Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν ποτέ το παραμικρό μόνοι τους, και για τα παιδιά είναι πολύ κουραστικό να τους δίνουν ξανά και ξανά εξηγήσεις.
Οι μεγάλοι αγαπούν τα νούμερα. Όταν τους μιλάς για ένα καινούργιο σου φίλο, δεν σε ρωτάνε πότε για την ουσία. Ποτέ δεν σου λένε: “Πώς είναι η φωνή του; Ποιά παιχνίδια προτιμάει; Κάνει συλλογή από πεταλούδες;” Σε ρωτάνε: “Πόσο χρονώ είναι; Πόσους αδελφούς έχει; Πόσο είναι το βάρος του; Πόσα κερδίζει ο πατέρας του;” Και τότε μόνο θαρρούν πως τον ξέρουν. Αν πεις τους μεγάλους: “Είδα ένα ωραίο σπίτι από τριανταφυλλιά τούβλα, με γεράνια και περιστέρια στη σκεπή”, δεν καταφέρνουν να σχηματίσουν την παραμικρή ιδέα για το σπίτι αυτό. Πρέπει να τους πεις: “Είδα ένα σπίτι που κοστίζει δέκα χιλιάδες χρυσές”. Θα τους ακούσεις τότε ν’ αναφωνούν: “ Τι όμορφο που είναι”.
Έτσι, αν τους πεις: “Η απόδειξη πως ο μικρός πρίγκιπας έζησε πραγματικά, είναι πως ήταν γοητευτικός, πως γελούσε και πως ήθελε ένα αρνί. Όταν θες ένα αρνί αυτό πάει να πει πως υπάρχεις”. Εκείνοι θ’ ανασηκώσουν τις πλάτες και θα σε πουν πως παιδιαρίζεις! Αν όμως τους πεις: “Ο πλανήτης απ’ όπου ερχόταν ο πρίγκιπας είναι ο αστεροειδής Β 612”, τότε τους πείθεις και παύουν να σε σκοτίζουν με τις ερωτήσεις τους. Έτσι είναι αυτοί. Δεν πρέπει να τους κρατάμε κακία. Τα παιδιά πρέπει να έχουν πολλή επιείκεια για τους μεγάλους.
Αλλά βέβαια, εμείς που καταλαβαίνουμε τη ζωή, σκοτιστήκαμε για τα νούμερα! Θα μ’ άρεσε ν’ αρχινούσα τούτη την ιστορία όπως αρχίζουν τα παραμύθια. Θα μ’ άρεσε να έλεγα:
“Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας που ζούσε πάνω σ’ ένα πλανήτη μόλις λίγο πιο μεγάλο από τον ίδιο, κι είχε ανάγκη από ένα φίλο…”. Για κείνους που καταλαβαίνουν τη ζωή, η ιστορία έτσι θα φαινόταν πολύ πιο αληθινή.
Γιατί δε μ’ αρέσει να διαβάζουν το βιβλίο μου επιπόλαια. Νιώθω τόση θλίψη ανιστορώντας αυτές τις αναμνήσεις. Πάνε κιόλας έξι χρόνια που ο φίλος μου έφυγε μαζί με τ’ αρνί του. Αν προσπαθώ τώρα να τον περιγράψω εδώ, είναι για να μην τον ξεχάσω. Είναι θλιβερό να ξεχνάς ένα φίλο. Δεν είναι όλοι που αποκτούν ένα φίλο. Και μπορώ να γίνω κι εγώ σαν τους μεγάλους που δεν ενδιαφέρονται πια παρά για τα νούμερα.
Α, μικρέ πρίγκιπα, έτσι γνώρισα λίγο λίγο τη μικρή, μελαγχολική ζωή σου. Για καιρό δεν είχες να σε διασκεδάσει τίποτ’ άλλο παρά τη γλύκα που αναδίδουν τα ηλιοβασιλέματα. Την καινούργια του τη λεπτομέρεια, την έμαθα την τέταρτη μέρα το πρωί, όταν μου είπες:
“- Μ’ αρέσουν πολύ τα ηλιοβασιλέματα. Πάμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα…
- Μα πρέπει να περιμένουμε…
- Να περιμένουμε τι;
- Να περιμένουμε να βασιλέψει ο ήλιος.”
Στην αρχή φάνηκες ν’ απορείς πολύ, κι ύστερα γέλασες με τον εαυτό σου. Και μου είπες:
“- Θαρρώ πως βρίσκομαι ακόμα στον τόπο μου!”
[...]
“-Μια μέρα, είδα τον ήλιο να βασιλεύει σαράντα τρεις φορές!”
Κι ύστερα από λίγο απόσωσες:
“- Ξέρεις... όταν είναι κανείς πολύ λυπημένος, αγαπά τα ηλιοβασιλέματα…
- Ήσουν λοιπόν τόσο λυπημένος τη μέρα με τις σαράντα τρεις φορές;”
Μα ο μικρός πρίγκιπας δεν αποκρίθηκε.
“-Τ’ αγκάθια σε τι χρησιμεύουν;”
Ο μικρός πρίγκιπας, έτσι και σου έβαζε μια ερώτηση, δεν σε άφηνε πια ήσυχο, αν δεν του απαντούσες. Εγώ είχα νευριάσει με το μπουλόνι μου και αποκρίθηκα ότι μου κατέβηκε:
“ - Τ’ αγκάθια δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, τα βγάζουν τα λουλούδια μόνο απ’ την κακιά τους!
- Ω!”
Μεσολάβησε μία στιγμή απόλυτης σιωπής. Έπειτα μου πέταξε με κάποια μνησικακία:
“- Δεν σε πιστεύω! Τα λουλούδια είναι αδύνατα πλάσματα. Είναι αθώα. Δίνουν κουράγιο στον εαυτό τους όπως μπορούν. Θαρρούν πως είναι τρομερά με τ’ αγκάθια τους…”
Δεν του απάντησα. Εκείνη τη στιγμή έλεγα μέσα μου: “ Αν αυτό το μπουλόνι μου αντισταθεί κι άλλο, θα του δώσω μια με το σφυρί και θα το πετάξω”. Πάλι ο μικρός πρίγκιπας σκότισε το μυαλό μου:
“- Και νομίζεις, εσύ, πώς τα λουλούδια…
- Μα όχι! Όχι! Δε νομίζω τίποτα. Σου είπα ότι μου κατέβηκε. Εγώ έχω δουλειά, εγώ, με σοβαρά πράγματα.”
Με κοίταξε κατάπληκτος.
“- Σοβαρά πράγματα!” Μ’ έβλεπε, με το σφυρί στο χέρι, τα δάχτυλα μου μαύρα Στη λίγδα, να σκύβω πάνω από ένα πράγμα που του φαινόταν πολύ άσχημο.
“- Μιλάς σαν τους μεγάλους!”
Εγώ ντράπηκα κομμάτι… Εκείνος όμως πρόσθεσε, αμείλικτος:
“- Εσύ όλα τα μπερδεύεις... ανακατώνεις τα πάντα!”
Ήταν στ’ αλήθεια πολύ νευριασμένος. Κουνούσε το κεφάλι, και τα ολόχρυσα μαλλιά του ανεμίζανε.
“- Ξέρω έναν πλανήτη όπου ζει κάποιος με πρόσωπο κατακόκκινο, κρεμεζί. Ποτέ του δε μύρισε ένα λουλούδι. Ποτέ του δεν κοίταξε ένα αστέρι. Ποτέ του δεν αγάπησε κανένα. Δεν έκανε ποτέ τίποτ’ άλλο από προσθέσεις. Κι όλη τη μέρα κοπανάει όπως κι εσύ: “Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος! Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος!” Κι αυτό τον κάνει να φουσκώνει από περηφάνια. Μα δεν είναι άνθρωπος αυτός, είναι μανιτάρι!
- Τι είναι;
- Μανιτάρι!”
Ο μικρός πρίγκιπας είχε τώρα χλωμιάσει από το κακό του.
“ Εκατομμύρια χρόνια τώρα τα λουλούδια φτιάχνουν αγκάθια. Κι όμως τ’ αρνιά, εκατομμύρια χρόνια τώρα, τρώνε τα λουλούδια. Και δεν είναι σοβαρό πράγμα να ψάξεις να καταλάβεις γιατί κουράζονται να φτιάχνουν αγκάθια που ποτέ δεν χρησιμεύουν σε τίποτα; Δεν έχει, δηλαδή, σημασία ο πόλεμος των αρνιών με τα λουλούδια; Δεν είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό και σημαντικό από τις προσθέσεις ενός χοντρού κοκκινομούρη κυρίου; Κι αν ξέρω, εγώ, ένα λουλούδι μοναδικό στον κόσμο, που δεν βρίσκεται αλλού πουθενά παρά μόνο στον πλανήτη μου, και που μπορεί ένα αρνάκι να το εξοντώσει με μία δαγκαματιά, έτσι δα, ένα πρωί, χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, αυτό δεν είναι σπουδαίο, δηλαδή;”
Κοκκίνισε κι ύστερα ξανάπιασε:
“- Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει ταίρι του στα εκατομμύρια και τα εκατομμύρια των άστρων, αυτό φτάνει για να τον κάνει ευτυχισμένο σαν τα κοιτάζει. Λέει μέσα του: “ Εκεί κάπου βρίσκεται το λουλούδι μου…” Αν όμως τ’ αρνί φάει το λουλούδι, θα σου φανεί σαν ξαφνικά να σβήσανε όλα τ’ αστέρια! Και δεν είναι σπουδαίο αυτό;”
Πηγή:farostoupnevmatos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου