Επιμέλεια Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στην Πούντα· από κει με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος. Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας. Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους. Ένας γραμματικός, που ’χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα μας, άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε: Σαν έρχονται, μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτήτε μέσα. Και το λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε. Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ’ τους θαλάμους. Κι εμείς π’ ακούγαμε πυροβολισμούς, απ’ το Κατιφέ-Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε». Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μας παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες· τότε είδα και τον αδερφό μου· μας έβαλαν τετράδες και μας διέταξαν να γονατίσουμε να μας μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μας έβλεπε, καβάλα στο άλογό του, έλεγε: Θα κοιτάξω να μη μείνει ούτε σπόρος από σας. Κι έδωσε το παράγγελμα να κινήσουμε. Θα ήμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δυο χιλιάδες. Όπως βγήκαμε, μας τραβήξανε ίσια στην αγορά. Εκεί, το τουρκομάνι που μας περίμενε, σαν το λεφούσι έπεσε απάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους μας πετούσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Γάλλοι μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μας. Σα φτάσαμε στον Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγήκε ένας Χαφούζης. Μας κοίταξε: Αλλάχ, Αλλάχ, είπε, τι γίνεται εδώ! Και φώναξε του ασκέρ-αγά. Αυτός σταμάτησε. Ο λοχαγός εδώ! ξαναφωνάζει. Τρακ τρακ το άλογο, ο λοχαγός πήγε, χαιρέτησε. Ο Χαφούζης τον ρωτά: Το «κιτάπι» μας αυτά λέει;
Ο λοχαγός μεταχαιρέτησε. Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους. Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στο Χαλκά-Μπουνάρ. Εκεί μας έκλεισαν στο σύρμα, κύκλο. Άμα βράδιασε, ένας Τούρκος εφές απ’ το χωριό μας ήρθε και μας καλούσε με τα ονόματά μας να βγούμε, τάχα πως θα μας γλιτώσει, με σκοπό να μας χαλάσει. Κι εμείς στη γη πέσαμε να μη δώσουμε γνωριμία. Τα ξημερώματα ήρθε από τη Μαγνησία άλλος αξιωματικός και μας σήκωσαν. Ώρες περπατούσαμε. Ούτε ξέραμε πού μας παν. Μονάχα από τον τόπο καταλαβαίναμε πως βαδίζαμε για τη Μαγνησία. Αντί να μας πηγαίνουν στο δημόσιο δρόμο, μας τραβούσανε απ’ το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν προσταχτικά: Στις τετράδες! Στις τετράδες! Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν. Με πολύν κόπο πέσαμε στο δημόσιο δρόμο. Εκεί πάλι, μας περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι άνθρωποι, εξήντα ως ογδόντα χρονώ, με παλιές μαχαίρες, και σα φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν απάνω μας, φωνάζοντας στο λοχαγό: Άφησέ μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε! Κι ο λοχαγός τους έλεγε «όχι», γελώντας. Εμείς του φωνάζαμε: Κυρ λοχαγέ, σε σένα κρεμόμαστε. Και προχωρούσαμε. Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν σπαρμένοι από πτώματα που μύριζαν. Στις βρύσες έστεκαν σκοποί και φύλαγαν το νερό, που έτρεχε απ’ τα κανούλια· κι εμείς που το βλέπαμε διψούσαμε περισσότερο. Στο δρόμο είχανε σκάσει πολλοί. Εγώ, βάδιζα με τον αδερφό μου, κρατώντας το γελιό ενός Τούρκου απ’ αυτούς που μας φύλαγαν· σκέφτηκα: «Λεφτά έχουμε, ας δώσουμε να πιούμε». Κι είπα του αδερφού μου: Διψώ πολύ, θα σκάσω. Κάνε κουράγιο, αδερφέ, μου λέει, μη φανούμε με λεφτά και μας χαλάσουν. Όχι, δεν αντέχω, δώσε λεφτά και πάρε να πιούμε.
Και μου ’δωσε. Έτρεξα ίσια στον Τούρκο. Λίγο νερό, του λέω, κοντεύω να ξεψυχήσω. Τι λες, σκυλί; Ούτε δράμι δε σου δίνω. Ασκέρ-αγά, ψυχικό θα κάνεις, να πάρε κι αυτά τα λεφτά. Δώσ’ τα, μου λέει, και πιες κρυφά. Ήπια, κι έδωσα και του αδερφού μου. Αυτά γινόντανε Αύγουστο μήνα. Τέλος, ένα βράδυ, φτάσαμε έξω απ’ τη Μαγνησία. Εκεί ο κόσμος μάς περίμενε με ρόπαλα στο χέρι φωνάζοντας: Αιχμάλωτοι έρχονται! Κι έτρεχαν κατά μας. Ο λοχαγός τώρα τους έλεγε: Τραβηχτείτε μακριά! Όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε τα κέφια σας. Αυτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας πως μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουν. Ο λοχαγός θυμωμένος μας μάζεψε όλους, σαν τα πρόβατα στο μαντρί, κι έβαλε γύρω σκοπούς να μας φυλάν. Νερό, ψωμί, τίποτα. Όσοι είχαν λεφτά, έδιναν στους σκοπούς κι έπιναν. Έδωσε κι η παρέα μας σ’ έναν αράπη και μας έφερε έναν ντενεκέ γεμάτο. Κάντε γρήγορα, μας λέει κι αυτός, ο λοχαγός δεν αφήνει. Ήπια, ήπια… ο αδερφός μου με τράβηξε να πιει, ρίχτηκαν κι οι άλλοι στον κουβά, και το νερό χύθηκε. Την άλλη μέρα, νύχτα ακόμα, ο λοχαγός φώναξε: Ετοιμαστείτε! Μπήκαμε στις τετράδες σειρά και κινήσαμε. Μας πήγε μέσα στη Μαγνησία. Εκεί μας έκλεισε σ’ ένα νοσοκομείο, που ήταν μέσα σε πεύκα, περιτριγυρισμένο με κάγκελα, και μας παράδωσε στα χέρια ενός δεκανέα. Από την κούραση πείνα δε νιώθαμε, μονάχα η δίψα μάς έκοβε. Ξαπλωμένοι σαν άρρωστοι κάτω απ’ τα πεύκα, μασούσαμε τα χλωμά πούσια. Και σα φάνηκαν στον ουρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε να βρέξει. Αυτά άπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, και πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ο ήλιος έριξε την κάψα του τώρα πιο πολλή, κι εμείς απελπισμένοι φωνάζαμε: Νερό! Νερό!
Το βιβλίο:
Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει σχετικά με τη Μικρασιατική καταστροφή, καθώς ο συγγραφέας σε αυτό το αφήγημα-ντοκουμέντο καταγράφει την πραγματική ιστορία αιχμαλωσίας όπως του τη διηγήθηκε ο Νικόλας Καζάκογκλου στην Κατερίνη το 1925. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 – και φυσικά της λογοτεχνίας – που διασώζει τις μνήμες της ελληνικής τραγωδίας στη Μικρασία το 1922. Η πρώτη έκδοση χρονολογείται το 1929 και η δεύτερη το 1936.
Ο συγγραφέας:
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια το 1895. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και υπήρξε κριτικός τέχνης. Συνεργάστηκε στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού «Το τρίτο μάτι» μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό. Πέθανε στην Αθήνα το 1983 σε ηλικία 88 ετών.
Πηγή:topontiki.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου