Λιάνα Κανέλλη
Λένε πως όποιος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες πεθαίνει. Ασυναίσθητα όλοι μας το ‘χουμε πει, κυρίως σε στιγμές αδυναμίας ή απλώς αγεληδόν. Λένε επίσης πως σε μια πυρηνική καταστροφή θα επιζήσουν τελικώς μόνον οι κατσαρίδες. Και δεν φαντάζομαι μισό άνθρωπο πάνω στη Γη που να θέλει να γίνει κατσαρίδα. Και μέσα και έξω από τον συρμό του όπα είπα λέω της εποχής, καταλήγει να είναι επαναστατική πράξη όχι να μην προσαρμόζεσαι και να βγαίνεις με το μαγιό στα χιόνια ή ξυπόλητος στ’ αγκάθια, αλλά να μην εκλαμβάνεις την προσαρμογή ως άλλοθι ενσωμάτωσης. Και σε όλα τούτα εδώ έχει στηθεί ένας ιστός προπαγάνδας, έτοιμος να λιθοβολήσει ή και να χαρακτηρίσει τρομοκράτη, άνθρωπο, κράτος, σύλλογο, σωματείο, που αντιστέκεται στην εκβιαστική προσαρμογή που είναι η ενσωμάτωση, και για την ακρίβεια η υποταγή στην κυρίαρχη αστική τάξη. Και μάλιστα σε όλες τις εκφάνσεις και τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα.
Ας υποθέσουμε ότι πολλαπλασιάζονται, και είναι αλήθεια, αυτοί που αντιστέκονται. Πόλεμος, φτώχεια, πείνα, ανεργία, ρατσισμός, σεξισμός και όλα τα άνθη του κακού συμπτύσσουν κρίσιμες μάζες προς αυτήν την κατεύθυνση. Και εδώ δίνεται μια μάχη συχνά βουβή, για την ώρα υπόκωφη, μπορεί και αόρατη στα μάτια των ενσωματωμένων ερμητικά κλειστά. Για παράδειγμα ο γέρος κι η γριά συνταξιούχοι, που θέλουν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και έχουν και μια αίσθηση της φύσης που βασανίζεται χαραγμένη στη μνήμη τους από το χωριό, την επαρχία, ένα γαϊδούρι κι ένα αυγό από το κοτέτσι της γειτόνισσας, βομβαρδίζονται έγκλειστοι και άφραγκοι σε ένα διαμερισματάκι στη μεγαλούπολη με πολιτικές διθυραμβικές για την αξία της μετακίνησης με ποδήλατο! Με τσακισμένα κόκαλα, λυγισμένους από τον χρόνο ώμους, με τυχόν θολή όραση και άλλα υποκείμενα του χρόνου νοσήματα, μπορεί να εμφανίζονται ως σουπεργιαγιάδες και σουπερπαππούδες που κατεβαίνουν από το Περιστέρι στη λαχαναγορά του Ρέντη, με 36 βαθμούς, για να γεμίζουν το καλαθάκι του ποδηλάτου με φθηνά λαχανικά, για να φάει η μισοάνεργη φαμίλια. Δεν γίνεται. Δεν υπάρχει το είδος αυτής της ανθρώπινης κατσαρίδας που επιζεί με το ποδήλατο, πάνες για την ακράτεια, ενδεχομένως χωρίς δόντια λόγω ακρίβειας, και με μια σύνταξη που κατατίθεται στην παραγωγή οικογενειακού παρανοσηλευτικού προσωπικού, παιδιά, νύφες, γαμπροί, εγγόνια, κι αλλιά από τους μοναχικούς ξεχασμένους και ξεκληρισμένους.
Απ’ την άλλη έχεις έναν παππού και μια γιαγιά που τους βαστάνε λίγο τα πόδια τους, και πιο πολύ οι ιδέες τους, και τόλμησαν ταξίδι με τρένα, πλοία, λεωφορεία, έξι και οχτώ ωρών για να ‘ρθουν από την άλλη άκρη της χώρας, να φωνάξουν για τις συντάξεις, για την υγεία και για το αναφαίρετο δικαίωμά τους στη ζωή, στην πρόσφατη σύναξη της γενιάς τους στην Αθήνα. Είναι αυτοί που περπάτησαν με ένα μπουκαλάκι νερό και μια μπουκιά ψωμί φερμένο από το σπίτι, και δεν αξιώθηκαν να δουν το κέντρο της Αθήνας, τα υπουργεία και τη Βουλή να κοκκινίζουν από ντροπή. Απροσάρμοστοι. Ανένδοτοι. Αποφασισμένοι να μην πάνε από δάγκωμα της πραγματικής κατσαρίδας του κεφαλαίου, που πρεσβεύει ότι ο χρόνος των άλλων είναι χρήμα, και μέτραγαν κεφάλια για να πουλήσουν από βιάγκρα μέχρι προγράμματα fitness για ηλικιωμένους, και από ακριβοπληρωμένα ιαματικά λουτρά μέχρι ψηφιοποιημένα κουτάκια για τα χάπια. Όχι, δεν μιλάω για τα περήφανα γηρατειά. Σιχάθηκα τα κλισέ της ενσωματωμένης ρεπορταζίλας και της προσαρμοσμένης πολιτικοκορεκτίλας. Γι’ αυτούς που αντέχουν ακόμα να περπατάνε, σκοντάφτοντας στις ζαρντινιέρες της Πανεπιστημίου, και αρνούνται να αυτοκτονήσουν με ηλεκτρικά ημιποδήλατα, αξίζει μια νεανική ματιά – μαγκιά. Ονειρεύομαι σ’ αυτό ή έστω στο επόμενο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, συντρόφια μου, ένα πάρτι για γέρους με όλες τις διευκολύνσεις, ανάμεσα στα σφύζοντα νιάτα. Ίσως και έναν αγώνα εκατό μέτρων νέων με τον παππού ή τη γιαγιά στην πλάτη. Έτσι για να γελάσουμε με την καρδιά μας. Γιατί η χαρά είναι αποκοτιά, το κάλλος της έμπρακτης επανάστασης, σε εποχές που ο ανήθικος ζόφος της αειφόρου κερδοφορίας ξεπαστρεύει πληθυσμούς και καθιερώνει τον χειρότερο των ρατσισμών: Τις ασθενέστερες τάξεις! Δηλαδή παιδιά, νέοι, μακροχρόνια άνεργοι και οι γενναίοι που πρόλαβαν να γεράσουν. Γιατί η μεγάλη παραίτηση προς αναζήτηση ποιοτικού χρόνου και αποφυγή των άθλιων αμοιβών και συνθηκών εργασίας εμφανίζεται ως αντίσταση στο σύστημα, ενώ το υπηρετεί αντικαθιστώντας το δίλημμα «με το κεφάλαιο ή με τον εργάτη» με το δίλημμα «ελεύθερος με δουλειές του ποδαριού ή δούλος σε κοπάδι αφεντικού». Κι όμως, στο πρώτο οι γέροι μετράνε. Στο δεύτερο μαθαίνεις να ξεφορτώνεσαι τα γηρατειά, και των άλλων και τα δικά σου…
Λένε πως όποιος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες πεθαίνει. Ασυναίσθητα όλοι μας το ‘χουμε πει, κυρίως σε στιγμές αδυναμίας ή απλώς αγεληδόν. Λένε επίσης πως σε μια πυρηνική καταστροφή θα επιζήσουν τελικώς μόνον οι κατσαρίδες. Και δεν φαντάζομαι μισό άνθρωπο πάνω στη Γη που να θέλει να γίνει κατσαρίδα. Και μέσα και έξω από τον συρμό του όπα είπα λέω της εποχής, καταλήγει να είναι επαναστατική πράξη όχι να μην προσαρμόζεσαι και να βγαίνεις με το μαγιό στα χιόνια ή ξυπόλητος στ’ αγκάθια, αλλά να μην εκλαμβάνεις την προσαρμογή ως άλλοθι ενσωμάτωσης. Και σε όλα τούτα εδώ έχει στηθεί ένας ιστός προπαγάνδας, έτοιμος να λιθοβολήσει ή και να χαρακτηρίσει τρομοκράτη, άνθρωπο, κράτος, σύλλογο, σωματείο, που αντιστέκεται στην εκβιαστική προσαρμογή που είναι η ενσωμάτωση, και για την ακρίβεια η υποταγή στην κυρίαρχη αστική τάξη. Και μάλιστα σε όλες τις εκφάνσεις και τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα.
Ας υποθέσουμε ότι πολλαπλασιάζονται, και είναι αλήθεια, αυτοί που αντιστέκονται. Πόλεμος, φτώχεια, πείνα, ανεργία, ρατσισμός, σεξισμός και όλα τα άνθη του κακού συμπτύσσουν κρίσιμες μάζες προς αυτήν την κατεύθυνση. Και εδώ δίνεται μια μάχη συχνά βουβή, για την ώρα υπόκωφη, μπορεί και αόρατη στα μάτια των ενσωματωμένων ερμητικά κλειστά. Για παράδειγμα ο γέρος κι η γριά συνταξιούχοι, που θέλουν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και έχουν και μια αίσθηση της φύσης που βασανίζεται χαραγμένη στη μνήμη τους από το χωριό, την επαρχία, ένα γαϊδούρι κι ένα αυγό από το κοτέτσι της γειτόνισσας, βομβαρδίζονται έγκλειστοι και άφραγκοι σε ένα διαμερισματάκι στη μεγαλούπολη με πολιτικές διθυραμβικές για την αξία της μετακίνησης με ποδήλατο! Με τσακισμένα κόκαλα, λυγισμένους από τον χρόνο ώμους, με τυχόν θολή όραση και άλλα υποκείμενα του χρόνου νοσήματα, μπορεί να εμφανίζονται ως σουπεργιαγιάδες και σουπερπαππούδες που κατεβαίνουν από το Περιστέρι στη λαχαναγορά του Ρέντη, με 36 βαθμούς, για να γεμίζουν το καλαθάκι του ποδηλάτου με φθηνά λαχανικά, για να φάει η μισοάνεργη φαμίλια. Δεν γίνεται. Δεν υπάρχει το είδος αυτής της ανθρώπινης κατσαρίδας που επιζεί με το ποδήλατο, πάνες για την ακράτεια, ενδεχομένως χωρίς δόντια λόγω ακρίβειας, και με μια σύνταξη που κατατίθεται στην παραγωγή οικογενειακού παρανοσηλευτικού προσωπικού, παιδιά, νύφες, γαμπροί, εγγόνια, κι αλλιά από τους μοναχικούς ξεχασμένους και ξεκληρισμένους.
Απ’ την άλλη έχεις έναν παππού και μια γιαγιά που τους βαστάνε λίγο τα πόδια τους, και πιο πολύ οι ιδέες τους, και τόλμησαν ταξίδι με τρένα, πλοία, λεωφορεία, έξι και οχτώ ωρών για να ‘ρθουν από την άλλη άκρη της χώρας, να φωνάξουν για τις συντάξεις, για την υγεία και για το αναφαίρετο δικαίωμά τους στη ζωή, στην πρόσφατη σύναξη της γενιάς τους στην Αθήνα. Είναι αυτοί που περπάτησαν με ένα μπουκαλάκι νερό και μια μπουκιά ψωμί φερμένο από το σπίτι, και δεν αξιώθηκαν να δουν το κέντρο της Αθήνας, τα υπουργεία και τη Βουλή να κοκκινίζουν από ντροπή. Απροσάρμοστοι. Ανένδοτοι. Αποφασισμένοι να μην πάνε από δάγκωμα της πραγματικής κατσαρίδας του κεφαλαίου, που πρεσβεύει ότι ο χρόνος των άλλων είναι χρήμα, και μέτραγαν κεφάλια για να πουλήσουν από βιάγκρα μέχρι προγράμματα fitness για ηλικιωμένους, και από ακριβοπληρωμένα ιαματικά λουτρά μέχρι ψηφιοποιημένα κουτάκια για τα χάπια. Όχι, δεν μιλάω για τα περήφανα γηρατειά. Σιχάθηκα τα κλισέ της ενσωματωμένης ρεπορταζίλας και της προσαρμοσμένης πολιτικοκορεκτίλας. Γι’ αυτούς που αντέχουν ακόμα να περπατάνε, σκοντάφτοντας στις ζαρντινιέρες της Πανεπιστημίου, και αρνούνται να αυτοκτονήσουν με ηλεκτρικά ημιποδήλατα, αξίζει μια νεανική ματιά – μαγκιά. Ονειρεύομαι σ’ αυτό ή έστω στο επόμενο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, συντρόφια μου, ένα πάρτι για γέρους με όλες τις διευκολύνσεις, ανάμεσα στα σφύζοντα νιάτα. Ίσως και έναν αγώνα εκατό μέτρων νέων με τον παππού ή τη γιαγιά στην πλάτη. Έτσι για να γελάσουμε με την καρδιά μας. Γιατί η χαρά είναι αποκοτιά, το κάλλος της έμπρακτης επανάστασης, σε εποχές που ο ανήθικος ζόφος της αειφόρου κερδοφορίας ξεπαστρεύει πληθυσμούς και καθιερώνει τον χειρότερο των ρατσισμών: Τις ασθενέστερες τάξεις! Δηλαδή παιδιά, νέοι, μακροχρόνια άνεργοι και οι γενναίοι που πρόλαβαν να γεράσουν. Γιατί η μεγάλη παραίτηση προς αναζήτηση ποιοτικού χρόνου και αποφυγή των άθλιων αμοιβών και συνθηκών εργασίας εμφανίζεται ως αντίσταση στο σύστημα, ενώ το υπηρετεί αντικαθιστώντας το δίλημμα «με το κεφάλαιο ή με τον εργάτη» με το δίλημμα «ελεύθερος με δουλειές του ποδαριού ή δούλος σε κοπάδι αφεντικού». Κι όμως, στο πρώτο οι γέροι μετράνε. Στο δεύτερο μαθαίνεις να ξεφορτώνεσαι τα γηρατειά, και των άλλων και τα δικά σου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου