Η Σωτηρία Μπέλλου, στρατευμένη τόσο στη ζωή όσο και στο τραγούδι, αποτέλεσε ίσως την πιο αυθεντική φωνή του ρεμπέτικου αλλά και του λαϊκού τραγουδιού με κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα.
Γεννήθηκε στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921, όπου την μεγάλωσαν μέχρι τα έξι της χρόνια η γιαγιά και ο παππούς της καθώς ήταν το μεγαλύτερο από τα 5 παιδιά σε μια οικογένεια βιοπαλαιστών. Η Σωτηρία από παιδί ενδιαφερόταν για την επικαιρότητα, διαβάζοντας εφημερίδες εποχής, αλλά το πάθος της ήταν ανέκαθεν η μουσική. Είδωλό της αποτελούσε η Σοφία Βέμπο, την οποία παρακολουθούσε στον κινηματογράφο και αντέγραφε τις κινήσεις, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας και του πατέρα της εξαιτίας της κακής φήμης που είχαν οι καλλιτέχνες κι ιδιαίτερα οι γυναίκες.
Ο πατέρας της, την πάντρεψε από πολύ μικρή με σκοπό να κάνει οικογένεια και να ζήσει μια ήσυχη ζωή στο χωριό. Ο άντρας της όμως ήταν μέθυσος και την κακοποιούσε και κατά τη διάρκεια ενός ξυλοδαρμού η Σωτηρία έριξε οξύ στο πρόσωπό του. Γι αυτή της την πράξη καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση. Μετά από 4 μήνες αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά τον Οκτώβρη του 1940 και μετά από έντονη διαφωνία των δικών της πηγαίνει τελικά στην Αθήνα.
Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 μέχρι και το 1946, όταν εισέρχεται πλέον στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, είναι μια περιπέτεια. Οι δουλειές που έκανε για να επιβιώσει ήταν αμέτρητες, από λαντζιέρα σε εστιατόριο μέχρι αχθοφόρος σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια των τρένων, ενώ με τα χαρτζιλίκια που μάζευε κατάφερε να ενοικιάσει τελικά ένα διαμέρισμα και να αγοράσει μια κιθάρα, καθώς η μουσική παρέμενε το μεγάλο της πάθος.
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα στρατεύεται στο ΕΑΜ, όπου συμμετέχει ενεργά τόσο μεταφέροντας μηνύματα μεταξύ των αντιστασιακών, αλλά και με την παρουσία της σε συσσίτια και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η ενεργός της δράση στην αντίσταση, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1943 μετά από προδοσία και το βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της Μέρλιν, απ’ όπου απελευθερώθηκε μόνο μετά το τέλος της κατοχής.
Ένα βράδυ του Μάη του 1945, κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, η Μπέλλου μπήκε σε μια ταβέρνα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι και όσο περίμενε την παραγγελία, παίρνει μια κιθάρα και αρχίζει να παίζει και να τραγουδά τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε. Στην ταβέρνα, σύχναζε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος την άκουσε και δύο βράδια αργότερα, πήγε εκεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης ενθουσιάζεται από τη φωνή της Μπέλλου και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα και της προτείνει να ηχογραφήσει τραγούδια, δίνοντας της μια ευκαιρία ζωής.
Το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε και της έγραψε τα πιο σημαντικά τραγούδια του ρεπερτορίου της. Τον Δεκέμβριο του 1948 μια ομάδα από Χίτες μπήκε στο κέντρο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». Η Μπέλλου αρνήθηκε και οι παρακρατικοί την ξυλοκοπούν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια). Η Μπέλλου φεύγει από το μαγαζί και συνεχίζει την μουσική της πορεία με το Μάρκο Βαμβακάρη και πολύ σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Στα χρόνια της πολυτάραχης ιστορίας της μεταπολεμικής Ελλάδας και παράλληλα του ελληνικού τραγουδιού, η Μπέλλου τραγούδησε δημιουργίες των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Άνοιξε, άνοιξε», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Ο ναύτης» και «Το σβηστό φανάρι» του Γιώργου Μητσάκη, «Είπα να σβήσω τα παλιά» του Απόστολου Καλδάρα και αμέτρητα άλλα. Το 1966 κερδίζει τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους της έπειτα από συνεργασίες με έντεχνους συνθέτες της εποχής όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος («Ζεϊμπέκικο»), ο Ηλίας Ανδριόπουλος («Μην κλαις», «Λαϊκά προάστια») και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα», «Το φράγμα»).
Η Σωτηρία από το 1941 ως και το 1976 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν τους λαϊκούς και πολλούς έντεχνους συνθέτες, κάνοντας πρωτοποριακές για την εποχή συνεργασίες. Παράλληλα, προχώρησε και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, μέσα από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά, στηρίζοντας την στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλίες και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Τον Μάρτιο του 1993 η Μπέλλου, η οποία αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά προβλήματα υγείας, διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες. Η μεγάλη φωνή της Ελλάδας χάθηκε λίγα χρόνια μετά από την ασθένεια και στις 27 Αυγούστου του 1997 αφήνει την τελευταία της πνοή στον Πειραιά.
Η Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε ειλικρινής και γνήσια τόσο σαν καλλιτέχνης όσο και σαν άνθρωπος, βοηθώντας όσο μπορούσε πολλούς νέους να σταθούν και να δημιουργήσουν στο χώρο της μουσικής. Υπήρξε πάνω από όλα μια αγωνίστρια στη ζωή, στον αγώνα της χώρας της και στη μουσική της και αγαπήθηκε όσο λίγες από τον κόσμο του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού αλλά και τον απλό κόσμο, ο οποίος την στήριζε και την αγαπούσε μέχρι το τέλος της.
Παναγιώτης Χριστοφίδη
Μέλος Πολιτιστικού Γραφείου ΕΔΟΝ Λάρνακας.
Γεννήθηκε στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921, όπου την μεγάλωσαν μέχρι τα έξι της χρόνια η γιαγιά και ο παππούς της καθώς ήταν το μεγαλύτερο από τα 5 παιδιά σε μια οικογένεια βιοπαλαιστών. Η Σωτηρία από παιδί ενδιαφερόταν για την επικαιρότητα, διαβάζοντας εφημερίδες εποχής, αλλά το πάθος της ήταν ανέκαθεν η μουσική. Είδωλό της αποτελούσε η Σοφία Βέμπο, την οποία παρακολουθούσε στον κινηματογράφο και αντέγραφε τις κινήσεις, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας και του πατέρα της εξαιτίας της κακής φήμης που είχαν οι καλλιτέχνες κι ιδιαίτερα οι γυναίκες.
Ο πατέρας της, την πάντρεψε από πολύ μικρή με σκοπό να κάνει οικογένεια και να ζήσει μια ήσυχη ζωή στο χωριό. Ο άντρας της όμως ήταν μέθυσος και την κακοποιούσε και κατά τη διάρκεια ενός ξυλοδαρμού η Σωτηρία έριξε οξύ στο πρόσωπό του. Γι αυτή της την πράξη καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση. Μετά από 4 μήνες αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά τον Οκτώβρη του 1940 και μετά από έντονη διαφωνία των δικών της πηγαίνει τελικά στην Αθήνα.
Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 μέχρι και το 1946, όταν εισέρχεται πλέον στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, είναι μια περιπέτεια. Οι δουλειές που έκανε για να επιβιώσει ήταν αμέτρητες, από λαντζιέρα σε εστιατόριο μέχρι αχθοφόρος σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια των τρένων, ενώ με τα χαρτζιλίκια που μάζευε κατάφερε να ενοικιάσει τελικά ένα διαμέρισμα και να αγοράσει μια κιθάρα, καθώς η μουσική παρέμενε το μεγάλο της πάθος.
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα στρατεύεται στο ΕΑΜ, όπου συμμετέχει ενεργά τόσο μεταφέροντας μηνύματα μεταξύ των αντιστασιακών, αλλά και με την παρουσία της σε συσσίτια και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η ενεργός της δράση στην αντίσταση, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1943 μετά από προδοσία και το βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της Μέρλιν, απ’ όπου απελευθερώθηκε μόνο μετά το τέλος της κατοχής.
Ένα βράδυ του Μάη του 1945, κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, η Μπέλλου μπήκε σε μια ταβέρνα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι και όσο περίμενε την παραγγελία, παίρνει μια κιθάρα και αρχίζει να παίζει και να τραγουδά τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε. Στην ταβέρνα, σύχναζε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος την άκουσε και δύο βράδια αργότερα, πήγε εκεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης ενθουσιάζεται από τη φωνή της Μπέλλου και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα και της προτείνει να ηχογραφήσει τραγούδια, δίνοντας της μια ευκαιρία ζωής.
Το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε και της έγραψε τα πιο σημαντικά τραγούδια του ρεπερτορίου της. Τον Δεκέμβριο του 1948 μια ομάδα από Χίτες μπήκε στο κέντρο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». Η Μπέλλου αρνήθηκε και οι παρακρατικοί την ξυλοκοπούν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια). Η Μπέλλου φεύγει από το μαγαζί και συνεχίζει την μουσική της πορεία με το Μάρκο Βαμβακάρη και πολύ σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Στα χρόνια της πολυτάραχης ιστορίας της μεταπολεμικής Ελλάδας και παράλληλα του ελληνικού τραγουδιού, η Μπέλλου τραγούδησε δημιουργίες των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Άνοιξε, άνοιξε», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Ο ναύτης» και «Το σβηστό φανάρι» του Γιώργου Μητσάκη, «Είπα να σβήσω τα παλιά» του Απόστολου Καλδάρα και αμέτρητα άλλα. Το 1966 κερδίζει τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους της έπειτα από συνεργασίες με έντεχνους συνθέτες της εποχής όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος («Ζεϊμπέκικο»), ο Ηλίας Ανδριόπουλος («Μην κλαις», «Λαϊκά προάστια») και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα», «Το φράγμα»).
Η Σωτηρία από το 1941 ως και το 1976 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν τους λαϊκούς και πολλούς έντεχνους συνθέτες, κάνοντας πρωτοποριακές για την εποχή συνεργασίες. Παράλληλα, προχώρησε και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, μέσα από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά, στηρίζοντας την στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλίες και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Τον Μάρτιο του 1993 η Μπέλλου, η οποία αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά προβλήματα υγείας, διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες. Η μεγάλη φωνή της Ελλάδας χάθηκε λίγα χρόνια μετά από την ασθένεια και στις 27 Αυγούστου του 1997 αφήνει την τελευταία της πνοή στον Πειραιά.
Η Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε ειλικρινής και γνήσια τόσο σαν καλλιτέχνης όσο και σαν άνθρωπος, βοηθώντας όσο μπορούσε πολλούς νέους να σταθούν και να δημιουργήσουν στο χώρο της μουσικής. Υπήρξε πάνω από όλα μια αγωνίστρια στη ζωή, στον αγώνα της χώρας της και στη μουσική της και αγαπήθηκε όσο λίγες από τον κόσμο του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού αλλά και τον απλό κόσμο, ο οποίος την στήριζε και την αγαπούσε μέχρι το τέλος της.
Παναγιώτης Χριστοφίδη
Μέλος Πολιτιστικού Γραφείου ΕΔΟΝ Λάρνακας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου