Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες
τις παρελάσεις
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.
Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός εντάσσεται από τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά. «Ιδιόρρυθμος, αμφισβητίας, μέσα από έναν ρομαντικό και πιο πολύ ρητορικό αναρχισμό», σύμφωνα με τον κριτικό Μιχάλη Μερακλή, είναι γνωστός για το ποίημα του «Η Διαθήκη Μου», που περιλαμβάνεται στην κορυφαία ποιητική του δημιουργία «Κατά Σαδδουκαίων» (1953)
Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε μέσα από το περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», το 1929. Στη διαδήλωση του 1935 στην Κυπαρισσία για τα «Σταφιδικά» συμπορεύτηκε με τους σταφιδοπαραγωγούς, κρατώντας το κόκκινο λάβαρο του ΚΚΕ, ενώ έγραψε και ποίημα αφιερωμένο στα γεγονότα αυτά. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα, χωρίς τελικά να τό κατορθώσει, γιατί τόν βρήκε ο πόλεμος.
Έλαβε μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ως αεροπόρος, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Πιάστηκε από συνεργάτες των Γερμανών και βασανίστηκε άγρια στα κολαστήρια της Γκεστάπο και των φυλακών Χατζηκώνστα. Στα «Δεκεμβριανά» (1944) πολέμησε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Το καλοκαίρι του 1945, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τα ποιήματά του «Σήμερα έγινα σύντροφος» και «Χιροσίμα». Στις 26 Μαΐου 1947, ο «Ριζοσπάστης» με αφορμή το θάνατο του Γιώργη Σιάντου, της ηγετικής προσωπικότητας του ΚΚΕ που είχε πεθάνει στις 20 Μαΐου, δημοσίευσε το θρηνητικό ποίημα «Στον τάφο του Γ. Σιάντου», σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Μεταπολεμικά για λόγους επιβίωσης έκανε διάφορα επαγγέλματα, πάντοτε προσωρινά. Δούλεψε ως δημοσιογράφος σε σε έντυπα της περιφέρειας, στο ραδιόφωνο, ταμίας σε κέντρο της Αθήνας και σε άλλες ανάλογες εργασίες, προσπαθώντας να μην έχει εξαρτήσεις, όπως έλεγε.
Στα γράμματα εμφανίστηκε επισήμως το 1946 από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα «Βγενιώ» στο ίδιο περιοδικό. Το 1947, συμμετείχε στην έκδοση του βραχύβιου λογοτεχνικού περιοδικού «Θεμέλιο» και δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το συνθετικό ποίημα «Μεσολόγγι».
Ο Μιχάλης Κατσαρός έκανε αισθητή την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα το 1953 με το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του «Κατά Σαδδουκαίων». Μετά το συνθετικό του ποίημα «Οροπέδιο» (1956), ακολούθησε μια μακρά σιωπή του ποιητή, έχοντας αποστασιοποιηθεί από το ΚΚΕ για να ακολουθήσει έκτοτε ένα μοναχικό δρόμο. Επανεμφανίσθηκε το 1975 με τις ποιητικές συλλογές «Σύγγραμμα», «Πρόβα και ωδές» και αργότερα με τις συλλογές «Ενδύματα» (1977), «Αλφαβητάριον, ποιήματα Α-Ω» (1978), «Ονόματα» (1980), «3Μ+3Μ=6Μ» (1981) και «4 Μαζινό» (1982), για το οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο με Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο Μιχάλης Κατσαρός εξέδωσε επίσης τα πεζά κείμενα: «Χρονικό Μορέως, μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού» (1973), «Πας-Λακίς-Michelet, φιλοσοφικαί Ιδέαι και Μορφαί» (1974), «Σύγχρονες μπροσούρες» (1977), «Το Κράτος εργοδότης» (1978), «Ελεύθεροι Κομμουνισταί και Κομμουνάριοι» (1978), που «κινούνται σε ένα ασαφές ιδεολογικά και λογικά πεδίο» σύμφωνα με τον κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου. Αλλά και στα μετά το 1974 ποιήματά του «ο βαθμός απροσδιοριστίας είναι μεγάλος, ο λογικός ειρμός απουσιάζει και η πρόσβασή τους παραμένει αμφίβολη, αν όχι ποιητικά (υπάρχουν αρκετοί στίχοι κι εδώ αφοριστικοί που διασώζονται), πάντως όμως από την πλευρά τής ύπαρξης ενός ενιαίου κλίματος οπωσδήποτε». Το 1975 εξέδωσε το περιοδικό «Σύστημα», όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.
Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου του Αλέξανδρο Αργυρίου, το σημαντικότερο από τα ποιητικά βιβλία του Κατσαρού είναι το «Κατά Σαδδουκαίων». «Τα δεκαεννέα κομμάτια που συγκροτούν τη συλλογή σκοπεύουν σ’ έναν κοινό στόχο. Δεν στρέφονται μόνον κατά Σαδδουκαίων, αλλά και κατά Δωριέων, Ρωμαίων, Βησιγότθων και καταγγέλλουν κάθε μορφή συμβιβασμού και κάθε μορφή φαλκίδευσης του επαναστατικού πνεύματος. Τα ποιήματα έχουν λίγο ή πολύ αλληγορικό χαρακτήρα κι οι ιστορικές τους αναφορές παραπέμπουν σαφώς σε σύγχρονες καταστάσεις. Ο τόνος τους φυσιολογικά είναι ρητορικός, κάποτε εκτρέπεται σε προφητικό, προκειμένου να διατηρήσουν το διδακτικό τους στοιχείο, και περατώνονται σε αφοριστικούς στίχους. Ωστόσο, καθώς η συλλογιστική τους αναπτύσσεται ελλειπτικά και μάλλον ανακόλουθα, ο διδακτισμός τους και οι προθέσεις τους διασκεδάζονται και λειτουργούν περισσότερο ως ποιητικά μηνύματα παρά ως πολιτικές θέσεις».
Ποιήματά του Μιχάλη Κατσαρού μελοποίησε κυρίως ο Γιάννης Μαρκόπουλος [«Την εικόνα σου (Χρώματα και αρώματα)» το πιο γνωστό τραγούδι], όπως και οι Μίκης Θεοδωράκης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας και Μιχάλης Τερζής.
Ο Μιχάλης Κατσαρός έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 1998, σε ηλικία 79 ετών. Ήταν νυμφευμένος με τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπουλου (1910-1997) και γιος τους είναι ο σκηνοθέτη Στάθης Κατσαρός (γ.1956).
Πηγή πληροφοριών: © SanSimera.gr
Μιχάλης Κατσαρός - Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστείΠοιήματα από την συλλογή Κατά Σαδδουκαίων του 1953
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου