Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου | Φ. Ντοστογιέφσκι

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι


Το μικρό αυτό διήγημα «Το όνειρο ενός γελοίου» δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι αποτελεί μια συνοπτική ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα. Μιας κοινωνίας που ξεκίνησε σαν ένας μικρός παράδεισος, χωρίς τάξεις, με κοινοκτημοσύνη στα αγαθά, με δημοκρατία, χωρίς ζήλιες, με ερωτικές σχέσεις χωρίς διαστροφές και χωρίς το σαδισμό και το μαζοχισμό της σύγχρονης κοινωνίας που τότε ήταν άγνωστες έννοιες.

Μια κοινωνία χωρίς ιδιοκτησίες, όπου οι λέξεις δικό μου, δικό σου δεν υπήρχαν ακόμα στο λεξιλόγιο της, η αγάπη στον συνάνθρωπο, στη ζωή, στα δένδρα, στη φύση γενικά ήταν αυτονόητη, που στην πορεία της όμως εκφυλίστηκε αποσυντέθηκε, έγινε ταξική, άρχισαν πόλεμοι, ζήλιες, διαμάχες, διαστροφές, ιδιοκτησίες, θρησκεία που κάθε μια διεκδικούσε την αιώνια αλήθεια της αφήνοντας στη μνήμη των ανθρώπων μια μακρινή θαμπή ανάμνηση ενός χαμένου παράδεισου.

Απόσπασμα:

Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροϊδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλα δεν θα καταλάβουν.. όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν..

Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα μουν δε θα μουν επτά μόλις χρονών όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος. Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο. Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου. Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς.

Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: την πεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα. Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα. Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά. Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους. Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο.

Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά χαραγμένη στη μνήμη μου. […]
Ο ήρωας του διηγήματος βλέπει σε όνειρο ότι βρίσκεται σε έναν τόπο όπου όλοι οι άνθρωποι είναι αγνοί, αθώοι και ευτυχισμένοι. Κι εκείνος, πολύ σύντομα κατάφερε να τους κάνει σαν τα μούτρα του, δηλαδή σαν τους ανθρώπους στη γη, κι όπως λέει, «κατάφερα να τους χαλάσω όλους». Και να τι κατάφερε:

…Πόσο γρήγορα γεννήθηκε ανάμεσά τους η φιληδονία που γέννησε τη ζήλεια κι εκείνη με τη σειρά της τη σκληρότητα!… Δεν ξέρω πότε, μα ύστερα από λίγο, χύθηκε και για πρώτη φορά αίμα… Οι άνθρωποι, κατατρομαγμένοι, άρχισαν να σκορπάνε, ν” απομονώνονται. Έκαναν συμμαχίες οι μεν εναντίον των δε. Έμαθαν τη φιλοτιμία, που της έδωσαν το μεγαλόπρεπο τίτλο: Τιμή! Και τότε κάθε έθνος έκανε τη σημαία του. Μετά κύρηξαν τον πόλεμο στα ζώα που έφυγαν στα δάση κι έγιναν εχθροί του ανθρώπου. Κι άρχισε ο πόλεμος του ατομισμού για το δικό μου και το δικό σου. Ανακάλυψαν τις γλώσσες. Ανακάλυψαν τον πόνο και τον ερωτεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν για πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε και η πρώτη αρχή της επιστήμης. Ύστερα, μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για τη φιλανθρωπία… Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Όταν θυμόντουσαν το τι είχανε χάσει, δεν ήθελαν να πιστέψουν στην αθωότητά τους και στην περασμένη τους ευτυχία, γελούσαν μάλιστα για την ευτυχία αυτή, λέγοντας πως ήταν παραμύθι και δεν μπορούσαν πια να την φανταστούν σαν κάτι το πραγματικό. Ωστόσο αν και δεν πίστευαν καθόλου στην παλιά τους ευδαιμονία, διατήρησαν τόσο δυνατό πόθο να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι που χάθηκαν σαν παιδιά μέσα στον πόθο τους! Θεοποίησαν τον πόθο τους, του έχτισαν ναό, γονάτισαν μπροστά στην ίδια τους την ιδέα, μπροστά στο είδωλο του πόθου τους και με την πεποίθηση πως ήταν απραγματοποίητος, τον προσκύνησαν με δάκρυα και γονυκλισίες και προσεύχονταν σ” αυτόν. Όταν, όμως, ερχόταν κάποιος και ξανάβρισκε την παλιά τους ευτυχία, τους την έδειχνε και τους ρωτούσε μετά: «Θέλετε να ξαναγυρίσετε σ” αυτήν;» απαντούσαν: «όχι!»

Περίληψη

Το Όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου είναι το πιο φωτεινό και το πιο αισιόδοξο διήγημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Μέσα από μια συνύπαρξη αντιθέσεων –φως και σκοτάδι, πραγματικό και φανταστικό, το χθες και το αύριο– ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στην τυλιγμένη στην ομίχλη Πετρούπολη της εποχής του, για να μας μεταφέρει στη συνέχεια σ’ ένα ηλιόλουστο, ειδυλλιακό ελληνικό νησί του μακρινού παρελθόντος και συνάμα του απώτερου μέλλοντος. Στις σελίδες αυτού του αφηγήματος συναντάμε έναν ακόμα ντοστογιεφσκικό (αντι-)ήρωα, που μέσα απ’ τους προβληματισμούς, τις σκέψεις και τις ιδέες του ενσαρκώνει τη φιλοσοφία του μεγάλου Ρώσου κλασικού.

ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΦΙΟΝΤΟΡ

Κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ρωσικής καταγωγής. Γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών της Πετρούπολης. Υπηρέτησε στο στρατό γιά ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα γιά να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματα του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης. Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α΄. Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί γιά συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Τα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Το 1859 επέστρεψε στην Πετρούπολη και εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία ,όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος γιά να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα με αποτέλεσμα να καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχετικά άνετα. Σ’ αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερα του έργα: Ο παίκτης, Οι αδερφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Πολίτης και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα, που σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε τεράστια επιτυχία. Πέθανε το 1881 στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών.
Μετάφραση και Επίμετρο Σωτήρη Γουνελά
Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1996 

Πηγή:apolasos.wordpress.com



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου