Ηταν ο ποιητής που αντιμετώπισε την ποίηση όχι σαν λογοτεχνικό είδος, αλλά σαν μια ρηξικέλευθη ματιά που μεταμορφώνει τη ζωή και τα πράγματα. Η ποίηση για εκείνον δεν είναι μια εκκεντρική συγγραφική ενασχόληση, για σκεπτόμενους διανοούμενους με περίπλοκες ψυχοσυνθέσεις, αλλά ένας δρόμος συνεχούς ρίσκου και ανατροπής.
«Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς του durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας». (απόσπασμα του Λόγου του Οδυσσέα Ελύτη, στην Ακαδημία της Στοκχόλμης κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 8/12/1979).
Στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 2 Νοεμβρίου του 1911, γεννήθηκε ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979) Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα. Από τους κορυφαίους εκπρόσωπους της λεγόμενης “γενιάς του ’30”, ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του Μυτιληνιού επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη, και της συμπατριώτισσάς του Μαρίας Βρανά.
Στο Παρίσι, το 1950 πρωτοσχεδιάζει το "Αξιον Εστί", το οποίο ολοκληρώνεται το 1959, εκδίδεται το 1960 και μελοποιείται το 1964 από τον Μίκη Θεοδωράκη, για να "σφραγίσει" όχι μόνο την ελληνική ποίηση, αλλά και την ελληνική μουσική. Η αγάπη του λαού, αλλά και του ποιητή σ' αυτό του το έργο ήταν μεγάλη και την είχε ομολογήσει και ο ίδιος σε επιστολή του προς τον Μίκη Θεοδωράκη. Είναι έργο που ολοκλήρωσε το ιδεολογικό και ποιητικό όραμα του ποιητή. Εργο που αγγίζει βαθιά τα σπλάχνα της Ρωμιοσύνης. Λαμπερό, συγκλονιστικό, συγκινητικό, αγέραστο, για να καθαγιάζει "ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα" και του αγωνιστή λαού μας "τα θαύματα".
Ο ποιητής θυμάται:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λοζάνης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. […]
[…] Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το “Άξιον Εστί”».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ:
ΤΑ ΠΑΘΗ Ε΄
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί.
Θέμις Αμάλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου