτερ έσμιξε τα φρυδάκια του και τα μάτια σπίθισαν απειλητικά.

-- Είσαι κουτή. Σε μισώ και ποτέ σου δεν θα οδηγήσεις αεροπλάνο. Τα κορίτσια δεν οδηγούν αεροπλάνα. Ασε το αεροπλάνο μου, τώρα!

Ο δόκτορας Κινγκ άπλωσε το χέρι του και σκέπασε τα δυο χεράκια μαζί. Και τότε, πριν μιλήσει, ένιωσε την οργή των παιδιών, πάνω στις οξείες γωνίες των μικρών δακτύλων, στα μάτια και στα στόματα και στις μυτούλες. Τραβήχτηκε ταραγμένος. Κι ήταν όλα τούτα που άλλαξαν την ομιλία του απ' τον άμβωνα της εκκλησίας εκείνη την ημέρα.

-- Αυτό το πρωινό θα ήθελα να χρησιμοποιήσω σαν θέμα του κηρύγματός μου αυτό που λέμε: «Το ένστικτο του τυμπανιστή».

Ηταν μια έκπληξη για τους πιστούς. Ακουσαν στην αρχή για τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο που ζήτησαν απ' το δάσκαλό τους να τους τάξει από μια θέση κοντά του όταν «έλθει εν τη βασιλεία του», λες και ήταν οι καλύτεροι απ' όλους τους άλλους. Και πως το ένστικτο αυτό το κουβαλάμε απ' την κούνια μας και είναι, ίσως, το δυσκολότερο που πρέπει να ξεπεράσουμε. Εμείς χτυπάμε το τύμπανο κι οι άλλοι ακολουθούν. Αυτό το μέγα ψεύδος που μας κάνει να πιστεύουμε ότι κατέχουμε, μόνοι, την αλήθεια και την ίδια στιγμή μας καθιστά ευάλωτα υποχείρια των ισχυρών για κάθε είδους εκμετάλλευση.

Μ' αυτή τη θύμηση σαν κάτι να έλαμψε στο μυαλό του. Απρόσμενα ο εφιάλτης ξετυλίχτηκε σε κλειστές, χωρίς συνάφεια, μα πεντακάθαρες εικόνες. Είδε πάλι το μικρό του γιο, τον Ντέξτερ, οδηγό, πιλότο σ' ένα υπερσύγχρονο αεροπλάνο, υπερφυσικών διαστάσεων και τερατώδους εμφάνισης, με οπλικά συστήματα άγνωστα, εξόχως θανατηφόρα, να χτυπάει μακριά απ' την πατρίδα, στην άλλη άκρη του κόσμου, παιδιά μελαψά. Πίσω του κι άλλα, πολλά αεροπλάνα, όλα με πιλότους μαύρους που να μοιάζουν του Ντέξτερ, με τα μουτράκια τους πρόωρα γερασμένα, στυφνά και να σκοτώνουν, να σκοτώνουν ασταμάτητα μελαψά, κάτισχνα παιδάκια που έμοιαζαν στη Μπάνυ. Μηχανές δεν ήταν, παρά κάτι χέρια κοκαλένια και τετράπαχα μαζί, με ματωμένα δαχτυλίδια ίδια με χρυσά πενηντοδόλαρα, τα σήκωναν και τα ταξίδευαν ίσα με τις πιο μακρινές πατρίδες του κόσμου, όπου άδειαζαν τις τεράστιες βόμβες και φόρτωναν ό,τι γεννούσε ο τόπος για πίσω. Κι αυτός που διέταζε, μέγιστος και ομιχλώδης, κάτι σαν Πρόεδρος - παίγνιο στα χέρια των ανόσιων, ίδιος ο Ντέξτερ. Κι ανάκατα κλάματα σπαραχτικά και σαρδόνια γέλια και αίμα, αίμα...

-- Υψιστε, βόγκηξε σφίγγοντας τα χέρια στην κουπαστή της βεράντας, ύψιστε, δεν μπορεί να τελειώνει έτσι το όνειρό μου. Δε γίνεται, τα μαύρα παιδιά μας να καταντήσουν φονιάδες.

Τα παιδιά αυτών που λιώσανε στις φυτείες του καφέ και στους βάλτους του νότου δε θα δεχτούν ποτέ να μακελέψουν άλλους λαούς. Ενας μαύρος αδελφός, σε όποια θέση και αν βρεθεί, και πρόεδρος ακόμα, δε θα ματώσει την ανθρωπότητα. Δε θα γίνει ποτέ κάτι τέτοιο.

Δε θα το αφήσεις να γίνει. Στείλε μου, σε ικετεύω, ένα μήνυμα πως δε θα είναι αυτό το αποτέλεσμα του αγώνα μας για την ελευθερία των παιδιών σου. Την ελευθερία μας. Ενα μήνυμα, Κύριε...

Κι εκείνη τη στιγμή, τα φωτοτρίμματα της ύπαρξής του με την αγάπη του όλη για ελευθερία διαπέρασαν ακαριαία τον εστιακό φακό και τον προσοφθάλμιο, με το σταυρουδάκι στο κέντρο, που τον σημάδευε κατάστηθα, και μέσα απ' την ίριδα ερέθισαν το μάτι και το νεύρο κι ο δείχτης κινήθηκε μόλις ένα εκατοστό. Σε μια στιγμή!

Κι ο άγιος της ελευθερίας, πάει, τέλεψε!

Τι ειρωνεία! Και ο μοιραίος «Σκοπευτής» ήταν «Ελεύθερος»!

* Ποίημα του Λάνγκστον Χιουζ, εμπνευσμένο απ' την αποστροφή αυτή του δ. Κινγκ.

Τίτλος: «Σ' ένα τοίχο της λεωφόρου Λένοξ»

Τι συμβαίνει σ' ένα όνειρο που έχει υποχωρήσει; /Μήπως στεγνώνει / όπως η σταφίδα στον ήλιο;/ 'Η κακοφορμίζει σαν πληγή /Και μετά πυορροεί; / Μήπως βρομάει σαν αλλοιωμένο κρέας; / 'Η κάνει κρούστα και ζαχαρώνει γύρω γύρω / σαν σοροπιασμένο γλυκό; /Μπορεί να κάμπτεται / όπως ένα βαρύ φορτίο; / 'Η μήπως τελικά εκρήγνυται;

Πηγή:rizospastis.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου